Home
  By Author [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Title [ A  B  C  D  E  F  G  H  I  J  K  L  M  N  O  P  Q  R  S  T  U  V  W  X  Y  Z |  Other Symbols ]
  By Language
all Classics books content using ISYS

Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ]

Look for this book on Amazon


We have new books nearly every day.
If you would like a news letter once a week or once a month
fill out this form and we will give you a summary of the books for that week or month by email.

Title: Ενώ διέβαινα - Χρονογραφήματα
Author: Kondylakis, Ioannis, 1861-1920
Language: Greek
As this book started as an ASCII text book there are no pictures available.


*** Start of this LibraryBlog Digital Book "Ενώ διέβαινα - Χρονογραφήματα" ***


Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in
italics have been included in _.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν περικλειστεί σε _.



ΕΝΩ ΔΙΕΒΑΙΝΑ



ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ



ΥΠΟ
I. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
(ΔΙΑΒΑΤΟΥ)



ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1916



Τυπογραφείον «Εστία» Μάισνερ και Καργαδούρη — 10948



ΦΕΡΤΕ ΑΡΜ!



Και από τα τραγικώτερα των γεγονότων δύσκολον να λείψη το κωμικόν.
Διά τούτο οι αληθέστεροι των δραματικών ποιητών είνε εκείνοι, οι
οποίοι εις τας τραγωδίας των παρεισάγουν και έν κωμικόν πρόσωπον, το
οποίον ενώ μετριάζει την στυγνήν μονοτονίαν της τραγωδίας, εξαίρει
εφ' ετέρου διά της αντιθέσεως τους τραγικούς χαρακτήρας και δίδει
άρτιον τον χρωματισμόν της αληθείας εις το έργον.

Από την προχθεσινήν τραγωδίαν της φύσεως δεν έλειψαν τα κωμικά
επεισόδια. Οι περιγράψαντες τας εκ των πλημμυρών καταστροφάς εις τα
παριλίσσια, εις την Κολοκυθούν και τον Πειραιά ανέφεραν πολλά τοιαύτα
επεισόδια.

Εις την Κολοκυθούν όνος παρεσύρθη υπό του ποταμού. Μετά διαφόρους δε
περιπετείας κατορθώσας να διαφύγη και σωθή εις μέρος ασφαλές,
εξέπεμψε διάτορον σάλπισμα, ως διά να εξαγγείλη εις την υφήλιον την
θαυμαστήν διάσωσιν.

Εις δε τον Πειραιά, ως έμαθα, συνέβη το εξής· ενώ κατά την αυγήν νέοι
τινές περιεφέροντο κατά τα Καμίνια διά να σώσουν κανένα κινδυνεύοντα,
ήκουσαν εις το σκότος έρρινον αναφώνημα:

 — Φέρτε αρμ!

Έκαστος φαντάζεται την απορίαν των. Τρέχουν προς το μέρος οπόθεν
ήλθεν η κραυγή και μετ' ολίγον ανακαλύπτουν κλουβί μέγα, το οποίον
επέπλεεν εις τα νερά και, συγκρατηθέν κάπου, διετηρείτο εις
ισορροπίαν. Εντός του κλουβιού ευρίσκετο ωραίος παπαγάλος, όστις,
ιδών τους νέους, επανέλαβε το παράγγελμα με φωνήν στρατιωτικού
φασουλή:

 — Φέρτε αρμ!

Όταν δε οι νέοι τον παρέδωκαν εις την κυρίαν εις ην ανήκε της είπαν:

 — Το φρονιμώτερον είνε να τον μάθετε να φωνάζη «βοήθεια!»

(Νοέμβριος 1896).



Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ



Εφ' όσον η μονομαχία παρ' ημίν περιωρίζετο εις ανταλλαγήν σφαιρών
χωρίς αποτέλεσμα και σπαθισμούς οίτινες μόνον τον αέρα κατέκοπτον, η
κατακραυγή εναντίον «του βαρβάρου εθίμου» μας εφαίνετο περιττός
θόρυβος. Η μονομαχία έτεινε να φονεύση εαυτήν διά του γελοίου και το
μόνον θύμα της θα ήτο η σοβαρότης αυτής. Η μονομαχία ως διεξήγετο
εδώ μέχρι τούδε, εκτός σπανίων τινών εξαιρέσεων, ήτο ψυχαγωγία
μάλλον και θα ήτο αδίκημα να στερήση τις μιας ψυχαγωγίας οιασδήποτε
τόπον, ο όποιος δεν αφθονεί από διασκεδάσεις. Η δε ελληνική μονομαχία
δεν ήτο κοινή τις παιδιά, αλλ' αι φρικιάσεις του δέους, το ριγηλόν
αίσθημα της πτέρυγος του θανάτου, της οποίας ηκούετο μόνον το αβλαβές
πλατάγημα, απετέλουν εντονωτάτην ηδονικήν συγκίνησιν, ανάλογον με
εκείνην ην προ καιρού επενόησαν Άγγλοι τινές εκκεντρικοί. Ούτοι
εδοκίμαζον τον διά της αγχόνης θάνατον μέχρι τοιούτου σημείου μόνον,
ώστε να δύναται κατόπιν να διηγηθώσι τας εντυπώσεις των.

Αλλά τα τραγικά αποτελέσματα αλλεπαλλήλων μονομαχιών ήρχισαν να
μεταβάλωσιν επί το σκυθρωπότερον την φαιδράν όψιν της ελληνικής
μονομαχίας και συγχρόνως τας ιδέας εκείνων οίτινες μέχρι τούδε μόνον
ευθύμους σκέψεις ήντλουν από «το πεδίον της τιμής». Κατά σύμπτωσιν δε
και εκ Γερμανίας έρχονται αιτιάσεις κατά του φραγκικού εθίμου, το
οποίον και εις τας χώρας όπου ανεπτύχθη και έφθασεν εις περιωπήν
θεσμού, ήρχισε προ πολλού ν' αποβαίνη ανυπόφορον.

Δεν θα ήτο επομένως άκαιρον να γνωρίσωμεν πόθεν μας ήλθε και ποίας
περιπετείας διήλθε διά των αιώνων το έθιμον τούτο. Η μονομαχία κατ'
αρχάς, εις τον απώτατον μεσαίωνα, παρουσιάζεται υπό μορφήν
νομιμωτάτην, ως μέσον δικαστικής αποδείξεως, ως υστάτη διαιτησία.
Ελλείψει αποχρωσών αποδείξεων, απεφάσιζε περί της διαφοράς μονομαχία
μεταξύ των διαδίκων. Το μέσον τούτο εφηρμόζετο και εις τας ποινικάς
δίκας, πολλάκις δε είχε παράδοξα αποτελέσματα, όπως κατά το 1022, ότε
ο νικητής έγινε κύριος των κτημάτων, της συζύγου και του υιού του
ηττηθέντος.

Έπειτα από του 16ου αιώνος η μονομαχία περιωρίσθη μόνον εις
υπεράσπισιν της ιπποτικής τιμής· ενώ δε έως τότε οι μονομάχοι
συνεκρούοντο έφιπποι και σιδηρόφρακτοι, ως όργανα έχοντες λόγχας και
κοντάρια και ρόπαλα, έκτοτε εμονομάχουν πεζοί και χωρίς αμυντικόν
οπλισμόν, μόνον διά του ξίφους.

Αλλά ταχέως έφθασαν εις τοιαύτην κατάχρησιν και τόσον αίμα εχύνετο
διά μηδαμινάς αφορμάς, ώστε εδέησε να ληφθώσι δρακόντια μέτρα κατά
των μονομαχούντων, σύνοδοι τους ανεθεμάτισαν και βασιλικά θεσπίσματα
τους κατεδίκαζον εις θάνατον. Διά των μέτρων δε τούτων τωόντι
περιεστάλη η μονομαχία· αλλά κατά τον 18ον αιώνα τόσον πάλιν
εγενικεύθη, ώστε και δύο κυρίαι εμονομάχησαν διά δούκα Ρισελιέ. Η
Γαλλική επανάστασις κατεδίκασε την μονομαχίαν, δεν ηδυνήθη όμως και
να την εξαλείψη

Οι Άγγλοι, πρακτικοί όπως και σήμερον, μετεχειρίζοντο εις τας
δικαστικάς μονομαχίας αντικαταστάτας, μονομάχους ειδικούς, ούτω δε
και την ζωήν των εξησφάλιζον και περισσότερον εξηρτάτο από αυτούς η
επιτυχία.

Εκ των ανωτέρω φαίνεται ότι η μονομαχία, καθιερούσα κατ' αρχάς το
δίκαιον της κτηνώδους βίας, εξήρθη κατόπιν εις διαιτησίαν των
ζητημάτων της τιμής. Αλλά και πάλιν δεν έχασε τον βάρβαρον και άδικον
χαρακτήρα της. Αι ικανοποιήσεις της και εις την τραγικότητα των είνε
κωμικαί και πολύ παιδαριώδης η βασιζομένη εις αυτάς τιμή.

Οι παραδεχθέντες το έθιμον της δικαστικής μονομαχίας είχον
τουλάχιστον την δικαιολογίαν ότι απέδιδον εις αυτήν οίαν και εις τον
όρκον ιεράν σημασίαν, πιστεύοντες ότι η θεία δικαιοσύνη διηύθυνε την
πάλην και ενίσχυε τον βραχίονα του έχοντος υπέρ αυτού το δίκαιον.
Σήμερον όμως δεν πιστεύομεν να έχη κανείς εκ των μονομαχούντων
τοιαύτας αφελείς πεποιθήσεις, ενώ έχουν την ουχ ήττον αφελή ιδέαν ότι
η μονομαχία εξαλείφει προσβολάς, τας οποίας δεν δύνανται να
εξαλείψουν τα δικαστήρια.

Αλλ' ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν τουλάχιστον εθνικάς παραδόσεις, παρ' ημίν
ποίος λόγος δύναται να δικαιολογήση τοιούτο μωρόν και άγριον έθιμον;
Εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως κάλλιον αντιλαμβανόμενον το ζήτημα της τιμής
και ως λογικώτερον εκείνον όστις καταφεύγει εις τα δικαστήρια από
εκείνον όστις ζητών αμφίβολον ικανοποίησιν από την μονομαχίαν
ευρίσκει πολλάκις νέαν προσβολήν. Διότι δεν μου φαίνεται πολύ λογικόν
να θεωρήται προσβολή έν ράπισμα διδόμενον καθ' οδόν και να μη
θεωρήται αδίκημα μία πιστολιά διδομένη επί του πεδίου της μονομαχίας.

(Νοέμβριος 1896).



ΝΟΣΗΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΗΜΑ



Εις μίαν επαρχιακήν πόλιν εγνώρισα κάποιον μεσίτην ελαφρόμυαλον, ο
οποίος κατώρθωσε διά της εργασίας του να κάμη περιουσίαν. Τον
άνθρωπον τούτον ήκουσα μίαν ημέραν να λέγη: «Εν όσω ήμουν φτωχός, ο
κόσμος έλεγεν: «Ο Σπύρος είνε τρελλός. — Τώρα που έκαμα περιουσίαν, ο
κόσμος λέγει: — Ο κυρ Σπύρος είνε νευρικός».

Τους λόγους τούτους του κυρ Σπύρου ενθυμούμαι οσάκις βλέπω πουθενά ή
ακούω να γίνεται λόγος περί κλεπτομανίας. Όταν κλέψη πτωχός, είνε
κλέπτης· όταν κλέψη πλούσιος, πάσχει από κλεπτομανίαν.

Πολύ δύσκολα η νέα εγκληματολογία θα δυνηθή να πείση την κοινήν
πείραν, ότι υπάρχουν και κλέπται οι οποίοι δεν είνε κλέπται, οι
οποίοι κλέπτουν χωρίς να το θέλουν, από παρόρμησιν νοσηράν, ανωτέραν
της βουλήσεως και της σκέψεώς των και ότι πρέπει να κρίνωνται ως
ακαταλόγιστοι. Οι μόνοι κλέπται οι άξιοι να θεωρηθούν ανεύθυνοι είνε
οι κλέπτοντες ένα ψωμί διά να μη αποθάνωσι της πείνης, ή οι
αρπάζοντες ένδυμα ή σκέπασμα διά να μη κοκκαλιάσουν από το ψύχος.

Οι λοιποί είνε κλέπται, κλέπται κατά την κοινοτέραν της λέξεως
σημασίαν, και τοσούτο μάλλον κλέπται όσο δεν έχουν απόλυτον ανάγκην
του κλεπτομένου αντικειμένου. Δεν πρόκειται περί παθολογικής
διαστροφής της ψυχής, αλλά περί υπερτροφίας του ενστίκτου της
αρπαγής, το οποίον δεν κατεπολέμησε καταλλήλως η ανατροφή.

Οι άνθρωποι ούτοι υπ' αυτήν την έποψιν ευρίσκονται ακόμη εις ην
κατάστασιν τα νήπια, τα οποία εκτείνουν επί πάντα χείρα αρπακτικήν.
Όλα δικά μου. Το ζωικόν ένστικτον κυριαρχεί εν αυτοίς. Διατί η κάρια,
το γνωστόν πτηνόν εις την Θεσσαλίαν, αρπάζει και συσσωρεύει εις την
φωλεάν του παντοία πράγματα, τα οποία δεν της χρησιμεύουν, σαπούνια,
κτένια, υφάσματα, νήματα;

Αλλ' οι ημέτεροι κλεπτομανείς δεν είνε δα και τόσον ολίγον
εκλεκτικοί. Εις το καφενείον Ζαχαράτου είνε γνωστός ένας κύριος
αρκετά εύπορος, όστις δεν αφήνει σχεδόν να περάση ημέρα χωρίς να
κλέψη ένα τσουρέκι. Και είνε πολυμήχανος εις στρατηγήματα. Το
συνηθέστερον όμως στρατήγημά του είνε το εξής· κρατών εφημερίδα, ην
προσποιείται ότι αναγινώσκει, πλησιάζει εις το μέρος όπου είνε
σωρευμένα τα τσουρέκια. Και θέτων επ' αυτών την εφημερίδα, διά να την
απλώση δήθεν, σύρει υπό την σκέπην αυτής ένα τσουρέκι, έπειτα δε
αποσυρόμενος εις μίαν γωνίαν το ενθυλακώνει, υπό τον προστατευτικόν
πάντοτε πέπλον της εφημερίδος. Τούτο επαναλαμβάνεται εις όλα τα
ζαχαροπλαστεία τα περί την πλατείαν του Συντάγματος, συχνά δε
ενσκήπτει και εις τα εμπορικά της οδού Ερμού ο λυμεών ούτος. Εάν ήτο
πτωχός πεινών, θα κατεδιώκετο με τα κοντόξυλα, θα παρεδίδετο εις την
αστυνομίαν και θα εχαρακτηρίζετο ίσως εις τας εφημερίδας ως
«διαβόητος λωποδύτης». Αλλ' επειδή είνε καλής τάξεως, είνε
κλεπτομανής· πάσχει ο ταλαίπωρος άνθρωπος!

Είχα ακούσει άλλοτε διαφόρους τοιούτους μικροάθλους μιας κυρίας καλής
τάξεως. Και προχθές ετοιμαζόμενος να γράψω το άρθρον μου, ηρώτησα ένα
γνώριμόν της:

 — Τι γίνεται η κυρία τάδε; Εξακολουθεί η κλεπτομανία;

 — Όχι, εθεραπεύθη.

 — Πώς;

 — Επήρε μίαν κληρονομίαν.

Αλλά λέγουν ότι μεταξύ της Αγγλικής αριστοκρατίας υπάρχουν κυρίαι και
κύριοι πλουσιώτατοι, περί ων η αστυνομία έχει ειδοποιήσει τους
εμπόρους ότι πάσχουν από κλεπτομανίαν και πληρόνει τα κλεπτόμενα είδη
εν συνεννοήσει μετά των συγγενών των, διά να μη γίνωνται σκάνδαλα.
Τούτο όμως δεν αποδεικνύει παρά μόνον ότι και μεταξύ της αγγλικής
αριστοκρατίας, όπως και μεταξύ του όχλου, υπάρχουν άτομα των οποίων η
εξέλιξις δεν απεμακρύνθη πολύ από τον κοινόν πρόγονον, τον τετράχειρα
Αδάμ του Δαρβίνου. Τούτο άλλως τε απεκάλυψαν επανειλημμέναι δίκαι
σκανδαλώδεις, παρουσιάσασαι το κράτος των χυδαιοτάτων ενστίκτων είς
τινα των μελών της τάξεως εκείνης.

Εφ' όσον η απεριόριστος πλεονεξία δεν θεωρείται νοσηρά κατάστασις,
ούτε δύναται να θεωρηθή, αφού αποτελεί την σφραγίδα του χαρακτήρος
και της ενεργείας των περισσοτέρων ανθρώπων, ουδεμία περίπτωσις
κλοπής δύναται να θεωρηθή ως αποτέλεσμα ανωμάλου ψυχικής καταστάσεως.
Ο κλέπτης κλέπτει και χωρίς ανάγκην, όπως ο φιλάργυρος θησαυρίζει
υπέρ τας ανάγκας του, όπως ο πλούσιος πλεονέκτης δεν περιφρονεί και
το ασήμαντον κέρδος.

(Νοέμβριος 1896).



ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΖΩΑ



Εις τας ιδέας των ανθρώπων παρουσιάζεται μια αντίφασις
αξιοπαρατήρητος. Ενώ θεωρούμεν τα ζώα κατώτερά μας και δεν δύναται
ακόμη να χωρέση εις το λογικόν μας η θεωρία περί της μεταξύ ανθρώπου
και κτηνών συγγενείας, αφ' ετέρου δίδομεν πολλάκις περισσοτέραν
πίστιν εις το ένστικτον αυτών παρά εις την ιδικήν μας νοημοσύνην.
Πόσοι δεν πιστεύουν ότι ο σκύλος προμαντεύει τους θανάτους και τα
δυστυχήματα και ότι θρηνεί ημέρας πριν αποθάνη γνώριμός του άνθρωπος;

Και δεν σας φαίνεται περίεργον ότι οι τοιαύτα πιστεύοντες ουδέποτε
σκέπτονται ότι ο σκύλος ουρλιάζει ίσως διά τον επικείμενον θάνατον
ομοφύλου του; Είνε και τούτο μία εκ των εκδηλώσεων της παιδαριώδους
οιήσεως και του εγωισμού του ανθρώπου, όστις νομίζει ότι τα πάντα
γύρω του εδημιουργήθησαν διά να τον υπηρετώσιν εφ' όσον ζη και διά να
τον θρηνήσωσιν όταν αποθάνη.

Διά την νοημοσύνην του χοίρου βεβαίως δεν έχουν οι άνθρωποι μεγάλην
ιδέαν και όμως εις πολλά μέρη πιστεύουσιν ότι προμαντεύει τας
κακοκαιρίας ασφαλέστερον από τους μετεωρολόγους και τα όργανά των.

Εις την Κρήτην διηγούνται περίεργον ανέκδοτον σχετικόν με το χάρισμα
τούτο του ρυπαρού τετραπόδου.

Οι Τούρκοι διά ν' αρχίσουν τας νηστείας του Ραμαζανιού και να
εορτάσουν το Μπαϊράμι, ήτοι το πάσχα των, πρέπει να ίδουν την νέαν
σελήνην. Εις παλαιούς δε χρόνους, ότε η αστρονομία δεν ήρχετο εις
επικουρίαν, ούτε υπήρχε το μέσον της τηλεγραφικής συγκοινωνίας,
συνέβαινε να μη συμπίπτη ενίοτε το Μπαϊράμι εις τα διάφορα μέρη.

Κατά την εποχήν εκείνην ένας γιανίτσαρος, μεταβαίνων από του
ανατολικού μέρους της Κρήτης εις το δυτικόν, εσταμάτησεν εις τον
Αποκώρωνα, όπου τον εφιλοξένησεν ένας παπάς. Όταν δε ετοιμάσθη να
εξακολουθήση την πορείαν του, ο παπάς του είπε:

 — Το καλό που σου θέλω, αγά, μείνε και αύριο φεύγεις.

 — Γιατί;

 — Γιατί θα σε πιάση βροχή στο δρόμο.

 — Πώς το ξέρεις;

 — Δεν βλέπεις το γουρούνι ότι κρατεί ξύλα στο στόμα του; Είνε σημείο
σίγουρο ότι θάχωμε βροχή.

Ο γιανίτσαρος έπτυσεν, ως κάμνουν οι Μουσουλμάνοι όταν βλέπουν το
ακάθαρτον ζώον, και είπε χλευαστικώς προς τον παπάν ότι άφηνεν εις
τους χριστιανούς την ανοησίαν και την ασέβειαν να θεωρούν τους
χοίρους προφήτας, και ανεχώρησεν. Αλλ' άμα απεμακρύνθη, τον κατέλαβε
τοιαύτη βροχή, ώστε διέτρεξε μέγαν κίνδυνον. Μετά τινας ημέρας
επιστρέφων εσταμάτησε πάλιν εις του παπά, προς ον είπε:

 — Σε βεβαιώ, παπά, ότι ο χοίρος σου έχει περισσότερο νου απ' όλους
τους Τούρκους. Εγώ, φεύγοντας από το Κάστρο αφήκα Μπαϊράμι· αλλά στο
Ρέθυμνο ευρήκα Ρεμαζάνι κ' εις τα Χανιά σήμερο μόνο εκάμανε Μπαϊράμι!

Αν είχαν ίσην με τον Τούρκον εκείνον ειλικρίνειαν και οι σημερινοί
μετεωρολόγοι θα έκαμναν ανάλογον ομολογίαν διά τους εαυτούς των.
Σήμερον δεν προμαντεύουν οι αστρονόμοι γεννήσεις μεγάλων ανδρών, και
πτώσεις βασιλέων, και πολέμους, όπως άλλοτε· αλλά καίτοι
περιορισθέντες μόνον εις την πρόγνωσιν του καιρού, φαίνεται ότι δεν
έχουν εις την επιστήμην των όσην πεποίθησιν είχεν ο παπάς εις τον
χοίρον του.

Εφέτος οι εν Γαλλία επρομάντευσαν ότι θα έχωμεν βαρύν χειμώνα· και
την προφητείαν βασίζουν, όχι εις τα σημεία του ουρανού ή της
ατμοσφαίρας, αλλ' εις το προαίσθημα των χελιδόνων. Επειδή αι
χελιδόνες ανεχώρησαν ενωρίτερον του συνήθους, υποτίθεται δε ότι τα
αποδημητικά πτηνά αναχωρούν εις θερμότερα κλίματα, άμα αισθανθούν
επικείμενον το ψύχος, συνεπέραναν ότι θα έχωμεν πρόωρον και βαρύν
χειμώνα.

Άρα οι μετεωρολόγοι έχουν μεγαλειτέραν πεποίθησιν εις την σοφίαν των
χελιδόνων παρά εις την επιστήμην των.

(Νοέμβριος 1896).



Η ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ



Μέσα εις τον γυναικείον αναμορφωτικόν θόρυβον αυτών των ημερών μία
επικρατεί φωνή· κάτω η πολυτέλεια! Όλοι και όλαι κηρύττονται κατά της
πολυτελείας. Ο ιατρός κ. Σκλαβούνος από τας Πάτρας, περίεργος
σημαιοφόρος των γυναικών, αι κυρίαι του Αγρινίου, αι κυρίαι ή μάλλον
η κυρία της Ενώσεως των Ελληνίδων, όλοι και όλαι επαγγέλλονται να
καταπολεμήσουν την γυναικείαν πολυτέλειαν. Ωραίαι φράσεις, τας οποίας
δεν ακούομεν πρώτην φοράν, θα τας ακούσωμεν δε πολλάκις ακόμη. Διά να
γίνη ένας σύλλογος, έν συνέδριον γυναικείον, πρέπει να υπάρχη και μία
στιλπνή πρόφασις· και ποία πρόφασις στιλπνοτέρα αυτής δύναται να
υπάρξη; Άλλοτε όταν οι άνδρες ημείς είχομεν την μανίαν των συλλόγων,
έκαστος ιδρυόμενος σύλλογος είχε σκοπόν «την αμοιβαίαν των μελών του
ανάπτυξιν» και τα τοιαύτα. Τώρα ότε η μανία αύτη κατέλαβε τας
γυναίκας, εκάστη ένωσις ή σύνδεσμος ή συνέδριον σκοπόν έχει «την
επιδίωξιν της σκοπιμωτέρας εκπαιδεύσεως των θηλέων και την
καταπολέμησιν της πολυτελείας.»

Αλλ' είνε πρώτον δυνατός αυτός ο πόλεμος; Το αστείον και το
απραγματοποίητον της επαγγελίας αποδεικνύει το ότι ομιλούν κατά της
πολυτελείας γυναίκες φορτωμέναι με πτερά και ανθοκήπια. Αυτή η
διευθύντρια της «Εφημερίδος των Κυριών» αφ' ενός επαγγέλλεται ότι η
Ένωσις θα καταπολεμήση την πολυτέλειαν και αφ' ετέρου λέγει ότι η
αυτή Ένωσις θα μεριμνήση διά να κατασκευάζωνται εδώ τα τεχνητά άνθη
και να παρασκευάζωνται τα πουλάκια και τα λοιπά κολοκυθάκια της
γυναικείας πολυτελείας. Με άλλους λόγους η πολυτέλεια δεν θα
καταπολεμηθή, αλλά θα καταστή μάλλον ευπρόσιτος.

Το βέβαιον είνε ότι η πολυτέλεια δεν δύναται να καταπολεμηθή διά
συλλόγων. Τουναντίον φρονώ ότι η Ένωσις θα την ενισχύση, διότι θα
διευκολύνη την συνάντησιν και τον συγχρωτισμόν γυναικών ανίσων
οικονομικών καταστάσεων και διαφόρου κοινωνικής θέσεως, η δε μίμησις
και η άμιλλα είνε από τα πρώτιστα ελατήρια της γυναικείας
πολυτελείας. Δεν βλέπετε πώς αλληλοπαρατηρούνται και
αλληλοεξετάζονται εις τον δρόμον;

Και να σας είπω μίαν ιδέαν που έχω; Μετά δύο ή τρεις συνεδριάσεις αι
θεσμοφοριάζουσαι της «Ενώσεως» θα λησμονήσουν όλα τα σοβαρά ζητήματα
και θα επανέλθουν εις την προσφιλή των συζήτησιν περί πτερών,
ταινιών, χρωμάτων, κουρελίων. Και κάθου γύρευε έπειτα οικιακήν
οικονομίαν και λοιπά ανούσια κοροφέξαλα. Αυτά θα τ' αφήσουν εις την
«Εφημερίδα των Κυριών» και εις την «Οικογένειαν» να τα κοπανίζουν εις
τα γουδιά των, συμφέρον γαρ έχουν αυταί να τα κοπανίζουν.

Μάτην λοιπόν προσπαθούν αι κυρίαι των διαφόρων ενώσεων και μίξεων να
μας πείσουν ότι θα εργασθούν κατά της πολυτελείας. Ή δεν το λέγουν
ειλικρινώς ή δεν εννοούν τι λέγουν — ας με συγχωρήσουν διά την
σκαιότητα της φράσεως.

Άλλως τε εγώ φρονώ ότι η πολυτέλεια είνε απαραίτητος διά την γυναίκα
και λυπούμαι εκείνας, αίτινες δεν δύναται να στολίζωνται πολυτελώς, ή
δεν εστολίσθησαν αρκούντως υπό της φύσεως, ώστε να μη αισθάνωνται
πολύ την ανάγκην του τεχνητού στολισμού.

Προ ημερών εδημοσιεύσαμεν διήγημα της δεσποινίδος Ευγενίας Ζωγράφου,
εις το οποίον διεγράφετο, ολίγον μεν αδεξίως, αλλ' αρκετά
χαρακτηριστικώς, τύπος γυναικός τρεφούσης αληθή λατρείαν προς τα
κοσμήματά της. Η γυνή εκείνη αποθνήσκει, διότι αναγκάζεται να πωλήση
τα κοσμήματά της. Τοιαύτη είνε η βάσις του χαρακτήρος πάσης γυναικός.
Γυνή δε μη αγαπώσα πολύ ή ολίγον τα στολίδια δεν είνε γυνή. Και ίσα
ίσα την τάσιν προς τας ματαιότητας του στολισμού θεωρώ ως την
ασφαλεστέραν άγκυραν, ήτις σώζει και θα σώση την γυναίκα από την
διαστροφήν του χαρακτήρος αυτής, τον εξανδρισμόν.

