Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: La sorcière
Author: Prévost, Marcel, 1862-1941
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "La sorcière" ***


Note: The tonic system has been changed from polytonic to
monotonic, the spelling of the book has not been
changed otherwise. Bold Words have been included in &.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του
βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.



ΔΡΑΧ 1

ΜΙΚΡΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΑΡΙΘ. 9



ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΕΒΟ
Α Κ Α Δ Η Μ Α Ϊ Κ Ο Υ



Η
ΜΑΓΙΣΣΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΗΛΙΑ I. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ


ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
4 — ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ — 4

1921



Ι



Περί τα μέσα Νοεμβρίου του 1895, μικρόν Ιταλικόν απόσπασμα,
δυνάμεως τριακοσίων περίπου ανδρών, εξ ών το τρίτον ήσαν
ιθαγενείς, κατείχε την θέσιν Αδή-Γκάρο, επί των συνόρων των δυο
Αβυσσυνιακών επαρχιών: Οκουλέ-Κουζάι και Αγκαμέ.

Ισχυρώς στηριζόμενον επί των τελευταίων αντιρίδων των ορέων της
Μπελέζας, τα οποία το καθίστων απόρθητον, το στρατόπεδον αυτό
είχεν εγκατασταθή κατά μήνα Οκτώβριον, οπότε το κύριον σώμα των
Ιταλικών δυνάμεων, διελθών το Μαρέμπ μετά του στρατηγού
Μπαρατιέρη, είχεν απωθήσει τας δυνάμεις του Ρας Μανγκάσια, τον
είχεν αναγκάσει εις υποχώρησιν προς Νότον μέχρις Αντότο και είχεν
εγκατασταθή εις Μακαλλέ.

Κατέχον το μέσον των δυο στενωπών, αίτινες, από του Κοάτιτ φέρουν
η μεν εις Άδουαν η δε εις Αδίγκρατ, το οχυρόν του Αδή-Γκάρο
συνετέλει, ως ελέγετο, εις την υπεράσπισιν των συγκοινωνιών, και
εν ανάγκη, εις την υποστήριξιν της προς Ερυθραίαν υποχωρήσεως.
Επώπτευε δε ταυτοχρόνως την πεδιάδα όπου, μεταξύ των κέδρων,
συνωθούντο αι καλύβαι του χωρίου Γκουλλάμπα. Πολλοί, εντούτοις,
αξιωματικοί το έκρινον απολύτως άχρηστον, και, πράγματι, δεν είχον
κρίνει αναγκαίον ούτε να το συνδέσουν διά τηλεγράφου προς τους
γειτονικούς σταθμούς.

Ο διοικητής είχεν εμπιστευθή την θέσιν εις τον υπολοχαγόν Αλβέρτον
Ναβόνη, όστις είχεν ιδιαιτέρως διακριθή εις την μάχην της
Ντεμπραϊδά. Εκτός δε των υπολειμμάτων του 3ου και 4ου λόχου του
6ου Πεζικού, οίτινες κατά την μάχην εκείνην είχον χάσει όλους των
τους αξιωματικούς, έδωκεν εις τον Ναβόνη και εκατοντάδα ιθαγενών
διά να σχηματίση νέον λόχον και του προσεκόλλησαν τον
ανθυπολοχαγόν Γκιουζέππε Λούντο, ελαφρώς τραυματισθέντα κατά την
ιδίαν μάχην. Τούτο δε ουχί τυχαίως, αλλά διότι οι δυο ούτοι
αξιωματικοί ήσαν φίλοι και σπουδασταί της Στρατιωτικής Σχολής της
Μοδένας.

Κατά τας τρεις πρώτας εβδομάδας του Οκτωβρίου, ο Λούντο δεν
ηδυνήθη, λόγω του τραύματός του, ούτε να ιππεύση ούτε να κινηθή
από το οχυρόν. Εδίδασκε δε από της κλίνης του τους ιθαγενείς
εθελοντάς τη βοηθεία ενός Χασσάν, υπαξιωματικού εκ της φυλής των
Ασκαρί. Ο Ναβόνη ωργάνωνε την άμυναν και ενήργει ανυχνεύσεις,
μέχρις ου ηδυνήθη να τον βοηθήση και ο Λούντο. Συνεπώς, εβλέποντο
μόνον το βράδυ. Συνέτρωγον τότε και κατόπιν έπαιζαν, ο Ναβόνη
βιολί και ο Λούντο φλάουτο.

Μεσούντος του Νοεμβρίου εγνώσθη ότι ο Μακαλλέ με το 3ον τάγμα είχε
πολιορκηθή εις τα ΝΑ υπό πολυαρίθμου σώματος Χοάνων και εγίνετο
σκέψις να εγκαταλειφθή, αν δεν καθίστατο δυνατή η έγκαιρος
ενίσχυσίς του εξ Αντάγκα-Χαμούς.

Εις την σκηνήν των, οι δυο αξιωματικοί, παίρνοντες καφέ, που τους
παρέθεσεν ο γιγάντιος εκ Σαρδηνίας υπηρέτης του Λούντο, Μαλιάτο,
συνεζήτουν περί του μέλλοντος της εκστρατείας, αφ' ού ο Λούντο
ετύλιξε το πάσχον σκέλος διά κουβέρτας προς αποφυγήν της βαρείας
νυκτερινής υγρασίας.

 — Υποπτεύομαι πολύ, έλεγεν ο Λούντο, τους ιθαγενείς που μας
τριγυρίζουν, ως πλανόδιοι δήθεν έμποροι• φοβούμαι ότι
κατασκοπευόμεθα.

Ο εκ Βενετίας τραχύς υπαξιωματικός Γκάμπα τους επλησίασε κατά την
στιγμήν εκείνην και έλαβε τας αναγκαίας διά την επιούσαν διαταγάς.

Αίφνης αντήχησαν έξωθεν κραυγαί διαπεραστικαί και γέλωτες.

 — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Ναβόνη τον Μαλιάτο, προσελθόντα διά να
φέρη λυχνίαν.

 — Είνε η μικρούλα η Νίμπα, εκείνη η μαϊμού, την γνωρίζει ο κύριος
ανθυπολοχαγός. Την πειράζουν οι άνδρες, και φωνάζει.

 — Την γνωρίζεις Λούντο;

 — Ναι, κάποτε μου την έδειξαν.

 — Ο υπολοχαγός μου επιθυμεί να την οδηγήσω εδώ; έκαμεν ο Μαλιάτο.

Χωρίς δε ν' αναμείνη εντολήν, έσπευσε να προσαγάγη την πραγματικήν
εκείνην ανθρωπομαϊμού, τυλιγμένην κατά το ήμισυ μέσα εις
ποικιλόχρωμα κουρέλια.

Το χρώμα της ήτο όμοιον με ξύλον δρυός στιλβωμένον, ανοικτότερον
από το σύνηθες των Αβησσυνίδων και τόσον στιλπνόν, ώστε το φως της
λάμπας αντηνακλάτο επ' αυτού.

 — Εμπρός, δείξε τη μούρη σου. Και χαιρέτησε τους κυρίους
αξιωματικούς, είπεν ο γιγάντιος Μαλιάτο.

Αλλ' η ουλόθριξ πίθηκος εμόρφασεν, εμαζεύθη, εκουβαριάσθη εφ'
εαυτής. Ο γίγας της ήρπασε το χέρι δι' ού εκάλυπτε την μορφήν της
και την απεκάλυψε με την λεπτήν της φυσιογνωμίαν τους στρογγύλους
ώμους, τα προτεταμένα στερεά στήθη.

Εκμανείσα διότι την είχε ξεσκεπάσει, διεξέφυγε του Μαλιάτο μ' ένα
πήδημα, είτα δε, ορμήσασα κατά της χειρός του, εδοκίμασε να την
δαγκάση, μόλις δε ούτος επρόλαβε να την αποσύρη.

Ο Λούντο, ο Ναβόνη καί τινες άνδρες προσελκυσθέντες υπό της σκηνής
αυτής, εξερράγησαν εις γέλωτας.

Ήδη η μικρά, εν επιφυλακή πάντοτε, και ετοίμη να πηδήση παρετήρει
τον Μαλιάτο υπογρυλλίζοντα.

 — Άφησέ την; έλα! έκαμεν ο Λούντο.

Η παιδίσκη εκύλισε τους ιομέλανας οφθαλμούς της επί του
αξιωματικού και αμέσως η μορφή της ήλλαξεν έκφρασιν. Ηνωρθώθη
θαρραλέως, και εμειδίασεν επιδείξασα τους λευκούς της κοπτήρας.

Και είπεν, ιταλιστί, αλλά με τόνον παράδοξον και αρκετά όμοιον με
τον τόνον πού μεταχειρίζονται οι Γερμανοί.

 — &Μπούον τζιόρνα, σινιόρ τενέντε.&

 — Α! . . . αλλά, 'ξεύρεις, εφώναξε γελών ο Ναβόνη, ότι έχεις ένα
ζευγάρι φίλους; Έλα κοντά! Ξεύρεις ιταλικά;

Εκείνη απεκρίθη αδιστάκτως, προς μεγάλην χαράν των ανδρών, οίτινες
είχον πλησιάσει τους αξιωματικούς:

 — &Μπενόνε!&

 — Ποιος σου τάμαθε;

 — Ο πατέρας μου, που μένει στην Γκουλλάμπα.

 — Δεν είνε πατέρας της, υπολοχαγέ μου, διέκοψεν ο Μαλιάτο. Είνε
ένας κατεργάρος μιγάς, που τον ονομάζουν «Εβραίο» στην Γκουλλάμπα,
και μαζί με τον οποίον ζη.

 — Λες ψέμματα! υπέλαβεν η Νίμπα ατενίζουσα αυτόν κατά πρόσωπον. Ο
Φατούν είνε πατέρας μου. Όσον είν' αλήθεια ότι εσύ είσαι γυιός του
. . .

Και συνεπλήρωσε την φράσιν της με ομοβροντίαν ύβρεων, εξ ού
απεδεικνύετο ότι εγνώριζεν άριστα την Ιταλικήν.

Και, αδιάφορος τώρα διά την γυμνότητά της, ητένιζε κατά μέτωπον
τους αξιωματικούς.

 — Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;

 — Είνε έμπορος. Πουλεί κονσέρβες, καπνό, οινόπνευμα.

 — Και συ;

 — Εγώ, πουλώ κ' εγώ μαζί του.

 — Και έρχεσαι εδώ διά να πωλής ρακή εις τους Ασκαρί δεν είν'
έτσι, και διά να κατασκοπεύης;

 — Δεν κατασκοπεύω, &σινιόρ τενέντε&. Ο υπολοχαγός Γκιουζέππε το
'ξεύρει καλά . . . Δεν κατασκοπεύω! . . ,

Η προσβολή της υπονοίας αυτής εφαίνετο ότι την επείραζε.

 — Ξεύρεις, είπεν ο Ναβόνη, ότι θα διατάξω να συλληφθής και να
τουφεκισθής;

Εκείνη ήρχισε να γελά, με γέλιο τόσον ελαφρό, ώστε ωμοίαζε προς
χουχούλισμα περιστεριών.

 — Είμαι πολύ μικρή για να με τουφεκίσουν, είπεν.

Έστρεψε δε γύρω τα μάτια της, τόσον τρυφερά γυναικεία μάτια, ώστε
όλοι οι τραχείς εκείνοι άνδρες ησθάνθησαν κάποιον πόθον συνάμα και
κάποιαν εντροπήν διά τον πόθον αυτόν ακριβώς . . .

 — Τι να την κάμουμε; ηρώτησεν ο Μαλιάτο.

Ο Ναβόνη, ύψωσε τους ώμους.

 — Άφες την να φύγη, επανέλαβεν ο Λούντο. Δεν είνε επικίνδυνος.

 — Εμπρός, δρόμο! εφώναξεν ο γίγας.

 — &Μπονόνα σέρα, σινιόρι τενέντι,& είπεν η μικρά υποκλιθείσα.

