By Author | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Title | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Language |
Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ] Look for this book on Amazon Tweet |
Title: Η Φωτεινή - Ο μαγευμένος εργαλειός - Η καλή Νεράιδα Author: Papadopoulou, Arsinoi Language: Greek As this book started as an ASCII text book there are no pictures available. *** Start of this LibraryBlog Digital Book "Η Φωτεινή - Ο μαγευμένος εργαλειός - Η καλή Νεράιδα" *** Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. ΑΡΣΙΝΟΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Η ΦΩΤΕΙΝΗ Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΣ Η ΚΑΛΗ ΝΕΡΑΙΔΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΑΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ». 44 — Οδός Σταδίου 44 1917 ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΥΤΗΣ ΥΨΗΛΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΔΑ ΕΛΕΝΗΝ Η σεπτή Σου μήτηρ μ' ενεθάρρυνε να γράψω τα Παραμύθια αυτά. Εις Σε την λατρευτήν Βασιλοπούλα μας, η οποία με αγάπην ενδιαφέρεται δια την μόρφωσιν των Ελληνοπαίδων, αφιερώνω και την δευτέραν, λαϊκήν αυτήν, έκδοσίν των. ΑΡΣΙΝΟΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Όταν το πρώτον εδημοσιεύθησαν τα παραμύθια αυτά, είλκυσαν την προσοχήν των φιλολογούντων, όπως και των παιδαγωγών· η αβίαστος γλώσσα της Κυρίας Παπαδοπούλου, την οποίαν ύμνησεν ο Εμμανουήλ Ροΐδης, και το παιδαγωγικόν πνεύμα, το οποίον τα διαπνέει, έδωσαν αμέσως χωριστήν θέσιν εις αυτά. Πρώτην φοράν βιβλίον με ποιητικήν αληθώς χάριν εγράφετο δια τα παιδία μας, δια τούτο έγινεν από μικρούς και μεγάλους ανάρπαστον Αλλ' η έκδοσις εκείνη πολυτελεστάτη με χρωματιστάς εικόνας ήτο δαπανηρά. Κατ' αίτησιν γονέων δημοσιεύομεν αυτά εις χωριστά τεύχη εις λαϊκήν έκδοσιν βέβαιοι ότι και εις τους διδασκάλους παρέχομεν βοήθημα προς διδασκαλίαν δια ζωντανών παραδειγμάτων και εις τους μικρούς αγαπητόν ανάγνωσμα. Ο Εκδότης IΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ Η ΦΩΤΕΙΝΗ Γεννήθηκα για ν' αγαπώ Φως γύρω μου αιώνια Στον κόσμον να σκορπώ. — Μη φεύγης, πατέρα, δεν ακούεις ο άνεμος πώς φυσά! — Και ημπορώ να μη φύγω, παιδί μου; Αν δεν ψαρέψω, πώς να φέρω το βράδυ χρήματα 'ς το σπίτι! Και με όλην την κακοκαιρίαν έλυσε την βάρκαν του ο κυρ Σταμάτης ο πατέρας της μικράς Φωτεινής, και έφυγεν εις την ανοικτήν θάλασσαν. Μικρά ήτον η βάρκα, αλλ' ήτον άφοβος ο κυρ Σταμάτης· με απλωμένα τα πανιά της ωρμούσε 'ς το πέλαγος δια να πιάνη με τ' αγκίστρια του τα μεγάλα εκείνα ψάρια, τα οποία ακριβοπληρώνουν οι πλούσιοι, όταν τα ευρίσκουν εις την αγοράν. Ήτο πολύ πτωχός ο κυρ Σταμάτης· είχε την καλύβα του εκεί κοντά 'ς την ακροθαλασσιά, κατοικούσε εις αυτήν με την Φωτεινήν και την Βασιλικήν, μεγαλυτέραν αδελφήν της, και με την καλήν των μητέρα, η οποία εκείνας τας ημέρας είχεν αποκτήσει ένα μωρό, τον χαϊδευμένον απ' όλους Γιαννάκην. Χαρούμενος έφυγε το πρωί ο κυρ Σταμάτης, αλλά πόσον δυστυχής επέστρεψε το βράδυ! Ένα μεγάλο κύμα αναποδογύρισε την βάρκα του και την έκαμε θρύμματα· θα επνίγετο βέβαια και αυτός, αν εκείνην την στιγμήν δεν επερνούσεν ένα πλοίον. Τον είδεν ο πλοίαρχος από μακράν να παλαίη με τα κύματα και έστειλε και τον έσωσε. Τον έφεραν το βράδυ εις το σπίτι πληγωμένον και κτυπημένον εις όλον του το σώμα. Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα! Με τα ολίγα γράμματά της, όπως ημπόρεσε το εδιάβασεν η μητέρα. — Ο πατέρας μας γράφει, είπεν επί τέλους εκείνη, ότι έπεσε πάλιν εις το στρώμα πιασμένος από ρευματισμούς, και με παρακαλεί να πάγω να τον περιποιηθώ. Αλλά τώρα να σ' αφήσω εσένα έτσι, ποτέ δεν γίνεται· ούτε να πάρω μαζί μου τον Γιαννάκη... ημπορεί να κρυώση το αβάπτιστο μωρό εις τον δρόμο — ημπορεί να πάθη. — Στείλε την Βασιλική. — Ίσια, ίσια δεν την θέλει· παραπονείται ότι την άλλην φοράν, όταν την εστείλαμεν, η Βασιλική έτρεχεν εις τα χωράφια να παίζη και τον άφινεν ολομόναχον. Εμένα παρακαλεί να 'πάγω... Η Φωτεινή απ' την γωνιά, όπου εκάθητο, εσπόγγισε τα δάκρυά της και ήλθε. — Στείλε με εμένα, μητέρα. — Εσύ! τόσο μικρή τι θα ημπορέσης να κάμης! — Ω! στείλε με και θα ιδής. Πώς ν' αφήσωμε τον καϋμένο τον παππού ολομόναχο και άρρωστο! * * * Πριν ξημερώση, η Φωτεινή έκαμεν ένα δέμα τα ολίγα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, και, με την ευχήν του πατέρα και της μητέρας της εξεκίνησεν. — Ο Θεός να είνε μαζί σου 'ς το δρόμο σου, της είπαν. Έπρεπε να περιπατήση όλην την ημέραν η μικρά κόρη, διότι ο παππούς εκατοικούσε πολύ μακρυά. Εάν έως το μεσημέρι επεριπατούσε, χωρίς να σταθή πουθενά, μόλις τότε θα έφθανεν εις το βουνόν, το οποίον τώρα, εις το γλυκοχάραγμα της αυγής, διέκρινε πολύ μακρυά εμπρός της, εκεί όπου ο ουρανός εφωτίζετο μ' ένα γλυκύ τριανταφυλλένιο χρώμα. Έπειτα, αφού θα έκαμνε τον γύρον του βουνού, έπρεπε πάλιν να περιπατήση έως το βράδυ, χωρίς πούπετα να σταθή, και τότε μόνον θα έφθανεν εις τον ελαιώνα, όπου ο παππούς, πέραν εις την άκραν της ρεματιάς, είχεν ένα χωράφι ιδικόν του σπαρμένο με βαμβακιές και δίπλα εκεί την πτωχικήν του καλύβην. Η Φωτεινή περιπατούσε συλλογισμένη· η λύπη της ήτο, διότι ο πατέρας της δεν είχε πλέον βάρκα, θα επήγαινε τώρα ως υπηρέτης εις άλλον ψαράν να εργάζεται με το ημερομίσθιον. Εσυλλογίζετο και τον παππού της... Ολομόναχος ο καϋμένος ο γέρος, καθώς είνε, να πονή και να μη μπορεί να κουνηθή! Καλά έκανα να πάρω μαζί μου την δακτυλήθρα μου, το ψαλίδι μου, κλωσταίς και βελόνες· θα κάθωμαι εις το πλάι του να διορθώνω τα ρούχα του, και θα του λέγω και όσα τραγούδια ξεύρω διά να τον διασκεδάζω. Κρίμα, ότι δεν ημπορώ καλά ακόμη να διαβάζω, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου διά να τον κάμνω να λησμονή τους πόνους του. Με αυτούς τους συλλογισμούς το πονετικό κορίτσι έφθασεν έως τον μισόν δρόμον χωρίς διόλου να κουρασθή. Είδε τότε τον ήλιον υψηλά και ενόησεν ότι ήτο μεσημέρι· εκάθισεν εις την σκιάν, κάτω από ένα δένδρον διά να φάγη το πτωχικόν της