Το δυστύχημα όμως είνε ότι δεν δύνανται όλαι να στολίζωνται πολυτελώς
και το έτι μεγαλείτερον δυστύχημα ότι η πολυτέλεια κατέστη τύραννος
και πληγή των μη πλουσίων οικογενειών, ότι πολλαί διά να επαρκέσουν
εις τας μεγάλας του στολισμού των δαπάνας λησμονούν ότι έχουν ένα
μόνον σύζυγον ή υποβάλλονται εις σκληροτάτας στερήσεις διά να
επαρκούν εις απαιτήσεις του συρμού.

Αλλά δεν μου φαίνεται ότι το κακόν αυτό δύναται να διορθωθή διά
συλλόγων. Η υπερβολική, η υπέρ τας δυνάμεις πολυτέλεια, δύναται να
καταπολεμηθή αποτελεσματικώτερον διά του εκ των άνω παραδείγματος και
υπό των συζύγων και των αδελφών. Αλλ' άνωθεν μεν δίδονται
παραδείγματα προθύμως μόνον υπέρ πάσης ελαφρότητος, οι δε σύζυγοι και
οι αδελφοί τα θέλουν και τα παθαίνουν. Διότι όταν ευπειθώς υπακούουν
εις απαιτήσεις ή όταν βλέπουν την σύζυγον ή την αδελφήν των και φορεί
ένδυμα το οποίον αυτοί δεν επλήρωσαν και δεν εκφράζουν καν την
έκπληξίν των, το ζήτημα καταντά στενού οικογενειακού χαρακτήρος και
είνε αδιακρισία να αναμιγνύεται κανείς εις τα οικογενειακά των άλλων.

(Ιανουάριος 1897).



ΑΝΑΒΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ



Ο κ. Σπ. Λάμπρος είπέ τινα εις το Αθλητικόν Συνέδριον περί της
αναβιώσεως της γυμναστικής εις την νεωτέραν Ελλάδα και έπλεξε δίκαιον
εγκώμιον εις τον μακαρίτην Φωκιανόν, τον πρώτον, όστις μετά του Ηρ.
Βασιάδου, συνέλαβε την ιδέαν της συνενώσεως των ανά την ελευθέραν και
δούλην Ελλάδα αθλητικών σωματείων εις ένα πανελλήνιον αθλητικόν
σύλλογον. Αλλά του πρώτου διδασκάλου της γυμναστικής και πρώτου
εισαγαγόντος αυτήν εις την Ελλάδα δεν εμνήσθη, ίσως διότι η ανάμνησίς
του δεν εσχετίζετο με τον σκοπόν του συνεδρίου.

Πολλοί εν τούτοις υπάρχουν ακόμη οι ενθυμούμενοι τον αγαθόν και
ολίγον ιδιόρρυθμον Παγώνα ή Παγώντα, όπως τον απεκάλουν οι μη
αρχαΐζοντες όπως αυτός, ο οποίος από Παγώνης ίσως έγινε Παγών επί το
αρχαιοπρεπέστερον. Ο Παγών ούτος, πρώτος διευθυντής του Διδασκαλείου,
με μακράν λευκήν κόμην και βαθύν ατημέλητον πώγωνα, εισήγαγε την
γυμναστικήν εις τας νεωτέρας Αθήνας εκ Γερμανίας, όπου είχε
σπουδάσει, και συνέταξε το πρώτον νεοελληνικόν εγχειρίδιον
γυμναστικής.

Ο Παγών ήτο γνωστός και διά τους ιδιορρύθμους γεωγραφικούς και
ιστορικούς του χάρτας, εις τους οποίους παρίστατο η ιστορική και
γεωγραφική των εθνών εξέλιξις ως καταρράκτης, του οποίου τας πρώτας
δίνας απετέλουν οι Εβραίοι, Ασύριοι και άλλοι ανατολικοί λαοί, οι
προηγηθέντες εις τον πολιτισμόν. Διά τούτο ο άτλας ούτος ωνομάσθη υπ'
αυτού «Ρους του χρόνου».

Το πρώτον γυμναστήριον ιδρύθη εκεί όπου σήμερον είνε το Πτωχοκομείον,
αλλά και εις το Διδασκαλείον, εις την σημερινήν οδόν Θουκυδίδου
ιδρύθη έτερον με δύο ή τρία δίζυγα, έν μονόζυγον και μίαν γέφυραν.

Ο Παγών κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας διά να διαδώση την γυμναστικήν
και πείση περί των ωφελειών αυτής. Ου μόνον δ' εδίδασκεν, αλλά και
διά του ιδίου παραδείγματος προσεπάθει να καταδείξη την ευεργετικήν
επί της υγείας επίδρασιν της σωμασκίας. Διότι και πεζοπόρος
ακούραστος ήτο και κολυμβητής, συχνά δ' εξήρχετο εις εκδρομάς μακράς
μετά των μαθητών του.

Αλλ' αι προσπάθειαί του έμειναν άγονοι σχεδόν καθ' ολοκληρίαν. Ο
κόσμος εθεώρει ματαίας τας ασκήσεις του και τας περιεφρόνει, σχεδόν
όπως περιεφρόνει των σαλτιμπάγκων τα κυβιστήματα. Διά τούτο ολίγοι εκ
των μαθητών του επεδόθησαν εις την γυμναστικήν. Όταν δε το 1859, κατά
την πρώτην Ολυμπιακήν έκθεσιν, εσκέφθησαν να τελέσωσι και σωματικούς
αγώνας, δεν ευρέθησαν νέοι συστηματικώς εξησκημένοι και οι οργανωταί
των αγώνων ηναγκάσθησαν να στρατολογήσωσιν από τον δρόμον τους
έχοντας φυσικήν τινα ρώμην και δεξιότητα.

Οι αγώνες ετελέσθησαν εις την πλατείαν της Ελευθερίας, όπου εστήθη
μόνον διά τους βασιλείς, τους διπλωμάτας και τους ανωτέρους
υπαλλήλους μία εξέδρα, ενώ ο λαός αφέθη να θεάται όρθιος. Και κατ'
αρχάς μεν έγιναν ιπποδρομίαι, εις τας οποίας έλαβον μέρος και
αμαξηλάται με τα χονδρά των άλογα· έπειτα δε ετελέσθησαν κωμικοί και
άθλιοι σωματικοί αγώνες, δόλιχοι, αναρρίχησις εις ιστόν, εις την
οποίαν έλαβε μέρος και τυφλός τις επαίτης, και _ασκωλιασμός_. Με το
τελευταίον γύμνασμα τουλάχιστον εγέλασαν πολύ οι αφελείς Αθηναίοι της
τότε εποχής, διότι συνίστατο εις πήδημα επί φουσκωμένου ασκού και
έπεσαν πολλοί, νικητής δε ανεδείχθη επί τέλους εκείνος όστις
κατώρθωσε να σταθή επί του ασκού στιγμάς τινας.

Η ταραχώδης εποχή της μεταπολιτεύσεως και της τριετούς κρητικής
επαναστάσεως διέκοψε την τέλεσιν των ολυμπιάδων, αίτινες
επανελήφθησαν μόνον το 1870. Ετελέσθησαν δε και τότε αγώνες, ουχί
όμως πλέον εις την πλατείαν Κουμουνδούρου, αλλ' εις το Παναθηναϊκόν
Στάδιον, το οποίον προχείρως εκαθαρίσθη, των θεατών τοποθετηθέντων
επί των κλιτύων, οπόθεν εκ διαλειμμάτων κατεκυλίοντο κατά συμπλέγματα
και μάζας, ολισθαίνοντες. Αλλά δεν δύναταί τις να είπη ότι οι αγώνες
του 70 επέτυχον περισσότερον από τους αγώνας του 59.

Καταφανεστέρα κάπως ήτο η πρόοδος κατά τους αγώνας του 1875, οίτινες
επίσης ετελέσθησαν εις το Στάδιον.

Αλλ' η σωμασκία ήρχιζε να διαδίδεται, εισαχθείσα και εις τα σχολεία
υποχρεωτικώς. Ο I. Φωκιανός, επιδοθείς ολοψύχως εις την διδασκαλίαν
και την ανάπτυξιν της γυμναστικής, συνετέλεσαν υπέρ πάντα άλλον εις
την σημερινήν πρόοδον αυτής. Αντί του παλαιού δημοσίου γυμναστηρίου,
του οποίου τον χώρον κατέλαβεν η περιοχή του Πτωχοκομείου και εις το
οποίον εφονεύθη ο αδελφός του Φωκιανού, πεσών εκ του διζύγου, ιδρύθη
το παρά τον Ιλισσόν ευρύ γυμναστήριον. Μικρότερα δε γυμναστήρια
ιδρύθησαν ως παραρτήματα των γυμνασίων και λοιπών εκπαιδευτηρίων.

Αλλ' η μεγάλη και οριστική ώθησις προς τα εμπρός εδόθη εις την
γυμναστικήν υπό των τελευταίων ολυμπιακών αγώνων. Έκτοτε αληθής
γυμναστικός ζήλος ανεπτύχθη καθ' όλην την Ελλάδα και σήμερον τα
αθλητικά σωματεία πλησιάζουν εις τα 60. Πιστεύεται δε ότι ουχί ολίγον
θα συντελέση υπέρ της προόδου της γυμναστικής και το χθες αρχίσαν
συνέδριον και η εξ αυτού προελθούσα ένωσις και κοινοπραξία των
απανταχού της Ελλάδος, ελευθέρας και δούλης αθλητικών σωματείων.

(Ιανουάριος 1897).



ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΞ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΟΣ ΜΗ ΜΕΤΑΒΑΝΤΟΣ ΕΙΣ ΑΜΕΡΙΚΗΝ



Πώς ευρέθηκα κατά την χθεσινήν νύκτα αιφνιδίως εις τας Ηνωμένας
Πολιτείας της Αμερικής, ενώ εκοιμώμην εις την κατά την οδόν Σκουφά
κατοικίαν μου, μόνον ίσως εις τον κοντολογιώτατον εξηγητήν των
ονείρων κ. Κουρτίδην θα φανή μυστήριον. Εγώ τουλάχιστον έχω την ιδέαν
ότι ωνειρεύθηκα, πράγμα το οποίον μου συμβαίνει ενίοτε όταν κοιμώμαι.

Σας βεβαιώ ότι δεν είμαι εξ εκείνων εις τους οποίους επήλθεν η ιδέα,
αφού έσωσαν την Ελλάδα από τους Τούρκους, να σώσωσι και την πτωχήν
Αμερικήν από την εκδίκησιν των Ισπανών. Και όμως υπό τοιαύτην
ιδιότητα, φαίνεται, ευρέθηκα επί της προκυμαίας... της Νέας Υόρκης,
υποθέτω, διότι δεν είχα κανένα πρόχειρον Μπέδεκερ, και οι διαβάται,
στρατιωτικοί και μη με προσηγόρευον «συνταγματάρχην» — Μόρνιγγ,
κόρνελ!

Φαίνεται δε ότι ο τίτλος ούτος μ' εξέπληξεν ολίγον, διό και εξήτασα
εις το πλευρόν μου και εύρον ανηρτημένον, ως ξίφος, το μπαστούνι μου!
Τότε ενθυμήθηκα ότι τα 9/10 των Αμερικανών είνε συνταγματάρχαι, τινές
μάλιστα δις και τρις και δεκάκις συνταγματάρχαι, λαμβάνοντες υπό
διάφορα ονόματα δύο και τρεις και δέκα συντάξεις. Και συνεπέρανα ότι
μεθ' όσης ευκολίας λαμβάνουν μετά της αυτής και δίδουν τον τίτλον
τούτον.

Τωόντι δε πάντες σχεδόν οι παραπορευόμενοι έσυρον εις το λιθόστρωτον
με πολλήν υπερηφάνειαν ξύλινα ξίφη και η λέξις «κόρνελ» επέτα από
στόματος εις στόμα. Σας βεβαιώ όμως ότι όσην υπερηφάνειαν μου ενέπνεε
το αξίωμα του συνταγματάρχου, άλλο τόσον κακόν μου έκανεν ο τίτλος
«κόρνελ», καίτοι είμαι άγαμος. Επί τέλους ημείς οι Έλληνες πιθανόν να
έχωμεν ελαττώματα, αλλ' αυτά δεν τα υποφέρωμεν! Και ήρχισα ν' απαντώ
εις τους χαιρετισμούς με ελληνικόν γρυλλισμόν:

 — Είσθε και φαίνεσθε...

Αλλά τι είνε αυτοί! Τρίβω τα μάτια μου.....

Οι Έλληνες στρατηγοί και επιτελείς οι διακριθέντες κατά τας
υποχωρήσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου! Τι θέλουν αυτοί εδώ;.....Ω
δυστυχία σου Αμερική! απεφάσισες λοιπόν να εξασφαλίσης άκοπον
θρίαμβον εις τους Ισπανούς;

Και τόσον μεγαλοφώνως εξέφρασα την σκέψιν μου ταύτην, ώστε ένας εκ
των Γιάγκιδων συνταγματαρχών μου είπε με μειδίαμα «χαλύβδινον», διότι
εδώ τα πάντα είναι χαλύβδινα, πλην των ξιφών:

 — Ησυχάσετε..... Εκάμαμε τον υπολογισμόν μας. Τους γενναιοτάτους σας
τους προορίζομεν διά την νήσον Κούβαν, όπου δεν μπορούν να υποχωρούν
επί πολύ, χωρίς να πέσουν εις την θάλασσαν. Λοιπόν θ' αναγκασθούν να
πολεμήσουν εν απογνώσει, θα γίνουν ακουσίως ήρωες.

Τώρα όμως εγέλασα και εγώ γέλωτα ο οποίος αν δεν ήτο από χάλυβα,
εξάπαντος θα ήτο εξ αλουμινίου:

 — Αλλ' αυτά τα παλληκάρια ξέρουν κι' άλλο μονοπάτι. Αν παραδοθούν;

Ο «κόρνελ» ωχρίασε:

 — Αυτό δεν το υπελογίσαμεν!

Είμαι κατάπληκτος. Διά να φαντασθήτε το μήκος της οδού εις την οποίαν
εισέρχομαι αυτήν την στιγμήν, αρκεί να σας είπω ότι η απέναντι μου
οικία φέρει αριθμόν 2,305! Και το πρώτον πάτωμα εκάστου σπιτιού
σηκόνει επί των ώμων του άλλα 20 ή 30 πατώματα· και επάνω από όλα
αυτά περνά εναέριος σιδηρόδρομος, και από πάνω ακόμη περνούν
αερόστατα και υπέρ όλα αυτά ο ουρανός. Τα εφαντάσθη αυτά ο Ναστραδίν
Χότζας, ο οποίος έπαθεν απεριγράπτους συμφοράς, διότι ωνειρεύθη ότι
εκάθητο επάνω εις μίαν καθέκλαν, η οποία ήτο επάνω εις ένα αυγό, το
οποίον ήτο επάνω εις ένα μιναρέ;

Αλλά διατί τρέχουν έτσι αυτοί οι άνθρωποι;

 — Διά να μην τους πατήσουν εκείνοι που τρέχουν κατόπιν, κόρνελ, μου
είπε φιλοφρόνως ο υιός του Έδισων, ο οποίος την στιγμήν εκείνην
εφωτογράφει την σκέψιν μου.

 — Και διατί τρέχουν εκείνοι που έρχονται κατόπιν, αν επιτρέπετε;

 — Διότι...

Δεν επρόφθασε να μου απαντήση, ούτε εγώ ν' ακούσω, διότι δεν γνωρίζω
πώς ευρέθημεν εντός μεγάλης απόχης, την οποίαν έχουν εις το πρόσθιον
μέρος οι τροχιόδρομοι, διά να συλλέγουν, αντί να φονεύουν, τους
απροσέκτους διαβάτας. Εις το σωσίβιον αυτό ευρίσκομεν τρεις σκύλους,
μίαν αραπίναν με δίοπτρα, ένα Ιταλόν με το οργανέτον του, ένα
πλανόδιον Έλληνα ζαχαροπλάστην, ένα παιδάκι μέσα εις το καροτσάκι
του. Η αραπίνα εμειδίασε φιλαρέσκως, ο Έλλην προσεπάθει να εύρη
ισορροπίαν διά να μ' εναγκαλισθή, το βρέφος έκλαιεν αγγλιστί, οι
σκύλοι εγαύγιζαν δεν ενθυμούμαι εις ποίαν γλώσσαν και ο νέος Έδισων
μου είπεν:

 — Εκαταλάβατε τώρα, κόρνελ, διατί τρέχουν οι Αμερικανοί;

 — Δεν εκατάλαβα.

 — Διατί;

 — Διότι δεν εννοώ αγγλικά.

Τρέχω τώρα, τρέχω μανιωδώς, με την γλώσσαν έξω, με κρουνούς ιδρώτος.
Αχ, διατί να μην ήμουν συνταγματάρχης εις την Ελλάδα, να με κηρύξουν
στάσιμον; Και εις τον ιλιγγιώδη εκείνον δρόμον διακρίνω συγκεχυμένα,
ως εν ονείρω, ανθρώπους λευκούς, μαύρους, κιτρίνους, ερυθροδέρμους,
Κινέζους με κοτσίδαν σειομένην εις τον αέρα, αραπάδες με κουδούνια
εις τ' αυτιά και την μύτην, των οποίων το κάτω χείλος σαρόνει το
έδαφος, Ινδούς επί αγρίων ίππων, επί κεφαλής των οποίων τρέχει ο
Μπούφαλο Μπιλ έφιππος, κραδαίνων δόρυ, πέντε ή έξ σιδηροδρόμους, οι
οποίοι σφυρίζουν με όλην την δύναμιν του ατμού των, σύνταγμα
αμαζόνων, επισειουσών παράδοξα όπλα, τα οποία οι Έλληνες κατατάσσομεν
εις τα σαλατικά, ποδήλατα, φωνογράφους, σπίτια από πεπιεσμένον
χάρτην, κινηματογράφους, ηλεκτροσκόπια, προβολείς ηλεκτρικούς! Και
τρέχουν όλα αυτά, και όλοι αυτοί με ταχύτητα δαιμόνων, με βοήν χιλίων
καταρρακτών του Νιαγάρα!

 — Ούρρα Αμέρικα!

 — Μα βρε αδελφέ, μα βρε αδελφέ, λέγω ξεγλωσσισμένος προς ένα
ερυθρόδερμον, τι κάνετε εδώ; Θα σκάση όλη η Αμερική;

 — Δεν ξέρεις τι κάνομεν! μου είπε θαυμάζων ο Ινδός και σείων εν
αγανακτήσει το μέγα κέρατον το οποίον του εχρησίμευεν ως πολεμικόν
στόλισμα της κεφαλής. Πρόσεξε να μη σ' ακούση κανείς, διότι θα τεθής
εις αργίαν δι' απολύσεως, κόρνελ. Κάνομεν διαδήλωσιν και συγχρόνως
γενικά γυμνάσια. Δεν βλέπεις ότι εκινητοποιήθησαν όλαι αι δυνάμεις
της χώρας;.....

 — Πρόσεξε! πρόσεξε!

Παρ' ολίγον να περάση από πάνω μου και να με συντρίψη τεράστιον
δολλάριον, το οποίον διήλθε με ταχύτητα ατμομηχανής. Και επί τη
διαβάσει του χιλιάδες πίλων ερρίφθησαν εις τον αέρα και βροντώδης
ζητωκραυγή εκυλίσθη εις απέραντον μήκος:

 — Ούρρα ο στρατάρχης Δόλλαρ!...

Ο Έδισσων! ο Έδισσων! ο στρατηγός Έδισσων!

Έφιππος εις ίππον σιδηρούν, του οποίου οι οφθαλμοί εκπέμπουν
ηλεκτρικάς λάμψεις και οι ρώθωνες πυρ, διαβαίνει ο Μόλτκε των
Αμερικανών.

 — Τι νέα από την Ελλάδα μας, κόρνελ; μ' ερωτά με δημοκρατικήν
αφέλειαν. Ο ναύαρχος Σαχτούρης γιατί μας αφήκε ορφανούς; Ο εξάδελφός
μου ο Λαμπίκης τι γίνεται; Ο ναύαρχος Λεβίδης;.....

Και χάνεται μέσα εις λαίλαπα και βροντήν ενθουσιασμού.

Εις την Αμερικήν ή εις την Ελλάδα ευρίσκομαι; Επί εβδομάδας τώρα
βομβαρδίζεται η Αβάνα και πέφτει ως η Πρέβεζα, αλλά μένει ορθή. Μήπως
ο ναύαρχος Κριεζής;.....Ω Θεέ μου, ονειρεύομαι;.....Αλλά πώς μέσα εις
τας αγωνιώδεις αυτάς σκέψεις μου έρχεται η ιδέα ότι η Αβάνα
ονομάζεται και Χαβάνα διότι.....κόπτει καπνόν;

Ο Χρήστος ο αράπης! Είνε δυνατόν; Μα δεν απέθανε λοιπόν; Ο Χρήστος ο
αράπης με ψηλό, με γάντια, με λούσα τζέντλεμαν. Και ανακαγχάζει όταν
με ακούη λέγοντα ότι ήλθα να χύσω το αίμα μου υπέρ των αδελφών
Κουβαίων.

 — Ήρτες για πετσώματα, πες το, μου λέγει.

Κ' εντώ έχει λευτερία κλεφτερία!

Και ξεκαρδίζεται, επαναλαμβάνων με την εύθυμον ηλιθιότητα των
αραπάδων:

 — Λευτερία κλεφτερία!

Πανικός εις την Νέαν Υόρκην. Ο Ισπανικός στόλος έφθασε. Τι άσχημες
που είνε η αραπίνες όταν κλαίουν! Οι Αμερικανοί δεν φωνάζουν πλέον
ούρρα, διότι τα τελευταία φείδια έχουν την ουρά.

Μπουμ!... η πρώτη κανονιά, η οποία μ' εξυπνά... Αλλ' όχι, είνε η
λάμπα μου η οποία εξερράγη και το πάτωμα φλέγεται. Και ο «κόρνελ» δεν
έχει πιστόλι διά να ειδοποιήση τους πυροσβέστας.

(Απρίλιος 1898).



ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Είδατε τους Αθηναίους όταν επιστρέφουν από εξοχικήν πανήγυριν ή
διασκέδασιν, από την Πεντέλην λ. χ. ή την Καισαριανήν; Το θέαμα είνε
αληθώς ωραίον. Τα κάρρα επί των οποίων κάθονται είνε καταστόλιστα από
πρασίνους κλάδους, αποτελούντας άλση κινούμενα, από τα οποία
προκύπτουν κεφαλαί ευειδείς ή δυσειδείς, κεφαλαί νυμφών ή σιληνών,
και φεύγουν ήχοι αυλών και τυμπάνων κρότοι μετά του θριαμβευτικού της
τροχηλασίας θορύβου. Καθήμενος εις την πλατείαν του Συντάγματος προ
ολίγων ημερών τους παρετήρουν επανερχομένους από την Πεντέλην και
ανεπόλουν αρχαίας πανηγύρεις φυσιολατρικάς και μου ήρχετο εις τον
νουν έν των χαριεστέρων ποιημάτων του Δ' Αννούντσιο, το οποίον του
ενέπνευσαν κλάδοι ανθισμένης αμυγδαλής.

Αλλ' όσον και αν είνε ωραίον το θέαμα δεν εμπνέει εις όλους τας αυτάς
σκέψεις. Ο Μαυρογένης, ο οποίος εκάθητο πλησίον μου, εμουρμούριζεν:

 — Έπρεπε να είμαι εγώ εξουσία να σας δείξω! να μάθετε να
καταστρέφετε τα δάση!

Ο Μαυρογένης είνε τόσον φίλος των δένδρων και πάσης πρασινάδας, ώστε
έχει απόφασιν, όταν θα λάβη τα 100 ή 200 εκατομμύρια του θείου του
Φραγκίσκου Μοροζίνη του Πελοποννησιακού να τα χρησιμοποιήση προς
αναδάσωσιν της χώρας.

Του έκαμα την παρατήρησιν ότι εκ της αποκοπής ολίγων κλάδων ουδόλως
κινδυνεύουν τα δάση· εξ εναντίας μάλιστα η μικρά αύτη εγχείρισις τα
ωφελεί, όπως το κλάδεμα.

 — Εγχείρισις, μου είπε, παραδέχομαι· αλλ' όταν έχης ανάγκην από
εγχείρισιν, μαραγκόν θα καλέσης να την εκτελέση ή χειρουργόν;

Δίπλα μας εκάθητο περίεργον γερόντιον, ξηρόν, ως ξυλοκέρατον, με
υψηλόν περιλαίμιον και λαιμοδέτην της εποχής του Καποδίστρια, με
ιματισμόν μαύρον και ευπρεπή και πίλον υψηλόν, το οποίον είχε κίνησίν
τινα νευρικήν εις την σιαγόνα, ως μυρικαστικήν. Εφαίνετο προσέχων
μετά πολλού ενδιαφέροντος εις την ομιλίαν μας και τα μικρά του
πράσινα μάτια παρουσίαζον ενίοτε ζωηρότητα έκτακτον. Έξαφνα εστράφη
προς εμέ και μία ισχνή, υποτρέμουσα και διακοπτομένη φωνή μου είπεν:

 — Έχει πολύ δίκιο ο κύριος... αν μου επιτρέπετε να λάβω μέρος εις
την ομιλίαν σας. Το ζήτημα των δένδρων είνε σπουδαιότατον· πάσα
συγκατάβασις, πάσα επιείκια αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητος,
διότι τα δένδρα εγκλείουν την ψυχήν του κόσμου. Τα δένδρα πρέπει να
κηρυχθούν ιερά και να νομοθετηθούν δρακόντιοι ποιναί όχι μόνον δι'
εκείνους οι οποίοι τα κόπτουν ή τα βλάπτουν, αλλά και δι' εκείνους
οίτινες μόνον τα εγγίζουν.

Με τόσην ζέσιν ωμίλει, ώστε το κίτρινον πρόσωπόν του εχρωματίσθη.
Έβηξεν ολίγον, επλησίασε το κάθισμά του και εξηκολούθησε:

 — Αν ήξευραν οι άνθρωποι την αξίαν των δένδρων και των φυτών, έπρεπε
να φυτεύουν παντού, να μην αφήσουν χωράφια, πλατείας, δρόμους, να
γίνη ο κόσμος, όπως κατά τους πρώτους αιώνας, δρυμός μέγας. Εδώ εις
την Ελλάδα μάλιστα έπρεπεν αι διά τον στρατόν και το ναυτικόν δαπάναι
να διατεθούν υπέρ της δενδροφυτείας, να καταρτίσωμεν στρατόν από
δενδροκόμους και τους αξιωματικούς να χρησιμοποιήσωμεν διά την
επίβλεψιν των δασών και των φυτειών.

Απηύθυνα βλέμμα απορίας προς τον παρακαθήμενον, όστις, όσον
δενδρόφιλος και αν είνε, εφαίνετο ότι έκρινεν υπερβολικήν την τόσην
δενδροφιλίαν και είπα προς το γερόντιον:

 — Αλλά τότε θα ζώμεν, ως θηρία, εντός των δασών...

 — Ίσως, αλλά θα ζώμεν ενώ τώρα η ζωή του κόσμου είνε μετρημένη. Το
ξέρετε, κύριοι, ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει;

Επροσπαθήσαμεν να δείξωμεν, χωρίς να γελάσωμεν, την κατάπληξιν την
οποίαν απαιτεί αποκάλυψις τόσον σοβαρά.

 — Το τέλος του κόσμου!

 — Ναι, κύριοι, είπεν ο γέρων με τόνον Ιερεμίου, μετά 400 έτη επί του
πλανήτου μας δεν θα υπάρχη ζωή!

Έπειτα με κίνημα νευρικόν εξήγαγεν εκ του θυλακίου της ρεδιγκότας του
λωρίδα αγγλικής εφημερίδος, εφόρεσε τα ματογυάλια του και είπε:

 — Αυτό δεν το είπε κανείς προφήτης ωσάν κ' εκείνους του έτους 1000,
δεν το λέγω εγώ, δεν το λέγει το τραπεζάκι των πνευματιστών, ούτε ο
άγγελος Γαβριήλ διά της δεσποινίδος Κουεδόν εις το Παρίσι. Το λέγει ο
σοβαρώτατος των συγχρόνων επιστημόνων, ο κατέχων σήμερον εις την
Αγγλίαν την θέσιν του Δάρβιν, ο Τόμψων, όστις, προς τιμήν της μεγάλης
επιστημονικής του αξίας, ανυψώθη εις την αγγλικήν αριστοκρατίαν και
τώρα ονομάζεται λόρδος Κέλβιν. Ακούσετε.