Εδιπλώθη με κωμικήν υπερηφάνειαν εντός της πάνας της, εστράφη και
έβγαλε τη γλώσσα της διερχομένη προ του Μαλιάτο.

Ούτος δε πλήξας την γην διά του δεξιού ποδός, έκαμε κίνησιν
αποδιώξεως σκύλου και η Νίμπα έφυγε τροχάδην, ακολουθουμένη υπό
ομίλου οπλιτών, ους δεν εβράδυνε να καταφθάση και ο γίγας.

Η νυξ επήλθεν ήδη υγρά και καυστική.

 — Απόψε νυστάζω, είπεν ο Ναβόνη. Ας λείψη και η μουσική. Κοιμήσου
και συ, αυτό είνε το καλλίτερο που έχεις να κάμης.

Αντήλλαξαν χειραψίαν και ο Ναβόνη απεμακρύνθη προς τα δυτικά του
στρατοπέδου, όπου, εις απόστασιν πεντακοσίων βημάτων από της
σκηνής του συναδέλφου του, ήκουσε τους ήχους του πλαγιαύλου του
φίλου του. Ο Λούντο έπαιζε μόνος του.

Ο Ναβόνη εσταμάτησεν ονειροπόλος, εντός της αποχαυνωτικής νυκτός,
και ανεπόλησε το σπίτι του, τους γονείς του, την Στρατιωτικήν
σχολήν, την μάχην της Ντεμπραϊλά, τον τραυματισμόν του Γκιουζέπε .
. . Είτα δ' εξαίφνης την μικράν ιθαγενή με τα ιόχροα σμάλτινα
μάτια, τα τόσον ατενή . . . Και, επειδή ήτο καθ' υπερβολήν
δεισιδαίμων, εσχημάτισε κέρατα διά των δύο δακτύλων της δεξιάς του
χειρός.

Εστράφη είτα προς νότον, όπου μακράν, διεκρίνοντο εν ημέρα η
Αδάγγα-Χαμούς, το Μακαλλέ, η Άντονα . . . Θα εκέρδιζον εκεί την
νίκην ή θα συνετρίβοντο; . . . Επλησίασε προς τας πυράς . . .
Διέταξε σώμα εθελοντών να μη μετακινηθή . . . . Ο Χασάν μόνον, ο
ιθαγενής υπαξιωματικός, ηγέρθη και εχαιρέτησεν . . . Άλλος όμιλος,
περαιτέρω, διεσκορπίζετο συγκεχυμένος επί τη εμφανίσει του . . .
Και μεταξύ των ανδρών εκείνων, διέκρινε την μικράν Νίμπα, ήτις
εσταμάτησεν αποτόμως ενώπιόν του.

 — Τι κάμνεις ακόμη εδώ; της είπεν ο Ναβόνη αρπάσας αυτήν από του
αγκώνος.

Η αιθιοπίς δεν απεκρίθη, τον εκύταξε μόνον γελώσα με μάτια και με
χείλη.

 — 'Ξεύρεις, επανέλαβεν ο αξιωματικός, ότι αν πωλής ρακή εις τους
Ασκαρί, θα διατάξω να . . .

Ηρεύνησε γύρω διά του βλέμματος . . . Ουδείς ήτο πλησίον των . . .
Απώθησε την μικράν, κάπως βαναύσως, εντός της σκηνής.



II


Ο Ναβόνι και ο Λούντο είχον, ως είπομεν γνωρισθή εις την
Στρατιωτικήν Σχολήν της Μοδένας. Ο Λούντο, ευφυής, γελαστός και
διαθέτων αρκετά χρήματα, είχε γείνει αμέσως αγαπητός εις όλους . .
. Ο Ναβόνη, εξ εναντίας, πτωχός, φιλάργυρος και θυμώδης, δεν είχεν
ελκύσει συμπαθείας. Η δε ομοιότης της μορφής του προς ψιττακόν,
συνέτεινε να επωνομασθή &Παπαγάλλος&. Παλαιότεροι δε και σύγχρονοι
συνάδελφοι του ηρέσκοντο να τον πειράζουν με το «παρατσούκλι»
αυτό, — πράγμα που τον εδαιμόνιζε. . . Μόνον με τον Λούντο δεν
είχε μαλλώσει ποτέ.

Πλειότερον δε τούτου προηγμένος εις την μουσικήν, του έδιδε
μαθήματα. Κατά τας διακοπάς δε, εταξείδευον μαζί ανά την Ιταλίαν.
Ο Γκιουζέππε τον εφιλοξένει εν Σιέννα παρά τω πατρί του, ο Ναβόνη
εκάλει τον Λούντο εις Γένουαν και εποιούντο θαλασσίας εκδρομάς διά
λέμβου.

Μίαν ημέραν, ευρεθείς εις μέγαν ερεθισμόν ο Ναβόνη εμονομάχησεν
μετά τινος συμμαθητού του και τον εφόνευσε . . .

Το πράγμα ετηρήθη μυστικόν. Έγεινε λόγος περί «τυχαίου
δυστυχήματος» . . . Έπαυσαν να τον ονομάζουν πλέον Παπαγάλλο• αλλά
και δεν του ωμίλει κανείς πλέον. Μόνος φίλος του απέμεινεν ο
Λούντο.

Εξελθών της σχολής ο Ναβόνι προσέκρουσεν εν αρχή εις μυρίας
δυσχερείας. Εμάλλωνε με όλους τους ανωτέρους του. Ο καιρός του, αι
προσπάθειαί του, κατηναλίσκοντο εις διαρκή και πείσμονα
αντίδρασιν. Παρεπονείτο διαρκώς δι' αλεπαλλήλων υπομνημάτων του,
ενώ ο εις το αυτό σώμα υπηρετών Λούντο, εξετέλει την υπηρεσίαν του
ως υπαξιωματικός, ήσυχα και οκνηρά, παρ' όλων αγαπώμενος και μη
σκοτιζόμενος διά τίποτε.

Έζων, εν τούτοις, μαζί, μη ερίζοντες διά τίποτε• ούτε και διά τας
γυναίκας ακόμη, προς τας οποίας ο Λούντο ήτο κάπως περιποιητικός,
εν ώ ο Ναβόνι τας ωνόμαζε «βρωμογύναια» και παρηγορείτο με τον
Μόζαρτ και το Χάυδν.

Ο πόλεμος της Αφρικής εξερράγη αίφνης διά ν' απαλλάξη τον Ναβόνη
από επικίνδυνον έριδά του προς τον επιτελάρχην του Συντάγματός
του. Συμβουλή δε του λοχαγού του, τον οποίον εσέβετο, οπωσδήποτε,
εζήτησε και επέτυχε να σταλή εις Αβησσυνίαν. Ο Λούντο παρέμεινεν
εν Περουγία, πεπεισμένος, όπως όλοι τότε, ότι επρόκειτο περί
διμήνου ίσως απλού στρατιωτικού περιπάτου. Αλλ' όταν
απεχαιρετήθησαν ο καθείς ενόησεν ότι εστερείτο του αγαπητοτέρου
του εν τω κόσμω όντος.

Εις το Κοατίτ ο Ναβόνη διεκρίθη τόσον επί ανδρεία, ανακαταλαβών
μόνος του οχύρωμα αλωθέν υπό τριών Χοάνων, ώστε επροβιβάσθη εις
υπολοχαγόν, και ευρέθη ούτως ιεραρχικώς ανώτερος του Λούντο, ότε
καταληφθείς και αυτός από την Αφρικανικήν μέθην απεβιβάσθη εις
Ερυθραίαν και τον συνήντησεν επί των όχθων του Μαρέμπ.

Δυστυχώς, ο Λούντο, πληγωθείς εν Ντεμπραϊλά, αδόξως, από μίαν
παρεκτραπείσαν σφαίραν, και παραμείνας άχρηστος καθ' όλον το
διάστημα της εκστρατείας, δεν ευρήκεν ευκαιρίαν προβιβασμού.

. . . Κατά το διάστημα των τεσσάρων ημερών, αίτινες επηκολούθησαν
την επάνοδον του Ναβόνη εις το στρατόπεδον του Αντή-Γκάρο, μετά
την εκδρομήν του εις Αντάγγα-Χαμούς, οι δύο αξιωματικοί δεν
ωμίλησαν διόλου περί της Νίμπας.

Το δείλι της τετάρτης ημέρας, ενώ εκάπνιζον και συνεζήτουν περί
χειρισμού τηλεβόλων, ο Ναβόνη είπε προς τον Λούντο:

Εδοκίμασα την συμφωνίαν εις &ουτ& ματζόρε. Θα την δοκιμάσουμε μαζί
απόψε;

 — Απόψε όχι, έκαμεν ο Λούντο μειδιάσας. Αύριον ναι.

 — Γιατί όχι απόψε;

 — Διότι έχω να δεχθώ μίαν επίσκεψιν.

 — Καμμιά γυναίκα; έκαμεν ο Ναβόνη εκπλαγείς.

Αλλ' εννόησεν αμέσως! Ηθέλησε κάτι να είπη . . . Να τον καταστήση
προσεκτικόν ίσως . . . Αλλά, δεν είπε τίποτε . . . Εντρέπετο να
'πή: «Κ' εγώ την συνήντησα . . . »

Η σάλπιγξ αντήχησε συνάθροισιν και η άσκησις εις το πυροβόλον μετ'
εζευγμένου κυλλίβαντος επανήρχισε.



III



Την επιούσαν, οι δύο αξιωματικοί επρογευμάτιζον ομού εις την
σκηνήν του Λούντο. Και έτρωγον πλουσίως διότι ο Μαλιάτο, δεν
εφρόντιζε μόνον περί του άκρου καλλωπισμού και της αναπαυτικότητος
της σκηνής του αξιωματικού του, αλλ' ήτο και άριστος μάγειρος,
γνωρίζων να εξοικονομή και τα σπανιώτερα εις την άστοργον εκείνην
χώραν.

Μετά το πρώτον φαγητόν, οι δύο φίλοι είδον εισερχόμενον τον
γίγαντα και κρατούντα γαβάθαν επιμελώς σκεπασμένην διά πιάτου.
Εγελούσε δε αποθέτων αυτήν επί της τραπέζης.

 — Τι διάβολο χαϊδεύεις εκεί; ηρώτησεν ο Λούντο.

 — 'Στήν τιμή μου! έκαμεν ο Ναβόνη, μυρίζει κυνήγι:

Ο Μαλιάτο εξεσκέπασε βραδέως την γαβάθαν. Ένας θαυμάσιος
αγριοπετεινός ενεφανίσθη ψημένος σκεπαστός με πατάτες.

 — Διάβολε, έκαμεν ο Λούντο. Πού τον επρομηθεύθης; . . . Ούτε μια
τουφεκιά δεν έπεσεν απ' εδώ.

 — Απ' εδώ, όχι. Αλλά, περνώντας από την Κουλλάμπα, τον αγόρασα
από τη . . . μικρή, που ξεύρετε. . . τη μικρή μιγάδα που 'μοιάζει
σαν μαϊμού.

Και, ρίψας βλέμμα είρον επί των δύο αξιωματικών, εξήλθε φυσών τα
δάκτυλά του που είχον ζεματισθή από την επαφήν της χύτρας.

 — Αυτή η μικρή, παρετήρησεν ο Ναβόνη, φαίνεται ότι είνε
προωρισμένη να μας προμηθεύση τα πάντα . . .

Εγέλασαν.

Η θερμότης του εκλεκτού φαγητού, συνοδευθέντος με κιάντι, του
οποίου ο πατήρ Λούντο δεν άφινε να στερήται το εν εκστρατεία παιδί
του, έλυσε τας γλώσσας των δύο φίλων.

Ωμίλουν περί της Νίμπας ευχαρίστως, επί άλλου δε θέματος μόλις
εισήρχετο ο Μαλιάτο.

Ο Ναβόνη όμως εξέφρασεν υπονοίας ως προς αυτήν.

Πόθεν αρά γε να προήρχετο; . . . Εσύχναζεν εις τας κατασκηνώσεις
των ιθαγενών. . . Κακή δουλειά!