γεύμα· ολίγαις μόνον εληαίς και ψωμί είχε βάλει η μητέρα της εις το καλαθάκι της. Αυτό μόνον είχαν οι πτωχοί άνθρωποι εις το σπίτι! Αλλ' η Φωτεινή έτρωγε με πολλήν όρεξιν· έξαφνα ακούει γύρω της κάτι λεπταίς και παραπονετικαίς φωναίς. Πουλάκια είνε! λέγει. Σηκώνει τα 'μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον μίαν μισοκρημνισμένην φωληάν. Αχ! ο άνεμος ο δυνατός, που έσπασε του πατέρα μου την βάρκα, θα γκρέμισε και αυτή τη φωλίτσα!.. Αφίνει τότε το ψωμί της και ζητεί τα πουλάκια. Ήσαν πέντε μικρά, χωρίς πτερά ακόμη, τόσο μικρά, ώστε το τριμμένο ψωμί, το οποίον επροσπάθησε να τους δώση να φάγουν η Φωτεινή, δεν ήξευραν να το καταπιούν! — Αν τ' αφήσω εδώ, καμμία αλεπού από το βουνόν, κανένα φίδι, θα τα φάγουν εξάπαντος, συλλογίζεται με ανησυχίαν· πρέπει να τα βάλω πάλιν υψηλά επάνω εις το δένδρον, αλλά πώς; .... Πολλήν ώραν εσυλλογίσθη η μικρά κόρη, αλλ' επιτέλους το ηύρε. — Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια! Α! ξεύρω με τι! Είχε δεμένην η Φωτεινή την πλεξούδαν της με μιαν ωραίαν κορδέλλα τριανταφυλλιάν· προχθές της την είχεν αγοράσει η μητέρα της, όταν την επήρεν εις το πανηγύρι· και πόσον είχε καμαρώσει η μικρά, όταν έδεσε με αυτήν τα μαλλιά της! Τώρα όμως συλλογίζεται... — Τα πουλάκια δεν έχουν φωληά, ας οικονομηθώ εγώ και χωρίς κορδέλλα . . . Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση. Ευτυχής τώρα εξακολουθεί τον δρόμον της. — Τι καλά, συλλογίζεται, όταν έλθη η μητέρα των, δεν θα εύρη τα παιδάκια της σκορπισμένα, θα τα εύρη σε ζεστή μέσα φωληά. Το δειλινό επείνασε πάλιν και έβγαλεν από την τσέπην της το ολίγο ψωμί που της έμεινεν, αλλ' ενώ έτρωγε, παρατηρεί σε μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ένα χονδρό σχοινί ένα αρνάκι. Ω! το δυστυχισμένο ζώον! είπε. Θα το ελησμόνησαν εκεί όλην την ημέραν μέσα 'ς τον ήλιο, και δι' αυτό έχει κρεμασμένο κάτω το κεφαλάκι του! Τρέχει κοντά του και εκείνο με ένα πολύ παραπονετικόν μ π έ, σαν να ζητούσε κάτι να της ειπή. Η Φωτεινή με την πονετικήν της καρδιά, ενόησε. Διψά, είπε· κυττάζει γύρω της και βλέπει μίαν μισοκρημνισμένην καλύβα· εκεί κοντά ήτο και ένα πηγάδι και είχε κουβάν! Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου. Έτρεξεν η Φωτεινή και έφερε την στάμναν γεμάτην έως εις την θύραν αλλ' η γρηά δεν εφάνη με τούτο ευχαριστημένη. — Έμβα και μέσα, της λέγει· κύτταξε πώς είνε άνω κάτω η καλύβα μου! Μία πέτρα μεγάλη εκύλισεν έως εδώ από το βουνό από το λατομείον εκείνο, όπου βλέπεις τώρα να βγάζουν μάρμαρα, και μου έσπασε το πόδι· έχω ημέρες πολλές εις το στρώμα και κανείς δεν εσυλλογίσθη να έλθη να ερωτήση, αν χρειάζομαι τίποτε. . . — Και τι θέλεις να σου κάμω; απαντά με καλωσύνην η Φωτεινή. — Να σαρώσης, να στρώσης το κρεβάτι μου, ν' ανάψης φωτιά! — Ω, είπεν η μικρά κόρη δεν βαρύνομαι την δουλειά, αλλά βιάζομαι να φθάσω 'ς τον παππού. Πώς να σ' αφήσω όμως κ' εσένα παραπονεμένην. . . Θα σου κάμω όσα μου εζήτησες και έπειτα θα τρέξω, θα τρέξω 'ς τον δρόμον μου