Υπό το φως του ηλεκτρικού λαμπτήρος, ήρχισε να διαβάζη και να μας
εξηγή συγχρόνως τας προρρήσεις τας οποίας ο Άγγλος σοφός έκαμε προ
ημερών εις έν επιστημονικόν συνέδριον.

«Όταν η υδρόγειος σφαίρα ήρχισε ν' αποψύχεται, περιεβάλλετο από
ατμόσφαιραν εξ αζώτου και ανθρακικού οξέος. Δεν ευρίσκετο αναμφιβόλως
εν αυτή οξυγόνον, ως ελεύθερον στοιχείον, αφού δεν ανεκαλύφθη
τοιούτον εις τα κοιλώματα των πρωτογενών βράχων, του γρανίτου επί
παραδείγματι. Όλον ή σχεδόν όλον το οξυγόνον της σημερινής
ατμοσφαίρας παρήχθη υπό του φυτικού κόσμου, όστις, υπό την επίδρασιν
του ηλίου, έχει την δύναμιν να εξάγη το οξυγόνον εκ του ύδατος και
του ανθρακικού οξέος. Ίσως την πρώτην ποσότητα του οξυγόνου
επρομήθευσαν εις την ατμόσφαιραν φυτά οποία η _κομφέρδα_, ήτις ανθεί
υπό τα εντονώτερα καύματα. Το βέβαιον είνε ότι κατ' αυτόν τον τρόπον
τα φυτά και τα δένδρα εξηκολούθησαν να παρασκευάζουν τον αέρα διά την
αναπνοήν των ζωικών ειδών και συγχρόνως αφήρουν και απεθήκευον τον
άνθρακα υπό μορφήν ξύλου και φυλλώματος. Είνε γνωστόν ότι πάσα καύσις
καταναλίσκει οξυγόνον και πάσα βλάστησις το αυξάνει. Υπολογίζεται δε
ότι η ατμόσφαιρα ημών περιέχει 1,020 εκατομμύρια εκατομμυρίων τόννους
οξυγόνου· αλλ' επειδή η μεν βλάστησις ελαττούται, η δε καύσις
αυξάνει, ο λόρδος Κέλβιν υπολογίζει ότι μετά 400 έτη το εν τη γηίνη
ατμοσφαίρα οξυγόνον θα έχη εξαντληθή, αντικαθιστώμενον υπό ανθρακικού
οξέος. Επομένως θα επέλθη και το τέλος της ζωής επί του πλανήτου μας
εξ ασφυξίας».

 — Βλέπετε, λοιπόν, εξηκολούθησεν ο γέρων, θέτων μετά προσοχής εις το
θυλάκιόν του την εφημερίδα, ότι το πράγμα δεν είνε αστείον. Με
ασφυξίαν, κύριοι θα πάμε, με ασφυξίαν. Και διά να εννοήσετε πόσον
είνε φοβερόν αυτό έπρεπε να πάσχετε, όπως εγώ, από άσθμα. Δεν δύναται
κανείς, όσον και αν είνε άπιστος, ν' ακούη απαθώς να τον βεβαιώνουν
με τοιαύτα επιχειρήματα περί του προσεχούς τέλους του κόσμου.

Μετά την πρώτην συγκίνησιν ετόλμησα να παρατηρήσω προς τον γέροντα:

 — Αφού θα γίνη μετά τεσσάρας αιώνας, τι μας μέλει; Ας φροντίσουν
εκείνοι που θα ζουν τότε. Μήπως εμείς θα ζούμε έως τότε;

Ο γέρων ανετινάχθη και με ητένισε με βλέμμα οργίλης εκπλήξεως:

 — Δεν το γνωρίζομεν αυτό, δεν το γνωρίζομεν... Η επιστήμη έχει κάμει
τόσας ανακαλύψεις, έχει κατορθώσει τόσα, τα οποία προ ολίγων ακόμη
ετών θα εθεωρούντο αδύνατα και ανέλπιστα, ώστε τίποτε σήμερον πλέον
να μη φαίνεται αδύνατον.

 — Ώστε δεν αποκλείετε την ελπίδα να ζήσετε άλλα 400 έτη ακόμη; τον
ηρώτησεν ο Μαυρογένης.

 — Δεν προεξοφλώ τίποτε, αφού όλα είνε δυνατά.

 — Πόσων ετών είσθε, αν επιτρέπετε; του είπα.

 — Άνω των εκατόν.

 — Αυτός, μωρέ φίλε μου, είνε ο Κουτεντές του παραμυθιού, μου
εψιθύρισεν ο Μαυρογένης.

Ο γέρων εξηκολούθησεν, όλως προσέχων εις την ιδέαν του:

 — Έπειτα και αν ημείς δεν θα ζώμεν έως τότε, δεν θα ζουν οι απόγονοί
μας; Και δεν έχομεν καθήκον να φροντίσωμεν δι' αυτούς; Λοιπόν δένδρα
και πάλιν δένδρα να φυτεύωμεν και όχι μόνον να μη κόπτωμεν τα
υπάρχοντα, αλλά να κόπτωμεν κάθε χέρι που τα βλάπτει. Διότι αν
αφήσωμεν τα πράγματα να πηγαίνουν όπως πηγαίνουν, το τέλος του κόσμου
θ' αρχίση από την Ελλάδα.

Έπειτα, αφού επ' ολίγον εσιώπησεν, είπε με την μεγαλειτέραν
σοβαρότητα:

 — Μετά τετρακόσια χρόνια τα λέμε!

Είχεν ομιλήσει πολύ και με την τελευταίαν φράσιν του ήλθε παροξυσμός
του άσθματος τόσον σφοδρός, ώστε εφοβήθημεν ότι θα ετελείωνε. Αλλά
δεν τον επανίδαμεν από την εσπέραν εκείνην και πολύ φοβούμαι ότι
αυτός όστις εφοβείτο μήπως αποθάνη μετά 400 έτη από έλλειψιν
οξυγόνου, απέθανε την νύκτα εκείνην εξ ασθματικής ασφυξίας.

(Μάιος 1898)



ΛΑΪΚΑ ΘΕΑΜΑΤΑ



Ο προ διετίας πλημμυρήσας Ιλισσός μετετόπισε, μετά της κοίτης του,
και τα κέντρα των λαϊκών τέρψεων του θέρους. Εκεί όπου επί δεκάδας
ετών εσείετο η γη, κατά τας θερινάς νύκτας, υπό τας εκρήξεις της
ευθυμίας του πλήθους, υπό τους ήχους των χαλκίνων οργάνων και τους
κρότους των ράβδων, εφέτος επικρατεί σκότος και ερημία επί εδάφους
παραμορφωθέντος, αγνωρίστου. Αντί της άλλοτε ζωηράς κινήσεως εις την
κατάφωτον λεωφόρον Όλγας, την οποίαν επλήρουν αι κραυγαί των
μικροπωλητών, τώρα κατά την νύκτα σπανίως συναντάς κανένα
περιπατητήν, ρομαντικόν της παρελθούσης γενεάς, ότε τα «έξοχα τα
πνεύματα» εζήτουν την ερημίαν αντί των αγυιοπαίδων, οίτινες,
σκαρφαλωμένοι εις τα δένδρα, απετέλουν συμπλέγματα γραφικά,
διαπιστούντα την γνώμην ότι καταγόμεθα από τετράχειρας, τώρα επί των
σκυθρωπών πλατάνων, διανυκτερεύει ο βύας και η κραυγή του διαχύνεται
εις την ερημίαν, ως θλιβερά απήχησις της φωνής του Καλίτση.

Αφηρημένος προχθές διευθύνθην προς τα εκεί· και επερίμενα ν' ακούσω
την αγριωπήν κραυγήν:

 — «Φόρα! Φόρα!» κραυγήν περιέχουσαν όλην την αγρίαν λύσσαν, ήτις
εστοίχισεν άλλοτε εις το κράτος 60,000 δρ. διά την αρπαγείσαν γυναίκα
του ιπποδρομίου Φουρνιέ. Και επερίμενα να ίδω διά μέσου των κιγκλίδων
την ημίγυμνον «μπαρμπουνάραν», δαιμονίζουσαν το κοινόν των κουτσάβων
και των αφελών διά των ακκισμών και των μειδιαμάτων και άδουσαν διά
βραγχνής φωνής και υπό βροχήν ανθοδεσμών, συριζουσών γύρω της ως
βλήματα και διευθυνομένων ιδίως προς το κρεωπωλείον του στήθους της,
ενώ εν χορώ οι θαυμασταί επανελάμβανον την επωδόν του άσματος:

          Α! α! α!
          α! α! α!

Αλλ' η σιγή η απόλυτος μ' εξήγαγεν εκ της αφαιρέσεώς μου, ως
αφυπνίζει τον κοιμώμενον επιβάτην η στάσις του σιδηροδρόμου. Και η
κοιλάς του Ιλισσού μου έκαμεν εντύπωσιν του μαγευμένου δάσους των
παραμυθιών, εις το οποίον, αντί της «βασιλοπούλας» εκοιμάτο η
φαινομηρίς και γυμνόλαιμος «μπαρμπουνάρα» των λαϊκών θεάτρων.

Αλλ' ο γνωστός ήχος ιπποδρομικού εμβατηρίου έστρεψε την προσοχήν μου
και το βήμα μου προς την Πύλην του Αδριανού, όπου αι επελθούσαι
μεταβολαί μετέθεσαν το λαϊκόν θέατρον. Εκεί εις μίαν μάνδραν
ευρύχωρον εύρον τον κοσμάκην παραδεδομένον εις τας προσφιλείς του
τέρψεις και χειροκροτούντα τον εαυτόν του. Διότι εκείνος ο επί της
σκηνής στρατιώτης και μάλιστα ο υποδεκανεύς, όστις έρχεται μετ'
ολίγον, είνε γνήσιοι τύποι των ελληνικών στρατώνων, εξ εκείνων
οίτινες διά της καντάδας εξάγουν από τα μαγειρεία τα δουλικά και τους
κεφτέδες. Ο στρατιώτης Πασχάλης συνεννοείται με την ερωμένην του πότε
θα γίνη ο γάμος των· αλλ' αύτη πριν ή ορίση την ημέραν του γάμου,
διατυπόνει τας αξιώσεις της. Δεν θέλει μεγάλα και αδύνατα πράγματα·
μόνο ένα δακτυλιδάκι με μια μικρά μικρά πέτρα, σαν.... στραγάλι. —
Γελά ή δεν γελά το κοινόν, το οποίον γνωρίζει από αδάμαντας;

 — Και πόσο κάνει αυτό το δακτυλιδάκι;

 — Μόνο πεντακόσες δραχμές, Πασχαλάκη μου.

 — Πεντακόσες δραχμές! Πάει να πη ότι ο γάμος θα γίνη μετά 500
χρόνια, διότι μόνο μετά 500 χρόνια θα μπορέσω να κάμω 500 δραχμές.

Αλλ' επί τέλους τα συμφωνούν. Απερχόμενος δε ο Πασχαλάκης, συναντάται
(με το απαραίτητον τρακάρισμα), με τον υποδεκανέα, όστις ξεκαρδίζεται
εις τα γέλια, ακούσας τα περί γάμου σχέδια του στρατιώτου. Και μετά
διάλογον ικανώς κωμικόν διευθύνεται προς την θύραν της Λεβρέτας — ως
ονομάζεται η ερωμένη, ίσως διά τα κυνικά αισθήματα, τα οποία
βραδύτερον αποκαλύπτει.

 — Δεν μου λες τι θέλεις αυτού; ερωτά ο στρατιώτης με εύλογον
απορίαν.

 — Τι θέλω;... την ερωμένην μου, η οποία κατοικεί εδώ.

Ο στρατιώτης εξαγριούται και αποπειράται να ξιφουλκήση, αλλά το ξίφος
είνε κολλημένον γερά εις την θήκην του. Και, μετά ματαίας αποπείρας,
παρακαλεί τον αντίπαλον να τον βοηθήση.

 — Τι θέλεις τώρα; του λέγει ο υποδεκανεύς, αφού τον συνέδραμε να
ξιφουλκήση. Να σε γεμίσω γιακάδες;

Αλλά ο Πασχαλάκης, πριν ή αφήση αχαλίνωτον την οργήν του, θέλει να
βεβαιωθή περί της απιστίας. Και κρυμμένος παρίσταται εις συνέντευξιν
της Λεβρέτας μετά του υποδεκανέως, όστις με την προσήκουσαν
αγανάκτησιν την ερωτά αν είνε αληθές ότι πανδρεύεται με κάποιον
Πασχαλάκην, «που τον έχομεν στο λόχο και καθαρίζει την... Καλλιόπη».

 — Τον Πασχαλάκη! απαντά η φιλάρεσκος. Εκείνη την αρκούδα! Χα! χα!
χα!

Αλλά τα αυτά επαναλαμβάνει και μετ' ολίγον εις τον Πασχαλάκην,
ακροωμένου εκ της κρύπτης του υποδεκανέως:

 — Τον...! εκείνο το λούστρο!

Και όταν μένουν οι δύο, ο Πασχαλάκης με κωμικωτάτην κίνησιν προτείνει
τον πόδα προς τον αντεραστήν:

 — Παιδί, έχεις βερνίκι;

Και ούτω καθ' εξής. Η κωμωδία, φαίνεται, είνε ξένη φάρσα, αλλ' οι
λαϊκοί υποκριταί κατορθώνουν να της δίδουν τέλειον χρωματισμόν
ελληνικόν και να την αρτύουν δι' αφθόνου χονδροκομμένου άλατος.

Και ο πλατύς γέλως του λαού εκχύνεται ελεύθερος, ειλικρινής,
ανακουφιστικός από τας ανίας και τους μόχθους της ημέρας.

Έπειτα μία Ιταλίς ετραγούδησε μετά νεαρού συμπατριώτου της και αι
ανθοδέσμαι εξετοξεύοντο τόσον προς αυτήν, όσον και προς αυτόν.
Κατόπιν ελληνικά άσματα, έπειτα χοροί και γυροβολισμοί ιλιγγιώδεις
και επίδειξις ασπρορρούχων, προκαλούντων χειροκροτήματα.... ίσως διά
την καθαριότητά των.

Ελησμόνησα να σημειώσω ότι ο στρατιώτης Πασχαλάκης εφόρει ξίφος
μακρόν και μανδύαν ταγματάρχου, ίσως εξ εκείνων οίτινες εσπάρησαν υπό
τινων αξιωματικών μας εις την Θεσσαλίαν. Αληθώς τοιούτος πόλεμος δεν
ηδύνατο ή να παράσχη οπωσδήποτε ύλην εις κωμικόν θέατρον και τοιούτον
θέατρον.

(Μάιος 1898).



ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟΝ



Μία εκ των σκηνών, αι οποίαι μου έκαμαν εξαιρετικήν εντύπωσιν εις το
«Ασομοάρ» του Ζολά είνε εκείνη όπου η Γερβασία, κρατούσα εις την
αγκάλην της την μικράν Νανάν, μεταβαίνει να καλέση διά το γεύμα τον
σύζυγόν της Κουπώ, τζιγκοεργάτην, εργαζόμενον επί της στέγης υψηλής
οικίας. Η σύζυγος τον φωνάζει, το δε νήπιον κινεί προς αυτόν το
ροδαλόν του χεράκι και ψελίζει:

 — Να με, μπαμπά, να με!

Ο Κουπώ νεύει προς την σύζυγον ότι δεν θ' αργήση. Επειδή την
φιλοπονίαν του δεν είχε χαυνώσει ακόμη το οινόπνευμα, ο καλός εργάτης
ήθελε να τελειώση την εργασίαν την οποίαν είχεν αρχίσει.

Ενώ δε η Γερβασία τον παρατηρεί μετ' ανησυχίας κινούμενον επί του
ολισθηρού και επικλινούς τσίγκου, από έν εκ των απέναντι παραθύρων
παρακολουθεί τας κινήσεις του και μία επιμήκης και κίτρινη μορφή
γραίας, αλλά με διάφορον αίσθημα. Τον παρατηρεί από ώρας επιμόνως, ως
να περιμένη κάτι τι, το οποίον μεγάλως την ενδιαφέρει. Μόνον δε όταν
ο Κουπώ ολισθήσας κατεκρημνίσθη και συνετρίβη εις το λιθόστρωτον της
οδού, η γραία, ως να ικανοποιήθη η προσδοκία της, απεσύρθη και
έκλεισε το παράθυρον.

Την γραίαν εκείνην μου ενθυμίζει η πανταχόθεν της Ευρώπης εκδηλουμένη
ανυπομονησία διότι ο Αμερικανικός και Ισπανικός στόλος βραδύνουν να
συγκρουσθούν, να καούν, να βυθισθούν, να κοκκινήση από αίμα ο
Ατλαντικός, ως εκοκκίνησε προ ημερών ο Ειρηνικός. Η γραία Ευρώπη έχει
ανοίξει το παράθυρόν της και αδημονούσα περιμένει την σύγκρουσιν των
δύο αντιπάλων στόλων.

 — Μα τι, το κρυφτό παίζουν; Κακό χρόνο νάχουν!

Αδημονεί ως εάν επλήρωσε θεωρείον εις παράστασιν βραδύνουσαν και είνε
έτοιμη να πετάξη το μαξιλάρι της εις την σκηνήν.

Οι χαρτοπαίκται λέγουν ότι των ανθρώπων ο χαρακτήρ φαίνεται εις τα
χαρτιά. Το χαρτοπαικτικόν τούτο αξίωμα σκοπόν κυρίως έχει να πείση
τους αφελείς ότι δεν πρέπει να μιλούν όταν τους κλέπτουν εις τα
χαρτιά· αλλ' είνε περισσότερον βέβαιον ότι των ανθρώπων η φύσις
φαίνεται εις τον πόλεμον. Εν καιρώ πολέμου προ πάντων αποδεικνύεται
πόσον η ανθρωπότης απεμακρύνθη ολίγον από την αγρίαν καταγωγήν της.
Άτομα βεβαίως υπάρχουν τα οποία ειλικρινώς απεχθάνονται τας
αγριότητας του πολέμου, αλλ' η πλειοψηφία της ανθρωπότητος αποτελεί,
αν ουχί μέγαν καννίβαλον, τουλάχιστον μέγαν βάρβαρον, ο οποίος κατά
βάθος ολίγον διαφέρει από τους προγόνους του, οίτινες έθυον ανθρώπους
εις τους θεούς των και οίτινες βραδύτερον τόσον ετέρποντο εις τα
θεάματα των αμφιθεάτρων.

Γνωρίζω μίαν κυρίαν, ήτις, ως πάσαι αι ομόφυλοί της, θέλει να
φαίνεται ως άγαν ευαίσθητος και ευσπλαχνική. Και οσάκις ακούση να
γίνη λόγος περί θανάτου ή ασθενείας έστω και όλως αγνώστου εις αυτήν
ανθρώπου δεν παραλείπει να είπη:

 — Πώς τον λυπούμαι τον κακομοίρη!

Και όμως κάποτε ελησμόνησε και ωμολόγησεν ότι παρευρέθη εις όλας τας
καρατομήσεις των τελευταίων ετών. Αλλ' ήκουσά ποτε και κάποιον, όστις
απομακρυνόμενος από μίαν πυρκαϊάν έλεγεν εν απογοητεύσει:

 — Ωχ! αδελφέ, πυρκαϊά είν' αυτή, που δεν έχει ούτ' ένα θύμα;

Υπό ολίγην ή πολλήν υπόκρισιν, τοιαύτη είνε η ανθρωπότης εν τω συνόλω
ή εν τη μεγάλη πλειονότητι αυτής, όπερ καταντά το αυτό. Είνε μέγα
θηρίον, του οποίου η μεγάλη ηδονή ευρίσκεται εις την καταστροφήν. Και
αν εκφράζη συμπάθειαν, αύτη έρχεται ως αμοιβή διά την ηδονήν του
θεάματος, η οποία, αντιθέτως προς ό,τι γίνεται εις τα θέατρα, δεν
πληρόνεται προκαταβολικώς, αλλά κατόπιν, όταν πλέον είνε και
ανωφελής.

Όχι πολύ βαθεία ανάλυσις δύναται ν' αποδείξη ότι τα ωραία αισθήματα,
όπως και τα ωραία άνθη, έχουν φυτρώσει εις την κόπρον. Η ηδονή της
τραγωδίας δεν είνε πολύ ξένη προς αυτήν την φυσικήν αγριότητα. Εις
αυτήν δε ίσως πρέπει ν' αναζητήσωμεν και την αρχήν του προς τους
νεκρούς σεβασμού. Ο αποθανών δεδικαίωται, διότι είχε την διάκριση ν'
αποθάνη και έπαυσε να είνε επικίνδυνος ή οχληρός. Και όχι μόνον
δεδικαίωται, αλλά και συμπαθητικός γίνεται και προθύμως του
αναγνωρίζονται όλαι αι αρεταί. Ο αποθανών δεδικαίωται δύναται να
μεταφρασθή· «Τώρα ποιος τον λογαριάζει;»

Το φαινόμενον τούτο παρουσιάζεται ιδίως κατά τους θανάτους πολιτικών
ανδρών. Άνθρωποι οίτινες ζώντας τους απεκάλεσαν προδότας, ηλιθίους
και ολετήρας, τους ανακηρύττουν σπουδαίους και μεγάλους μετά θάνατον.
Η μεγαλοψυχία δε αύτη αυξάνει αναλόγως προς την τραγικότητα του
θανάτου των. Και έχομεν πρόσφατα παραδείγματα, τον Καρνώ, τον
Κανόβαν, τον Τρικούπην. Μόνος ο ημέτερος Θοδωράκης απέδειξεν ότι δεν
έχει και αυτήν την ανωφελή μεγαλοψυχίαν. Και δεν ηθέλησε να είπη περί
του Τρικούπη εκείνο το οποίον με άλλους λόγους λέγουν όλοι, εκείνο το
οποίον είπεν ο εχθρός του Γάλλου ευπατρίδου Γκύζη, όταν τον είδεν
εξηπλωμένον νεκρόν:

 — Έτσι μου φαίνεται μεγαλείτερος.

Εάν αληθεύουν τα προχθεσινά τηλεγραφήματα (*), ο αμερικανικός στόλος
κατεστράφη, αποθανόντος και του Σάμψων μετά των αλλοφύλων, κατεστράφη
δε σχεδόν και ο ισπανικός. Τελειοτέραν ικανοποίησιν δεν ηδύνατο να
προσδοκά η βλοσυρά γραία. Θα κλείση άρά γε τώρα το παράθυρόν της,
ψιθυρίζουσα με ενδόμυχον ευχαρίστησιν: «Τους κακόμοιρους!» ή θα
περιμένη να ίδη και τα αμερικανικά παράλια βομβαρδιζόμενα και ν'
απολαύση εις την ξηράν την τραγωδίαν, ην εχειροκρότησεν εις το
πέλαγος;

(Μάιος 1898).

*) Ήσαν τηλεγραφήματα... εξ Αθηνών.



ΛΗΣΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ



Το πανόραμα των κακουργημάτων του Ντεσκερέ εκτυλίσσεται ενώπιον του
κακουργιοδικείου Ναυπλίου, ο κόσμος παρακολουθεί το θέαμα και ο
ληστής, μη δυνάμενος να ρίψη σφαίρας κατά της πολιτείας και της
δικαιοσύνης, ρίπτει περιφρονητικά σκώμματα κατά των νόμων, οίτινες
τον θεωρούν Λερναίαν Ύδραν.

 — Ποιος θα μου δανείση τώρα μίαν άλλην κεφαλήν, διά να εκτελεσθή η
δευτέρα θανατική ποινή;

Και ο απλούς κόσμος, λησμονών επί στιγμήν το αίμα το οποίον έχυσεν ο
φοβερός ληστής μετά τόσης σκληρότητος, θαυμάζει την περιφρόνησίν του
προς τον θάνατον και εις τα χείλη του ίσως έρχεται κανέν εκ των
πολλών ασμάτων, δι' ων η λαϊκή μούσα απηθανάτισε τους μεγάλους ληστάς
του παρελθόντος:

     Γόνα με γόνα κάθεται
     ο Καναδός κι' ο Γύφτος...

Ομολογώ δε ότι και εγώ, εις την σημερινήν εποχήν τουλάχιστον, δεν
ευρίσκω όλως αδικαιολόγητον τον θαυμασμόν του. Μετά πόλεμον, κατά τον
οποίον τόση παρουσιάσθη μικροψυχία, τόση μέριμνα διά το σαρκίον, δεν
είνε μικρόν πράγμα να βλέπης ένα άνθρωπον επαναστατούντα κατά της
κοινωνίας και των νόμων αυτής και κηρύττοντα πόλεμον κατ' αυτής
αδιάλλακτον. Ο άνθρωπος αυτός είνε βεβαίως μέγας κακούργος· αλλά τι
πταίει ο δυστυχής λαός, εάν στρεφόμενος γύρω του δεν βλέπει τίποτε
άλλο μέγα, ούτε μεταξύ των στρατιωτικών, ούτε μεταξύ των πολιτικών,
ούτε μεταξύ των επιστημόνων; Βλέπει μόνον μικρότητα και ευτέλειαν,
ψεύδη και υποκρισίαν. Ανδράρια τα οποία ορθούνται επί των τακουνιών
των διά να περάσουν ως γίγαντες, ληστάς οι οποίοι περιφέρονται εις
τας πόλεις με το προσωπείον εντίμων υποκειμένων. Και επειδή ο
άνθρωπος έχει έμφυτον την ανάγκην του θαυμασμού, ο μικρός κόσμος δεν
ευρίσκει τίποτε άλλο να θαυμάση, παρά μόνον τους εξέχοντας εις το
κακόν, τους μεγάλους ληστάς.

Τι πταίει ο ταλαίπωρος ο κοσμάκης, εάν δεν προσφέρεται ευγενέστερον
και υψηλότερον ιδεώδες εις τον θαυμασμόν του και εάν η πρωτογενής του
ευρωστία δεν αφίνει την ψυχήν του να καταληφθή από απαισιοδοξίαν και
απογοήτευσιν; Ο ληστής είνε μέγας εις το κακόν, αλλ' είνε μέγας
οπωσδήποτε. Δεν είνε μικρόν πράγμα να περιφρονή τις τον θάνατον, τον
οποίον θεωρούμεν το μέγιστον των ανθρωπίνων δεινών. Όταν μάλιστα ο
ληστής έχει ιπποτισμόν τινα, και δεν είνε πολύ σπάνιος ο ληστρικός
ιπποτισμός, ευκόλως εξυψούται εις ηρωικήν περιωπήν εις την λαϊκήν
συνείδησιν. Ο Μαργώνης, όστις προπέρυσι, διά να μη υποβληθή η σύζυγός
του εις τας ενοχλήσεις του εκτοπισμού, επροτίμησε να παραδοθή,
εκίνησε συμπαθείας των οποίων δεν ήτον ανάξιος. Αλλ' όταν προ ετών
ωδηγήθη διά να καρατομηθή εις το πεδίον του Άρεως ο Τσιμπουκλάρας,
όστις ανανδρότατα και απανθρωπότατα εφόνευσε τα δύο τέκνα δημάρχου
τινός, τα οποία είχεν αιχμαλωτίσει η συμμορία του, το πλήθος παρ'
ολίγον να τον κατασπαράξη. Απέθανε δε ο Τσιμπουκλάρας, ως αποθνήσκουν
οι άνανδροι, υπό την γενικήν βδελυγμίαν και περιφρόνησιν. Όταν
ηθέλησαν να τον αναβιβάσουν εις το ικρίωμα ευρέθη νεκρός εκ φόβου. Το
πλήθος όμως επέμεινεν εν βοή να κοπή και εκαρατομήθη νεκρός, όπως
ήτο. Εξ άλλου οι λησταί συνεχίζουν τρόπον τινά την παράδοσιν των
κλεφτών και υποκλέπτουν την δόξαν εκείνων εν τη συνειδήσει των
απλοϊκών. Όπως ο πυρήν της επαναστάσεως εσχηματίσθη υπό των κλεφτών,
ο πυρήν των πρώτων ληστρικών συμμοριών, μετά την επανάστασιν,
εσχηματίσθη εκ των διαλυθέντων υπό του Κυβερνήτου ατάκτων σωμάτων,
ότε οι Αλβανοί άτακτοι εξέφραζον το παράπονόν των δι' άσματος
αρχομένου ως εξής:

     Κυβερνήτη νουκ ναντό,
     ντο τ' μπίνι τακτικό.