Ησθάνοντο παράδοξον ευχαρίστησιν να ομιλούν περί Νίμπας
περιφρονητικώς, ως περί μικρού ζώου, ως περί κυνηγετικού σκύλου.

 — Είνε η πρώτη φορά, παρετήρησεν ο Ναβόνη, που έχουμε την ίδια
ερωμένη.

 — Ω! δεν θα την διεκδικήσωμεν μεταξύ μας! είπεν ο Λούντο γελών.

Επί δύο εντούτοις ημέρας η Νίμπα δεν ενεφανίσθη εις το
στρατόπεδον, ή τουλάχιστον οι δύο αξιωματικοί δεν την συνήντησαν
πουθενά. Δεν έκαμαν όμως λόγον περί αυτής, και η αναπόλησίς της,
ην εγέννησεν η παρουσία του αγριοπετεινού, διεσκεδάσθη τάχιστα υπό
τας επειγούσας ασχολίας του στρατοπέδου.

Την πρωίαν της τρίτης ημέρας, άμα τη αυγή, ο Ναβόνη, του οποίου αι
νύκτες ήσαν πάντοτε βραχείαι και διεκόπτοντο από αϋπνίας, ίππευσε
την φορβάδα του Κιούγγα και απήλθε καλπάζων διά της προς το Κιατίτ
οδού.

Η φαιόχρους φορβάς, ζώον τετραετές μικτής αραβικής και
αγγλονορμανδικής ράτσας, εκάλπαζεν επί της χορτοβριθούς στενωπού,
με τους πόδας εντός της ψυχράς πάχνης, με την κοιλίαν κάθυδρον.
Θωπευόμενον υπό του ανατέλλοντος ηλίου, το τοπίον απεκαλύπτετο διά
των κορυφών του. Ομίχλη κατά το μάλλον ή ήττον πυκνή εντός των
χαραδρών, αραιοτέρα δε επί των υψωμάτων, καθίστα πολύ μάλλον
αλλόκοτον την συνήθη του χαώδη μορφήν, μορφήν πόλεως κυκλωπείου
ανατραπείσης υπό σεισμού.

Όταν ο καλπασμός εκούρασε τα νεύρα του Ναβόνη, εγκατέλειψε την
οδόν, μετέτρεψε την ορμήν της ίππου εις βήμα ταχύ και περιέκαμψε
πελωρίαν τινα βραχώδη χαράδραν του εδάφους . . .

Το ανώτατον πλαίσιον του ευρυτάτου εκείνου χάσματος ανυψούτο εις
ήρεμον πρανές, από του οποίου διεκρίνετο, ως από ταράτσας, η μικρά
κοιλάς η δασωμένη από κέδρους, η όασις εντός της οποίας εσωρεύοντο
αι καλύβαι της Γκουλλάμπας. Νέα κατόπιν ανύψωσις του εδάφους
απέκρυψε το χωρίον, και, αιφνιδίως, στραφής επί του εφιππίου του
και κυτάξας όπισθέν του, ο Ναβόνη διέκρινεν, εντός του
ερυθρακτίνου ηλίου της πρωίας, το στρατόπεδον του Αδή-Γκάρο,
αναρριχώμενον επί των βράχων, προς Ανατολάς . . . Τα διαπεραστικά
μάτια του Γενοβέζου εσταμάτησαν προς στιγμήν επί των σκηνών και
της απαστραπτούσης γραμμής των τηλεβόλων• παρακολούθησαν δε τους
πηγαινοερχομούς των ανδρών, οίτινες οδήγουν προς ποτισμόν τα
άλογα.

Η Κιούγγα προυχώρει βάδην, τρίβουσα το ρύγχος επί των γονάτων της.
Εντός της πεδιάδος ενεφανίσθη και πάλιν η Γκουλλάμπα. Προφανώς,
εκεί κατέληγεν η στενωπός. Μετ' ολίγον ο Ναβόνη έφθασεν εις το
χωρίον. Γυναίκες τον εχαιρέτησαν με τας λιτανικάς των κραυγάς•
υψηλόσωμα γενειοφόρα παλληκάρια τον ητένιζον σιωπηλά, και θα έλεγε
κανείς ότι περιέκλειον όλον το μυστήριον της ερήμου εις τα μάτια
τους.

Όμιλος παιδιών, γυμνών ή ρακενδύτων, εκρύπτοντο 'πίσω από τους
κορμούς των δένδρων ή των γνωστών των ψευδοτοίχων, σιωπηλά εν
αρχή, εκσπώντα κατόπιν εις εκρήξεις γελώντων όταν ο Ιταλός
παρήρχετο, . .

Καθώς παρήλαυνε προ των τελευταίων καλυβών και συνείχε την
ταχύτητα της ίππου του, ήκουσε να τον χαιρετούν ιταλιστί. . .

Ήτο η Νίμπα εν μέσω ομίλου γυναικών νέων και γραιών.

Επανέλαβε την καλημέρα της και έκαμε διά της χειρός χειρονομίαν
οικειότητος προς τον Ναβόνη.

Ούτος δεν απεκρίθη. Επτέρνισε την φορβάδα του και επέστρεψεν εις
το στρατόπεδον, με ταχύτητα δρόμου μετ' εμποδίων, εντός ημισείας
ώρας.

Ο Χασσάν, ενώπιον μιας πυροβολαρχίας, εγύμναζεν εις τον χειρισμόν
του επαναληπτικού τυφεκίου πεντηκοντάδα ιθαγενών.

Ο Ναβόνη εσταμάτησε και τους παρετήρει.

Οι ιθαγενείς, οίτινες τον εφοβούντο, ήρχισαν να χειρίζωνται λίαν
αδεξίως το όπλον.

 — Πού είνε ο ανθυπολοχαγός Λούντο; ηρώτησε.

 — 'Στή σκηνή του, βέβαια, υπολοχαγέ μου, απήντησεν ο Χασσάν.

 — Φωνάζατέ τον.

Ο Χασσάν απήλθε τρέχων. Προσεκόμισε δε τον Μαλιάτο, όστις εδήλωσε
με το ύφος του ηλιθίου θαλαμηπόλου, το οποίον προσελάμβανεν εις
τας δυσκόλους περιστάσεις, ότι ο αξιωματικός του εκοιμάτο ακόμη.

 — Ειπέτε του, εκ μέρους μου, έκαμεν ο Ναβόνη, ότι η θέσις του
είνε εις τα γυμνάσια. Αν δεν θέλη ν' ασχολείται με τους
νεοσυλλέκτους, προτιμώ να το μάθω μια για πάντα και ν' αναλάβω
μόνος μου το έργον. Είνε αηδία, επί τέλους!

Εξήπτετο ομιλών αισθανθείς δε ότι θα εξέσπα εις ύβρεις, απήλθεν
αποτόμως, διέσχισε το στρατόπεδον καλπάζων και επέστρεψεν εις την
σκηνήν του. Επέβαλε διήμερον φυλάκισιν, εις τον υπηρέτην του διότι
εβράδυνε κατά τινα δευτερόλεπτα να παραλάβη τον ίππον του, και
ριφθείς επί της κλίνης του, απεκοιμήθη.

Όταν αφυπνίσθη, ο Γκιουζέππε Λούντο, καθισμένος εις το μέσον επί
βάθρου αποτελουμένου διά τριών υπαλλήλων στρατιωτικών σάκκων, τον
εκύταζε.

 — Εδώ είσαι; είπεν ο Ναβόνη.

Ο Λούντο εμειδίασεν αορίστως.

 — Ναι. Υποθέτω ότι, όταν με μέμφονται διότι κοιμούμαι πολύ . . .

 — Δεν σε μέμφομαι διά τίποτε, υπέλαβεν ο Ναβόνη, αλλά οι Ασκαρί
μας δεν έχουν ιδέαν τί εστί μάνλιχερ. Ο Χασσάν είνε ανίκανος να
τους το διδάξη• αν επήρχετο σύρραξις, θα πετούσαν τα όπλα τους ή
θα τα μετεχειρίζοντο ως μπαστούνια. Σε ειδοποιώ ότι αναλαμβάνω τα
πάντα αυτοπροσώπως από σήμερον.

 — Όπως επιθυμείς, έκαμεν ο Λούντο παύσας να μειδιά.

Μετά τινα δε σιγήν προσέθηκεν:

 — Έρχεσαι να προγευματίσωμεν;

Ο Νοβόνη παρ' ολίγον ν' απαντήση:

 — Όχι! . . Πήγαινε να φας μόνος σου.

Αλλά το ειρωνικόν βλέμμα του Λούντο τον εσύγχυσε.

 — Πάμε! είπε.

Καθ' όλην την διάρκειαν του προγεύματος επροθυμοποιήθη ο Λούντο να
ομιλή περί της υπηρεσίας. Συνεβουλεύετο τον Ναβόνη, ως αρχηγόν,
και ηρώτα, ώραν προς ώραν, περί της χρησιμοποιήσεως της ημέρας.

Ο Ναβόνη συνησθάνετο άριστα ότι ο φίλος του τον ειρωνεύετο αλλ' η
γλώσσα του Σιενναίου ήτο τόσον φυσική, ώστε ήτο δύσκολον ν'
αποκαλυφθή η ειρωνικότης του. Μόλις ετελείωναν το πρόγευμα, ο
Λούντο εγκατέλειψε την τράπεζαν λέγων:

 — Καιρός εργασίας.

Ο Ναβόνη ύψωσε τους ώμους, και με την πίπα στα δόντια, μετέβη να
επιβλέψη τους Ασκαρί.

Ο Χασσάν, πεπεισμένος ότι ο υπολοχαγός τα είχε μαζί του, από το
πρωί ύδρωνε φοβερά τώρα και ύβριζεν εις την διάλεκτόν των τους
αδεξιωτέρους των ιθαγενών.

Ο αξιωματικός παρηκολούθει πάντα ταύτα χωρίς να βλέπη:

Εσυλλογίζετο τον Λούντο και η καρδιά του επληρούτο πικρίας:
Ενόμιζεν ότι είχε τερματισθή πλέον η φιλία του και αι ωραίαι
ημέραι, τας οποίας παιδιόθεν είχον διέλθει μαζί.

 — «Αλλά τι λοιπόν με ταράττει τόσον;» εσκέπτετο. «Ο Λούντο και
εγώ, δεν ήλθομεν εις ρήξιν. Ίσως είχα άδικον να τον μεμφθώ ενώπιον
των οπλιτών. Διαβολοτεμπέλη, οπωσδήποτε!

Ανεμνήσθη είτα, ως εν ονείρω, τον πρωινόν του περίπατον. Επανείδε
νοερώς τα μάτια της Νίμπας, ατενή και βαθειά, υπό τον πιθηκικόν
της μορφασμόν, όπως τα είχεν υψώσει προς αυτόν εν Γκουλλάμπα.

 — «Γιατί δεν την εφώναξα; Θεέ μου! τι ζώον που είμαι! »

Πόσες φορές, κατά το διάστημα της νεότητός του, δεν έχασεν ομοίας
ερωτικάς τύχας, λόγω της φυσικής του, της ακουσίας του δειλίας
προς τας γυναίκας, ήτις είχε καταλήξει εις αίσθημα περιφρονήσεως
προς αυτάς!

Την στιγμήν εκείνην, υψώσας τους οφθαλμούς, διέκρινε την
πολύχρωμον πάναν της Νίμπας πλησίον του καπηλείου της
κατασκηνώσεως.

Ησθάνθη το αίμα του αναβράζων.

Εγκατέλειψε τότε το παρατηρητήριόν του και απήλθε με ύφος
αδιάφορον.

Διά μιας όμως στροφής, διηυθύνθη προς το καπηλείον, χωρίς να χάση
την Νίμπα από τας όψεις του.

 — Τι κάμνεις εδώ; της είπεν αποτόμως.

Εκείνη δεν εφάνη ούτε τρομάξασα, ούτε εκπλαγείσα.