όσο βιαστικά ημπορώ. Και αμέσως η μικρά κόρη, διά να έχη ελευθερίαν εις την εργασίαν της, έβγαλε το σαλάκι, με το οποίον την είχε τυλίξει το πρωί η μητέρα της, και ήρχισε να συγυρίζη τα πάντα με προθυμίαν. Εις ολίγην ώραν όλα ήσαν έτοιμα· αλλ' η γρηά ανοίγει τότε μίαν άλλην θύραν, δίπλα εις το κρεβάτι της. — Βλέπεις τι είνε εκεί μέσα; την ερωτά. — Ναι, βλέπω· έχεις βάλει σκουλήκι, διά να βγάλεις μετάξι. . . Ω, και πόσο πολύ! — Ναι· αλλά θα γνωρίζεις ίσως, ότι το σκουλήκι διά να προκόψει χρειάζεται μεγάλην καθαριότητα, ενώ εδώ μέσα, αφ' ότου αρρώστησα, δεν εμβήκε κανείς να καθαρίσει. — Θα εκκαθάριζα εγώ, είπεν η Φωτεινή, αλλ' ο παππούς είνε άρρωστος και μόνος και κοντεύει να βραδιάσει.... — Αν τ' αφέσης, της απαντά η γρηά, όλα αυτά τα αθώα και εργατικά ζωύφια, τα οποία πνίγονται τώρα εκεί, θα ψοφήσουν έως το βράδυ.... Λυπημένη εστάθη η Φωτεινή και έβλεπεν Ω, ναι, πολλά δεν ημπορούσαν πλέον να κινηθούν, άλλα ήσαν κάτω πεσμένα και άλλα, ενώ είχαν αναβή επάνω εις το κλαδί διά ν' αρχίσουν να πλέκουν το κουκούλι των, έμμενον εκεί με την κλωστήν εις το στόμα, χωρίς να έχουν την δύναμιν να προχωρήσουν. — Άκουσε τι θα κάμω, είπεν επί τέλους η Φωτεινή. Θα έμβω και θα καθαρίσω, αλλ' έπειτα τόσο πολύ βιαστικά θα τρέξω, ώστε ούτε την αναπνοήν μου δεν θα πάρω εις τον δρόμο μου, διά να προφθάσω, πριν νυκτός, να εύρω την καλύβα του παππού. — Θα προφθάσεις, ήτο η μόνη απάντησης της σοβαρής γριάς. Όπως είπεν, έκαμεν η Φωτεινή· με τα μικρά της χεράκια εκκαθάρισεν όλον εκείνο το δωμάτιον με τα πολλά του ράφια, γεμάτα όλα τριγύρω από τα εργατικά ζωύφια. Όταν ετελείωσεν, άρχιζε πλέον να νυκτώνει, αλλά περίεργον! ο δρόμος της τώρα ήτο ίσιος και εύκολος· χωρίς καμμίαν δυσκολίαν ευρέθη αμέσως εις την θύραν του παππού· γελαστή-γελαστή άνοιξε και εμβήκε. — Παππού, του λέγει, μη σε μέλη αν είμαι μικρά, θα σε περιποιηθώ τόσο πολύ, ώστε γρήγορα θα γίνης καλά. Δεν εδυσκολεύθη διόλου η Φωτεινή εις όσα είχε να κάμνει καθ' ημέραν εις του παππού· από πολύ μικρά χαράν της εύρισκε να βοηθά την μητέρα της, όσον ημπορούσεν, ώστε τώρα ήξευρε να κάμνει πολλά πράγματα. Ο παππούς με απορίαν του έβλεπε πόσον προσεκτικά καμωμένη ήτο πάντοτε η σούπα του, πόσον καλός ο καφές του. Εκαμάρωνε και την καλύβαν του τακτικά πάντοτε και καθαρά συγυρισμένην. Συχνά όμως μέσα εις τους πόνους του ανεστέναζεν. — Αχ! έλεγε, δύο χρονιές κατά σειράν έσπειρα το χωράφι μου σιτάρι, και το ψωμί δεν μου έλειψεν· εφέτος έπρεπε ν' αλλάξω την σπορά για να μη αδυνατίσει παραπάνω η γη, και την έσπειρα με σπόρο βαμβακιάς. Θα εκέρδιζα και μ' αυτό όσο για να ζήσω, αλλά δεν θ' αξιωθώ ούτε να μαζεύσω το βαμβάκι, ούτε να το καθαρίσω .... Η Φωτεινή ακούραστος έκαμνεν, όσα είχε παραγγείλει ο ιατρός. — Θα γίνης καλά, παππού, τον έλεγε, και μαζί θα συνάξωμε το βαμβάκι· αλλά πρέπει να παραγγείλης καινούρια υποδήματα, με τα παλιά δεν θα ημπορέσης να έβγης έξω· τώρα το φθινόπωρο κάμνει υγρασίαν . . . — Ούτε διά να διορθώσω παιδί μου, τα παλιά δεν μου μένουν