Ήτοι ο Κυβερνήτης δεν μας θέλει, θέλει να κάμη τακτικόν στρατόν. Μετά
των ατάκτων δε επλημμύρησαν την Ελλάδα τουρκαλβανών συμμορίαι,
υποθαλπόμεναι υπό των πολιτευομένων και χρησιμοποιούμεναι εις τας
εναντίον του Όθωνος ανταρσίας. Τοιούτοι ήσαν οι εταίροι μεθ' ων ο
Μερεδίτης επέδραμε κατά των Πατρών και ελήστευσε την Τράπεζαν. Τόσον
δε λυσσώδης και απροκάλυπτος ήτον ο πόλεμος των Άγγλων κατά του
Όθωνος, ώστε αγγλικόν πολεμικόν διέσωσε την συμμορίαν και τα λάφυρα
από την καταδίωξιν και διεπεραίωσε τον Μερεδίτην εις Επτάνησον και
εκείθεν εις Μάλταν. Τον δε αρχιληστήν Τιφιλμπούζην λέγεται ότι αυτός
ο Κωλέττης εκάλεσεν εις την Ελλάδα εκ Βιτωλίων.

Όταν δε το 1854 ο Καλλέργης διέλυσε τους οροφύλακας, νέαι δυνάμεις
προσετέθησαν εις την ληστείαν, την οποίαν μετά τινα έτη ενίσχυσε και
η «λαοσωτήριος» Μεταπολίτευσις.

Εκ των ληστών εκείνων τα εννέα δέκατα ήσαν κοινοί κλέπται και
κακούργοι· αλλ' υπήρξαν καί τινες εξαρθέντες εις περιωπήν
μυθιστορικών προσωπικοτήτων, εις Ερνάνιδες και Φρα Διαβόλους.

Ο Μπίμπιζας, ο οποίος διητάτο εις την Αττικήν και συνήθως ελημέριαζε
εις την Καισαριανήν, εισήρχετο εις τας Αθήνας, εξυρίζετο εις το κατά
την οδόν Ερμού κουρείον του Καλαματιανού, μετημφιέζετο εις τζέντλεμαν
με κυλινδρικόν πίλον και, μεταβαίνων εις την « Ωραίαν Ελλάδα», έπινε
τον καφέ του εν μέσω του καλλιτέρου κόσμου των Αθηνών· απερχόμενος δε
άφινε το επισκεπτήριόν του — διότι είχε και επισκεπτήρια ο ευγενής
άνθρωπος.

Αλλά δεν είχε και μεγάλην ανάγκην να μεταμφιέζεται, παρά μόνον διά
να εκπλήττη τον κόσμον, διότι ισχυρός κομματάρχης της Αττικής τον
επροστάτευε. Κάποτε μάλιστα συνέλαβε και την δούκισσαν της
Πλακεντίας, αλλά χωρίς κανένα κακόν σκοπόν και μόνον διότι έπληττεν
εις την μοναξίαν των βουνών και ήθελε να περάση στιγμάς τινας
ευαρέστου ομιλίας μετά μιας δουκίσσης. Άλλοτε, ως λέγεται, ενεφανίσθη
και προς αυτόν τον Όθωνα και του εζήτησεν αμνηστείαν. Κάποτε δε,
ευρών καλάς τινας οικογενείας εις Καισαριανήν, διεσκέδασε μετ' αυτών,
ως αληθής ιππότης, άνδρες δε και κυρίαι εγοητεύθησαν από την
ευγένειαν και την καλωσύνην του. Είχε δε αληθώς ευγενή ψυχήν, ως
αποδεικνύει η προς τα δένδρα στοργή του. Και σώζονται ακόμη αι λεύκαι
τας οποίας εφύτευσεν εις την Καισαριανήν και υπό την σκιάν των οποίων
τον εφόνευσαν.

Ο Λύγκος ωνομάσθη Παππούς, ίσως διά την ηλικίαν του, αλλά πιθανώτατα
και διά την ιδιόρρυθμον αγαθότητά του. Διότι ελήστευε τους ευπόρους,
αλλ' εβοήθει τους πτωχούς, επροίκιζε πτωχάς κόρας και ετιμώρει τους
αδικούντας, εξασκών ιδίαν δικαιοσύνην, ως αληθής Βασιλεύς των ορέων.
Διό και τον θάνατόν του εθρήνησεν η λαϊκή ποίησις:

     Μην τον είδετε, τον απαντήσετε
     το Λύγκο το λεβέντη τον αρχιλιστή...

Αλλ' οι άγριοι ήρωες του Διλεσίου, ένεκα του κακουργήματος των οποίων
εκινδύνευσεν αυτή η ανεξαρτησία της Ελλάδος, κατά τον Τάκερμαν,
ημαύρωσαν την ρωμαντικήν αίγλην της νεωτέρας κλεφτουριάς. Και
μολονότι ο βίος εν Ελλάδι θα καταστή ίσως πολύ μονότονος, ευχής έργον
θα είνε η πτώσις της κεφαλής του Ντεσκερέ να σημειώση το τέλος ή την
αρχήν του τέλους των ηρωικών χρόνων εις την πατρίδα του Νταβέλη καί
τινων πρώην υπουργών.

(Ιούνιος 1898).



ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ



Διά της αυτοκτονίας του ο στρατηγός Ράλλης ηλάττωσε τον αριθμόν των
Ελλήνων στρατηγών κατά ένα και ηύξησε τας απορίας της ανθρωπίνης
επιστήμης κατά πολλάς. Από του Αριστοτέλους και του Παρακέλσου μέχρι
του Μπρόουν Σεκάρ οι καταγινόμενοι εις την ανακάλυψιν του μυστικού
της μακροβιότητος συμφωνούν ότι διά να γίνη τις μακρόβιος πρέπει να
είνε κράσεως υγιούς, και όμως ο ημέτερος στρατηγός ήτο καμπούρης και
τοιούτον τον εγνώρισεν ο Καποδίστριας και ο Εδμόνδος Αμπού, τοιούτον
δε τον εγνωρίσαμεν και ημείς οι αποτελούντες την τετάρτην εκ των
ηλικιών ας εγνώρισεν ο μακαρίτης· ο τράχηλός του εβυθίζετο μεταξύ
ανυψωμένων ώμων, το στήθος του ήτο βραχύ και τα σκέλη του μακρά ως
αράχνης πόδες· κορμός νάνου και σκέλη σχεδόν γίγαντος. Και όμως
έφθασεν ακμαιότατος εις ηλικίαν 97 ετών και, αν δεν κατελαμβάνετο εξ
ανυπομονησίας, ίσως θα έφθανε τα 120, ίσως και τα 150.

Το δύσκολο ν είνε να φθάση τις εις τα 100, όπως και να υπερβή την
ήβην διότι έχει και ο βίος, όπως και οι ωκεανοί, τας επικινδύνους
διαβάσεις του, μετά την υπέρβασιν των οποίων η ζωή επί μακρόν
εξασφαλίζεται. Ενώ δε αυτός με σκελετόν ούτω διεστραμμένον εκ νόσου
των οστών, με όργανα επίσης διεστραμμένα εντός τοιούτου περιβλήματος,
έφθασεν εις τα άκρα όρια της ανθρωπίνης ζωής και έφθασε μάλιστα
ορχούμενος και ευθυμών, άλλοι κάλλιστα διαπλασμένοι και υγιέστατοι,
ως τουλάχιστον κοινώς εννοούμεν την υγείαν, πίπτουν εις την αρχήν
μόλις της βιωτικής πορείας, προς γενικήν έκπληξιν. Ο κακόμοιρος, τόσο
νέος και τόσο γερός! ποιος το ήλπιζε!

Αλλ' εις το ζήτημα της μακροβιότητος, όπως και εις πολλά άλλα, η
επιστήμη παραδέρνει εντός κυκεώνος αντιφάσεων, τας οποίας ηύξησαν,
αντί να ελαττώσουν, αι πρόοδοι της στατιστικής.

Ο εκατοντούτης ρωμαίος Μάριος Πολλίων απέδιδε την μακροβιότητά του
εις τας δι' ελαίου εντρίψεις τας οποίας έκαμνε και εις τον δι' οίνου
βρεγμένον άρτον, τον οποίον έτρωγεν, ενώ οι επίσης δι' ελαίου
αλειφόμενοι αθληταί της αρχαιότητος δεν διεκρίνοντο επί μακροβιότητι.

Άλλοι διατείνονται ότι η ραστώνη και η καλοπέρασις είνε η ασφαλεστέρα
οδός προς την μακροβιότητα· και όμως είνε γνωστόν ότι ο Άγιος
Αντώνιος, ο σύντροφός του Μακάριος και ο Παύλος ο Ερημίτης υπερέβησαν
εν τω ασκητικώ βίω τα εκατόν έτη. Ενώ δ' επ' εσχάτων ο Ουίλλιαμ
Κίνεαρ συνεπέραινε από τούς εν Αμερική βαθυγήρους ότι η μακροβιότης
είνε προνόμιον αποκλειστικόν των πτωχών, όπως και η βασιλεία των
ουρανών, εν Σκωτία δε μεταξύ των εσχατογήρων απεδείχθησαν
πλειοψηφούντες οι ζητιάνοι, οι κηπουροί και εν γένει πτωχοί άνθρωποι,
η στατιστική του Κάρπερ εξ άλλου αποδεικνύει ότι οι πλούσιοι έχουν
τρεις πιθανότητας περισσοτέρας από τους πτωχούς διά να φθάσουν τα
εκατόν.

Εις την ιστορίαν των μακροβίων η μεγαλοφυία διαγκωνίζει την άνοιαν, ο
πολιτικός τον γεωργόν, ο κληρικός τον λαϊκόν, ο εγκρατής τον
ακόλαστον και το μόνον ακριβές πόρισμα των παρατηρήσεων της επιστήμης
είνε ότι, διά να γίνη κανείς εκατοντούτης, το ασφαλέστερον μέσον είνε
να μη αποθάνη.

Και της αβεβαιότητος ταύτης μάρτυς είνε ο βίος του μακαρίτου
στρατηγού, όστις, εάν δεν ενίκησεν εις καμμίαν μάχην, κατώρθωσε ν'
ανατρέψη, μετά της υγιεινής, τους κανόνας επί των οποίων κατεσκευάσθη
ο Ερμής του Πραξιτέλους. Ουδείς διεσκέδασεν όσον αυτός και επί της
βασιλείας του Όθωνος υπήρξεν ο ήρως των αιθουσών. Ο Αμπού τουλάχιστον
αναφέρει ότι επί των ημερών του ο ευνοούμενος των κυριών της ανωτέρας
τάξεως των Αθηνών ήτο «ένας καμπούρης καταλυματίας, με πόδια γεμάτα
κάλους». Ο δε Θ. Δηλιγιάννης και άλλοι σύγχρονοι διέσωσαν την
χαριεστάτην ιστορίαν του μοναδικού πολεμικού επεισοδίου του, το
οποίον θα εζήλευε και στρατηγός κωμειδυλλίου.

Κατά την επανάστασιν του 54 εξεστράτευσε και ο στρατηγός επί κεφαλής
σώματος ιππέων, αφού πανηγυρικώς εμετάλαβεν εις τον Άγιον Γεώργιον,
όπου πολλοί ωραίοι οφθαλμοί έχυσαν δάκρυα. Αλλά καθ' οδόν οι ιππείς
του ήρχισαν να λιποτακτούν, μεταβαλλόμενοι εις αγωγιάτας, οι ολίγοι
δε με τους οποίους έφθασεν εις Καλαμπάκαν ετράπησαν, κατά την πρώτην
συμπλοκήν, εις φυγήν, ηναγκάσθη δε και ο στρατηγός να τους ακολουθήση
και, προς διευκόλυνσιν της φυγής του, έκαμεν αβαρίαν των αποσκευών
του. Ούτω οι Τούρκοι ανεκάλυψαν δισάκκιον, περιέχον μεγάλην συλλογήν
εγγράφων· νομίσαντες δε ότι ήσαν σχετικά με την επανάστασιν, τα
απέστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ανεκάλυψαν ότι ήσαν....
ερωτικαί επιστολαί. Και η παράδοσις αναφέρει ότι οι σύζυγοι και οι
συγγενείς των ενδιαφερομένων κυριών επλήρωσαν προς εξαγοράν των
εγγράφων εκείνων ποσόν ανάλογον με την αποζημίωσιν, δι' ης
εξαγοράζομεν σήμερον την Θεσσαλίαν.

Αλλ' ο στρατηγός, αδιαφορών τόσον διά το σκάνδαλον τούτο όσον και διά
τους κάλους του, εξηκολούθησε να χορεύη μέχρι των ημερών μας.

Εδώ δε είνε ίσως το μυστήριον της μακροβιότητός του. Αι ορχηστρίδες,
φαίνεται, όσαι κατορθόνουν να διαφεύγουν την συγκοπήν, πραγματοποιούν
τους ισχυρισμούς του Μπυφώνος και του Χάλλερ, κατά τους οποίους ο
άνθρωπος δύναται να ζήση μέχρι 200 ετών. Εκτός δε των νεωτέρων
παραδειγμάτων, επί Ρωμαίων η Έλια Κατούλα εχόρευσεν εις τα
Γιουβενάλια εν ηλικία 80 ετών. Ο δε ημέτερος στρατηγός ενέτεινε το
πεπαλαιωμένον ρεκόρ, χορεύσας εν ηλικία 95 ετών.

Κατά βάθος ήτο αγαθός άνθρωπος και, προκειμένου περί ιππωνειών,
εκίνει την έκπληξιν εκείνων οίτινες προμηθεύουν εις το κράτος όνους
με τακούνια αντί ημιόνων, διότι ο στρατηγός έκλεπτε μόνον καρδίας.
Ήτο δε και αστείος ενίοτε. Παρευρεθείς κατά τα 1850 εις τας εξετάσεις
της σχολής των Ευελπίδων, είδεν ένα των μαθητών μη δυνάμενον ν'
απαντήση εις την ερώτησιν «Εξ ενός διδομένου σημείου πόσας καθέτους
δυνάμεθα να φέρωμεν επί μιας ευθείας;».

 — 73, του εψιθύρισεν ο τότε καταλυματίας, και ο μαθητής επανέλαβε
την συμβουλήν, διό και απερρίφθη· ως δε συνέβαινε τότε, μετετέθη εις
την ναυτικήν σχολήν και σήμερον είνε μέγας και τρανός βαθμοφόρος του
ναυτικού.

Μετά της αγαθής δε μνήμης ο στρατηγός καταλείπει πολύτιμα διδάγματα.
Δεν είνε, φαίνεται, μέγα αγαθόν η μακροβιότης, αφού οι γέροντες, οι
τόσον στερεώς εχόμενοι εις την φεύγουσαν ζωήν, την απορρίπτουν με
μίσος άμα υπερβή τα συνήθη όρια. Προ ημερών εν Βιέννη μία κυρία 98
ετών υπό τοιούτου φόβου κατελήφθη επί τη ιδέα ότι θα έφθανε τα 100,
ώστε επρόλαβε και ηυτοκτόνησε. Και αυτός ο Θεός ίσως θα έχη βαρυνθή
το βαθύ και ατελεύτητον γήρας του. Πολύ δε περισσότερον άνθρωποι
ασθενείς, έχοντες νυχθημερόν επικρεμάμενον τον φόβον του θανάτου.

Ίσως οι σοφοί, οι ευρίσκοντες ηδονήν εις την μελέτην και τας
επιστημονικάς ερεύνας, δεν βαρύνονται την ζωήν όσον και αν παραταθή
και συμφωνούν μετά του Ουγκώ, όστις ηύχετο να ζήση όσον το δυνατόν
περισσότερον. Αλλ' ένας στρατηγός των αιθουσών τι θέλει εις αυτόν τον
κόσμον, άμα παύση να χορεύη;

Εάν μάλιστα δεν έχη τέκνα και εγγονούς, έρχεται καιρός, καθ' ον μένει
κατάμονος εν μέσω αγνώστων, εν μέσω ξένων και αδιαφόρων. Και το
συμπέρασμα είνε ότι οι άνδρες πρέπει να μη μένουν άγαμοι, άλλως να
προμηθεύωνται εγκαίρως πιστόλι.

Ο Ευστράτιος Ράλλης υπήρξε και κατά τούτο μοναδικός, ότι ήτο
στρατηγός της οικονομίας· μοναδική δε και η Ελλάς, διότι μόνη ίσως εκ
των κρατών είχε και του οικονομικού κλάδου στρατηγόν.

(Ιούνιος 1898).



ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΥ



Μία από τας ατυχείς συνεπείας του κωμικοτραγικού μας πολέμου είνε και
ότι έδωκεν αφορμήν να λεχθώσι πολλαί ανοησίαι, πράγμα του οποίου παν
άλλο ή έλλειψιν είχαμεν εις την Ελλάδα. Δεν θέλω να κατατάξω εις τας
ανοησίας αυτάς και εκείνο το οποίον εγράφη προχθές, ότι ενικήθημεν
δι' έλλειψιν φανατισμού και μίσους κατά των Τούρκων και ότι προς
διατήρησιν του μίσους, όπερ ενέπνευσεν η εισβολή των Τούρκων εις
Θεσσαλίαν, πρέπει ν' αφήσωμεν άθικτα τα ερείπια και τους εξωρυγμένους
οφθαλμούς των αγίων εικόνων και μάλιστα ν' αποσταλή εις Θεσσαλίαν
ειδικός περί τας τοιχογραφίας και την αρχαιολογίαν ανήρ, διά να
διευθετήση τα έργα των νιζάμιδων και των γκέγκιδων κατά τρόπον ώστε
να κάμνουν μείζονα και ερεθιστικωτέραν εντύπωσιν. Απ' εναντίας εκτιμώ
την πατριωτικήν προαίρεσιν του γράφοντος, ο οποίος διατελεί εισέτι
υπό την συγκίνησιν της εν Θεσσαλία περιοδείας του. Και θα εθεώρουν
μάλιστα ως φυσικόν συμπλήρωμα της προτάσεώς του να διορισθούν και
επιμεληταί και φύλακες του απεράντου τούτου αρχαιολογικού μουσείου,
το οποίον θα χρησιμεύη ως φανατιστήριον των εντοπίων και ίσως ως
πεδίον μελέτης και περιεργείας διά τους ξένους.

Επί τέλους μία γνώμη είνε και αυτή, εδώ δε, όπου υπάρχουν τόσαι
εφημερίδες και τόσα καφενεία, έκαστος είνε ελεύθερος να λέγη την
γνώμην του. Αλλ' εάν δεν είνε ανόητος η γνώμη, τούτο δεν εμποδίζει να
μου ενθυμίζη άλλα πράγματα μη διαφέροντα από ανοησίας.

Εγράφη και επανελήφθη πολλάκις ότι οι στρατιώται μας ηπόρουν διατί
τους ωδήγουν να πολεμήσουν κατά των Τούρκων, καθ' ων δεν ησθάνοντο
κανέν μίσος, ούτε είχον καμμίαν αφορμήν εχθρότητος.

 — Τι μούκαμαν εμένα οι Τούρκοι; Μα τι μούκαμαν; τι μούκαμαν; Τα
μπρόκολα μούφαγαν ή το πρινοκόκι;

Κατά των ταλαιπώρων Ελλήνων στρατιωτών ελέχθησαν πολλά εις αυτήν την
περίστασιν υπό ξένων και ημετέρων, ιδίως υπό εκείνων οίτινες εκ των
αθηναϊκών καφενείων έβλεπον τόσον εύκολον την νίκην, την περικύκλωσιν
και την εξόντωσιν των Τούρκων. Αλλά κανείς εκ των ξένων τουλάχιστον,
δεν ετόλμησε να τους κατηγορήση επί βλακεία. Και είνε βλακεία και
κάτι παραπάνω όταν παρίσταται Έλλην στρατιώτης ερωτών με απορίαν
ποίαν αφορμήν μίσους έχει κατά των Τούρκων, υπό τον ζυγόν των οποίων
υπέστησαν οι πρόγονοί του το φρικτότερον των μαρτυρίων επί τέσσαρας
αιώνας, αφού απώλεσαν, την επί του Βυζαντίου και της Ανατολής
ηγεμονίαν· κατά των Τούρκων προς τους οποίους διεξήγαγον οι πατέρες
ημών απεγνωσμένον επί οκταετίαν αγώνα, ανεκδιήγητα παθόντες εκ της
βαρβαρότητος αυτών. Και να εκφράζη την απορίαν αυτήν Έλλην
στρατιώτης, καθ' ον χρόνον η Κρήτη σφαδάζει ακόμη αιματόφυρτος υπό
την πτέρναν του Τούρκου και τόσοι άλλοι ομοεθνείς στενάζουν υπό τον
τουρκικόν ζυγόν! Ως αστεία ενδέχεται να ελέχθησαν τοιαύτα πράγματα
και άλλα, ως το αποδιδόμενον εις ένα Ζακύνθιον στρατιώτην, ο οποίος
έλεγε δήθεν εις την Ήπειρον:

 — Τι να τα κάμω εγώ τα Πέντε Πηγάδια; Δεν έρχονται στο Ζάντε να τους
δώσω δέκα πηγάδια; Το Ιμαρέτ τι να το κάμω; Ένα ξεροβούνι που δεν
μπορείς να σπείρης ούτε σίκαλη!

Αλλ' οι αστεϊσμοί μόνον εις αστεία συμπεράσματα δύνανται να
χρησιμεύσουν.

Εκείνοι δε οίτινες φρονούν ότι δεν ενικήσαμεν διότι δεν ήμεθα
θυμωμένοι κατά των Τούρκων, έχουν ήκιστα τιμητικήν ιδέαν διά τους
ομοεθνείς των. Περί ενός Εβραίου λέγεται ότι τον ύβρισέ ποτε κάποιος
με τας δεινοτέρας των λέξεων, και αυτός ήκουε με υπομονήν ιώβειον τας
ύβρεις.

 — Γιατί, μωρέ, δεν τον έδειρες; τον ηρώτησαν.

 — Γιατί δεν εθύμωσα. Ας μου έδιδε κανένα χαστούκι να θυμώσω, κ'
έβλεπε τι θα τούκανα!

Το χαστούκι εδόθη, αλλ' αντί να θυμώση, ο Εβραίος προσεπάθησε να
μειδιάση και είπε προς τον υβριστήν:

 — Αι, δεν παύεις τα χωρατά;

Τοιούτους, φαίνεται, φαντάζονται τους Έλληνας οι προτείνοντες τα
διεγερτικά του φανατισμού. Θέλουν χαστούκι διά να θυμώσουν και έχουν
ανάγκην να θυμώσουν διά να κάμουν τ' άχυρα κομμάτια.

Αλλ' ας μου επιτρέψουν οι αναλαβόντες να θεραπεύσωσι την νοσούσαν
ψυχήν του ελληνισμού να μην επιδοκιμάζω τα φάρμακά των, ούτε τον
θαυμασμόν των προς τα μεγαλουργήματα του τουρκικού φανατισμού. Ο
φανατισμός προϋποθέτει κτηνώδη αμάθειαν, και τοιαύτην ώστε να
πιστεύης ότι ο Μωάμεθ έκοψε διά του δακτύλου του εις δύο την σελήνην.
Τοιαύτη δε αμάθεια και κτηνωδία ούτε υπάρχει εις την Ελλάδα, ούτε
εύχομαι να υπάρξη χάριν οιουδήποτε κέρδους. Αλλ' αρά γε εις τον
φανατισμόν ή εις την πειθαρχίαν μάλλον οφείλουν οι Τούρκοι ότι
πολεμούν καλά;

Και τότε οι Αμερικανοί, οι οποίοι δεν έχουν κανένα φανατισμόν, διατί
πολεμούν με τόσον ηρωισμόν και αυταπάρνησιν;

Θρησκευτικός φανατισμός και απλούν μίσος ενεψύχωσε τους Γερμανούς,
ώστε να νικήσωσι τους Γάλλους; Απ' εναντίας σήμερον εις τους πολέμους
οι αντίπαλοι στρατοί είνε ως δύο ευγενείς και καλοανατεθραμμένοι
άνθρωποι, μονομαχούντες διά λόγους φιλοτιμίας και έτοιμοι να σφίγξωσι
τα χέρι μετά την μονομαχίαν.

Κοινώς πιστεύεται ότι η ορμή των Ρώσσων και η ευστάθεια κατά τον
πόλεμον οφείλεται εις τον θρησκευτικόν φανατισμόν. Αλλά διατί ο
φανατισμός ούτος δεν τους εβοήθησεν εις τους πρώτους κατά του
Ναπολέοντος πολέμους; Είνε αληθές ότι εις τον ρωσσικόν στρατόν οι
οργανωταί του εφρόντισαν πάντοτε να εμπνεύσουν εξαιρετικόν μίσος κατά
των Τούρκων, του προαιώνιου και φυσικού εχθρού, και εις τας σημαίας
των συνταγμάτων υπάρχει η επιγραφή «Να στράχ Τούρκαμ» (προς τρόμον
των Τούρκων)· αλλ' ο εναντίον των Τούρκων φανατισμός δεν είνε όσον
κοινώς υποτίθεται διαδεδομένος. Εις έν διήγημα του Γκάρσιν, υπόθεσιν
έχοντος εκ του ρωσσοτουρκικού πολέμου, οι Ρώσσοι στρατιώται
παρίστανται αγνοούντες κατ' όνομα τους Τούρκους, την δε Βουλγαρίαν
συγχέοντες με την Βουχάραν.

Αν πρόκειται περί θρησκευτικού αισθήματος, διαφέρει. Άλλο
θρησκευτικόν αίσθημα, αγνόν και υψηλόν, στοιχείον απαραίτητον
ανθρωπισμού, και άλλο φανατισμός κτηνώδης και ηλίθιος. Τοιούτου
θρησκευτικού αισθήματος έχομεν τωόντι μεγίστην ανάγκην, επί του
οποίου θα στηριχθή η συνείδησις του καθήκοντος, ην η αναρχία και η
παράλυσις παντός νόμου κατέστρεψαν εις την Ελλάδα.

Θέλετε να κάμετε στρατόν καλόν; κάμετε πρώτον πολίτας του καθήκοντος.
Διατί επολέμησαν καλά οι εκ των νήσων στρατιώται; Διότι είνε
περισσότερον άνθρωποι του καθήκοντος, διότι ολιγώτερον τους
διέφθειρεν η αθέμιτος προστασία των βουλευτών.

Αλλά διά να μάθη ο λαός τα καθήκοντά του πρέπει να μάθουν πρώτον τα
ιδικά των οι κυβερνώντες αυτόν. Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι τοιαύτη
ελπίς δεν υπάρχει, αφ' ου μετά τοιούτον πόλεμον ολίγιστοι μεν
ετιμωρήθησαν, πολλοί δε ημείφθησαν και αμείβονται, μόνος δε
τιμωρηθείς είνε ο πτωχός λαός, όστις θα φορτωθή νέα φορολογικά βάρη
διά να πληρωθούν αι αμοιβαί των ηττηθέντων και των αιτίων της ήττης.

Δεν είνε ανάγκη να μετατραπή η Θεσσαλία εις μουσείον διά να μάθουν οι
Έλληνες να μισούν τους Τούρκους. Έχουν ιστορίαν και δύνανται εξ αυτής
να φρονηματισθούν. Διδάξετε, διαδόσετε την εθνικήν ιστορίαν. Αλλ'
απατώνται εκείνοι, οίτινες πιστεύοντες εις αφελή ανέκδοτα, νομίζουν
ότι ο λαός δεν γνωρίζει ποίας διαφοράς έχει με τους Τούρκους. Ενίοτε
μάλιστα γνωρίζει και κάτι περισσότερον από ημάς. Προ ημερών έμαθα από
ένα άνθρωπον του λαού κάτι τι το οποίον δεν εγνώριζα. Κατά τον Μάιον
δεν γίνονται γάμοι ένεκα του πένθους διά την άλωσιν της
Κωνσταντινουπόλεως. Και αν τούτο δεν είνε ακριβές, αποδεικνύει όμως
ότι ο ελληνικός λαός δεν λησμονεί την ιστορίαν του.

(Ιούνιος 1898).