Τα πονηρά της βλέμματα είχον παρακολουθήσει την κυκλωτικήν κίνησιν
του αξιωματικού.

 — Κυτάζω το Νερέο 'πού μαγερεύει, είπε.

Ο Νερέο, ο κάπηλος, ένας μικρόσωμος Ναπολιτάνος κατά το ήμισυ
φαλακρός, απαισίως ακάθαρτος και φτερνιζόμενος κανονικώτατα κάθε
δέκα λεπτά, έρρριπτε πράγματι εντός χίτρας πατάτες, ντομάτες και
κρέας.

 — Θέλω να 'πάω 'ςτήν Ιταλία, είπεν η Νίμπα ατενίζουσα κατά
πρόσωπον τον Ναβόνη, και να μαγερεύω για τους αξιωματικούς.

Ο Ναβόνη δεν ηδυνήθη να κρατήση τα γέλια, τόσον ζωηρώς και
αξιοπρεπώς είχε διατυπώσει η παιδίσκη το σχέδιόν της.

Παρεμέρισεν ολίγον από του Νερέο και της χύτρας του, κάνων νεύμα
προς την Νίμπα να τον ακολουθήση.

Εκείνη υπήκουσεν.

 — Άκουσε, της είπεν ο αξιωματικός όταν ουδείς ηδύνατο να τους
ακούση. Θα έλθης απόψε 'ςτή σκηνή μου, τη νύχτα. Ακούς;

Η μικρά εκύταζε κατά γης και δεν απήντα.

 — Θα έλθης;... Γιατί δεν 'μιλείς;

 — Απόψε, εψιθύρισεν εκείνη . . . . απόψε θα είμαι με τον
ανθυπολοχαγό Γκιουζέππε.

Ο Ναβόνη τόσον εταράχθη, ώστε δεν ευρήκε τι ν' απαντήση.

Διέκρινεν όμως ότι τα μάτια, το στόμα, όλα τα χαρακτηριστικά της
Νίμπας . . εγελούσαν.

Κατενόησεν ότι καθίστατο γελοίος.

 — Αν θέλετε, είπεν η Νίμπα, έρχομαι αύριον . . . ή, . . και
απόψε. . . αλλά. . . αργότερα. . . Θέλετε;

 — Ναι! έκαμεν ο Νοβόνη.

Αλλά το «ναι» αυτό επνίγη εντός του λάρυγγός του . . .

Απεμακρύνθη με βήμα ταχύ και έφθασεν εις τα προασπίσματα των
πυροβολείων.

Τα επεσκέφθη όλα και τα εξήτασε μετά προσοχής άκρας.

Μερικοί υπαξιωματικοί τον παρηκολούθουν διά του βλέμματος,
τρέμοντες μήπως εκαλούντο και επεπλήττοντο.

Αλλ' ο Ναβόνη έν και μόνον εσκέπτετο: ότι έπρεπε να πνίξη τη μικρή
μαϊμού αμέσως, διά να μη μεταβή εις συνάντησιν του Λούντο.

Αντιληφθείς ότι τον παρετήρουν, εγκατέλειψε και τα πυροβολεία και
επέστρεψεν εις το πεδίον των γυμνασίων.

Εβίασεν εαυτόν να φανή γαλήνιος και να κανονίζη μόνος του, σοβαρός
και άνευ οργής, την βολήν των ιθαγενών νεοσυλλέκτων.

Παραλύσαντες εν αρχή επί τη θέα του, οι Ασκαρί καθησυχάσθησαν
ολίγον κατ' ολίγον• το γύμνασμα επερατώθη ικανοποιητικώς.

Ο Χασσάν ηκτινοβόλει.

Ωμίλει γελών προς τον Ναβόνη, περιγράφων λεπτομερώς τον ιδιαίτερον
χαρακτήρα εκάστου των ανδρών του και καταλήξας διά της δηλώσεως
ότι ήσαν στρατιώται εξαιρετικοί.

 — Είνε ευχαριστημένοι να υπηρετούν εις το σώμα του υπολοχαγού μου
και έτοιμοι προς πάσαν θυσίαν.

Ο Ναβόνη, κατεχόμενος από βαθείαν θλίψιν, επέστρεψεν εις την
σκηνήν του περί τας πέντε. Δεν ηδυνήθη δε να αποφασίση να
συνδειπνήση μετά του Λούντο.

Ανέμεινε να τον φωνάξη ο Μαλιάτο.

Αλλά παρήλθεν η έκτη, η έκτη, και η ημίσεια χωρίς ο γίγας να φανή.

Τότε η βιαία οργή, ήτις ήρχισε να κατηυνάζεται εντός του, τον
κατέλαβε και πάλιν αγριωτέρα.

 — «Διατί ο Γκιουζέππε μου κρατεί έχθραν; Τι του έκαμα; Δεν είμαι
διοικητής του οχυρού και δεν έχω καθήκον να τον παρατηρώ οσάκις
φέρεται κακώς;»

Απέστειλε τον υπηρέτην του εις το καπηλείον να ζητήση φαγητόν.
Έφαγεν εν σπουδή. Κατόπιν δ' εκάπνισε πίνων ρακήν.

Η νυξ είχε επέλθει.

Οι βόμβοι, του στρατοπέδου εσβέννυντο ο είς μετά τον άλλον.

Μήπως επεζήτει αρχήν μέθης;

Ο Ναβόνη ησθάνθη ότι κατηυνάζετο σιγά — σιγά η αόριστος νευραλγία
υφ' ής εβασανίζετο.

Αλλά, εσκέπτετο, διατί ενδιεφέρετο τόσον διά την Νίμπαν, αυτός ο
τόσον αδιάφορος προς τας γυναίκας;

Αφ' ής μάλιστα είχε διαβή τον Μαρέπμα, ουδ' είχε σκεφθή καν αν
υπήρχον γυναίκες . . . . Μήπως τούτο ακριβώς ήτο η αφορμή;

Έτεινε το ους: βήμα συρόμενον επλησίαζε προς την σκηνήν.

 — «Αυτή είνε...»

Αλλά το βήμα απεμακρύνθη. . .

Ο Ναβόνη τότε εσκέφθη ότι την στιγμήν εκείνην, η μιγάς ευρίσκετο
μετά του Λούντο.

Ανετινάχθη από της κλίνης του, και, μετά μίαν στιγμήν, ευρίσκετο
έξω της σκηνής του, βηματίζων εντός του σκότους.

Είς φρουρός του εζήτησε το σύνθημα και ήκουσε τον τριγμόν του
ετοιμαζομένου όπλου του.

Έκαμεν ολόκληρον τον γύρον της κατασκηνώσεως επιθεωρών τους
νυκτοσκοπούς.

Εξαίφνης εσταμάτησεν: — «Η Νίμπα τριγυρίζει ίσως αυτήν την στιγμήν
γύρω εις την σκηνήν μου, και με περιμένει».

Υπεστράφη και προυχόρησε τροχάδην.

Αλλ' εστάθη αποτόμως: ευρίσκετο πλησίον της σκηνής του Λούντο.

Γνωσταί του φωναί, όπισθεν του λεπτού σανιδώματος, ωμίλουν και
εγελούσαν.

Ο Ναβόνη επλησίασεν ως κλέπτης• διά του προχείρου υαλωτού φεγγίτου
της καλύβης, τους είδε μαζί.

Το αίμα ανήλθεν εις κύματα εις την κεφαλήν του Γενοβέζου . . .

 — Είνε αλήθεια, έλεγεν ο Λούντο, ότι του υπεσχέθης να τον
συναντήσης απόψε;

 — Ναι. . .

 — 'Ξεύρεις όμως ότι σου απαγορεύω να 'πάς;

Η μιγάς δεν απεκρίθη• ήπλωσε μόνον τους στίλβοντας βραχίονάς της
γύρω εις τον τράχηλον του αξιωματικού και τον εφίλησε εις τον
λαιμόν.

Και ο Ναβόνη είδε προς στιγμήν την μαύρην κόμην της Νίμπας
συγχεομένην με την ξανθόπυρον γενεάδα του Λούντο.

Τρομερόν δάγκαμα ζηλοτυπίας τον εξέσχισε τόσον οδυνηρώς, ώστε
ησθάνθη παραλυούσας τας φυσικάς του δυνάμεις. Είχε καταστή
αιφνιδίως αδύνατος σαν παιδί.

Ηνωρθώθη κλονιζόμενος• απεμακρύνθη, και έσπευσε να επιστρέψη εις
την σκηνήν του.

Ο υπηρέτης του, νομίζων αυτόν, όπως κάθε βράδυ, ευρισκόμενον εις
την σκηνήν του Λούντο, δεν ήτο εκεί και δεν είχεν ανάψει την
λυχνίαν.

Ο Ναβόνη εκάθησεν εις τα σκοτεινά και εστήριξε το κεφάλι εντός των
χειρών του.

Υπέφερε.

Η Νίμπα δεν τον ενδιέφερε πλέον την στιγμήν εκείνην.

Αλλ' εζηλοτύπει• εζηλοτύπει τρομερά τον Γκιουζέππε.

Τον εζηλοτύπει διότι τον είδε να γνωρίζη πώς προσελκύονται αι
γυναίκες.

Και ενεθυμήθη όλας τας εν Ιταλία κατακτήσεις του φίλου του. Στην
Περουγία, όλες η γυναίκες ήσαν δικές του. Και μία μάλιστα, η
Λεώνη, είχε πίει δηλητήριον εξ αιτίας του. — «Πώς ξεύρει να τας
αγαπά, να τους μιλή τρυφερά!»

Εν τούτοις, ήτο ταυτοχρόνως και φίλος επιστήθιος του Γκιουζέππε•
τον εγνώριζεν άριστα και τον ηγάπα πραγματικώς. Και εύρισκε τόρα
ένα άλλον Γκιουζέππε, τον οποίον δεν είχε γνωρίσει, δεν είχεν
υποπτευθή καν.

Αυτός ο άλλος Γκιουζέππε ηγάπα περισσότερον τας ερωμένας του παρά
τον φίλον του• δεν ήσαν δι' αυτόν απλά αντικείμενα απολαύσεως•
απερρόφων και την αγάπην και την τρυφερότητά του, τας οποίας ο
Ναβόνη επίστευεν ότι κατείχε μόνος αυτός.

Ήσθμαινεν εκ λυγμών, χωρίς να κλαίη.

Ωνευρεύθη μάχας, όπου ειμπορεί κανείς να πεθαίνη γρήγορα, μέσα στη
βοή, μέσα στη φωτιά!

 — «Θα γράψω του Επιτελάρχου διελογίσθη, «να ζητήσω να με στείλουν
εις τα Νότια, όπου ασφαλώς θα κτυπηθούμε!»

Αίφνης κάποιος θρους τον έκαμε ν' ανασκιρτήση.

Το αορίστως διακεχυμένον εξωτερικώς φως του επέτρεψε να διακρίνη
εις την γωνίαν του υπεγερθέντος ελαφρώς παραπετάσματος της εισόδου
κάποιαν μορφήν γυναικείαν.

 — &Σινιόρ τενέντε . . .& είπε μια γελαστή φωνή.

Το πρωί της επιούσης ο Λούντο απεφάσισε, μόλις ενδυθείς, να
επισκεφθή τον Ναβόνη εις την σκηνήν του.

Κατείχετο, εν τούτοις, από κάποιαν αόριστον ανησυχίαν.

Εμπειρότερος του Ναβόνη, είχε σκεφθή ότι αιτία της ελαφράς των
ψυχρότητος της προτεραίας ήτο η Νίμπα:

Να ζηλοτυπήση τον Ναβόνη; . . Κάθε άλλο.

Αλλά, τι διάβολο ιδέα ήτο αύτη, που επήλθεν εις τον Αλβέρτον, να
πάρη την ίδια ερωμένη μ' αυτόν; — «Μήπως υπάρχει έλλειψις από
άλλας ιθαγενείς 'ςτήν Γκουλλάμπα! . . »

Κατά βάθος όμως, δεν τον ενδιέφερε διόλου η Νίμπα.