ΤΟ ΣΟΒΑΔΙΣΜΑ



Εις το αλησμόνητον συνέδριον του Αγρινίου δεν έγινε λόγος μόνον διά
μπαλώματα των φουστανιών, αλλά και διά μπαλώματα του προσώπου. Απορώ
δε πώς οι λαβόντες μέρος εις την κατ' αυτάς γενομένων συζήτησιν περί
διαζυγίων δεν συγκατέλεξαν και την πλαστοπροσωπίαν των κυριών και των
κυρίων μεταξύ των αιτίων των διαζεύξεων. Κάπου ανέγνωσα προ ετών το
εξής, ως γεγονός ιστορικόν αναφερόμενον. Εις το Λονδίνον ενυμφεύθη
κάποιος μίαν κυρίαν, η οποία εφαίνετο αρτιμελής, εξαιρέσει μικράς
χωλότητος και ολίγης ασχημίας, των οποίων όμως την δυσάρεστον
εντύπωσιν εμετρίαζε κάπως σημαντική προιξ. Αλλά την πρώτην μετά τον
γάμον νύκτα ανέμενε τον γαμβρόν πολύ δυσάρεστος έκπληξις. Η νεόνυμφος
έκαμε την εξής τουαλέταν της νυκτός. Αφήρεσε την ξανθήν της και
πλουσίαν κόμην και έμεινε το κρανίον της γυμνόν ως κολοκύνθη· απέβαλε
την οδοντοστοιχίαν της και αι σιαγόνες της συνεκολλήθησαν ως σαύρας·
εξεβίδωσε την ξυλίνην της κνήμην και έμεινε φρικτόν ερείπιον
ανθρώπου, το οποίον ηδύνατο να τρέψη εις φυγήν και κροκόδειλον. Την
επιούσαν ο σύζυγος υπέβαλεν αίτησιν διαζυγίου.

Πόσοι άραγε υφίστανται, αν ουχί ομοίαν, τουλάχιστον παραπλησίαν
έκπληξιν την πρώτην νύκτα του γάμου ή βραδύτερον; Και αφού ακυρούνται
αι κατά τας μεθόδους του Ψευτοθοδώρου πωλήσεις ημιόνων, οίτινες
αποδεικνύονται όνοι με τακούνια, καναρινιών, τα οποία αποκαλύπτονται
σπουργίτες βαμμένοι, και αρχαιοτήτων, αίτινες ανήκουν εις την
σύγχρονον της Αιγίνης κεραμουργίαν, διατί τάχα να μη είνε λόγοι
διαλύσεως του γάμου αι πλαστότητες του προσώπου, της κόμης, των
οδόντων, του στήθους, των κνημών;

Δεν είνε δε ανάγκη να παρέστη κανείς εις το συνέδριον του Αγρινίου,
διά να γνωρίζη ότι το προσωπείον του ψιμμυθίου εξακολουθεί να καλύπτη
την μορφήν γυναικών τινων και να παρεντίθεται μεταξύ του γυναικείου
προσώπου και των ανδρικών χειλέων.

Άλλοτε η χρήσις του ψιμμυθίου ήτο γενικωτέρα, αλλά σήμερον έγινε
τεχνικωτέρα, χάρις εις τας προόδους της χημείας, και συνοδεύεται από
παντοία άλλα επινοήματα, άλλας ασχημίας ή φθοράς του χρόνου
καλύπτοντα. Αλλ' εις περασμένους καιρούς εθεωρείτο τουλάχιστον ως
αθώον στόλισμα, χωρίς του ψεύδους το όνειδος, και απαραίτητον
συμπλήρωμα του γυναικείου κόσμου. Οι ψάλται των Καλλάνδων λέγουν
μεταξύ των άλλων προς την οικοδέσποιναν επαίνων:

     Κυρά μου, όταν στολίζεσαι
     και βάζεις το φκιασίδι....

Και ένα δημοτικόν τραγούδι μας δίδει την εικόνα πλήθους γυναικών, αι
οποίαι τρέχουν προς την παραλίαν, επί τη εμφανίσει ενός πλοίου, όχι
δια να μάθουν τα νέα ή να ερωτήσουν περί του απόντος συζύγου, αλλά
διά ν' αγοράσουν ψιμμύθιον· και ασθμαίνουσαι ερωτούν:

     Βρε καλέ καραβοκύρη,
     πόσο δίνεις το φκιασίδι;

Ο θωπευτικός δε τρόπος με τον οποίον απευθύνονται προς τον
καραβοκύρην και η ερωτότροπος επωδός «μάγια μούκαμες» μαρτυρούν ότι
είνε διατεθειμέναι να προβούν εις σοβαράς θυσίας διά το κοκκινάδι, το
οποίον, κατά τον καραβοκύρην:

     Πέντε γρόσια έχει το δράμι....

Η σεβαστή εν Ναυπλίω κυρία Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου μου διηγήθη, ότι,
όταν κατά την επανάστασιν του 21 κατέφυγαν εκ Πατρών εις την Ιταλίαν,
είχαν βαμμένους τους δακτύλους με κινάν και επί των γυμνών πτερνών
των είχαν κολλημένα βαράκια ή φύλλα χρυσού λεπτότατα, κατά την
συνήθειαν των οθωμανίδων. Τούτο βεβαίως δεν ήτο ψιμμυθίωμα, αλλ'
οπωσδήποτε το πράγμα έχει αναλογίαν τινά, ως αι πλασταί ή χρυσαί
ελιαίς, τας οποίας εισήγαγον κατά την Επανάστασιν εις την άλλην
Ελλάδα αι γυναίκες της Χίου και του Φαναριού. Και είς τινας νήσους
του Αιγαίου, όπου αι γυναίκες δεν φορούν περικνημίδας, αλλά μόνον
πτερνοπατημένα υποδήματα, επικρατεί ακόμη η συνήθεια να βάφουν με
κοκκινάδι την πτέρναν, χωρίς να παραμελούν, εννοείται, και το
πρόσωπον.

Το ψιμμύθιον είνε αρχαίον ως η ασχημία και η φιλαρέσκεια. Εις
παναρχαίους τάφους αιγυπτιακούς, ασυριακούς και ελληνικούς ευρέθη
κοκκινάδι· και όταν δε ακόμη οι άνδρες ηγνόουν την χρήσιν των
μετάλλων και κατεσκεύαζον τα εργαλεία των από λίθους, αι γυναίκες
εγνώριζον το ψιμμύθιον. Αι γυναίκες των Εβραίων έκαμνον τόσην χρήσιν
αντιμονίου, ώστε ήρχισαν να προκαλώσι την οργήν των αυστηρών προφητών
Ιερεμίου και Ιεζεκιήλ. Ο δε Ιώβ, από του κοπρώνος όπου έξυε την
λέπραν του, απεκάλει μίαν των θυγατέρων του «δοχείον αντιμονίου».
Αλλ' οι Μήδοι, ανεκτικώτεροι των Εβραίων, εψιμμυθιούντο, γυναίκες και
άνδρες, και «υπέγραφον» τους οφθαλμούς, ως οι Ιάγοι της σχολής του
Αρνιωτάκη.

Επί Ρωμαίων εις τας άλλας υπερβολάς και καταχρήσεις προσετέθη και η
του ψιμμυθίου εις βαθμόν τοιούτον, ώστε ο Γιουβενάλης απηύθυνε προς
τας κυρίας της εποχής του το ερώτημα: «Είνε πρόσωπον αυτό ή πληγή με
έμπλαστρον»; Και από των γυναικών μετεδόθη και εις τους άνδρας, ο δε
Ηλιογάβαλος εισήλθεν εις την Ρώμην ψιμμυθιωμένος, ως εταίρα. Και ούτε
ο θρησκομανής μεσαίων ηδυνήθη να περιστείλη την χρήσιν του ψιμμυθίου.
Είς των Γάλλων πριγκήπων, επί Λουδοβίκου ΙΔ', νομίζω, ου μόνον
ηρέσκετο να φορή γυναικεία ενδύματα και να ζη πάντοτε εν μέσω
γυναικών και να φέρεται ως αύται, αλλά και εψιμμυθιούτο. Και όμως ο
θηλυπρεπής ούτος ανεδεικνύετο εις τας μάχας ατρόμητος.

Την ιστορίαν του ψιμμυθίου ακολουθεί και το βάψιμον της κόμης. Ο
Μωάμεθ, όστις έκαμνε νόμους και προσταγάς του αγγέλου Γαβριήλ τας
αδυναμίας και τα ελαττώματά του, παρήγγειλεν εις τους οπαδούς του να
βάφωνται «διά να φαίνωνται φοβεροί εις τους απίστους». Πολλοί μάλιστα
των Τούρκων βάφουν τον μύστακά των πριν αρχίση να λευκαίνεται.

 — Έτσι δεν θα εννοήσω ότι ήρχισα να γηράσκω, μου είπε ποτέ είς εξ
αυτών, και δεν θα στενοχωρηθώ.

Δυστυχώς όμως υπάρχουν άλλα βεβαιότερα προμηνύματα του γήρατος, διά
τα οποία δεν ευρέθη ακόμη βαφή.

Εις πάσαν εποχήν ευρέθησαν άνδρες υποκλέπτοντες από την γυναικείαν
ματαιότητα το ψιμμύθιον. Εις αυτόν τον πρώην αυτοκράτορα της
Γερμανίας Γουλιέλμον απεδίδετο ου μόνον χρήσις κορσέ, αλλά και η βαφή
των παρειών, αδυναμία την οποίαν είχε και η αυτοκράτειρα. Αλλ' εκεί
όπου μάλλον αμιλλάται η ανδρική φιλαρέσκεια προς την γυναικείαν είνε
η βαφή της κόμης. Είνε δε τοσούτο μάλλον κωμική και αηδής η αδυναμία
αύτη, καθόσον ουδένα απατά· διότι και οι προώρως λευκαινόμενοι δεν
αισθάνωνται την ανάγκην να βάφωνται, ούτω δ' απομένει η βαφή της
κόμης καθαρώς γεροντική φιλαρέσκεια και πολλάκις συμβαίνει ο πάππος
να φέρη την κόμην του εγγονού και ο εγγονός τα μαλλιά του πάππου. Ο
βασιλεύς της Ιταλίας φαίνεται ότι ελευκάνθη ταχέως. Επειδή δε η
βασίλισσα τού εξέφρασε την ιδέαν να βαφή, ο Ουμβέρτος διέταξε και
έβαψαν μαύρα τα δύο κατάλευκα σκυλάκια, τα οποία η Μαργαρίτα,
υπεραγαπά και της τα έστειλε με την ερώτησιν:

 — Σου αρέσουν έτσι καλλίτερα;

Σήμερον, ως είπα, η χρήσις του κλασικού ψιμμυθίου εξέλιπε σχεδόν,
τουλάχιστον εις τας ανωτέρας τάξεις εδώ, όπως και εις την άλλην
Ευρώπην, όπου διατηρείται μόνον υπό των ηθοποιών, θεωρείται μάλιστα
ως απόδειξις προστυχιάς και χυδαιότητος. Μόνον ερείπια τινά του
παρελθόντος, αγωνιώσαι τινές φιλαρέσκειαι και ασχημίαι μη δυνάμεναι
να το πάρουν απόφασιν, εξακολουθούν να επιχρίωσι τας ρυτίδας και τας
ανωμαλίας, καθ' όσον μάλιστα τα ψιμμύθια, αποτελούμενα από
δηλητηριώδεις ουσίας, τοιούτον επιφέρουσιν ερεθισμόν και εξαγρίωσιν
εις το δέρμα, ώστε, άμα αρχίση η χρήσις των, δεν δύναται πλέον να
παύση. Το ψιμμύθιον όμως έχει και τα καλά του αποτελέσματα, διότι διά
της βαθμιαίας δηλητηριάσεως παστρεύει τον κόσμον από τας
ασχημογυναίκας, υπηρετούν την φυσικήν επιλογήν. Ούτω δ' ίσως
εξηγείται εν μέρει ότι εξέλιπε το γένος των ασχήμων γυναικών, αίτινες
προ 30 και 40 ετών απετέλουν την μεγάλην πλειονοψηφίαν εν Αθήναις. Εξ
άλλου όμως όσον εκλείπει ο αποτρόπαιος τύπος της «φκιασιδούς»
ελαττούνται και τα ψεύδη, τα οποία αι γυναίκες έθετον εις κυκλοφορίαν
διά να επιτύχη ο _σουλιμάς_, τον οποίον κατεσκεύαζον διά να
εξωραΐζωνται και διά ν' αυτοκτονούν εν ανάγκη.

Ο κόσμος προόδευσε, μετ' αυτού δε και τα τεχνάσματα της φιλαρεσκείας,
γενόμενα λεπτότερα, αλλά και πολυαριθμότερα. Τας χονδροειδείς
σκευασίας του ανθρακούχου μολύβδου και του θειούχου υδραργύρου, αι
οποίαι επαυξάνουν την ασχημίαν, καταστρέφουν τους οδόντας και
μολύνουν την πνοήν, διεδέχθησαν χημικαί σκευασίαι άπειροι, κοσμητικά
ύδατα και μυραλοιφαί, ουχί μεν όλως αθώαι και αυταί, αλλ' ολιγώτερον
αηδείς και επικίνδυνοι διά τα χείλη των εραστών και συζύγων. Η
νεωτέρα δε εξωραϊστική υπόσχεται και κάτι τι το οποίον μόνον διά των
γρόνθων εγίνετο μέχρι τούδε... να σιδερώνη τα μούτρα και άλλα μέλη,
και εν γένει ν' αναστυλώνη τους ετοιμορρόπους παρθενώνας των
γυναικείων θελγήτρων.

Και η λαϊκή δε καλλυντική, καίτοι ακολουθούσα ταπεινοτέρας τρίβους
και ενίοτε αναζητούσα εις πράγματα ακατονόμαστα το μυστικόν της
ανανεώσεως δεν καθυστερεί. Εις τας επαρχίας καθιστούν ερασμιώτερα τα
χείλη διά του φλοιού των καρύων, ο δε οπός των αγγουριών θεωρείται ως
δίδων δροσερότητα εις το πρόσωπον. Το βεβαιότερον όμως είνε ότι δίδει
εις τας κυρίας οσμήν αγγουροσαλάτας.

(Ιούνιος 1898).



ΕΠ' ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΣ ΦΑΛΗΡΟΝ



Οσάκις συναντήσω τον κ. Σβούρον, είμαι βέβαιος ότι θα περάσω ευθύμους
στιγμάς. Διά τούτο όταν προχθές, αναμένων τον τροχιόδρομον διά να
κατέλθω εις Φάληρον, τον είδα προ της Ακαδημίας, αναμένοντα επίσης, η
χαρά μου δεν υπήρξε μικρά. Ο κ. Σβούρος είνε αθηναϊκός τύπος εις
ολίγους γνωστός, εις ον, όσον εις ουδένα εφαρμόζεται το λεγόμενον
«οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή». Ανάποδη η μορφή του, ανάποδη και η
διάνοιά του. Μορφή κωμικώς ανώμαλος και ακανόνιστος, πνεύμα
αντιλαμβανόμενον τα πράγματα υπό παράδοξον και απροσδόκητον όψιν.
Ουδέποτε γελά, κάμνει όμως πάντοτε τους άλλους να γελούν, ιδίως με
την απάθειαν και την φυσικότητα με την οποίαν λέγει τα παραδοξότερα
των πραγμάτων. Το μόνον όπερ εις την μορφήν του γελά είνε τα πράσινα
μάτια του. Τα άλλα του χαρακτηριστικά δεν γελούν, αλλά μορφάζουν·
νομίζεις ότι παντοτεινός μορφασμός τα κρατεί εις μίαν κωμικήν
διαστροφήν.

Τον εύρον εξηγούντα εις αφελή γραίαν επαρχιώτισσαν, πρώτην φοράν
ερχομένην εις Αθήνας, ότι το Οφθαλμιατρείον ήτο ο ναός της
Μητροπόλεως.

 — Μα εγώ, παιδί μου, επέρασα, θαρρώ, από τη Μητρόπολι και μου φάνηκε
αλλοιώτικη, πειο μεγάλη, του είπεν η γραία.

 — Σου φάνηκε. Δεν θυμάσαι τουλάχιστον ότι ήτο έτσι χρωματισμένη, με
κίτρινες ζώνες;

 — Ναι, αλήθεια. Μα τα καμπαναριά πού είνε;

 — Τα καμπαναριά;.... Έπεσαν με τους σεισμούς της Ζακύνθου.

 — Χριστός και Παναγία! είπεν η γραία και έκαμε τον σταυρόν της.

Ο τροχιόδρομος αργεί να έλθη και έξαφνα ο Σβούρος μου λέγει:

 — Τι γλισχρότητα που την έχουν αυτοί οι Βέλγοι! Δεν είνε παράδοξον
καμμίαν ημέραν, χάριν οικονομίας, να βάλουν τον Βωτύ, αντί ατμαμάξης,
να σύρη τον τροχιόδρομον. Αλλά και έτσι η σημερινή ταχύτης της
συγκοινωνίας δεν θα ελαττωθή και ο Βωτύ θα εύρη τρόπον ν' αδυνατίση
ολίγον.

Επί του τροχιοδρόμου κάθεται δίπλα του πελώριος κύριος, με γαστέρα
πελωρίαν και θερμότητα δέκα κλιβάνων, γνώριμός του.

 — Φαντάσου, λέγει ούτος απομάσσων τον ιδρώτα του, τι θα γείνη ο
κόσμος μετά 500 έτη, ότε υπολογίζουν ότε θα εξαντληθούν οι
γαιάνθρακες! Θα παύση πάσα διά του ατμού κίνησις, θα παύσουν οι
σιδηρόδρομοι και ο κόσμος θα επανέλθη εις τα παλαιά μέσα της
συγκοινωνίας και τα γαϊδουράκια.

Τους λυπούμαι αυτούς που θα ζουν εκείνα τα χρόνια.

 — Δεν υπάρχει φόβος να εξαντληθή ποτέ η καύσιμος ύλη.

 — Γιατί;

 — Διότι, όταν θα εξαντληθούν οι γαιάνθρακες, θ' αρχίσουν να καίουν
συγγράμματα. Αλλ' έως τότε οι κανονισμοί των σιδηροδρόμων θα έχουν
λάβει μέτρα διά ν' ανακουφισθούν από τους χονδρούς ανθρώπους, θα
γίνεται η πληρωμή αναλόγως του βάρους και οι σιδηρόδρομοι, αντί να
τους παίρνουν εις την ράχιν των, θα τους σύρουν οπίσω, θα τους
ρυμουλκούν, ως μαούνες.

 — Θα κάμης μπάνιο; τον ερωτά ο παχύς κύριος, αφού συνήλθεν εκ της
συγκινήσεως ην ησθάνθη φανταζόμενος τον εαυτόν του ρυμουλκούμενον υπό
του τροχιοδρόμου.

 — Μπάνιο δεν θα κάμω, αλλά θα ψαρέψω.

 — Δηλαδή;

 — Θα πάω για καμμιά γκουβερνάντα.

Εις έν εκ των προ ημών θρανίων μία μυταρού ομιλεί αδιακόπως μυστικά
προς παρακαθημένην κυρίαν με ωραία μάτια. Και ενώ κύπτει προς αυτήν,
η τεραστία μύτη διευθύνεται απειλητική προς τα ωραία μάτια.

 — Νομίζεις μου λέγει ο Σβούρος, ότι από αγάπην της κρυφομιλεί έτσι;

 — Αλλά;

 — Από ζήλεια για τα ωραία της μάτια.

Και μετ' ολίγον:

 — Όταν θα κατέβουμε κάτω να θυμηθής να προσέξωμεν αν θάχη και τα δυο
της μάτια αυτή η νόστιμη.

Εκεί κατά του Μακρυγιάννη τα παιδάκια της συνοικίας, παρατεταγμένα
εκατέρωθεν της οδού ή προβάλλοντα εκ των θυρών και των παραθύρων
γελαστάς μορφάς, φωνάζουν προς τον τροχιόδρομον, με συρτήν φωνήν:

 — Στράτα! Στράτα!

Αίφνης ακούεται θρηνώδης κραυγή.

 — Χριστός και Παναγία! αναφωνεί κάποια κυρία, θάκοψε κανένα.

 — Μην ανησυχείτε, κυρία μου, λέγει ο Σβούρος· ο τροχιόδρομος δεν
κόβει, διότι ο Βωτύ από οικονομίαν... δεν τον ακονίζει.

Είνε ευχάριστος ασχολία να παρατηρή κανείς την έκφρασιν των μορφών,
αίτινες ατενίζουν τον τροχιόδρομον διαβαίνοντα από την Γαργαρέταν.
Εκείνο το νεαρόν προσωπάκι, που μειδιά και κοκκινίζει συγχρόνως,
νομίζεις ότι λέγει με φιλάρεσκον λίγυσμα του τραχήλου:

 — Πώς ντρέπουμαι!

Εκείνα τα νυσταλέα και σκυθρωπά μούτρα, που προβάλλουν από το
παράθυρον και ρίπτουν βλέμμα μίσους και οργής προς τον τροχιόδρομον,
φαίνονται ως να του λέγουν:

 — Δεν θα σπάσης επί τέλους το πόδι σου, διαόλου κωλοσούρτη, να
βρούμε λίγη ησυχία;

Μία θρονιασμένη εις τον εξώστην, κρατεί γαλλικόν μυθιστόρημα ούτως
ώστε να φαίνεται το εξώφυλλον. Και το επηρμένον ήθος της λέγει προς
τους επιβάτας του τροχιοδρόμου:

 — Έχει και η Γαργαρέτα αριστοκρατία. Τι νομίσατε;

Έν άλογον στέκεται εκεί παρά την Καλλιθέαν. Και είνε τόσον ισχνόν,
τόσον εξησθενημένον, ώστε δεν έχει δύναμιν ν' απομακρυνθή από τον
ζέοντα ήλιον και να καταφύγη υπό σκιάν. Και είνε τόσον σκυθρωπόν και
τόσον περιλύπως κρέμονται τα γηραιά του χείλη, ώστε νομίζετε ότι
μελετά αυτοκτονίαν.

Κατά την διάβασιν του τροχιοδρόμου, ο Αχαμνόων στρέφει προς αυτόν το
σκοτεινόν του βλέμμα και έπειτα τα γωνιώδη νώτα του. Μία ηθοποιός θα
ηδύνατο να λάβη μαθήματα μεγαλοπρεπούς περιφρονήσεως από το
παλιάλογον αυτό.

 — Τι μαύρα τα νερά αυτής της σούδας!

 — Είνε διά να λαμβάνουν ιδέαν οι περιηγηταί διά τα ύδατα της Στυγός.

 — Και διά τον μέλανα ζωμόν.

Κατεβαίνομεν εις το Νέον Φάληρον. Και ο Σβούρος μ' ερωτά με τον
φυσικώτερον τρόπον:

 — Σε ποια μπάνια, καλέ, θα πάμε; Σ' τα ανδρικά ή στα γυναικεία; Εγώ,
να σου πω, προτιμώ τα γυναικεία.


(Ιούνιος 1898).



ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ



Επιστρέφων βράδυ από το Ζάππειον, έτυχεν, εν μέσω του πλήθους των
περιπατητών, να συμπορεύομαι με όμιλον νεανίσκων, οίτινες ωμίλουν διά
το μέγα ζήτημα της ημέρας, διά τας εξετάσεις. Είνε αύτη ίσως η μόνη
περίστασις, καθ' ην τα παιδιά έχουν σοβαρότητα γερόντων. Εβάδιζον με
την κεφαλήν σκυφτήν, το μέτωπον συννεφιασμένον και το βλέμμα πλήρες
μερίμνης. Και όλοι εξέφραζον φόβους ότι θ' απερρίπτοντο, διότι τον
ένα εμίσει ο ελληνιστής, τον άλλον δεν εχώνευεν ο «Γάλλος», ο άλλος
είχε πάρει πολλά μηδενικά από τον καθηγητήν των λατινικών.

 — Α! αυτός ο Λατίνος! ανεφώνησεν είς εξ αυτών, είνε ο Κατιλίνας μου!

Η κωμικοτραγική αύτη αναφώνησις επανέφερε διά μιας την εφηβικήν
ευθυμίαν και αντί των απαισιοδόξων ομιλιών και συζητήσεων, αντήχησαν,
υπό τον πράσινον θόλον της δενδροστοιχίας, παιδικοί γέλωτες. Ο ένας
εμιμείτο την βαρείαν γεροντικήν φωνήν του καθηγητού των λατινικών, ο
άλλος τον βήχα του καθηγητού των ιερών και τρίτος τους θυμούς του
μαθηματικού:

 — Τα μαθηματικά οξύνουν τον νουν, αλλ' όχι και τα κούτσουρα. Δεν
είνε τσεκούρια.

Αλλ' όταν απομακρυνθείς τους αφήκα εις την οδόν Πανεπιστημίου, η
μελαγχολία και οι φόβοι τούς είχον κυριεύσει εκ νέου και ένας εξ
αυτών έλεγε:

 — Φαντάσου όμως να σ' αφήσουν στην ίδια τάξι! Με τι μούτρα θα πας να
το πης του μπαμπά;

Επεθύμουν να ήμουν εις την ηλικίαν των, αλλά χωρίς να έχω τας
εξετάσεις των. Συμβαίνει ενίοτε να βλέπω καθ' ύπνον ότι δίδω
εξετάσεις και με κόβει κρύος ιδρώς. Είνε έν από τα μάλλον δυσάρεστα
όνειρα που βλέπω. Διά παραπλήσιον δε λόγον, φαίνεται, η Δευτέρα και ο
Σεπτέμβριος, η ημέρα και ο μην της επαναλήψεως των μαθημάτων,
παρίστανται ως μορφαί κατηφείς και σκοτειναί εις την φαντασίαν μου.
Και δεν μου φαίνεται πολύ παράλογος η ιδέα κατά μεν τους παιδικούς
και τους εφηβικούς χρόνους να παίζωμεν και να διασκεδάζωμεν, κατά δε
το γήρας να σπουδάζωμεν.

Σκεφθήτε ολίγον το πράγμα και θα βεβαιωθήτε ότι έχω δίκαιον.
Παίρνομεν ένα παιδί, έχον απόλυτον ανάγκην κινήσεως, μη δυνάμενον να
μένη εις την αυτήν θέσιν επί πέντε λεπτά, και το κλείομεν εις
τεσσάρας τοίχους και το αναγκάζομεν να μένη ακίνητον επί ώρας,
προσηλωμένον εις το βιβλίον του ή εις την φαλάκραν του διδασκάλου
του. Δεν θα ήτο φυσικώτερον να υποβληθούν εις τα καθήκοντα ταύτα οι
έχοντες ανάγκην ακινησίας γέροντες, αντί να διημερεύουν εις τα
καφενεία και να κάμνουν πολεμικά σχέδια; Εάν η παιδεία είνε πράγμα
σοβαρόν, και οι γέροντες επίσης είνε σοβαροί, ενώ τα παιδία είνε
σοβαρά μόνον όταν είνε άρρωστα, θα ήτο δε και διασκεδαστικόν να
βλέπης πρωί πρωί τους πάππους και τας ομηλίκους των κυρίας να
διευθύνωνται καθ' ομίλους εις τα σχολεία με την σάκκαν υπό μάλης.
Ούτω θα δύναται να γίνη και μία οικονομική καινοτομία· θα λείψη η
διάκρισις των σχολείων κατά φύλον, αι δε αρσακειάδες θα
συναγελάζωνται εις το αυτό σχολείον με τους άρρενας, χωρίς κανένα
κίνδυνον των ηθών. Αι μόναι εκμηστηρεύσεις των θα είνε περί των
γεροντικών των ασθενειών, θα παύσουν δε και αι βάρβαροι σχολικαί
τιμωρίαι. Διότι ποίος διδάσκαλος θα τολμήση να δείρη ένα εξηντάρην
μαθητήν;

Αλλά, θα μου πήτε, διατί να σπουδάζουν αφού μετ' ολίγον πρόκειται ν'
αποθάνουν; Εν πρώτοις αυτό το «μετ' ολίγον» είνε αρκετά αβέβαιον, ως
απέδειξεν ο στρατηγός Ράλλης και προ αυτού έτι πλέον ο Μαθουσάλας.
Έπειτα, αφού βάσις της ηθικής και της θρησκείας ημών είνε η πίστις
εις την μέλλουσαν ζωήν, διατί τάχα να λαμβάνωμεν υπ' όψιν
περισσότερον τας ανάγκας της προσκαίρου ζωής; Εάν μάλιστα έχωμεν
προσφάτους τας εκ του Δημοσθένους και του Κικέρωνος αναμνήσεις, θα
είνε ρητορικωτέρα η απολογία μας ενώπιον του Πλάστου, όστις, ως
γέρων, θα ευρίσκη ηδονήν εις τα λατινικά ρητά, όπως οι παλαιοί
δημοσιογράφοι.

Δεν ελπίζω μόλα ταύτα να τύχωσι προσοχής αι θεωρίαι μου, ως συμβαίνει
εις αυτόν τον κόσμον δι' όλους τους ορθούς και λογικούς νεωτερισμούς.

Και η ταλαίπωρος ανθρωπότης θα εξακολουθή να βασανίζεται, κατά την
ωραιοτέραν της ηλικίαν, διά να διασκεδάση και ν' απολαύση όταν δεν θα
έχη πλέον δόντια. Και οι δυστυχέστεροι εξ όλων των ανθρώπων είμεθα
ημείς οι Έλληνες, οίτινες διερχόμεθα όλα αυτά τα έτη των δοκιμασιών,
χωρίς να μανθάνωμεν τίποτε άρτιον και χρήσιμον. Διδασκόμεθα ελληνικά
και ελληνικά δεν μανθάνομεν, διδασκόμεθα λατινικά και λατινικά δεν
γνωρίζομεν αποφοιτώντες από το γυμνάσιον, διδασκόμεθα μαθηματικά,
γαλλικά, φυσικήν και όταν αποφοιτήσαντες εξετάζομεν τον σάκκον μας,
ευρίσκομεν κάτι τι από όλα εν συγχύσει χάους, αλλ' ουδέν αρκετόν και
πλήρες. Δι' αυτό το αμφίβολον ωφέλημα εβασανίσθημεν επί τόσα έτη; Και
καταρώμενοι τους διδασκάλους μας και εαυτούς, επιχειρούμεν να πάρωμεν
κανένα «ψευτοδίπλωμα», διά να ζήσωμεν εις βάρος των εργαζομένων και
της πολιτείας ή διά να ψοφήσωμεν εις βάρος ημών αυτών.

Αναγινώσκων προ καιρού μίαν πραγματείαν περί του πώς διδάσκονται οι
Έλληνες τραγικοί εις την Οξφόρδην, ενόησα πώς οι Άγγλοι σπουδασταί
κατορθόνουν να εννοούν κάλλιον ημών τους Έλληνας συγγραφείς και να
παριστάνουν εις το πρωτότυπον την «Αντιγόνην» και τον «Οιδίποδα
Τύραννον».

Εκεί οι καθηγηταί δεν περιορίζουν την διδασκαλίαν εις την ξηράν
γραμματικήν ανάλυσιν και τα ξηρά σχόλια· αντί δε να προσπαθούν και
μεταδώσουν εις τους μαθητάς τον θαυμασμόν των διά τον Γερμανόν
εκείνον σχολαστικόν, όστις δεν ενθυμούμαι πόσους τόμους έγραψε περί
του συνδέσμου «και», διεγείρουν τον θαυμασμόν και την αγάπην του
σπουδαστού προς τον συγγραφέα διά της αισθητικής αναλύσεως του
κειμένου και, μετά του ενδιαφέροντος αυτού, κινούν και ποδηγετούν την
κρίσιν και την ερευνητικήν του πνεύματός του λειτουργίαν.

Μαθητής έχων ενώπιόν του τοιούτον καθηγητήν, αδύνατον να μη τον
σεβασθή, αδύνατον να του εξαποστείλη μυίας με χαρτάκια, διά να
καθήσουν εις την μύτην του και γελάση η ανιώσα τάξις.

Εδώ τα εννέα δέκατα των μαθητών θεωρούν την εκπαίδευσιν ως αγγαρίαν
ανιαράν και προσπαθούν να την αποφεύγουν όσον το δυνατόν. Εκείνη η
προσδοκία, η απειλή του κλήρου πόσους άρά γε να έχη κάμει καρδιακούς;
Εάν, διά να μανθάνουν το μάθημα, οι Έλληνες μαθηταί κατέβαλλον όσας
προσπαθείας κάνουν διά ν' αποφύγουν τον κλήρον, ίσως δεν θα εχώλαινε
τόσον η εκπαίδευσις. Εγνώρισα μαθητάς, οίτινες έν μόνον μάθημα
εμελέτων, πώς να υπεξαιρούν τον κλήρον εκ της κληρωτίδος. Αλλ'
εγνώρισα και καθηγητάς, οίτινες, προς εξουδετέρωσιν της επιμελείας
ταύτης, εκάλουν τους μαθητάς εκ του καταλόγου. Όταν όμως ετύχαινε να
μη γνωρίζουν τους μαθητάς, συνέβαινον θρασύταται πλαστοπροσωπίαι.
Ένας τοιούτος καθηγητής εκάλεσεν ημέραν τινά εις το μάθημα μαθητήν
ονομαζόμενον Μαύρον. Αλλ' ο Μαύρος δεν είχε μελετήσει, διότι
εξετασθείς και εις το προηγούμενον μάθημα υπέθεσεν ότι δεν θα
εκαλείτο τόσον ταχέως. Εν τη αμηχανία του παρεκάλεσε παρακαθήμενον
μαθητήν να τον αναπληρώση. Αλλ' εις τον καθηγητήν είχε, φαίνεται,
κάμει εντύπωσιν, κατά το προηγούμενον μάθημα, ότι ο Μαύρος ήτο και
κατά το χρώμα μαύρος. Διό εξεπλάγη όταν είδεν εμφανιζόμενον ενώπιόν
του ένα κατάξανθον νέον. Και, αφού επί τινας στιγμάς τον παρετήρησε,
του είπε:

 — Δεν μου λες πώς κατώρθωσες από μαύρος να γίνης άσπρος εις τόσο
μικρόν διάστημα;

Άλλοι καθηγηταί, αμελέστεροι ή έχοντες πεποίθησιν εις την μνήμην και
την όρασίν των, καλούν τους μαθητάς διά του βλέμματος ή εξ ονόματος,
χωρίς να συμβουλευθούν τον κατάλογον και χωρίς κλήρον. Αλλά και οι
αμελέστεροι εκ των μαθητών εκλέγουν τα τελευταία θρανία και επιμελώς
κρύπτονται κατά την κρίσιμον στιγμήν. Ένα τοιούτον ανεκάλυψε μίαν
ημέραν ο καθηγητής κ. Γαλάνης.

 — Έλα 'δώ 'σύ.

Από στραβού διαβόλου όμως ο κρυπτόμενος ευρέθη να γνωρίζη το μέρος
εις το οποίον εξητάσθη· και ο καθηγητής μειδιών του είπε:

 — Δεν μου λες ότι είσαι κεκρυμμένος θησαυρός;

Σιγά σιγά δε τα στρατηγήματα ταύτα μεταβάλλονται εις παιγνίδια και η
τάξις εις ιπποδρόμιον, του οποίου συνήθως ο κλόουν είνε ο καθηγητής
της γαλλικής. Τι γίνεται όταν εισέρχωνται εις το μάθημα οι ταλαίπωροι
ούτοι άνθρωποι δεν περιγράφεται. Συριγμοί, μυκηθμοί, κραυγαί θηρίων
και βόμβοι εντόμων τους υποδέχονται. Και χάνουν αυτοί τα μυαλά των,
οι δε μαθηταί δεν γίνονται σοφώτεροι.

Και τώρα σας παρακαλώ να μου πήτε εν συνειδήσει· δεν είνε
φρονιμώτερον να έλθουν εις την θέσιν των παίδων οι γέροντες, αφού
μάλιστα ούτως ή άλλως γίνονται παλίμπαιδες;

(Ιούνιος 1898).



Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ «ΕΝΩΣΕΩΣ»



Μακράν από τον κόσμον, όστις τον ελησμόνησε, και πλησίον του
πελάγους, όπερ είδε τα γενναία του τολμήματα, εις την νήσον Μύκονον,
απέθανεν ο Σουρμελής. Λέξιν δεν έγραψεν ο τύπος διά τον θάνατόν του
και υποθέτω ότι το έπραξεν εκ σεβασμού μάλλον, διότι εκεί όπου
αναγράφονται οι προβιβασμοί των ηττημένων και των φυγάδων της
Θεσσαλίας, θα ήτον ίσως ανάρμοστον ν' αναγραφή το όνομα εκείνου όστις
δεν ηττήθη· εκεί όπου αναφέρονται οι αστακοφάγοι του Τσάγεζι και οι
Ταρταρίνοι της Πρεβέζης, οι τρέμοντες προ ανυπάρκτου ή υποδεεστέρου
εχθρού, δεν έχει την θέσιν του ο αψηφήσας τον κραταιότατον επί Αζίζ
τουρκικόν στόλον και στρέψας τα μικρά του πυροβόλα κατά της
ναυαρχίδος του Χόβαρτ.

Πόσον μακράν φαίνονται τα έτη εκείνα, κατά τα οποία το ελληνικόν
έθνος τόσην είχε πεποίθησιν εις εαυτό και τόσον ηθικόν σθένος!

Ο Σουρμελής, ανήκων εις το παρελθόν, το οποίον απετέλει συνέχειαν των
μεγάλων παραδόσεων του 21, ήτο πλέον ξένος εν μέσω ημών και έκρινεν
ότι ήτο καιρός ν' απέλθη. Σήμερον λατρεύομεν νέους θεούς, το μικρόν
μας εγώ, την μικράν μας ευζωίαν και τα χρυσά μας σειρήτια, και ο
κυβερνήτης της «Ενώσεως» δεν ηδύνατο να γίνη αρνησίθρησκος.

Και τότε η επανάστασις της Κρήτης συνεκίνει και ενεθουσίαζε τον
ελληνισμόν ολόκληρον. Αλλά τότε κατά μεν των επαναστατών είχον
εκπεμφθή πολλαί μυριάδες τουρκικού στρατού, την δε νήσον απέκλειον
πολυάριθμα τουρκικά σκάφη, ων ο αριθμός υπερέβη τα 35. Αφ' ου δε
ελληνικά τινα ιστιοφόρα, αποπειραθέντα να διασπάσωσι τον αποκλεισμόν,
συνελήφθησαν και το πλήρωμά των εκρεμάσθη εις τας κεραίας, οι εξ
Αθηνών διευθύνοντες τον αγώνα ηγόρασαν τρία εκ των ταχυπλόων τα οποία
εναυπηγήθησαν διά τον εμφύλιον πόλεμον των Αμερικανών, το «Αρκάδι»,
την «Ένωσιν» και την «Κρήτην».

Το «Αρκάδι» αρχικώς ωνομάζετο «Όνειρον» (Dream) και ως όνειρον
υπήρξεν ο βίος αυτού. Μετά εικοσιτρείς πλόας εις Κρήτην, την 7
Αυγούστου 1867, πολιορκηθέν εις την παραλίαν των Σφακιών υπό
τουρκικών ευδρόμων, εβλήθη υπό οβίδος ήτις συνέτριψε τον ένα των
τροχών αυτού. Και ο πλοίαρχος Κουρεντής, βλέπων ότι δεν ηδύνατο να
διαφύγη, το διηύθυνε προς το τουρκικών «Ιζεδίν» με σκοπόν εμβολής.
Αλλά τοιαύτη έφοδος ήτο αδύνατος, διότι το «Ιζεδίν» ήτο υψηλότερον·
και εν τη απογνώσει του ο Κουρεντής έρριψε το πλοίον του εις την
ακτήν. Εν τη αταξία δε της αποβάσεως των εν αυτώ εθελοντών, λέμβοι
ανετράπησαν και επαναστάται τινές επνίγησαν, εν οις και ο αξιωματικός
Κοσονάκος.

Μετά την καταστροφήν του «Αρκαδίου» την επανάστασιν της Κρήτης
ανέλαβε να επισιτίζη και εφοδιάζη ο πλοίαρχος Σουρμελής διά της
«Ενώσεως» και έστιν ότε διά της «Κρήτης». Και εξετέλεσεν 25 πλόας,
καθ' ους απεβίβασεν εις Κρήτην 4,000 μαχητάς, 7,000 κιβώτια όπλων και
πολεμοφοδίων, 1600 δέματα ενδυμάτων, υποδημάτων και φαρμάκων και
52,000 σάκκους αλεύρου. Απορεί δε τι περισσότερον να θαυμάση τις, την
αφοβίαν του εις τας τρικυμίας ή τα τεχνάσματα δι' ων εξηπάτα τα πλοία
του αποκλεισμού. Γνωρίζων την νωθρότητα και την μικράν αντοχήν των
Τούρκων εις την θάλασσαν, εξέλεγε τας τρικυμιώδεις και σκοτεινάς
νύκτας, διά να προσεγγίζη εις τας κρητικάς ακτάς, πάντοτε ασφαλώς
εισδύων εις τους μικρούς της νήσου όρμους, χάρις εις τον Κρήτα
πλοηγόν του Τζαρδήν.

Αλλά μόλα ταύτα έτυχε πολλάκις, ενώ επλησίαζεν εις Κρήτην, να ευρεθή
ενώπιον τουρκικού καταδρομικού, το οποίον ώρμα εναντίον του. Τότε η
«Ένωσις», αναπτύσσουσα μεγάλην ταχύτητα και επωφελουμένη το σκότος,
απεμακρύνετο· έπειτα δε επιστρέφουσα εις τον αυτόν όρμον, απεβίβαζε
το φορτίον της, ενώ το τουρκικόν εξηκολούθει να καταδιώκη την σκιάν
της.

Άλλοτε, ενώ εξεφόρτωνε, τουρκικά πλοία επλησίασαν, χωρίς να την
ίδωσι, και έκαμναν σημεία διά πυραύλων ή εκανονοβόλουν ασκόπως, διά
να την φοβήσουν και την αναγκάσουν να παρουσιασθή. Αλλ' ο Σουρμελής,
εννοών το τέχνασμα, έμενεν εις την θέσιν του, έτοιμος να φύγη μεταξύ
των εχθρικών πλοίων δι' όλης της δυνάμεως του ατμού, ως έπραξε νύκτα
τινά εις Φόδελε και αλλαχού. Πολλάκις δε επροστάτευσε την φυγήν της
«Ενώσεως» η σκιά των υψηλών παρά την ακτήν κρητικών βουνών. Αλλά και
τα τουρκικά πλοία δεν είχον πολλήν όρεξιν να συμπλακώσι μετά της
«Ενώσεως» όταν ήσαν μεμονωμένα. Μίαν νύκτα εις την Τρυπητήν τουρκικόν
πλοίον είδε διαβαίνουσαν προ αυτού την «Ένωσιν» αλλ' ηρκέσθη μόνον ν'
ανάψη πυρσούς. Και ο Σουρμελής είπε:

 — Μας φωτίζουν για να μη σκοντάψωμεν.

Ενίοτε ηναγκάζετο να περιπολή επί ημέρας εις το πέλαγος και εις τας
παρά την Κρήτην νήσους, διά να εύρη ευκαιρίαν να προσεγγίση. Και τότε
μεγίστη ανησυχία εγεννάτο εν Σύρω και εν Αθήναις και πολλάκις έγιναν
πάνδημοι δεήσεις υπέρ της διασώσεως της «Ενώσεως». Μέγας δε ήτο ο
ενθουσιασμός και η συγκίνησις όταν οι επτά συνθηματικοί
κανονοβολισμοί ανήγγελλον την εμφάνισιν του πλοίου, εις το οποίον
τόσαι ελπίδες συνεκεντρούντο. Κατά τον πρώτον πλουν, τον Οκτώβριον
1867, διέτρεξε τον έσχατον κίνδυνον εκ της τρικυμίας και υπέστη
σπουδαίας βλάβας. Άλλοτε δε, ενώ κατεδιώκετο παρά την Γαύδον, η
μηχανή της επυρακτώθη και ηναγκάσθη να ανακόψη τον δρόμον της, κατ'
ευτυχίαν δε το καταδιώκον αυτήν πλοίον είχε παύση την καταδίωξιν,
απελπισθέν.

Αλλά και το πλήρωμα της «Ενώσεως» ήτο εκλεκτόν, αποτελούμενον από
ναύτας πεπειραμένους, εις τους οποίους ο Σουρμελής είχε μεταδώσει την
ψυχραιμίαν και τον ενθουσιασμόν του. Η εκφόρτωσις εγίνετο μετά
καταπληκτικής ταχύτητος, των ναυτών βυθιζομένων μέχρις οσφύος εις την
θάλασσαν διά να μετακομίζωσι κιβώτια και σάκκους· ο δε χειμών του 67
υπήρξεν εξαιρετικώς δριμύς. Δεκαοκτώ Κρήτες απέθαναν εκ του ψύχους
μίαν νύκτα, καθ' ην η «Ένωσις» εξεφόρτωνεν εις την παραλίαν του Αγίου
Βασιλείου, πολυάριθμα δε γυναικόπαιδα, περιμένοντα πλοίον διά να
έλθωσιν εις την Ελλάδα, απεψύγησαν.

Και η «Ένωσις» δεν είχε μόνον τας δυσχερείας της αποβιβάσεως, αλλά
και της παραλαβής των γυναικοπαίδων και των τραυματιών ή ασθενούντων
την χρονοτριβήν και τα εμπόδια. Επειδή το πλοίον δεν παρελάμβανεν
υγιείς, οι θέλοντες να φύγουν μετεχειρίζοντο διάφορα τεχνάσματα διά
να φθάσουν και να γίνουν δεκτοί εις την «Ένωσιν». Τινές μετέβαινον
εις το πλοίον κολυμβώντες, άλλοι δε, συνδέοντες δύο ασκούς πλήρεις
ελαίου, προωρισμένου διά τας εν Αθήναις οικογενείας των, επλησίαζον
διά της σχεδίας ταύτης εις το πλοίον και εκραύγαζον:

 — Για το Θεό, πνίγομαι!

Εν τοσούτω ένα των πλόων αυτού εξετέλεσεν ο Σουρμελής εις 22 ώρας!

Αφού διά τόσων πλοίων, καταδρομικών και φρεγατών, δεν ηδυνήθη η
Τουρκία να κρατήση εν αποκλεισμώ την επαναστατημένην νήσον και η
«Ένωσις» εξηκολούθει τους πλόας της μετά τόλμης και δεξιότητος, ην θα
εζήλευε και ο περίφημος Αμερικανός πλοίαρχος της «Αλαβάμας»,
αποφυγούσα πλείστας ενέδρας, η Τουρκία διέταξε τον Αγγλότουρκον
ναύαρχον Χόβαρτ να καταδιώξη το πλοίον του Σουρμελή και εις αυτά τα
ελληνικά ύδατα.

Ούτω την 2 Δεκεμβρίου 1868, ενώ η «Ένωσις» επέστρεφεν εις Σύρον και
απείχε δέκα μίλλια, διέκρινε τρία πλοία, μίαν φρεγάταν και δύο
εύδρομα, ακριβώς απέναντι της θέσεως Δελαγράτσια, πλέοντα χωρίς
σημαίαν προς το Ασπρονήσι, σημείον κατευθύνσεως της «Ενώσεως». Ο
Σουρμελής τα εξέλαβε κατ' αρχάς ως γαλλικά, αλλ' όταν επλησίασεν εις
απόστασιν τεσσάρων μιλλίων, διέκρινεν ότι ήσαν τουρκικά και μεταξύ
αυτών το «Ιζεδίν». Η «Ένωσις» ενέτεινεν όλας τας δυνάμεις του ατμού
της και συγχρόνως το πλήρωμά της ετοιμάσθη προς μάχην. Αίφνης τα
τουρκικά ύψωσαν την ερυθράν σημαίαν και ήρχισαν πυροβολούντα. Αλλά
συγχρόνως και η «Ένωσις», ήτις έπλεε, προσπαθούσα να μη παρουσιάζη
πλευράν προς τον εχθρόν, έβαλε διά του πρυμναίου πυροβόλου της και το
βλήμα εύρε τον αριστερόν τροχόν του «Ιζεδίν», το οποίον υπέστη οίαν
και το «Αρκάδι» βλάβην και ηναγκάσθη να ταχθή παραπλεύρως της
φρεγάτας. Τούτο επωφελήθη ο Σουρμελής και επί ικανήν ώραν έπλεεν
ούτως ώστε μεταξύ της «Ενώσεως» και της φρεγάτας να παρεντίθεται το
«Ιζεδίν» και επομένως η φρεγάτα δεν ηδύνατο να πυροβολή. Δεύτερον
βλήμα του ελληνικού εξερράγη εντός του «Ιζεδίν», όπερ εξηκολούθησε να
πυροβολή αστόχως. Επί τέλους το μονόκροτον ετοιμάζεται να εκκενώση
όλα του τα πυροβόλα κατά της «Ενώσεως»· αλλά δύο βλήματα αυτής
σαρώνουν το κατάστρωμα και συντρίβουν δύο λέμβους της φρεγάτας, ης
επέβαινεν ο Χόβαρτ, όστις πάντα ταύτα ανέφερεν εις τας εκθέσεις του.

Επωφεληθείσα η «Ένωσις» την εκ των βολών της σύγχυσιν, εισώρμησεν
ολοταχώς εις τον λιμένα της Ερμουπόλεως υπό τα άστοχα των Τούρκων
πυρά. Αλλ' ενώ με τοιαύτην ορμήν εισέπλεεν, είδεν εξερχόμενον άλλο
πλοίον χωρίς σημαίαν, το οποίον εξέλαβεν ως τουρκικόν. Και εν τη
απογνώσει αυτής ώρμησε κατ' αυτού ίνα το πλευροκοπήση και το βυθίση.
Το πλοίον όμως εκείνο ήτο ταχυδρομικόν και, οπισθοδρομήσαν ολοταχώς,
ύψωσε την αγγλικήν σημαίαν, ούτω δε απέφυγε την σύρραξιν.

Η «Ένωσις» ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα όπισθεν αυστριακής τινος
κορβέτας, προτάξασα αυτήν ως ασπίδα. Ταύτα δε πάντα εγένοντο υπό τας
φρενιτιώδεις επευφημίας του λαού της Σύρου, όστις εν αγωνία
παρηκολούθησεν όλας τας περιπετείας της συγκρούσεως.

Ούτος υπήρξεν ο τελευταίος πλους του Ν. Σουρμελή εις Κρήτην, της
οποίας η επανάστασις κατεστάλη μετ' ολίγον, ένεκα της εξασκηθείσης
επί της Ελλάδος πιέσεως. Η Τουρκία ηπείλησεν ότι θα εβομβάρδιζε την
Σύρον και τον Πειραιά· απεδόθη δε εις τους Χιώτας της Σύρου ότι
έλεγαν πτοηθέντες από τας τουρκικάς απειλάς:

 — Δόστε την την «Ένωσι» και την κάνομε χρυσή!

Αλλά και ο Βούλγαρης απέστειλε την «Ελλάδα» εις Ερμούπολιν, ως
ανταπειλών. Εις την περίστασιν δ' εκείνη ν αναφέρεται και το αστείον,
ότι εξ Αθηνών η Κυβέρνησις ετηλεγράφησεν εις Ναύπλιον:

 — Χόβαρτ απειλεί. Στείλατε κοψαχείλαν(*).

Και εκ Ναυπλίου απήντησαν:

 — Αδύνατον αποστείλαι κοψαχείλαν. Στείλατε Χόβαρτ.

(Ιούνιος 1898).

*) Περίφημον ενετικόν πυροβόλον.



ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΛΟΥΤΡΑ



Τόσα, τα μεν παραδοξώτερα των δε, ελέχθησαν περί της καταγωγής και
της φύσεως του ανθρώπου. Και ελέχθη μεν ότι κατάγεται κατ' ευθείαν
από τον πίθηκον, αλλά κανείς, καθόσον γνωρίζω, δεν υπεστήριξεν ακόμη
ότι συγγενεύει προς τα αμφίβια.

Διά τούτο πολλάκις σκέπτομαι μετ' απορίας πώς επήλθε κατά πρώτον εις
τον άνθρωπον η ιδέα να κάμη λουτρόν εις την θάλασσαν ή και εις
ποταμόν. Όσοι δεν εγεννήθησαν εις μέρος παράλιον γνωρίζουν οποίον
άπειρον δέος και κατάπληξιν προξενεί εις τον άνθρωπον η θάλασσα, όταν
το πρώτον την βλέπη. Εγώ, όστις κατά πρώτον είδα την θάλασσαν εις
ηλικίαν πέντε ή έξ ετών, ουδέποτε θα λησμονήσω τον μέγαν και
ανέκφραστον φόβον και θαυμασμόν, τον οποίον μου επροξένησεν η
απέραντος εκείνη κυανή και υγρά έκτασις με το «ανήριθμον των κυμάτων
γέλασμα», το απειρομέγεθες εκείνο τέρας, το συστρεφόμενον και
κυλιόμενον και εκπέμπον φοβερούς βρυχηθμούς. Εκ τούτου δε δύναμαι να
συμπεράνω οποίαν φοβεράν εντύπωσιν έκαμεν η θάλασσα εις τους πρώτους
ανθρώπους, οι οποίοι βεβαίως περί φυγής μάλλον ή περί λουτρού θα
εσκέπτοντο ενώπιον αυτής.

Υποθέτω επομένως ότι το πρώτον λουτρόν ήτο ακούσιον και τυχαίον.
Φαντάζομαι δύο ή περισσοτέρους εκ των προπατόρων μας περιπατούντας
εις μίαν ακτήν. Διά να περιπατούν έπεται ότι ήσαν νέοι και διά να
είνε νέοι έπεται ότι ήσαν ζωηροί και έτρεχαν και αλληλωθούντο
παίζοντες και γελώντες. Όταν δε τοιαύτα αστεία γίνωνται εις το χείλος
της ακτής, δύσκολον να μη ακουσθή επί τέλους η κραυγή «άνθρωπος εις
την θάλασσαν!»

Είς εκ των παιζόντων έχασε την ισορροπίαν (το υποθέτω πάντοτε) και
μπλουμ! έπεσεν εις την θάλασσαν. Αλλ' ενώ οι αφελείς σύντροφοί του
έμενον κατάπληκτοι, νομίζοντες ότι το μυστηριώδες θηρίον τον κατέπιε,
τον είδον με θαυμασμόν αναδυόμενον και έπειτα κινούντα τα άκρα, όπως
τα ψάρια κινούν τα πτερύγιά των, και επανερχόμενον εις την ακτήν
συγκεκινημένον, αλλά και χαίροντα διά την απροσδόκητον σωτηρίαν του
και την νίκην του κατά του φοβερού στοιχείου.

Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης βεβαίως θα είχε των ζώων την έμφυτον
κολυμβητικήν δεξιότητα. Εάν ήτο θέρος και καύσων, ο ακούσιος
κολυμβητής, μετά την πρώτην συγκίνησιν, θα παρέμεινεν εις την
θάλασσαν παίζων και καλών τους συντρόφους του να τον μιμηθώσι:

 — Ελάτε! δεν ξέρετε τι εύκολη και τι ευχάριστη διασκέδασις είνε!
Ωφελεί και στα νεύρα!

Και από της ημέρας εκείνης ο άνθρωπος συνελάμβανε την πρώτην ιδέαν να
ναυπηγήση πλοίον, να διαβή πελάγη και ωκεανούς και να δώση εις τον
Σοφοκλήν αφορμήν ν' αναφωνήση ότι:

     Ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.

Εάν νομίζετε ότι δεν έγινε κατ' αυτόν τον τρόπον το πρώτον λουτρόν,
εάν έχετε την ιδέαν ότι ο πρώτος αποπειραθείς να κολυμβήση επνίγη,
διότι δεν ήξευρε να κολυμβά, δεν επιμένω εις την ιδέαν μου. Εις έν
μόνον θα μου επιτρέψετε να επιμένω, ότι έγινε μίαν φοράν ένα πρώτον
λουτρόν και ότι αυτός ο οποίος το έκαμε δεν παρεκινήθη από ανάγκην
καθαριότητος. Εχρειάσθησαν αιώνες επί αιώνων διά να αισθανθούν οι
προπάτορες ημών την ανάγκην της εξωτερικής χρήσεως του ύδατος και να
ιδρύσουν βαλανεία και λουτρά. Έως τότε δε ως μόνον καλλυντικόν
όργανον είχον το κεραμίδι, διά του οποίου εξύετο εις τον κοπρόλακκον
ο Ιώβ.