Κυρίως επόθει να ίδη τον Αλβέρτον, να του σφίγξη το χέρι και να
βεβαιωθή ότι εξηκολούθη να είνε καλός φίλος, χωρίς παρεξηγήσεις
και ψυχρότητας:

Ο Ναβόνη τον υπεδέχθη μετά συγκινήσεως.

Ενηγκαλίσθησαν αλλήλους.

Χωρίς να δώσωσιν αλλήλοις εξηγήσεις και χωρίς να προβάλωσι
δικαιολογίας, κατενόησαν ότι ήσαν σύμφωνοι όπως αποκαταστήσωσι την
συνήθη των συναδελφικήν αρμονίαν.

Και επέρασαν την ημέραν των, εν υπηρεσία ή μη, εγκαρδιώτατα.

Αλλ' όταν το βράδυ απεχωρίσθησαν, συνησθάνοντο αμφότεροι ότι κάτι
είχεν άρδην μεταβληθή εις τας σχέσεις των.

Υπήρχε κάτι, περί του οποίου δεν ωμίλουν, ακριβώς διά ν' αποφύγουν
την ρήξιν, και αυτό ήρκει διά να παγώνη την αμοιβαίαν των
εμπιστοσύνην.

Κατά τας επακολουθήσασας ημέρας η στενοχώρια των επηυξήθη.

Ωργισμένοι εναντίον αλλήλων και σιωπώντες, εξεδήλουν ουχ' ήττον
ενίοτε την μεταβολήν αυτήν των αισθημάτων των, και ιδίως εις την
υπηρεσίαν.

Φροντίζοντες να μη κάμνουν λόγον περί Νίμπας, την εσκέπτοντο, διά
τούτο ακριβώς, περισσότερον επιμόνως.

Ο Ναβόνη την έβλεπεν έκτοτε καθ' εκάστην.

Το έπραττεν άρα γε διά να την κατακτήση ή διά να την επιβλέπη;

Ούτε ο ίδιος δεν θα ηδύνατο να το καθορίση.

Οσάκις δεν προσήρχετο εις το στρατόπεδον, την ανεζήτει εν
Γκουλλάμπα. Και η μικρά του έπαιρνε τάλληρα εις αμοιβήν της
υποσχέσεως ότι δεν θα επεσκέπτετο τον Λούντο.

Εννοείται όμως ότι δεν ετήρει τον λόγον της.

Ο Ναβόνη το υπόπτευσεν. Αλλά και ησθάνετο αποτροπιασμόν να
κατασκοπεύση τας κινήσεις της.

Αλλ' η ζηλοτυπία δεν εβράδυνε να υπερισχύση της αξιοπρεπείας, και
ένα βράδυ, την παρηκολούθησε και την είδεν εισερχομένην εις την
σκηνήν του Λούντο . . .

Τούτο εξηκολούθησεν επί εβδομάδα.

Ο Ναβόνη ευρίσκετο εις το ζενίθ της οργής.

 — «Θα την σκοτώσω έτσι δα, μες στο σκοτάδι, 'σάν φαρμακερό ζώον!
. .»

Ητοίμασε το περίστροφόν του.

 — «Τι με μέλει τι θα 'πούν; Είμαι αρχηγός του αποσπάσματος. Είμαι
κύριος εδώ. Κανένας ιθαγενής δεν έχει το δικαίωμα να περιφέρεται
εντός του στρατοπέδου την νύκτα . . . Εξαπατά λοιπόν τους σκοπούς;
Είνε κατάσκοπος• έχω &καθήκον& να την εξαφανίσω...»

Καίτοι όμως υπό τοιούτων κατεχόμενος σκέψεων, μόλις αντελαμβάνετο
την Νίμπαν εξερχομένην από της σκηνής του Λούντο, αυτός εκρύπτετο,
αυτός εξηφανίζετο . . .

Χωρίς εν τούτοις να λάβη χώραν νέα φιλονεικία, χωρίς ν'
ανταλλάξωσι νέας πειρακτικάς φράσεις, οι δύο αξιωματικοί
εχαλάρωσαν σιγά-σιγά τους αδελφικούς των δεσμούς.

Υπό αόριστα προσχήματα, κατόπιν άνευ προσχημάτων, έπαυσαν να
συντρώγουν και να παίζουν μαζί μουσικήν.

Απέφευγον αλλήλους, διατηρούντες ουχ ήττον στάσιν φιλικήν σχεδόν
οσάκις η τύχη ή αι ανάγκαι της υπηρεσίας τους έφερεν εις επαφήν.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Φήμαι, εν τούτοις, ανησυχαστικαί ήρχοντο εκ των νοτίων επαρχιών.

Ωμίλουν επιμόνως περί ενός Ιταλικού τάγματος, το οποίον είχε
καταστραφή κατά τινα συνάντησιν μετά του κυρίου σώματος των
Χωανικών δυνάμεων.

Την 10ην Δεκεμβρίου, η επίσημος είδησις της καταστροφής της Άμπρα-
Αλάγγι έφθασε μέχρι του Άδη-Γκάρο. Ο δε αντίκτυπος της
αβησσυνιακής αυτής νίκης αντελαλήθη ανά το στρατόπεδον.

Οι Ασκαρί δεν έδειξαν μεν την παραμικράν τάσιν προς ανταρσίαν.
Έλεγον, εν τούτοις, μεταξύ των: — «Νεγγούς δυνατός και καλός!»

Και ήτο κατάδηλον ότι ησθάνοντο κάποιαν υπερηφάνειαν διά την
νίκην, την επιτευχθείσαν παρ' ανδρών της φυλής των.

Εξ αντιθέτου δε, τα Ιταλικά στρατεύματα συνησθάνθησαν οδυνηρότατα
την αποτυχίαν των συναδέλφων των.

Η απραξία, εις ην τας κατεδίκαζον, εις το άχρηστον και μεμονωμένον
εκείνο οχυρόν, επίεζε πλειότερον τους δύο αξιωματικούς.

Τόρα δε, οπότε δεν τους εθέρμαινε πλέον η φιλία, η διαμονή εις το
Αδή-Γκάρο ήτο δι' αυτούς ανυπόφορος.

Το βράδυ της δεκάτης, πλησιάσαντες αλλήλους εκ του συναισθήματος
του πατριωτικού πόνου, ελησμόνησαν προς στιγμήν τας έριδάς των και
συνεδείπνησαν. Αλλά δεν εβράδυναν να φιλονεικήσουν ζωηρώς επ'
αυτού τούτου του ζητήματος της εκστρατείας.

Ο Λούντο, όστις ουδέποτε υπήρξε κεκηρυγμένος αφρικανιστής και του
οποίου το διαυγές πνεύμα έβλεπεν οποίαι ακριβώς ήσαν, αι
δυσχέρειαι της εκστρατείας, διεκήρυττε ψυχρώς ότι το φρονιμότερον
θα ήτο να υποχωρήσωσι, να αφήσωσιν εις τον Νεγγούς την χώραν, ην
νομίμως κατείχε και να εγκαταλείπωσι την Ερυθραίαν, εκτός ίσως
μερικών σημείων επί της παραλίας.

Ο Ναβόνη διεμαρτυρήθη βιαίως, πλήττων διά του γρόνθου την τράπεζαν
και διακηρύττων ότι οι δειλοί ειμπορούσαν να επιστρέψουν εις την
Ιταλίαν.

Ο Λούντο τον εκύταζε χωρίς ν' απαντά και τα βλέμματά των επί
αρκετάς στιγμάς, παρέμειναν προσηλωμένα επ' αλλήλων.

Τα μάτια του Λούντο ήσαν κυανά και ακίνητα τα του Ναβόνη, και
κιτρινωπά, εταράσσοντο εντός των κογχών των, πληττόμενα υπό τα
τρέμοντα βλέφαρά των.

Και ο καθείς, εντός των κανθών του ετέρου, είδεν αντανακλώμενον το
ίδιόν του βλέμμα.

Έσχον την αυτήν επικίνδυνον εντύπωσιν.

Κατενόησαν ότι εμισούντο.

Χωρίς δε να προσφέρη λέξιν, ο Ναβόνη ηγέρθη, εγκατέλειψε την
τράπεζαν και επέστρεψεν εις την σκηνήν του.

Έκτοτε, απέφυγον και να συνομιλούν ακόμη.

Αι κακαί ημέραι επανήρχισαν.

Επεκοινώνουν πλέον διά μόνων των υπηρετών των και διά των
υπαξιωματικών.

Κάθε δείλι σχεδόν ο Ναβόνη συνήντα την Νίμπα είς τινα καλύβην
γειτνιάζουσαν προς την Γκουλλάμπαν. Εύρισκεν εκεί συχνά τον
γέροντα Ιουδαίον όστις επερνούσεν ως πατήρ της, και όστις τον
εχαιρέτα μετά σεβασμού, και, αφού προσεπάθει να του πωλήση κονιάκ
ή κονσέρβες ή μία σέλλα ή ένα τουφέκι, τον άφινε μετά της μικράς.

Ο Λούντο την εδέχετο φανερά, εις το στρατόπεδον.

Σωστή γυναίκα υπό τας πιθηκοειδείς τις κινήσεις, η Νίμπα είχεν
εννοήσει ότι είχον ψυχρανθή εξ αιτίας της, και ήτο υπερήφανος διά
τούτο, και υπεδαύλιζε μάλιστα την έριδά των ομιλούσα ακαταπαύστως
περί Αλβέρτου προς τον Γκιουζέππε και περί Γκιουζέππε προς τον
Αλβέρτον μετ' αφελεστάτης αναιδείας.

Τοιαύτην δε ησθάνοντο ανάγκην ν' ακούωσι να γίνεται λόγος προς τον
ένα περί του ετέρου, ώστε την άφινον να το πράττη, και την ηρώτων
μάλιστα.

Ούτω, ταυτοχρόνως, αφήκαν αμφότεροι ν' αναπτυχθή εντός των ποια
τις ακαθόριστος συμπάθεια προς το αλλόκοτον εκείνο και έκλυτον
πλάσμα, όπερ, κατ' αρχάς μόλις είχον προσατενίσει ως γυναίκα, και
το οποίον, τόρα απετέλει, τον μόνον μεταξύ των υφιστάμενον δεσμόν.

Δι' αυτής ήδη παρέμεινον εν επικοινωνία με την ανθρωπότητα.

Δι' αυτής ηδύναντο να λύωσι τους χαλινούς της ψυχής και να λέγουν
προς κάποιον τόρα ότε εστερούντο πλέον φίλου, όσα δεν ηδύναντο να
ειπούν ούτε προς τον Μαλιάτο, ούτε προς τον Νερέο, ούτε προς τον
Χασσάν, ούτε προς τον ανθυπασπιστήν Γκάμπα, εκείνα που λέγονται
όταν επέλθη το σκότος και κλεισθώσιν αι θύραι.

Ηγάπων την Νίμπαν όχι διά την καλλονήν της, αλλά δι' εκείνο 'ποϋ
τοις είχε στοιχίσει: διά την νεκρωθείσαν φιλίαν των, την
ξερριζωθείσαν από την αιμάσσουσαν καρδίαν των . . .

Ο Ναβόνη, δυσπιστών προς την ιδίαν του βιαιότητα, το είχε ρίξει
εις την μέθην και εκοιμάτο ζαλισμένος πάντοτε, εις τρόπον ώστε
είχε παύσει να κατασκοπεύη την σκηνήν του Λούντο.

Μίαν νύκτα, αφυπνίσθη αποτόμως, κατόπιν κτηνώδους νάρκης. Ηγέρθη —
είχεν απεκοιμηθή ενδεδυμένος — και εξήλθε της καλύβης. Δεν
εγνώριζε τι ήθελε να κάμη αλλ' αι κινήσεις του ήσαν ασφαλείς και
σταθεραί, ως να τας εκανόνιζε κάποια οριστική απόφασις.

Υψηλά, εις τον ουρανόν, η σελήνη εφαίνετο ως η κορυφή κώνου από
λευκάζον φως, διασχίζοντος την νυκτερινήν πάχνην και στηρίζοντος
την βάσιν του επί του στρατοπέδου.

Αι σκηναί, αι καλύβαι, τα προχώματα, τα τηλεβόλα διεγράφοντο μετά
κρυσταλλίνης σαφηνείας εντός του φωτός.

Προς αποφυγήν των νυκτοσκοπών, ο αξιωματικός διέσχισεν εκ του
μέσου το στρατόπεδον• δεν συνήντησε κανένα. Μερικοί μόνον σκύλοι
του στρατεύματος, αφυπνισθέντες εντός της αλλοκότου εκείνης
φωταυγείας, εγαύγισαν επί τη προσεγγίσει του, μεθ' ό
αναγνωρίσαντες αυτόν, κατηυνάσθησαν. Είς εξ αυτών, τον συνώδευσε
μάλιστα, με την ουράν εντός των σκελών και το ρύγχος επί των ιχνών
του• δεν κατώρθωσε δε να τον αποδιώξη. Ήτο βραχύπους κιτρινόλευκος
κυνηγετικός ανήκων εις τον Αρχινοσοκόμον.

Απέναντι της καλύβης του Λούντο ο Ναβόνη εσταμάτησε.

 — «Τι ήλθα να κάμω εδώ;» διελογίσθη.

Αλλ' ησθάνθη ότι δεν ηδύνατο και να φύγη.

Ο σκύλος είχε καθεσθή όπισθέν του και τον εκύταζεν με το
προσεκτικόν βλέμμα φρουρού που επιβλέπει τρελλόν.

Τρελλόν; Μήπως ο Ναβόνη ήτο πράγματι τρελλός;

Η κεφαλή του εβόμβει: η μέθη του, προς στιγμήν διασκεδασθείσα, τον
κατελάμβανε και πάλιν.

Ηκροάτο προσεπάθει ν' αντιληφθή, εξ αποστάσεως, κάποιαν κίνησιν εν
τη σκηνή του Λούντο. Τίποτε δεν ετάραττε γύρω του την σιγήν, την
τόσον βαθείαν, ώστε η αναπνοή του σκύλου και οι παλμοί της ιδίας
του καρδίας αντήχουν ευκρινέστατα.

 — «Κοιμώνται, ή μάλλον, δεν είνε κανείς μέσα. Πού να είνε;

Του εφάνη αίφνης ότι τα πάντα ήσαν νεκρά γύρω του: αι σκηναί, τα
πυροβολεία, τα κάρρα είχον την μορφήν παναρχαίων απολιθώσεων• ο
σκύλος και αυτός ήσαν οι τελευταίοι κάτοικοι αποψυγέντος πλανήτου.

Και ανεμνήσθη την Γένουαν και το πατρικόν του σπίτι και τον πατέρα
του φιλονικούντα με τους ναύτας του λιμένος.

Επλησίασεν ηρέμα την καλύβην του Λούντο, ακολουθούμενος από τον
σιωπηλόν σκύλον. Σιγή απόλυτος. Ήνοιξε την θύραν. H λάμπα
ευρίσκετο επί του δέματος, που εχρησίμευεν αντί τραπέζης και
παραπλεύρως το φλάουτο. Η καλύβη ήτο κενή. Η κλίνη εν αταξία.

Ο Ναβόνη ησθάνθη την τρέλλαν καταλαμβάνουσαν τον εγκέφαλόν του υπό
μορφήν συμφορήσεως. Ησθάνθη την ανάγκην να διαπράξη κάποιαν
βιαιότητα. Κατέφερε λάκτισμα κατά της κλίνης, ήτις ανετράπη.
Πάραυτα δε ο σκύλος ήρχισε να υλακτή δυνατά προς την θύραν.

Ο Ναβόνη εστράφη και ευρέθη αντιμέτωπος του Λούντο, ωχρού και
μόλις συγκρατούντος την οργήν του. Υπεχώρησε πρασινόχρους, με
γουρλωμένα μάτια, με την όψιν πραγματικού τρελλού.

 — Συ εδώ! . . έκαμεν ο Λούντο.

Ο Ναβόνη δε απεκρίθη. Αλλ' η συνεσπασμένη μορφή του, ανέμνησεν εις
τον Λούντο την παλαιάν του επωνυμίαν: &Παπαγάλλος&! Και του
προσέθηκε σαρκαστικώς:

 — Από πότε ευρίσκεσαι εδώ;

Το στόμα του Ναβόνη εκινήθη επωδύνως• κατέπιε τον σύελόν του, αλλά
δεν επρόφερε λέξιν.

 — Επί τέλους, τι θέλεις από εμέ; επανέλαβεν ο Λούντο αδημονών.
Είσαι βωβός ή μεθυσμένος;

Τον επλησίασεν έτι μάλλον.

 — Αλλά βέβαια! είσαι τύφλα! Δηλητηριάζεσαι με ρακή!

Ο Ναβόνη κατώρθωσε να συναρθρώση ένα:

 — Όχι! . . .

 — Είσαι τύφλα! επανέλαβεν ο Λούντο. . . Εμπρός, πήγαινε 'ςτή
σκηνή σου. . .

 — Όχι! έκαμεν εκ νέου ο Ναβόνη.

 — Θέλεις να σε συνοδεύσω εγώ, ή να σου δώσω τον Μαλιάτο;

Τον ενόμιζε πράγματι μεθυσμένον, ελησμόνει δε σχεδόν την έριδά των
και εθλίβετο βλέπων τον φίλον του εις τοιαύτην κατάστασιν. Ήνοιξε
την θύραν. Ο σκύλος επήδησε διά του ανοίγματος και εξηφανίσθη. Ο
Λούντο εδοκίμασε να στηρίξη από του βραχίονος τον Ναβόνη, αλλ'
ούτος οπισθοχώρισε μέχρι του βάθους της καλύβης:

 — Μη μ' εγγίζεις . . . εψιθύρισε. Μη μ' εγγίζεις, Γκιουζέππε!

Εις την χαμηλήν και αλλόκοτον φωνήν του ενυπήρχεν ομού παράκλησις,
τρόμος και απειλή.

Ο Λούντο επρότεινε την χείρα και εθώπευσε τον ώμον του Γενουησίου.
Αλλ' αυθωρεί εδέχθη κατάμουτρα κτύπημα τόσον βίαιον, ώστε παρ'
ολίγον να πέση προς τα οπίσω συμπαρασύρων την τράπεζαν. . . Αλλά
δεν έλαβε καιρόν να συνέλθη και ησθάνθη να του εναγκαλίζωνται τους
πόδας. . . Ο Ναβόνη συρόμενος κατά γης, έλεγε:

 — Συγγνώμην! Γκιουζέππε . . . συγγνώμην! . . .

Ο Λούντο απηλλάγει της περιπτύξεως του φίλου του, όστις παρέμενε
κατά γης, γελοίος και παράλυτος, — κλονιζόμενος δε, εκαθέσθη επί
της κλίνης.

Παχέα δάκρυα, τα οποία δεν ηδύνατο να συγκρατήση, εκυλίοντο επί
των παρειών του και τον εφλόγιζον. Ο Ναβόνη τον εκύταξε
κατάπληκτος: ποτέ δεν είχεν ιδεί τον Γκιουζέππε κλαίοντα.
Αμφότεροι έμειναν επί τινα χρόνον σιωπηλοί. Είτα δε, ο Λούντο,
σφογγίσας τα δάκρυά του διά του αντιστρόφου της χειρός.

 — Μ' εχτύπησες, είπεν.

Ο Ναβόνη, χωρίς να τολμά να πλησιάση, εψιθύρισεν.

 — Σου εζήτησα συγγνώμην. Συγχώρησόν με. Είχα πιει. Δεν ήξευρα τι
έκαμνα.

Αλλ' ο Λούντο δεν εδάκρυε πλέον. Ήτο κάτωχρος• η μορφή του είχε
συσπασθή και η οργή τον κατελάμβανε τόρα, διαδεχθείσα την πρώτην
συγκίνησιν.

 — Μ' εχτύπησες επανέλαβεν.

Ο Ναβόνη εσύρθη προς τους πόδας του, και παρά την αντίστασίν του,
εδράξατο της δεξιάς του χειρός:

 — Όχι, Γκιουζέππε! Μην το λες αυτό, δεν είν' αλήθεια . . . Δεν το
ήθελα... Σου είπα ότι είχα πιή . . . Και έπειτα, μεταξύ μας, αυτό
δεν έχει σημασίαν. Κύταξε . . .

Ήνοιξε τα δάκτυλα της χειρός του Λούντο και τα εκόλλησεν επί της
ιδίας του μορφής.

 — Νά! . . . με χτυπάς και συ. . . και δεν θυμώνω, εγώ, γελώ.

Εγέλα δε πράγματι, με κάποιον γέλωτα φρικώδη, που ωμοίαζε προς
ρόγχον! Αλλ' ο Λούντο επανέλαβε:

 — Μ' εχτύπησες. Τούτο πλύνεται με αίμα . . .

 — Η λέξις αυτή έλαμψε μεταξύ των ως ερυθρά αστραπή. Ο Ναβόνη
ηγέρθη και εστηρίχθη επί της τραπέζης.

 — Θα κτυπηθούμε, είπεν ο Λούντο.

 — Ω! όχι, ικέτευσεν ο Ναβόνη, χωρίς να τολμά να πλησιάση και να
τον εγγύση, τόσον τον έβλεπεν αποφασιστικόν. . . Όχι μονομαχία
μεταξύ μας, Γκιουζέππε. . . Θα έχανα τα λογικά μου κατά την πάλιν,
και θα σ' εσκότωνα, &κάρο&! . . . Μα, έπειτα, τι θ' απεγινόμην
εγώ;

Ο Λούντο συνεκινήθη εκ της ειλικρινείας αυτής.

 — Δος μου ένα ράπισμα 'ςτό ίδιο μάγουλο, και 'ςτά δυο μάγουλά μου
. . . επανέλαβεν ο Γενοβαίζος. Ιδού. . .

Επρότεινε την παρειάν του. Ο Λούντο ύψωσε την δεξιάν του χείρα,
αλλά την αφήκε να καταπέση και πάλιν.

 — Δεν ειμπορώ! . . . έκαμε.

Η ίδια φιλική συγκίνησις, 'πού είχε παραλύσει προ μικρού τον
Ναβόνη, παρέλυεν ήδη και αυτόν. Τα δάκρυα επλημμύρησαν και πάλιν
τα μάτια του και κατελήφθη υπό λυγμών . . ,

 — Α! έκαμεν αίφνης, εξοργισθείς κατά της αληθούς αιτίας της
έριδός των . . . Τι έχει λοιπόν μέσα 'ςτά μάτια της και μέσα 'ςτό
αίμα της, αυτή η φαύλη, την οποίαν θ' απέκρουον και αυτοί οι
χαμάληδες της Φλωρεντίας;

 — Κατά διαόλου! η μάγισσα! υπέλαβεν ο Ναβόνη. Εγώ, σου την χαρίζω
. . . Μη τυχόν νομίζεις ότι την αγαπώ; . . . Όχι . . . Κάτι άλλο
με βασανίζει . . .

Διεκόπη, μη τολμών να δηλώση ότι εζηλοτύπει και αυτήν και την
Γκιουζέππε.

 — Ναι, κάτι άλλο, εψέλλισεν ο Λούντο, αγνοών και αυτός τι
συνέβαινεν εντός της συνειδήσεώς του.

Είχον λησμονηθή ήδη και η ύβρις και η μονομαχία.

Ωμίλουν δε καθήμενοι παραπλεύρως αλλήλων, ως δύο συνένοχοι
μελετώντες κοινόν εγχείρημα.