Ο αρχαίος πολιτισμός, ο τόσον φροντίζων διά το σωματικόν κάλλος, δεν
ήτο δυνατόν παρά να αισθανθή και την ανάγκην των λουτρών. Αλλ' ότι ο
άνθρωπος ρέπει προς την ρυπαρότητα, συγγενεύων κατά τούτο μάλλον προς
τον χοίρον ή προς τον πίθηκον, το απέδειξε μετά την διάδοσιν του
χριστιανισμού.

Ο Χριστός παν άλλο εδίδαξεν ή να παραμελώμεν την καθαριότητα·
λεπτομέρειαί τινες μάλιστα εις την αφήγησιν της σταυρώσεως μαρτυρούν
ότι εις τον ιματισμόν του ήτο αρκετά φιλόκαλλος, τα δε συχνά μετά
μύρων ποδόλουτρα δεν εγίνοντο βέβαια προς θεραπείαν κρυολογήματος.
Εκτός δε τούτου το βάπτισμά του ήτο καθιέρωσις τόσον της σωματικής
καθαριότητος, όσον και του ψυχικού εξαγνισμού. Αλλ' οι χριστιανοί,
όπως παρεξήγησαν τόσα άλλα, παρεξήγησαν και τούτο και κατά τον
μεσαίωνα η ρυπαρότης κατήντησε να θεωρήται απαραίτητον συμπλήρωμα της
αγιότητος, από τα ασκητήρια δε η αποστροφή προς το νερόν μετεδόθη και
εις την κοινωνίαν και εις αυτά τα ανάκτορα, όχι δε μόνον εις την
Ανατολήν, αλλά και εις την Δύσιν, περισσότερον μάλιστα εις την Δύσιν.
Ο Ερρίκος Δ' δεν ήτο καθαρώτερος του ημιαγρίου Βερσιγετόριγος· και
όταν ποτέ του έφεραν μίαν ευειδή χωριατοπούλαν, εις την οποίαν
εσταμάτησε με πόθον το βλέμμα του κατά τινα εκδρομήν, είπε με
μορφασμόν δυσαρεσκείας — αφού εβεβαιώθη ότι την είχον οδηγήσει
προηγουμένως εις το λουτρόν:

 — Μου την ανοστήσατε. Ποίος σας είπεν ότι τα βερύκοκα πρέπει να
τρώγωνται πλυμένα;

Αλλά και σήμερον ίσως υπάρχουν βασιλείς τρώγοντες τα βερύκοκα άπλυτα.
Δεν υπάρχει όμως ίσως ούτε καρβουνιάρης ρέπων προς την ρυπαρότητα
όσον ο τόσον διαλάμπων εις την ιστορίαν και τα μυθιστορήματα
Λουδοβίκος 14ος εις τον οποίον ήρκει ποτήριον ύδατος διά τον πρωινόν
του καθαρμόν, όταν τον έκαμνε και αυτόν, και ο οποίος παντοία
νοσήματα έπαθεν από την πολυφαγίαν και την ακαθαρσίαν του.

Εδώ, εξαιρέσει των ναυτικών μερών, όπου τα παιδία πίπτουν από το
στήθος της μητρός των εις την θάλασσαν, μέχρι προ ολίγων δεκάδων ετών
η θάλασσα η «πικροκυματούσα» ενέπνεε θρηνώδεις στίχους, αλλ' όχι και
την ιδέαν της καθαριότητος. Συνήθως έν και μόνον θαλάσσιον λουτρόν
εγίνετο και τούτο κατά την νύκτα της Αναλήψεως και διά λόγους
κερδοσκοπικούς. Με την πρόφασιν του λουτρού έμενον αγρυπνούντες εις
τα παράλια. Διότι υπάρχει η ιδέα ότι κατά την νύκτα εκείνην ανοίγουν
αστραπιαίως οι ουρανοί και ό,τι ζητήση κανείς κατά την στιγμήν
εκείνην το λαμβάνει άνωθεν. Δεν αναφέρονται όμως παραδείγματα
ανθρώπων οι οποίοι επλούτισαν ή απέκτησαν ό,τι δήποτε κατ' αυτόν τον
τρόπον. Περί ενός μόνον λέγεται ότι, ιδών το άνοιγμα του ουρανού, δεν
επρόφθασε να εκφράση πλήρη ευχήν. Θέλων να ζητήση χίλια φλουριά ή
χίλια εκατομμύρια, μόνον την λέξιν χίλια επρόφθασε να προφέρη. Αλλ' ο
ουρανός, παίζων με τας λέξεις, του έδωκεν αντί χιλίων φλουριών
τερατώδη χείλια.

Μόνον όταν διέδωκαν οι ιατροί ότι τα θαλάσσια λουτρά ωφελούν εις την
υγείαν και μάλιστα εις το κάλλος, διεδόθη και η χρήσις των θαλασσίων
λουτρών. Εδώ οι πρώτοι θαλάσσιοι λουτρώνες ιδρύθησαν το 1853 ή 54 εις
το Νέον Φάληρον.

Αλλ' εις την αγάπην προς τα θαλάσσια λουτρά συνετέλεσε πολύ και το
παράδειγμα της βασιλίσσης Αμαλίας, ήτις ηγάπα περιπαθώς το κολύμβημα
όπως και την ιππασίαν. Και μη φοβουμένη, όπως ο στρατηγός Τσουρτς,
όστις εκολύμβα κρατών λόγχην διά ν' αμυνθή κατά των καρχαριών,
κατέβαινεν εις το Παλαιόν Φάληρον κατά τον βαθύν όρθρον και εκολύμβα.
Αι οικογένειαι κατέβαιναν με τα κάρρα, οι δε νέοι με γαϊδούρια της
Πλάκας, τα οποία συνηθροίζοντο είς τινα πλατείαν της συνοικίας
Μακρυγιάννη και εδίδοντο αντί 50 λεπτών ή δραχμής. Κατά την πρωίαν
της Κυριακής ιδίως απετελείτο μεγάλη και ευθυμοτάτη
γαϊδουροκαβαλλαρία εις την οδόν Φαλήρου από τριακόσιους και
πεντακόσιους νέους, οίτινες επλήρουν φαιδρού θορύβου και ασμάτων την
πεδιάδα, συναντώντες δε την Βασίλισσαν επιστρέφουσαν παρετάσσοντο
εκατέρωθεν της οδού· η δε αυστηρά και αγέρωχος Αμαλία δεν κατώρθωνε
να τηρήση την σοβαρότητά της, οσάκις, μετά των νέων, εχαιρέτων την
διάβασίν της και οι όνοι διά βροντερών σαλπισμάτων.

(Ιούνιος 1898).



ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΛΘΟΝ



Η δίκη του Σαχτούρη επανέφερε ζωηράς τας απογοητεύσεις και τας
πικρίας με τας οποίας επότισε τον ελληνισμόν η κατά τον πόλεμον
μικρόψυχος και ακατανόητος διαγωγή των διοικούντων τον ελληνικόν
στόλον. Και εις την σκέψιν έρχονται συγκρίσεις απελπιστικαί ου μόνον
προς το ηρωικόν τέλος των δύο ισπανικών μοιρών και την ψυχράν
ανδρείαν και πολεμικήν τέχνην των Αμερικανών, αλλά και προς το
προχείρως συγκροτηθέν εξ εμπορικών πλοίων ελληνικόν ναυτικόν της
επαναστάσεως.

Η ναυτική ημών εξέλιξις αποτελεί αλλόκοτον οξύμωρον. Ήμεθα
ισχυρότεροι εφ' όσον ήμεθα ασθενέστεροι. Επί Ορλώφ, ο Λάμπρος
Κατσώνης ανεστάτωσε την Μεσόγειον με ολίγα παληοκάραβα μεταποιηθέντα
εις καταδρομικά. Επί της επαναστάσεως, ο Μιαούλης με πρώην εμπορικά
πλοία κατεναυμάχει φοβερούς τουρκικούς στόλους, ο δε Κανάρης
εισήρχετο με μίαν βάρκαν εις τον λιμένα της Χίου και επυρπόλει την
τουρκικήν ναυαρχίδα.

Σήμερον η Τουρκία δεν είχε στόλον και όμως οι ναύαρχοί μας έτρεμον
επί των θωρηκτών τα οποία εκυβέρνων και ήσαν έτοιμοι να πλεύσουν
ολοταχώς προς το λυβικόν πέλαγος, εάν ενεφανίζετο τουρκική σημαία
έστω και επί ιστιοφόρου. Σήμερον οι ναυτικοί μας εκυβέρνων
τορπιλοβόλα με ταχύτητα 22 μιλίων και όμως δεν ετόλμησαν να κάμουν,
όχι ό,τι έκαμεν ο Κανάρης με μίαν βάρκαν, αλλ' απλώς ν' ανατινάξουν
ένα παληοκάραβον υπνώττον εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης.

Έτυχε κατ' αυτάς να εύρω έγγραφον περίεργον, χρονολογούμενον από του
1823, το οποίον συντελεί εις το να καταστή εναργεστέρα, αλλά και
θλιβερωτέρα η αντίθεσις αύτη. Η επιστολή αύτη απευθύνεται υπό του
πλοιάρχου και βουλευτού Φαρών Νικολάου Λουμάκη προς τον Α. Λουριώτην,
όστις είχεν αποσταλή μετά του Ορλάνδου και Κοντοσταύλου εις Αγγλίαν
προς συνομολόγησιν δανείου. Εις την επιστολήν δε ταύτην δίδουν
σημασίαν επίκαιρον και τα εν Αντίλλαις διαδραματιζόμενα πολεμικά
γεγονότα. Κατά πάσαν πιθανότητα ο Λουμάκης είνε ο πρώτος Έλλην
πλοίαρχος όστις έπλευσεν εις το απώτατον εκείνο αρχιπέλαγος. Ιδού η
επιστολή.

«Προς τον ευγενέστατον κύριον Ανδρέαν Λουριώτην.

»Εις το έτος 1803 εφόρτωσα από Λιβόρνον κρασιά και λάδια εις το
πλοίον μου ονομαζόμενον «Άγιος Νικόλαος» με σημαίαν τουρκικήν και
διοικούμενον παρ' εμού του Γεωργίου Α. Λουμάκη, αποφασισμένος διά τας
Αντίλλας, Μαρτινίκαν, Γουαδαλούπαν και λοιπάς νήσους, διά λογαριασμόν
ιδικόν μου.

»Αναχωρούντες από Λιβόρνον εις τας 29 Μαρτίου διά ημέρας 44 εφθάσαμεν
έξω Λουίζας και Μαρτινίκας. Αυτού με εβιζιτάρισεν ο ναύαρχος Άγγλος,
όστις εκρατούσε την πολιορκίαν ταύτης της νήσου, και με έγγραφον
διαταγήν εις το φιρμάνι της σημαίας μου με διέταξε να υπάγω εις την
Γουαδαλούπαν, όπου επούλησα το φορτίον και αγόρασα άλλο, καφέ, ζάχαρη
και λοιπά διά Λιβόρνον και Σμύρνην.

»Την δευτέραν ημέραν της αναχωρήσεώς μου με συνέλαβε ένα αγγλικό
βατσέλο, ονομαζόμενον «Σανδώρ», του πλοιάρχου Ουίλιαμς· με εσυνόδευσε
και με έσυρεν εις την νήσον Αντίνουαν, όπου έκαμε την πούλησιν όλου
του φορτίου, το καράβι μου εκρατήθη και εγώ εβαρκαρίσθηκα εις
αγγλικήν φρεγάδαν και έφθασα εις Λόνδραν. Και εκεί λαμβάνοντας
διαταγήν του Κουβέρνου, έστειλα εις Αντίνουαν δύο φοράς διά να μου
σταλούν όσα πιστοποιητικά μου εκράτησεν η εκεί διοίκησις, αλλά δεν
έλαβα ουδεμίαν απόκρισιν και ένεκα των μεγάλων εξόδων εις τους
αβουκάτους και διά άλλας αιτίας ανεχώρησα από Λόντραν διά την πατρίδα
μου Ψαρά και από τότε δεν ημπόρεσα να κάμω τίποτες.

Δι' αυτό λαμβάνω το θάρρος να σε παρακαλέσω να εξετάσης δι' αυτήν την
υπόθεσιν και να μου γράψης.

»Η αιτία που γράφομαι Γεώργιος Λουμάκης είναι που το φιρμάνι της
σημαίας μου ήτο εις το όνομα του πατρός μου και εγώ το εκαπετάνεβα.

Εις Ναύπλιον την 15 Μαΐου 1823.

Ο φίλος σου ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΟΥΜΑΚΗΣ
Βουλευτής Ψαρών

Άξιον παρατηρήσεως είνε ότι, ενώ μόλις το 1786 επετράπη εις τους
Έλληνας ραγιάδες να ναυπηγήσουν πλοία μεγαλείτερα των σακολέβων, μετά
17 έτη πλοίον ελληνικόν διέπλευσε τον Ατλαντικόν ωκεανόν. Και σήμερον
ότε έχομεν ατμήρη ναυτιλίαν, αμφιβάλλω αν πλοίον υπό ελληνικήν
σημαίαν διέπλευσεν ακόμη τον πορθμόν του Σουέζ. Τούτο δεικνύει
παράδοξον και γενικήν οπισθοδρόμησιν εις το ναυτικόν μας, εφ' όσον
αυξάνουν τα υλικά αυτού μέσα και αι ευκολίαι. Και εις μεν το
εμπορικόν ναυτικόν ίσως ο μέγας διεθνής συναγωνισμός εξηγεί την
παρακμήν· αλλά το πολεμικόν μας ναυτικόν πώς δύναται να δικαιολογηθή,
όταν έχη ενώπιον του αντίπαλον σχεδόν ανύπαρκτον, τον τουρκικόν
στόλον;

Εις προηγούμενον άρθρον περιέγραψα τους παρατόλμους πλόας του
Νικολάου Σουρμελή και το θάρρος με το οποίον διέφυγε την ενέδραν την
οποίαν του έστησεν ο Χόβαρτ προ του λιμένος της Σύρου. Σήμερον έχω να
προσθέσω και άλλα τινά περί του βίου του ναυτικού εκείνου, όστις
έδειξεν εις τον κόσμον ότι δεν εξέλιπεν ο ελληνικός ηρωισμός και
ανεζωπύρωσε τον προς το Ελληνικόν ναυτικόν θαυμασμόν.

Ότε έτη τινά μετά το 1869 μετέβη εις Κωνσταντινούπολη, διά να
επισκεφθή την εκεί αποκατεστημένην θυγατέρα του, ο Χόβαρτ πασάς τον
εκάλεσεν εις γεύμα, όπερ απέφυγε κατά προτροπήν του φιλέλληνος
πρεσβευτού της Αμερικής Τάκερμαν, ειπόντος αυτώ ότι δεν ήρμοζεν ο
κυβερνήτης της «Ενώσεως» να παρακαθήση εις την τράπεζαν ενός
μισθοφόρου. Όταν δε κατέπλευσε κατά τύχην εις Μύκονον το ιταλικόν
θωρηκτόν «Αφοντατόρε», ο κυβερνήτης αυτού επισκεφθείς τον Σουρμελήν
του είπεν: «Ημείς απλοί ναυτικοί υποκλινόμεθα ενώπιόν σου, διότι σε
περιβάλλει η δόξα». Μικρόν δε μετά την Κρητικήν επανάστασιν, ο Μεχμέτ
Αλής της Αιγύπτου, σχεδιάζων να επαναστατήση κατά του Σουλτάνου, δεν
απετάθη εις Άγγλον ή Γάλλον, αλλ' εις τον Έλληνα Σουρμελήν διά να του
αναθέση την διοίκησιν του στόλου του.

Και ο Σουρμελής δεν εσπούδασεν εις σχολάς ναυτικάς, ως δεν εσπούδασεν
ο Μιαούλης, δεν έφερε γαλόνια και παράσημα ως ο κ. Σαχτούρης. Ήτο
απλούς εμποροπλοίαρχος, μορφωθείς εις το ευρύ σχολείον των τρικυμιών
και των κινδύνων, αλλά προ πάντων είχεν εις τα στήθη του ζωηράς τας
γενναίας και ευτόλμους παραδόσεις του ελληνικού ναυτικού. Ήτο άρά γε
η τελευταία εκδήλωσις της ναυτικής μας υπεροχής;

(Ιούλιος 1898).



ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ



Κατά το θέρος η πλατεία του Συντάγματος μετατίθεται εις το Νέον
Φάληρον και ο ευρισκόμενος εις το Νέον Φάληρον νομίζει ότι δεν
απεμακρύνθη από το Σύνταγμα. Τα αυτά πρόσωπα, η αύτη ράθυμος κίνησις
επάνω κάτω, η αυτή ακινησία των εκατέρωθεν καθημένων, οι οποίοι
φαίνονται ως ν' απεκοιμήθησαν επί των καθεκλών. Οι καθήμενοι
φαίνονται ως κοιμώμενοι, οι περιπατούντες κινούνται ως υπνοβάται. Και
αυτή η θάλασσα κοιμάται πολλάκις και απλώνεται με τοιαύτην νωχέλειαν
οκνηρίας, με τοιαύτην νέκραν τέλματος, ώστε δυσκόλως από την πλατείαν
γεννάται αισθητή η παρουσία της. Και πολύ δικαίως κάποιος είπε μίαν
εσπέραν, ενώ παρετήρει τα ακίνητα εκείνα νερά, από τα οποία
ανεδίδοντο, ενόμιζες, ζεστοί ατμοί:

 — Θάλασσα είνε αυτή ή μπουγάδα;

Και αυτή η μουσική είνε νυσταλέα και επιτείνει την νύσταν η οποία
στάζει από την βαρείαν ατμόσφαιραν του Νέου Φαλήρου. Άλλος ο οποίος
αισθάνεται, όπως εγώ, την ανίαν αυτής της παραλίας, μου έλεγε πρό
τινων ημερών:

 — Ο ανυπόφορος μουσικός θόρυβος, από τον οποίον είνε γεμάτη η Αθήνα
ημέραν και νύκτα, μας παρακολουθεί και εδώ, όπου ερχόμεθα ν'
ανακουφισθώμεν από την τύρβην της πόλεως. Και έπειτα ακούεις πολλούς
να λέγουν ότι έχομεν έλλειψιν μουσικής. Αλλά τι θέλουν αυτοί οι
άνθρωποι δι' όνομα Θεού Να τρελλαθούμε από μουσικήν;

Το Παλαιόν Φάληρον δεν έχει μουσικήν, ούτε πλατείαν, ούτε εξέδραν,
ούτε πολιτισμόν. Η παραλία εκείνη είνε όπως την έκαμεν η φύσις. Και η
φύσις την έκαμε το καταλληλότερον μέρος διά ναπομονωθή κανείς από τον
θόρυβον και τα ψεύδη της ζωής και ναφεθή εις τους ρεμβασμούς του. Ο
ορίζων ανοίγεται πλατύς ενώπιόν του, η δε γραμμή της παραλίας
εκτείνεται πολύστροφος, με γραφικάς ανωμαλίας, εδώ μεν εκτείνουσα
βραχώδεις γλώσσας εις την θάλασσαν, εκεί κοπτομένη αποτόμως και
παραπέρα διαγράφουσα αβράς καμπύλας και κόλπους, ως αγκάλας. Η φύσις,
διατηρούσα το κράτος της, επιβάλλει και εις τους ανθρώπους την
απλότητά της. Και εδώ οι Αθηναίοι δεν κινούνται πλέον ως νευρόσπαστα,
αλλά περιπατούν ως άνθρωποι· και τίποτε δεν τους εμποδίζει ναφεθούν
εις την γοητείαν της φαληρικής εσπέρας. Η ιερά μεγαλοπρέπεια της
ώρας, ήτις απλόνει βασιλικήν αλουργίδα εις την δύσιν και περιβάλλει
τον Υμηττόν με τα τρυφερώτερα χρώματα του ίου, αναγκάζει και τους
αγροικοτέρους να χαμηλώνουν την φωνήν. Και ουδεμία αδιακρισία
ταράσσει την μυστικήν ομιλίαν, την οποίαν συνάπτουν αι ψυχαί των
ανθρώπων με την ψυχήν του κόσμου κατά τας στιγμάς εκείνας, ότε η
αμφιλύκη αρχίζει να δίδη εις τα αντικείμενα την αμφιβολίαν του
ονείρου.

... Εκαθήμην μόνος εις μίαν άκραν της ακτής, και τα βλέμμα μου
πλανώμενον συνήντα από καιρού εις καιρόν μίαν υψηλήν και λεπτήν
γυναικείαν μορφήν, ορθίαν εις απόστασιν επί αλιπλήκτου βράχου και
βλέπουσαν προς την δύσιν. Εν τω μεταξύ αι σκιαί επυκνούντο,
ελαφροτάτη πνοή αύρας ήρχισε να ψιθυρίζη μυστηριώδεις λόγους εις την
ακοήν μου και εις την λείαν επιφάνειαν της θαλάσσης διήρχοντο
φρικιάσεις. Και όσον επυκνούντο αι σκιαί της εσπέρας, η επί του
βράχου γυναικεία μορφή απέκτα και αυτή την αοριστίαν ονείρου. Ολίγον
κατ' ολίγον κατεπίνετο υπό του σκότους και έπαυσε να διακρίνεται, ως
να μετεβλήθη και αυτή εις σκιάν, ως να εξητμίσθη.

Η αύρα εξακολουθεί να ψιθυρίζη και η φωνή της μου φαίνεται ως να
έρχεται από τα βάθη του παρελθόντος. Και υπό την εντύπωσιν ταύτην
διακρίνω τας ομιλίας και τα γέλια της Ναυσικάς και των συντρόφων της
εις τον πολύχαρον θόρυβον ομάδος κοριτσιών, διερχομένων εις
απόστασιν. Έπειτα εις την φαντασίαν μου περνά ο Δημοσθένης, αγορεύων
προς την θάλασσαν και αγωνιζόμενος να λύση τον γλωσσοδέτην του.
Σήμερον εις την αυτήν παραλίαν επιδεικνύεται, ως χάρις και ευγένεια,
ο τραυλισμός του ρ, τον οποίον ο μέγας ρήτωρ εθεώρει ελάττωμα και
ασχημίαν. Αλλά μήπως το αυτό ελάττωμα εις το στόμα του Αλκιβιάδου, ο
οποίος επρόφερε τους κόρακας κόλακας, δεν εθεωρήθη υπό των συγχρόνων
του Αθηναίων ως χάρις; Και τότε το ρ του Αλκιβιάδου, όπως σήμερον το
Γαλλικόν, έγινε συρμός εις τας Αθήνας.

Διαδοχικώς άλλαι μορφαί ανθρώπων και πραγμάτων των περασμένων εποχών
περνούν εις τον ρεμβασμόν μου. Και εις την γραμμήν των φώτων της
παραλίας βλέπω τους πυρσούς των βιγλών του Φαλήρου, όταν ειδοποίουν
τους κατοίκους των Αθηνών διά την εμφάνισιν πειρατικών πλοίων. Οι
Αθηναίοι, βλέποντες τα σήματα του κινδύνου, φεύγουν έντρομοι προς τα
όρη, όπου ίσως άλλοι λησταί τους περιμένουν. Και εις την ερημωθείσαν
πόλιν, όπου τα αρχαία μάρμαρα ορθούνται ως επιτύμβιοι στήλαι, έμεινε
μόνον εσχατόγηρος μοναχός, όστις με τρέμουσαν χείρα χαράσσει επί του
μαρμάρου το σπαρακτικόν χρονικόν: «15 του Μάη.... ήρθαν η φούστες και
η χώρα ερημώθηκε. Κλάψετε την Αθήνα».

Το πλατάγισμα ιστίου διακόπτει τον ρεμβασμόν μου. Μία βάρκα διέρχεται
εγγύτατα της ακτής με το ιστίον ελαφρώς κολπούμενον υπό της
ενταθείσης πνοής της εσπέρας. Ακούω τον υγρόν θρουν του σχιζομένου
υπό της πρύμνης νερού· και μετ' ολίγον έρχεται δροσερά συμφωνία
νεανικών φωνών, απομακρυνομένων προς το Νέον Φάληρον:

     Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι

(Αύγουστος 1898).



ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΤΡΩΝ



Ενώ ετοιμάζομαι διά το λουτρόν, έρχονται εις την ακοήν μου τα
λεγόμενα υπό των ευρισκομένων εις τας γειτονικάς μπανιέρας και ο
συγκεχυμένος θόρυβος των ευρισκομένων ήδη εις την θάλασσαν, τον
οποίον διακόπτουν από καιρού εις καιρόν οι δούποι των πιπτόντων εις
το νερόν.

 — Γιάννη! φωνάζει δεξιά μία βαρεία φωνή.

 — Τι θες; Είσαι έτοιμος;

 — Είμαι έτοιμος, αλλά... φοβούμαι να πέσω.

 — Τι φοβάσαι;

 — Ξέρω κ' εγώ; Ίσως... την συγκοπήν.

 — Έλα, βρε, μην είσαι ανόητος. Πόσες ώρες είνε που έφαες;

 — Θάνε τέσσερες και πλέον.

 — Ου! η πέψις έχει γίνει. Δεν υπάρχει κανείς φόβος.

 — Γιάννη, έχω κακά προαισθήματα... Αισθάνομαι ρίγος.

 — Τι θες να αισθάνεσαι, αφού είσαι γυμνός; Έλα πέσε. Κ' εγώ είμαι
έτοιμος.

 — Φοβούμαι. Έχουν γίνει τόσα δυστυχήματα.

 — Δυστυχήματα;

 — Ναι, πνίγηκαν τόσοι... επιβάται της «Βουργουνδίας».

 — Παύσε τις σαχλαμάρες.

Ακούων αυτόν τον διάλογον, σκέπτομαι, ότι με τον φόβον της θαλάσσης,
τον οποίον έχουν πολλοί, και με τα δυστυχήματα τα οποία συμβαίνουν
εις τους λουομένους από πνιγμούς, συγκοπάς και αποπληξίας, το
θαλάσσιον λουτρόν έχει πολλήν αναλογίαν με μίαν μάχην. Ο μεταβαίνων
να λουσθή, όπως και ο μεταβαίνων να πολεμήση, έχει πολλάς πιθανότητας
να μη γυρίση. Διατί να μη εισαχθούν εις τα στρατιωτικά γυμνάσια και
τα θαλάσσια λουτρά, ως ασκήσεις θάρρους; Υποθέτω ότι οι διοικούντες
τον στρατόν μας κατά τον πόλεμον δεν είνε κολυμβηταί, άλλως θα ήσαν
πλέον ριψοκίνδυνοι ή θα είχαν πνιγή, ότε δεν θα επαθαίναμεν ίσως όσα
επάθαμεν.

Ο διάλογος εξηκολούθησε δεξιά:

 — Άκουσε, αν πάθω τίποτε, σου κάνω διαθήκη· Σ' αφήνω την Κάκια....
να την προστατεύης, σαν αδελφός.

 — Αν την προστατεύσω σαν φίλος;

 — Σ' αφήνω την κατάρα μου!

 — Καλά, εγώ είμαι έτοιμος και κατεβαίνω. Έλα να πέσωμε μαζή.

Μετ' ολίγον βλέπω τον φοβούμενον την συγκοπήν εις την κλίμακα. Είνε
τριακοντούτης μόλις, αλλά φαίνεται ότι πραγματικώς φοβάται και μόνον
μετά νέας παρακινήσεις του φίλου του κατεβαίνει με πολλούς δισταγμούς
και προφυλάξεις εις την θάλασσαν, όπου δέχεται την επαφήν του νερού
με λαχτάραν σκύλου.

 — Αι! πώς είσαι; τον ερωτά ο άλλος, αφού εβούτηξε και επανήλθεν εις
την επιφάνειαν.

 — Μου φαίνεται ότι... ζω ακόμη... Μα τι κρύο που είνε το νερό!

 — Κουνήσου να ζεσταθής.

Ο δειλός, ολίγον κατ' ολίγον ενθαρρυνόμενος, απομακρύνεται από την
κλίμακα και αρχίζει ν' «ακτοπλοή», ως λέγει. Ο άλλος κολυμβά ολίγον
βαθύτερα και ο διάλογος εξακολουθεί:

 — Φφφ! είδες το πρωτότυπο δράμα «Για την Τιμή»;... Φφφ!...

 — Εβούλιαξε κιαυτό.