 — Σου ορκίζομαι, έλεγεν ο Ναβόνη, ότι ουδέποτε πλέον θα την ίδω .
. . Αχ! γιατί να μη την τουφεκίσουμε, όταν πρωτοπαρουσιάσθη να
πουλήση βιτριόλι 'ςτούς Ασκαρί;

Ητένισαν αλλήλους επί μακρόν και αμιλητεί συνεφώνησαν να μη
ομιλήσουν πλέον περί Νίμπας. Έχαιρον δε τόρα απείρως διότι είχον
επανακτήσει την φιλίαν των . . . Και ωμίλουν φαιδρώς τόρα δι' όσα
είχον συμβή μεταξύ των.

Η νυξ, εν τω μεταξύ προυχώρει. Η σελήνη είχεν εξαφανισθή,
ολόκληρον το στρατόπεδον είχε βυθισθή εις το σκότος και οι δύο
αξιωματικοί ηγρύπνουν ακόμη. Είχον τόσον καιρόν να συνομιλήσουν
ειλικρινώς! Ενεθυμούντο τα παληά τους, και συνεκινούντο, και
εφαιδρύνοντο. Τέλος δε τους συνίσχεν το σοβαρώτατον σύγχρονον
ζήτημα: η εκστρατεία. Γενναίοι αμφότεροι, ποθούντες αμφότεροι
περιπετείας και μεταλλαγάς εντυπώσεων, ηύχοντο να εβάδιζον προς τα
εμπρός, επεζήτουν την μάχην 'πού θα τους απήλλαττεν από την
ατελεύτητον εκείνην στασιμότητα, από την υπηρεσίαν εκείνην της
τελωνοφυλακής, όπου παρ' ολίγον να χάσουν, εν τη αποκτεινώσει της
απραξίας των, εκείνο, 'πού είχον ως πολυτιμότερον εν τω κόσμω: την
φιλίαν των.

Όταν απεφάσισαν να κοιμηθούν, δεν ηδυνήθησαν να χωρισθώσιν.
Εχώρησαν εις δύο την στρωμνήν του Λούντο και εξηπλώθησαν
παραπλεύρως αλλήλων, κρατούμενοι από το χέρι.



V



Ήτο περίπου εννάτη πρωινή όταν ο Μαλιάτο τους εξύπνησεν.

 — Υπολοχαγέ μου. Κάποιος απεσταλμένος . . . από το Αντάγγα-Χαμούς
. . . με επείγοντα έγγραφα . . . ένας Ασκαρί.

Οι δύο αξιωματικοί ανεπήδησαν.

 — Πού είνε; ηρώτησεν ο Ναβόνη.

 — Στην πόρτα, υπολοχαγέ μου.

Ο αγγελιαφόρος εκυκλούτο από τους εκτός υπηρεσίας οπλίτας του
στρατοπέδου, πνίγοντας αυτόν με τας ερωτήσεις των. Επί τη
εμφανίσει των αξιωματικών, απεμακρύνθησαν πάντες.

 — Έρχεσαι από το στρατόπεδον; ηρώτησεν ο Ναβόνη.

 — Μάλιστα, υπολοχαγέ μου. Ανήκω εις το έκτον. Ασκαρί, Γκαμέρρα.

 — Έχεις επείγοντα έγγραφα;

 — Όχι. Σας πληροφορούν μόνον ότι ο στρατός συμπτύσεται προς το
Μάι- Γκιμπέτα.

 — Ολόκληρος ο στρατός;

 — Το τάγμα Γκαμέρρα μένει μόνον εις τας προφυλακάς.

 — Γνωρίζεις διατί συμπτύσσονται;

 — Η θέσις ήτο πολύ ισχυρά, αλλά φαίνεται ότι αι δυνάμεις δεν ήσαν
αρκεταί.

 — Πού ευρίσκεται ο εχθρός;

 — Προ της Αντάγγα-Χαμούς. Οι κατάσκοποι λέγουν ότι στερείται
τροφίμων και πρόκειται να υποχωρήση προς την Άντουα.

 — Και ημείς, τι οφείλομεν να κάμωμεν;

 — Ο ταγματάρχης διατάσσει να επιβλέπετε την χώραν. Την διατρέχουν
λιποτάκται. Συνιστά επίσης να δυσπιστήτε προς τους εντοπίους
καταδότας. Ετουφέκισαν δύο χθες εις το στρατόπεδον της Αντάγγας.
Ευρίσκονται πανταχού και η ελαχίστη μας κίνησις φαίνεται ότι
γίνεται αμέσως γνωστή εις τον εχθρόν.

 — Δεν σε προσέβαλον εν τούτοις καθ' οδόν, εσένα;

 — Ω! όχι, υπολοχαγέ. Μόνον άπαξ, μια συμμορία μ' επυροβόλησε.
Αλλ' ήμουν πολύ μακράν και εβάδιζα πολύ γρήγορα.

 — Να σου δώσουν να φάγης, είπε τέλος ο Ναβόνη. Επιστρέφεις
σήμερον;

 — Τοιαύτην διαταγήν έχω. Μου χρειάζεται όμως άλλο άλογο, διότι το
δικό μου πάει να σκάση.

 — Θα σου δοθή. Πότε θα είσαι εις Μάι-Γκεμπέτα;

 — Αύριον, αυτήν την ώραν.

 — Θα είπης εις τον ταγματάρχην, ότι όλα πηγαίνουν καλά εις το
Αντή-Γκάρο ότι θα ενεργήσωμεν σήμερον αναγνώρησιν προς Νότον και
ότι θα φανώμεν αμείλικτοι προς τους κατασκόπους.

 — Ελησμόνησα να πληροφορήσω τον υπολοχαγόν μου, ότι υπάρχει μία
συνοδεία εντοπίων τραυματιών προχωρούσα προς το Σεραέ . . .
Τραυματίαι μαζί με γυναικόπαιδα• είνε του Άμπα-Αλάγγη, προσέθηκε
χαμηλώσας την φωνήν, ως να εντρέπετο.

 — Πού πρόκειται να τους τοποθετήσω; Μήπως εδώ; ηρώτησεν ο Λούντο.

 — Όχι, ανθυπολοχαγέ μου. Αλλ' επειδή ο δρόμος δεν είνε ασφαλής,
θα σταθμεύσουν ίσως εδώ, υπό την προστασίαν του οχυρού. Φθάνουν
πιθανώτατα απόψε.

 — Ανιαρόν πράγμα, έλεγεν ο Λούντο, όταν επανεισήλθον εις την
σκηνήν, του Μαλιάτο επιστρώνοντος την τράπεζάν των, να συμπτυχθή ο
εχθρός και να καταληφθή η Γόα χωρίς μια τουφεκιά! . . .

 — Οπωσδήποτε, είπεν, ο Ναβόνη, ημείς φεύγομεν αμέσως μετά του
Χασσάν και μερικών ανδρών. Ελπίζω ότι θα τους συναντήσωμεν, αυτούς
τους λιποτάκτας του διαβόλου και θα . . . ξεκουραστούμε 'λιγάκι.

Επρογευμάτισαν ευθύμως, χαίροντες διά την επανακτηθείσαν
οικειότητά των . . . Αίφνης ο Ναβόνη εκάλεσε τον συνάδελφόν του.

 — Κύταξε! είπεν.

Ήτο ωχρός και τα μάτια του έλαμπον.

Από τον φεγγίτην της σκηνής διεκρίνετο όμιλος οπλιτών, εν μέσω των
οποίων προχώρει η Νίμπα καβάλλα επί του τραχήλου ενός Ασκαρί, και
όλοι εγελούσαν 'ξεκαρδιστά και εκυνηγούσαν το αυτοσχέδιον
υποζύγιον.

Ο Λούντο είχεν ερυθριάσει. Ο Ναβόνη το παρετήρησε και είπε:

 — Βλέπεις ότι σ' ενδιαφέρει• ζηλοτυπείς!

 — Ζηλοτυπώ αυτή τη σκύλα; απήντησε μετ' αηδίας ο Λούντο, και
έπτυσε κατά γης . . . ορκίζομαι ότι δεν θα την επανίδης ποτέ
πλέον! . . . Και, συ;

 — Εγώ; Θα 'δής τι θα κάμω . . . Μαλιάτο, προσέθηκε. Φώναξέ μου
τον ανθυπασπιτήν Γκάμπα.

Ο Γκάμπα παρουσιάσθη ευθυτενής.

 — Θα ειπήτε εις τους φρουρούς ότι αν, από της σήμερον, αφήσουν να
πλησιάσουν εις το στρατόπεδον ιθαγενείς, — και τους μέχρι τούδε
ανεκτούς ακόμη ενταύθα, — θα φυλακισθούν . . . Είνε όλοι
κατάσκοποι! Ανακοινώσατε προς πάντας την διαταγήν.

 — Και τους ιθαγενείς 'πού θα ευρεθούν εντός του στρατοπέδου;
ηρώτησε ο Γκάμπα.

Ο Ναβόνη αποφυγών το βλέμμα του Λούντο, προσέθηκε:

 — Θα τους τουφεκίζουν αδιακρίτως! . . . Ημείς φεύγομεν προς
αναγνώρισιν. Έχετε την διοίκησιν του οχυρού μέχρι της επιστροφής
μας. Πηγαίνετε!

Ο ανθυπασπιστής εχαιρέτησεν και απεσύρθη.

 — Λοιπόν! είπεν ο Ναβόνη προς τον Λούντον, καιρός να πηγαίνωμεν.

Οι ίπποι των αξιωματικών ανέμενον έξω, πλήττοντες το τραχύ έδαφος
διά των πετάλων των. Ο Χασσάν και πέντε ιππείς Ασκαρί εκράτουν από
του χαληνού τους ημιόνους των εις μικράν εκείθεν απόστασιν. Ο
Λούντο και ο Ναβόνη ίππευσαν, απήλθον βάδην, και, συνοδευόμενοι
από το μικρόν απόσπασμα, διηυθύνθησαν προς την οδόν του Κοατίτ.

Δεν συνωμίλουν διόλου, λίαν προσεκτικοί, κατ' επίφασιν, να
διορθώνουν τα λάθη των ζώων των. Ο Ναβόνη ίππευε την Κιούγγα• ο
Λούντο ένα υπόπυρρον πενταετή, νευρώδη και ευκίνητον, με τας άκρας
των κνημών καταλεύκους. Ενώ δε διήρχοντο προ των προκεχωρημένων
φυλακείων, μία φωνή εφώναξεν από μέσα από κάποιον θάμνον:

& — Μπονόνα πασσεγγιάτα, σινιόρι τενέντι!&

Ήτο η Νίμπα, επιστρέφουσα γυμνόπους εις Γκουλλάμπαν! Ο Ναβόνη
εκράτησεν αποτόμως την φορβάδα του.

 — Πλησίασε! εφώναξεν.

Η Νίμπα προυχώρησε προς τον δρόμον, καλυφθείσα υπερηφάνως με την
πάννα της.

 — Άκουσέ με μετά προοοχής, είπεν ο Ναβόνη. Σου απαγορεύω να
ξαναπατήσης εις το στρατόπεδον. Αν εισέλθης, θα τουφεκισθής,
αμέσως και χωρίς εξηγήσεις, εννοείς;

Η μιγάς εγέλασε και εχάιδευσε το στήθος της φορβάδος, προσβλέψασα
ειρωνικώς τους δυο αξιωματικούς.

 — Ομιλώ σοβαρώς! προσέθηκεν ο Ναβόνη.

Εκέντρισε δε τον ίππον του, όστις έκαμεν ημίσειαν στροφήν και
ηνάγκασε την ηθαγενή να παραμερίση. Η Νίμπα εστάθη προς στιγμήν
σκεπτική. Είτα δε πάλιν εξερράγη εις γέλωτας, και ενώ εκείνοι
απήρχοντο τροχάδην, την ήκουσαν να κραυγάζη.

& — Α ριβεντέρτσι, τενέντε. Γκιουζέππε!&

Ο μικρός όμιλος εβάδισεν επί πολύ επί της οδού του Κοατίτ, χωρίς
ούτε να χαιρετηθή καν από τους συναντωμένους ιθαγενείς. Οι δύο
φίλοι ήσαν σκυθρωποί, αμφότεροι ποθούντες να συναντηθώσι με κανέν
σώμα των λιποτακτών εκείνων, οίτινες, ως ελέγετο, είχον αναφανή
κατά συμμορίας εις την πεδιάδα. — Αλλά μάτιν παρεξέκλιναν του
δρόμου των και ηρεύνησαν πανταχού. Μετά τέσσαρας ώρας επέστρεφον
σκυθρωπότεροι, και ο Λούντο επρότεινε να καλπάσουν τροχάδην διά να
ξεζαλισθούν. Αλλ' ο Ναβόνη επρόβαλε την αντίρρησιν ότι αι ημίονοι
των συνοδών των δεν θα ηδύναντο να τους ακολουθήσουν.

 — Θα φθάσουν μόνοι των εις το στρατόπεδον, παρετήρησεν ο Λούντο.
Νά ο δρόμος!

Υπό το φέγγος της σελήνης εξώρμησαν ταχείς.

 — Αλτ! εφώναξεν αίφνης ο Ναβόνη.

 — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Λούντο.

 — Κύταξε!

Μάζα σκιερά στρατού εν πορεία απέφραττεν ολίγον περεταίρω τον
δρόμον, βαδύζουσα βραδύτατα.

 — Αντάρται; είπεν ο Λούντο χαμηλοφώνως.

 — Όχι. . . Διακρίνω κάρρα . . . αποσκευάς. . . Αλλά, είνε οι
τραυματίαι! . . . Εμπρός!

Αλλά δεν διήνυσαν εκατό μέτρα και ο ίππος του Λούντο ανεπήδησεν
αποτόμως: μια σφαίρα εσύριξεν εις τα ώτα των.

 — Αλβέρτε!

Ο Ναβόνη επλησίασεν, εν ώ δυο ακόμη πυροβολισμοί αντήχησαν.

 — Παληανθρώποι! έκαμεν ο Ναβόνη, φοβούνται και τον ίσκιο τους
τόρα . . .

Προσέδεσε το μανδύλι του εις την αιχμήν του ξίφους του και το
εκίνησεν εις τον αέρα, εν ώ προυχώρει συνάμα βάδην . . . Ο Λούντο
ήνωσε τας παλάμας και εφώναξε:

& — Αμίτσι! . . . Σαβόγια! . . .&

Η αυτή κραυγή ανταπήντησεν, είς δε ιππεύς έσπευσε προς αυτούς. Ήτο
ο αξιωματικός του πυροβολικού ο διευθύνων την συνοδείαν.

 — Αυτοί οι δυστυχείς είνε φοβισμένοι, είπε. Το πρωί, μία συμμορία
προσέβαλε την οπισθοφυλακήν μας• δύο γυναίκες εσκοτόθησαν και είς
τραυματίας ανηρπάγη. Δι' αυτό και εβραδύναμεν τόσον . . . Εκόψαμεν
διά μέσου της πεδιάδος και τας απεφύγαμεν. . ,

Υπό το απαστράπτον σεληνόφως, όπερ προσέδιδεν εις την συνοδείαν
την αλλόκοτον όψιν θεατρικής παρελάσεως, οι δύο φίλοι, με σφιγμένη
την καρδιά, είδον παρερχομένην ενώπιον των ολόκληρον την στήλην.
Ήσαν κυρίως ιθαγενείς πυροβοληταί, τραυματισθέντες εις το σφαγείον
της Άμπα-Αλάγγη, όπου το τάγμα των είχε δεκατισθή . . . Άλλοι
σκυφτοί, άλλοι πλαγιασμένοι, με φρικώδη τραύματα, οιμόζοντες,
γογγίζοντες, αναπέμποντες κραυγάς πόνου . . . Και γυναίκες των
τραυματιών συνοδεύουσαι τους συζύγους των, και χήραι ανδρών
φονευθέντων, φέρουσαι το κόκκινο ή κίτρινο φέσι του νεκρού των και
αφίνουσαι κραυγάς, διατόρως πενθίμους.

 — Πού τους οδηγείται;

 — Εις το Σεραέ. Είνε όλοι από την αποικίαν του Γκοδοφελάσσι . . .
Θα σταθμεύσωμεν εις Αδή-Γκάρο, αλλά θα φύγωμεν πρωί . , . ω
ρεβουάρ!

Και ο αξιωματικός του πυροβολικού εκάλπασε ταχύς προς την
συνοδείαν, ήτις έβαινε προς Δυσμάς, φυτεύουσα νεκρούς καθ' οδόν .
. . Οργή συνέσχε τα στήθη των δύο φίλων.

 — Γουρούρια! εψέλλισεν ο Λούντο.

 — Είδες τι πετσοκομμένοι πού είνε οι δυστυχείς Ασκαρί! Γίνεται
έτσι πόλεμος;

Ετράπησαν προς την στενωπόν την άγουσαν από Γκουλλάμπας εις το
στρατόπεδον . . . Μετά μικρόν ευρέθησαν εντός της αγρίας ερημίας,
ην και πρότερον είχε διατρέξει ο Ναβόνη:

 — Γκιουζέππε! είπεν αίφνης ούτος, δεν θα χωρισθώμεν ποτέ πλέον
και ούτε θα ξαναμαλλώσουμε ποτέ, δεν είν' έτσι;

Ο Λούντο εμειδίασε χωρίς ν' αποκριθή και ο Ναβόνη εφαντάσθη ότι
εσκέπτετο και πάλιν την μικράν ιθαγενή, η ζηλοτυπία δε τον
εδάγκασε και αύθις . . . Ήτο βέβαιον, ότι, εφ' όσον εκείνη έζη,
δυνατή συμφιλίωσις μεταξύ των δεν υπήρχεν . . . Τη μάγισσα! γιατί
να μη την έχη εκεί, αυτή τη στιγμή, να της σπάση το κεφάλι, όπως
θα έσπαζε κεφάλι φειδιού; . . .

Αίφνης αντήχησε μακρόθεν, εκ της διευθύνσεως του στρατοπέδου των
ηχηρόν σάλπισμα. Τα άλογα ανύψωσαν τας κεφαλάς• η Κιούγγα
εχρεμέτισεν υποκώφως.

 — Τι συμβαίνει; είπεν ο Λούντο.

 — Σημαίνουν συνάθροισιν, εψέλισε σκεπτικός ο Ναβόνη . . .

 — Κατά τοιαύτην ώραν τι να σημαίνη η συνάθροισις; είπεν ο Λούντο.
Τι φρονείς;

Ο Ναβόνη του έρριψεν έν βλέμμα.

Αντελήφθησαν αλλήλους,

 — Αν αυτό συμβαίνει, έκαμεν ο Λούντο, είνε αίσχος — Διατί έδωκες
τοιαύτην διαταγήν;

 — Δεν είνε ιδική μου, υπέλαβεν ο Γενουήνσιος, είνε διαταγή του
Ταγματάρχου!

 — Έστω! εγώ, θα εμποδίσω να εκτελεσθή . . . Δεν είμαι χασάπης
εγώ! δεν είμαι χασάπης του ταγματάρχου!

Και έστρεψεν αποτόμως τον ίππον του διά να ορμήση. Αλλ' ο Ναβόνη
τον εκράτησεν από τον χαληνόν.

 — Είσαι τρελλός! του είπε . . . . Τόρα, δεν υπάρχει πλέον καιρός
. . .

Αφίππευσαν. Ανήλθον επί της κορυφής του εγγύς υψώματος και
παρηκολούθησαν εκείθεν τας κινήσεις του στρατοπέδου. Ο τυμπανισμός
έφθανε μέχρις αυτών ως κρούσις δακτύλων επί υέλου.

 — Είμαι βέβαιος, εψιθύρισεν ο Λούντο. Αυτός είνε.

Ο Ναβόνη επήρε το χέρι του και το έθλιψε.

 — Συλλογίσου όσα υποφέραμεν . . . Συλλογίσου την Άμπα-Αλάγγη . .
. εκείνους που είδες, προ μικρού, με χέρια και πόδια κομμένα.
Πολεμούμεν εν χώρα αγρίων.

Και αμφότεροι εφαντάζοντο την μικράν εκείνην μυστηριώδη μιγάδα, —
την κοινήν των ερωμένην, — πίπτουσαν αιμόφυρτον υπό τας βολάς των
Ιταλών φαντάρων.

 — Το ήξιζε, Γκιουζέππε, είπεν ο Ναβόνη. Ασφαλώς, ήτο κατάσκοπος.

Τυμπανισμός ηκούσθη και πάλιν ο ίππος του Λούντο ανύψωσε την
κεφαλήν. Η Κιούγγα εχρεμέτισε.

Σιωπή και πάλιν. Το στρατόπεδον εφαίνετο νεκρόν, τίποτε πλέον δεν
εκινείτο εν αυτώ.

 — Ασφαλώς, ετελείωσαν όλα! . . εψέλλισεν ο Ναβόνη. Ηγέρθησαν. Και
ήκουσαν, μακράν, την κούφον αντήχησιν πέντε ή έξ εκπυρσοκροτήσεων,
ην επηκολούθησεν αόριστος βόμβος φωνών ανθρωπίνων.

Ητένισαν αλλήλους ωχροί. Ήσαν συντετριμμένοι, αλλ' από κάτι είχον
ελευθερωθή. Ενόμισαν ότι είχον διαφύγει κάποιον μέγαν και κοινόν
κίνδυνον.

 — Α! εψιθύρισεν ο Ναβόνη, ελπίζω ότι αι σφαίραι την εκτύπησαν
'ςτά μάτια τη μάγισσα, και εσκότωσαν τη μοίρα που μας έρριχνε.

Ίππευσαν. Τα ζώα, μυρισθέντα σταύλον, ηθέλησαν να ταχύνουν το
βήμα• αλλά τα συνεκράτησαν και προυχώρησαν βάδην. Θα επεθύμουν να
εστρέφοντο προς Νότον μάλλον και ποτέ, ποτέ πλέον, να μη
επανέλθουν εις το στρατόπεδον εκείνο.


ΤΕΛΟΣ



ΜΙΚΡΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΦΕΞΗ

ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ
Αριθ.

1.  Λέοντος Τολστόη . . . . . . . ΟΙ ΑΣΩΤΟΙ
2.  Αλεξάνδρου Δουμά (υιού) . . . Η ΘΗΡΕΣΙΑ
3.  Γκυ-ντε-Μωπασσάν . . . . . . .Η ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ
4.  Πωλ Μπουρζέ (Ακαδημαϊκού) . . ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ
5.  Μαρσέλ Πρεβό (Ακαδημαϊκού) .  Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΑΔΟΥ
6.  Ανδρέου Τεριέ (Ακαδημαϊκού) . Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΕΛΙΝΑΣ
7.  Όσκαρ Ουάιλδ . . . . . . . . .ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤΕΡΒ1Λ
8.  Αλφόνσου Δωδέ (Ακαδημαϊκού) . ΟΙ ΑΙΜΟΒΟΡΟΙ
9.  Μαρσέλ Πρεβό (Ακαδημαϊκού) . .Η ΜΑΓΙΣΣΑ
10. Ζαν Ρισπέν (Ακαδημαϊκού). . . ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
11. Φ. Δοστογιέβσκη . . . . . . . Η ΗΜΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
12. Μαξίμου Γόρκυ . . . . . . . . Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ

Ολόκληρος η σειρά εις χωριστά τεύχη Δρ.

Τα άνω &Δώδεκα& αυτοτελή έργα πωλούνται και όλα ομού σε ΕΝΑ τόμον
με πολυτελές εξώφυλλον εκ σελίδων 384 αντί Δρ.

ΤΥΠΩΝΟΝΤΑΙ

Τα Αριστουργήματα των διασημοτέρων Ρώσσων Φιλολόγων Θ.
Δοστογιέβσκη, Ιβάν Τουργκένιεφ, Μαξίμου Γόρκυ, Λέοντος Τολστόη, Α.
Τσεχώφ, Α. Πούσκιν, Π. Ιβάνωφ κλπ.



Τύποις Α. Βιτσικουνάκη — Μάιος





*** End of this LibraryBlog Digital Book "La sorcière" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home