 — Κ' έπρεπε... φφφ!... να επιπλεύση, αφού έχει μέσα... φφφ!... ένα
νεροκολόκυθο.

Ενώ δεξιά μου συνήπτετο ο ανωτέρω διάλογος, αριστερά δύο σοφοί
ωμίλουν περί των αρχαίων λουτρών. Και ακούω τας εξής πληροφορίας περί
των Ρωμαϊκών λουτρών:

 — Εις τα λουτρά του Καρακάλα μπορούσαν να λουσθούν συγχρόνως 3000
άτομα. Είχαν 1600 εδώλια από πορφυρίτην και μάρμαρον, αιθούσας προς
ανάπαυσιν και συνδιάλεξιν και βιβλιοθήκας. Ήσαν δε καταστόλιστα από
αγάλματα και μωσαϊκά και τα πέριξ εσκιάζοντο από πλατάνους και άλλα
δένδρα. Εκεί ευρέθη ο Φαρνέσιος Ηρακλής, εις δε τα λουτρά του Τίτου
ανεκαλύφθη το περίφημον σύμπλεγμα του Λαοκόοντος.

Μετ' ολίγον οι δύο σοφοί πίπτουν με σεμνοπρέπειαν εις την θάλασσαν
και κολυμβούν παραλλήλως, ούτως ώστε αι λευκαί κεφαλαί των φαίνονται
ως ζεύγος νήσσων. Και ενώ σιγοπλέουν, εξακολουθούν την περί των
αρχαίων βαλανείων ομιλίαν.

Εν μέσω του θορύβου των λουσμένων ακούεται και μια παιδική φωνή, η
οποία ερωτά:

 — Αν έρθη τώρα μπαμπά ο καρχαρίας, πώς θα το καταλάβω;

 — Θα το καταλάβης όταν θα σε καταπίνη.

 — Και σα με καταπιή, τι θα γίνω;

 — θα γίνης... θα γίνης... Καλλίτερα να μη σε καταπιή, γιατί αν σε
καταπιή μούντσωσ' τα!

Όταν εξήλθα από την θάλασσαν, είχον ήδη εξέλθει και οι δύο σοφοί και
τους ακούω ενδυομένους και συνεχίζοντας τας σοφάς των ομιλίας.

 — Παρετήρησες; Η γυμνότης είνε ηδονή και ηδονή όχι μικρά. Ίσως αυτό
το αίσθημα είνε λείψανον της προπατορικής ευδαιμονίας. Ομού με τον
Παράδεισον οι προπάτορες έχασαν και την ελευθερίαν της γυμνότητος και
ευρέθησαν εις την ανιαράν ανάγκην να ενδύωνται.

 — Και μάλιστα με φύλλα συκής, είπεν ο άλλος γελών. Σήμερον τα
μεταξωτά οπωσδήποτε υποφέρονται.

 — Σκέπτομαι να την αναπτύξω μίαν ημέραν αυτήν την ιδέαν.

 — Περί;

 — Περί γυμνότητος ιστορικώς και ψυχολογικώς. Αι γυναίκες φαίνεται
ότι αισθάνονται περισσότερον αυτήν την τέρψιν, γι' αυτό τρέχουν τόσον
εις τα θαλάσσια λουτρά. Όχι τόσον διά την τέρψιν του νερού, όσον διά
την ηδονήν της γυμνότητος.

 — Τι είπεν ο Κολοκοτρώνης όταν είδε τας κυρίας να χορεύουν ντεκολτέ
στο Παλάτι;... Αι, το λουτρό είνε ολόκληρο... ντεκολτέ. Τα εννέα
δέκατα των γυναικών είνε Νάρκισσοι, εις τους οποίους το λουτρόν
επιτρέπει πλήρη τον αυτοθαυμασμόν· επί πλέον δε εκθέτει και εις τον
φθόνον των άλλων γυναικών τα πλαστικά θέλγητρα, τα οποία έχουν ή
νομίζουν ότι έχουν. Σημείωσε δε ότι και η ασχημοτέρα γυναίκα νομίζει
ότι κάτι έχει από την Αφροδίτην, αν όχι κάλλος, τουλάχιστον χάριν.
Και ό,τι έχουν τείνουν να το επιδείξουν. Αυτήν δε την τάσιν υποβοηθεί
και ο συρμός. Δεν βλέπεις πώς ανασύρουν και τεζάρουν το φόρεμα, διά
να παρουσιάζουν τας γραμμάς και τα σχήματα που κρύπτει το ένδυμα; Δεν
είνε γύμνωσις αυτή;

 — Εις την οδόν Σταδίου μπορείς να δης και κάτι σχετικόν. Εις μίαν
προθήκην είνε εκτεθειμένη εικών, εις την οποίαν παρίσταται ολόγυμνη η
πρώην πριγκήπισσα Σιμαΐ, η περιβόητος Κλάρα Ουάρ. Αυτή η κυρία
εγκατέλιπε τον πρίγκηπα σύζυγόν της και έφυγε μένα άσχημον Αθίγγανον,
μόνον και μόνον, φαίνεται, διά να έχη την ελευθερίαν να εκτίθεται
γυμνή εις τα θέατρα και να δίδη εις το εμπόριον φωτογραφίας της
γυμνάς.

Ενώ ακούω τ' ανωτέρω, διακρίνω επί των σανίδων, μεταξύ διαφόρων
βωμολοχιών, την φράσιν «Η αλήθεια είνε γυμνή». Και υπ' αυτήν άλλη
χειρ έχει σημειώσει: «Δεν ντρέπεται η σιχαμένη;»

(Αύγουστος 1898).



Ο ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ



Με τα τρυγόνια ανεφάνη και ο Σακκουλές κατόπιν μακράς εκλείψεως. Τον
είδα εις την πλατείαν του Συντάγματος με τον παρδαλόν από ποικίλα και
αλλεπάλληλα εμβαλλώματα ιματισμόν του, με την απαραίτητον ράβδον, την
οποίαν κρατεί υπό μάλης διά ν' αμύνεται κατά των σκύλων και των
ανθρώπων. Μόνον η πήρα του λείπει διά να παρουσιάζη πλήρη τον τύπον
του αρχαίου κυνικού.

Τον είδα καθ' ην στιγμήν τον ελοιδώρουν εξ αποστάσεως τρία τέσσερα
παιδία, εις τα οποία προσετέθη αυθορμήτως και ένας σκύλος. Οι
άνθρωποι τέρπονται να τον ενοχλούν και τον βασανίζουν, οι σκύλοι δεν
τον χωνεύουν. Οι σκύλοι, όπως οι άνθρωποι, κρίνουν τους ανθρώπους
κατά το ένδυμά των· αρκεί δε να φορή κανείς πενιχρά ή κάπως ιδιόρρυθμα
ενδύματα διά να κινήση την δυσπιστίαν και την εχθρότητα των σκύλων.
Εκείνος ιδίως ο παράσιτος του καφενείου Ζαχαράτου Τριζώνης γίνεται
έξω φρενών άμα ίδη πτωχόν άνθρωπον. Μίαν ημέραν έσχισε την βράκαν
ενός νησιώτου, αποτολμήσαντος να πλησιάση εις την είσοδον του
καφενείου. Όταν δε κατά την εσπέραν των Χριστουγέννων και της
Πρωτοχρονιάς επιτρέπεται εις μίαν ομάδα βρακοφόρων Ναξίων να ψάλλουν
τα κάλλανδα και να χορεύουν εις το καφενείον, ο Τριζώνης δεν ευρίσκει
ησυχίαν. Και περιφερόμενος με νευρικότητα, παρατηρεί βλοσυρώς τους
βρακοφόρους και φαίνεται ότι τον πνίγει η απορία: «Το τέλος του
κόσμου έφθασε; Τι θέλουν αυτοί οι χωριάτες εδώ; Και πώς τους
ανέχονται οι ευγενείς μου φίλοι και αυθένται;»

Εννοών όμως (και διά να το εννοήση θα εχρειάσθησαν πιθανώς και ολίγα
λακτίσματα) ότι οι ευγενείς του φίλοι ευρίσκουν άγνωστον τέρψιν εις
τα καμώματα των αγροίκων εκείνων, αναγκάζεται και αυτός να τους
ανέχεται, αλλ' όχι χωρίς να φανερόνη την δυσφορίαν του και να
διαμαρτύρεται με υποκώφους γρυλισμούς.

Ομοίως οι φρακοφόροι υπηρέται των πλουσίων οικιών περιφρονούν τον
πτωχόν κόσμον εξ ου προήλθον και οι υψίπλουτοι είνε συνήθως τόσον
αγέρωχοι και σκληροί προς τους πρώην ομοίους των.

Ο Σακκουλές γνωρίζων το εναντίον του μίσος του Τριζώνη, του αποδίδει
τα ίσα, και εις τας υλακάς απαντά δι' ύβρεων και επιθέσεων διά της
ράβδου. Και μίαν ημέραν ηκούσθη να του λέγη:

 — Λιμοκοντόρος μας γίνηκες και συ και δεν χωνεύεις τους φτωχούς
ανθρώπους; Να, για να πάρης γάντια! Να, για ν' αγοράσης
λουστρίνια!... Παλιόσκυλο, δεν βλέπεις τα χάλια σου, που δεν έχεις
βρακί να φορέσης, μόνο μας κάνεις τον τρανό και συ! Εγώ, μωρέ, είμαι
φτωχός, μα δεν κουνώ την ουρά μου κανενός για να μου δώση να φάω· τη
δεκάρα την παίρνω με το σπαθί μου, με το άστε-ντούα.... Ου! να χαθής,
παλιοζάγαρο, πρόστυχε, ξιππασμένε!

 — Πού ήσουνα, βρε Σακκουλέ; τον ηρώτησε κάποιος εκ των περιφερομένων
εις την πλατείαν.

 — Ήμουν εξορία, απήντησεν ο επαίτης με σοβαρότητα πολιτικού
εξορίστου. Φέρε τώρα μια δεκάρα!

 — Και ποιος σ' εξώρισε;

 — Ξέρω 'γώ; Η αστυνομία. Έλα κουνήσου, φέρε τη δεκάρα!

 — Μα γιατί σ' εξώρισαν;

 — Πολλά λες. Κύλα τη δεκάρα, σου λέω.

 — Θέλω πρώτα να μου πης γιατί σ' εξώρισαν.

 — Γιατί θέλουν να διώξουν όλους τους τίμιους ανθρώπους από την Αθήνα
και να μείνουν μόνον οι κλέφτες κ' οι μπαγαπόντιδες. θα δώσης τώρα τη
δεκάρα ή να....

 — Τι;

 — Έλα, μη μου βγάλης τη ψυχή για μια παλιοδεκάρα.

 — Δεν έχω δεκάρα. Άιντε τράβα!

 — Ώστε μ' εκοροΐδευες τόση ώρα; είπεν ο Σακκουλές.

Και αποσυρθείς έξω βολής, ήνοιξε την παλάμην εν σχήματι ριπιδίου.

 — Να!... να σου πάρ' ο διάολος τον πατέρα, παλιομπαγάσα, Τριζώνη!

Αλλ' ο ούτως υβριζόμενος εδέχθη τας ύβρεις ως ανθόνερον. Ο σκοπός του
άλλως τε αυτός ήτο· να ερεθίση τον θρασύστομον επαίτην, διά να τον
υβρίση. Ο Σακκουλές πληροί μίαν ανάγκην μιας όχι ολιγαρίθμου τάξεως
ανδρών, τους οποίους διασκεδάζουν τα χονδρά λόγια, η ύβρις και η
βωμολοχία. Άλλοι εξ αυτών, τυχαίως φθάσαντες εις κοινωνικόν επίπεδον
ανώτερον του Σακκουλέ, στενοχωρούνται εις την νέαν κατάστασιν, ως εις
ξένον ένδυμα· η συνάφεια των δε με τον Σακκουλέν τους επαναφέρει εις
την φυσικήν των κατάστασιν. Άλλοι κολακεύονται υπό της ιδέας ότι ο
αλήτης τους υβρίζει, ως σημαντικά υποκείμενα. Διά τους περισσοτέρους
ο Σακκουλές είνε ο είλως της Σπάρτης, ο οποίος άπαξ του έτους είχε
την ελευθερίαν να μεθύσκεται και να λαλή προς τους κυρίους του με
γλώσσαν αχαλίνωτον. Η αυτή ανάγκη της ωμής αληθείας εδημιούργησε την
βωμολόχον ελευθεροστομίαν των επανερχομένων από τα Ελευσίνια και
βραδύτερον την ελευθερίαν των Απόκρεων.

Εις το Ηράκλειον της Κρήτης ήτο προ ετών ένας τρελλός Τούρκος, ο
οποίος εξηρεθίζετο και ύβριζε και ελιθοβόλει οσάκις του απηύθυνον το
επιφώνημα «Ζιτ! ζιτ!». Άμα ενεφανίζετο εις την Πλατειάν Στράταν, τα
ερεθιστικά επιφωνήματα απετέλουν δαιμονιώδη βόμβον εκατέρωθεν. Ο δε
παράφρων, ως κεντριζόμενος υπό οίστρου, εγίνετο έξαλλος και έτρεχεν
υβρίζων ή και λιθοβολών δεξιά και αριστερά. Αλλά μίαν ημέραν οι
τεχνίται και οι έμποροι της Πλατειάς Στράτας συνεφώνησαν να μη τον
πειράξουν, διά να ίδουν τι θα συνέβαινε. Την επιούσαν ενεφανίσθη ο
τρελλός εις την Πλατειάν Στράταν, διήλθεν όλην την οδόν, αλλ' ουδείς
τον επείραξεν, ουδείς εφάνη προσέξας εις την διάβασίν του. Αντί δε ν'
απέλθη ευχαριστημένος, εστράφη προς τα οπίσω και εκ νέου διέτρεξε την
οδόν. Και πάλιν όμως δεν τον επείραξαν. Τότε εστράφη προς τα οπίσω
και διερχόμενος εφώναζε προς τους τεχνίτας και εμπόρους:

 — Ζιτ! ζιτ!

Δεν σας φαίνεται ότι την θέσιν του τρελλού εκείνου έχει εις τας
Αθήνας όχι ο Σακκουλές, αλλ' εκείνοι οίτινες προκαλούν τας ύβρεις
του; Αλλ' ο Σακκουλές ικανοποιεί και την παιδικήν σκληρότητα, την
οποίαν πολλοί διατηρούν εις την μεγάλην ηλικίαν. Βασανίζουν τον
επαίτην, όπως τα παιδία βασανίζουν τον ποντικόν, τον οποίον
συλλαμβάνουν.

Η αστυνομία εξορίζει συνήθως τον Σακκουλέν εις Σύρον, διότι, νομίζω,
κατάγεται από τας Κυκλάδας. Εκεί τον είδε προ καιρού κάποιος
Αθηναίος, περαστικός από την Ερμούπολιν. Και επειδή δεν εγνώριζε
κανένα και έπληττε, εκάλεσε τον Σακκουλέν και τον εκέρασε·

 — Τι θέλεις εδώ, Σακκουλέ;

 — Είμαι εξόριστος. Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την
επεθύμησα την Αθήνα μας.

Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε:

 — Δος μου τώρα μια δεκάρα!

 — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα.

 — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα!

(Αύγουστος 1898).



Ο ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ



Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον
κουτσαβάκην. Είχε κατέλθει εθελοντής, διά να ελευθερώση την Κρήτην
αλλά μετ' ολίγας ημέρας αφήκε την νήσον εις την τύχην της. Πέρυσι,
κατά το θέρος, τον επανείδα εδώ.

 — Τι γίνεσαι; τον ερωτώ. Τι δουλειές πολεμάς;

 — Καλλιεργώ δερβισιλίκι, μου απαντά.

 — Καλλιεργείς δερβισιλίκι; επανέλαβα μη εννοήσας.

Ο κούτσαβος εγέλασε.

 — Δεν τη καταλαβαίνεις του λόγου σου αυτή τη γλώσσα. Δερβισιλίκι
είνε η λεβεντιά. Είμαστε λεβέντες εμείς, έχουμε και στη γειτονιά μας
λεβέντισσες.

Ήτο στυλωμένος εις το πεζοδρόμιον, κλείσας δε το μάτι και στρίβων το
μουστάκι του, μου έδειξε με το νεύμα το απέναντι παράθυρον, όπου μια
υπηρέτρια εκαθάριζε τα τζάμια.

 — Μα τέλος πάντων, του είπα, όσο δερβίσης κιάν είνε κανείς έχει
ανάγκην να τρώγη. Καμμιά εργασία δεν κάνεις;

 — Πώς; Είμαι θιασάρχης, είπε, προσηλόνων πάντοτε το βλέμμα εις το
απέναντι παράθυρον.

 — Θιασάρχης;

 — Έχω ένα καραγκιόζη στην πλατεία.

Τον συνεχάρην φυσικά, αυτός δε με παρεκάλεσε να γράψω κάτι εις την
εφημερίδα διά το «θέατρόν» του· μ' εκάλεσε μάλιστα και να το
επισκεφθώ. Και μου είπε:

 — Έρχεται όλη η αριστοκρατία των Αθηνών. Απόψε έχουμε τους «Ληστάς
της Ισπανίας» ένα ωραίο δράμα.

Υπεσχέθην, αλλ' ελησμόνησα την υπόσχεσίν μου. Τον συνήντησα εκ νέου
και μου παρεπονέθη ότι τον ελησμόνησα. Άλλην δε ημέραν, καθ' ην με
είδε διερχόμενον εις το αυτό μέρος και η δούλα ήτο πάλιν εις το
παράθυρον, μου εφώναξεν εξ αποστάσεως:

 — Ακόμη να γράψης για το θέατρο. Κάμε μου τη χάρι να γράψης δυο
λόγια. Στη μπαρούτη πούχομε φάει μαζή στην Κρήτη!

Διά να μη του δώσω αφορμήν να μ' εξορκίση άλλην φοράν στους Τούρκους
που φάγαμε μαζή, έγραψα ολίγας λέξεις διά τον «εξυπνότατον
Καραγκιόζην, όπου συγκεντρώνεται κάθε βράδυ το άνθος της αθηναϊκής
αριστοκρατίας».

Προ ολίγων ημερών τον επανείδα. Και μου ωμίλησε περί των εκλογών.

 — Πώς τα βλέπεις τα εκλογικά μας;

 — Εσύ με ποιους είσαι; του είπα χωρίς ν' απαντήσω εις την ερώτησίν
του.

 — Με κανένα. Τι ανάγκη τους έχω; Όταν πεινώ εγώ, δεν μου δίδει
κανείς να φάω. Εγώ κυτάζω τη δουλειά μου.

 — Δηλαδή το δερβισιλίκι; Τώρα καραγκιόζη δεν έχει.

 — Κάνω δουλειές του ποδαριού.

 — Ένας παλληκαράς σαν εσένα δεν μπορεί να μείνη έξω από την
εκλογικήν κίνησιν.

 — Με ζητούν κι' από το ένα κόμμα κι' από το άλλο, αλλά δεν
αποφασίζω. Φοβούμαι μη βρω κανένα μπελλά.

 — Φοβάσαι να μη σκοτώσης κανένα, αι;

 — Όπως είμαι αράθυμος και ζόρικος, μπορώ να κρατηθώ σε μια εκλογική
συμπλοκή;

 — Έχω την ιδέαν ότι, όταν θ' αποφασίσης, θα πας με το Κορδόνι.

 — Θεός φυλάξοι! εγώ να δώσω ψήφο του Κορδονάραγα, πούφερε τον Ετέμ
και τον έλεγχο; Κάλλιο να μου κοπή το χέρι! Μόνο του Σμολένσκη θα
δώσω άσπρο. Α! δεν μπορώ· επολέμησα μαζή του στο Βελεστίνο.

 — Βρε θεομπαίκτη, εμένα μην τα λες αυτά που σε ξέρω.

Ο ήρως εγέλασε.

 — Με είδες στην Κρήτη, αλλά δεν με είδες στο Βελεστίνο. Αν θέλης
ρωτάς και το στρατηγό, που με είδε.

 — Μα πήγες αλήθεια στο Βελεστίνο; Έλα, την αλήθεια, στη μπαρούτη που
φάγαμε!

 — Εγώ δε θυμούμαι να πήγα. Μα σαν το θυμάται ο στρατηγός, ποιόν να
πιστέψωμε;

Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος,
αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου
έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν:

 — Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς!

Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους
μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον.

 — Τι μούτρα είν' αυτά. μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι;

 — Μην τα ρωτάς! Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω
μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν
ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. —
Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του
δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα
σωστό.

 — Και τον εσκότωσες, σκυλί;

 — Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα
τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε
του λέω:

 — «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι'
απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες».

 — Ώστε τώρα είσαι;...

 — Ντεληγιάννης και το νύχι μου!

Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής. Ο δε
μαχητής του Βελεστίνου εξηκολούθησε:

 — Μα μπορεί ένας άνδρας με αίμα, ένας δερβίσης να μην είνε με το
Κορδόνι; Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Το φωνάζεις και βροντά σαν
τουφεκιά, σαν χαλκούνι!

Και διά να μου αποδείξη τους λόγους του, εφώναξε με όλην την δύναμιν
των πνευμόνων του:

 — Κορδονάραρος!

Έπειτα με φρενίτιδα αληθινού δερβίσου εκ των ωρυομένων ώρμησε προς τα
κάτω, τρέχων διά να φθάση την απομακρυνομένην διαδήλωσιν και
βρυχώμενος:

 — Κορδόναρος! Κορδοναρούμπαρος!

(Φεβρουάριος 1899).



ΑΓΩΝΕΣ ΑΣΧΗΜΙΑΣ



Ο αρχαίος φιλόσοφος Αρίστιππος είπεν ότι η κίνησις είνε ηδονή. Οι
Τούρκοι με το ραχάτ και οι Ιταλοί με το «dolce far niente» είπον το
αντίθετον. Αλλ' ίσως και ο αρχαίος φιλόσοφος ενόει ότι η κίνησις είνε
αναγκαία διά να αισθάνεται κανείς έπειτα μεγαλειτέραν την ηδονήν της
ακινησίας.

Το βέβαιον είνε ότι, αν έζη σήμερον ο Αρίστιππος, θα ηναγκάζετο να
τροποποιήση την γνώμην του διά να προσθέση ότι η υπερβολική κίνησις
είνε παραφροσύνη.

Τοιαύτα εσκεπτόμην προχθές, ενώ παρετήρουν εις το Ν. Φάληρον τους
ποδηλατικούς αγώνας. Όσον αυξάνει διά των εφευρέσεων η ευκολία και η
ταχύτης της συγκοινωνίας, τόσον αυξάνει και η απληστία της ταχύτητος
και η ανθρωπότης φαίνεται ως να θέλη να φθάση εις τον ίλιγγον και να
τελειώση με την μέθην του ιλίγγου. Τόση είνε η ανησυχία των σημερινών
ανθρώπων, ώστε ο κόσμος καταντά πλέον στενός και ανεπαρκής να
περιλάβη αυτήν την ανησυχίαν και την πολυπραγμοσύνην. Και αν δεν
ευρεθή ταχέως το πηδάλιον του αεροστάτου διά να δοθή διέξοδος προς τα
επάνω, φόβος υπάρχει ότι η ανησυχία μας θα μεταβληθή εις μανίαν, ο δε
μικρός πλανήτης μας εις φρενοκομείον.

Άλλως τε αυτή καθ' εαυτήν η κατάχρησις της κινήσεως και της ταχύτητος
άγει εις την νευρικήν εξάντλησιν και την νευροπάθειαν. Η τόσον
διαδεδομένη εις τους χρόνους μας νευρασθένεια θεωρείται ως αποτέλεσμα
της ταχύτητος και της εντάσεως με την οποίαν ζώμεν. Ενώ ο περί του
βίου αγών είνε τόσον έντονος και πυρετώδης, αι ψυχαγωγίαι είνε επίσης
κοπιώδεις. Διά ν' αναπαυθούν οι κεκμηκότες ταξειδεύουν, υποβάλλοντες
νεύρα και εγκέφαλον εις τους κραδασμούς της ατμομηχανής, αναρριχώνται
εις τα βουνά και επιδίδονται εις ασκήσεις υπερεξαντλητικάς.

Δεν θέλω να είπω ότι θα ήτο προτιμότερον να ταξειδεύωμεν ακόμη με
βωδάμαξα και ιστιοφόρα. Αλλ' αφ' ότου απεκτήσαμεν τόσα μέσα ταχείας
συγκοινωνίας, δεν εννοείται προς τι υποβαλλόμεθα εις τόσον
υπερβολικάς ασκήσεις δρόμου διά των ποδών ή του ποδηλάτου,
προσθέτοντες εις τον πνευματικόν κάματον και την σωματικήν
υπερκόπωσιν και παρασκευάζοντες πρόσφορον έδαφος εις τα νευρικά
νοσήματα.

Κατά τους τελευταίους ποδηλατικούς αγώνας των Παρισίων, οίτινες
παρετάθησαν επί 60 ώρας, πάντες όσοι επέμειναν αγωνιζόμενοι πέραν των
24 ωρών έδειξαν σημεία διαταράξεως των φρενών. Είς εξ αυτών ενόμιζεν
ότι οι θεαταί έρριπτον λίθους εις τον δρόμον του. Άλλος έβλεπεν ένα
μαύρον γάτον, προπορευόμενον του ποδηλάτου, και παρεπονείτο ότι ο
φόβος μήπως καταπλακώση το ζώον ανέκοπτε την ταχύτητά του. Τρίτος,
ενώ ωδηγείτο εις το ιματιοφυλάκιον διά ν' αλλάξη και ν' αναπαυθή,
ήρχισε να παραληρή· επεχείρησε δε και να φύγη γυμνός. Αι διαταράξεις
αύται υπεχώρησαν εις γενναίον και αναπαυτικόν ύπνον αλλά τις δύναται
να βεβαιώση ότι δεν θα επανέλθουν, μάλιστα μετά νέαν τοιαύτην
κόπωσιν, και ότι τότε θα παρέλθουν όπως τώρα;

Και εις το Λονδίνον κατά τους τελευταίους εις τον Τάμεσιν αγώνας
λεμβοδρομίας μεταξύ των φοιτητών Οξφόρδης και Κανταβριγίας, οίτινες
άλλως δεν συγκρίνονται προς τους εξηκονταώρους ποδηλατικούς αγώνας,
είς μεν εκ των νικητών ελιποθύμησεν, άλλος δε έπαθε νευρικήν
εξάντλησιν σοβαράν.

Αλλ' οι αγώνες γίνονται χάριν των θεατών, οι δε θεαταί είνε λίαν
απαιτητικοί. Διά να ικανοποιηθή το ενδιαφέρον των πρέπει να ίδουν
τραγικάς υπερβολάς. Όταν οι ήρωες του δράματος παύσουν να πάσχουν,
παύει και το ενδιαφέρον των θεατών. Εις τους υπερανθρώπους άθλους
τους οποίους χειροκροτούν οι σημερινοί άνθρωποι εις τα στάδια αναζεί
η αγριότης των Ρωμαίων θεατών. Και οι σημερινοί αγώνες δεν είνε πλέον
αγώνες μεταξύ ανθρώπων ή μεταξύ ανθρώπων και θηρίων, αλλά πάλη μεταξύ
του ανθρώπου και των φυσικών νόμων, δηλαδή σύγκρουσις του αυγού και
της πέτρας.

Αγώνες τοιούτοι δεν έχουν κανένα σκοπόν, δεν έχουν προ πάντων τον
κύριον σκοπόν τον οποίον είχαν οι αγώνες εις την Ελληνικήν
αρχαιότητα. Διότι, αντί να δημιουργούν ωραία, υγιή και ρωμαλέα
σώματα, δημιουργούν ασυμμετρίας σωματικάς, ασχήμους αναπτύξεις των
μυών και νευρικήν νοσηρότητα. Εις τας υπερβολάς του σημερινού
αθλητισμού προσβάλλεται εξ ίσου η αισθητική και η λογική. Και μάλλον
έπρεπε να ονομάζωνται αγώνες ασχημίας. Εκεί δ' εννοούμεν καλλίτερα
την συγγένειαν την οποίαν έχουν αι λέξεις αθλιότης και κακομοιριά
(*).

(Απρίλιος 1899).

*) Όλα τα ανωτέρω χρονογραφήματα εδημοσιεύθησαν εις το «Εμπρός»



ΤΕΛΟΣ





*** End of this LibraryBlog Digital Book "Ενώ διέβαινα - Χρονογραφήματα" ***

Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.



Home