πλέον χρήματα. Τόσον καιρό καρφωμένος εδώ 'ς το στρώμα εξόδευσα τα ολίγα, όσα είχα οικονομήσει. Η Φωτεινή δεν έλεγε τίποτε, αλλ' ένα βράδυ, όταν είδε τον παππού της ολίγον καλλίτερα, έφερε μίαν αγκαλιά καλάμια και λεπτά κλαδιά από λυγαριές. — Σε παρακαλώ, παππού, του είπε, μάθε με να πλέκω καλάθια· ενθυμούμαι, ότι άλλοτε μας έφερνες εις το σπίτι ωραία πλεγμένα καλάθια. Το χωράφι του παππού ήτο φραγμένον πέρα και πέρα επάνω εις την ρεματιών όλον με καλαμιές, και η Φωτεινή γρήγορα έμαθε να πλέκει καλάθια ωραιότατα με πολύ λεπτά κλαδάκια λυγαριάς και με καλάμια. Προσεκτική, καθώς ήτο, κατόρθωσε μάλιστα με τα επιτήδειά της χεράκια να πλέξη καλάθια πολύ μικρά με ξεχωριστήν λεπτότητα και τέχνην. Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν; — Είνε μακρυά, παιδί μου, απ' εδώ η πόλις και η Σπίθα, αφ' ότου απέκτησε το γαϊδουράκι της, έγινε ζώον πεισματάρικο· επειδή δεν με βλέπει πλέον εμένα έξω, δεν εννοεί να υπακούση εις κανένα. Πριν έλθης, είχα στείλει με αυτήν ένα χωριατόπαιδο να μου φέρη τον γιατρό, αλλά το έρριψε 'ς τον δρόμον κ' εγύρισε πίσω με κλάματα. — Θα την εκακομεταχειρίσθη, παππού· να ιδής πόσον καλά εννοεί, ότι εγώ αγαπώ και περιποιούμαι το παιδάκι της και έρχεται και παίζει και πηδά και αυτή μαζί μας. Είνε μια χαρά να την βλέπη κανείς! Θα εννοήση, ότι θα την φέρω πάλιν οπίσω εις το παιδί της και δεν θα με ρίψη εμένα. Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν. Η Φωτεινή αφ' εσπέρας είχε συνάξει από το βουνό κατακόκκινα κούμαρα και δροσερά ραδίκια· είχε και μίαν άλλην ιδέαν λαμπράν, το ωραιότερον από τα καλαθάκια της το εγέμισε με ώριμα βατόμουρα και το εστόλισε γύρω με κυκλαμιές· όλον μαζύ ομοίαζε σαν ωραία ανθοδέσμη. Εις άλλο καλάθι έβαλε τα σταφύλια της κληματαριάς, στολισμένο και αυτό με άνθη· επήρε μαζί της και τα ολίγα αυγά, τα οποία εσύναζεν από τας όρνιθας του παππού. Εις την αγοράν, όταν είδαν το εύμορφο και καθαρό κοριτσάκι να φθάση, όλοι έτρεξαν ποίος να πρωτοαγοράση όσα έφερνε· μόνον διά τα δύο στολισμένα της καλάθια της έδωσαν δέκα δραχμάς! Συνέπεσε μάλιστα να είνε πολύ ακριβά, ύστερον από τας βροχάς εις την αγοράν τα σταφύλια, ενώ τα ιδικά της, καθώς είχον ωριμάσει προφυλαγμένα κάτω από την κληματαριάν, ήσαν εξαίσια! — Γρήγορα, παππού, θα σου φέρω και ζεστό επανωφόρι, έλεγεν ευτυχής η Φωτεινή, και ό,τι άλλο χρειάζεσαι διά τον χειμώνα! Κάθε βράδυ θα πλέκω καλάθια και το πρωί θα πηγαίνω εις την αγοράν φορτωμένη. Έχει πολύ μεγάλα βατόμουρα βαθειά κάτω 'ς την ρεματιά· ηύρα και μακρυά εις τον κάμπον κάτι ώριμα φραγκόσυκα σαν μεγάλα τριανταφυλλιά λουλούδια! Είνε 'ς το βουνό και μία αγριαπιδιά φορτωμένη με απιδάκια φθινοπωρινά! Και η ανεμώνες ύστερα από τόσες βροχαίς εφύτρωσαν παντού! Μόνο καλά να γίνης, παππού μου, χρειάζεται τώρα! Κάμε γρήγορα. Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του. — Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν. — Πόσο θα διασκεδάζη ο Γιαννάκης μας, όταν μεγαλώση ολίγο και τον βάζω επάνω! είπεν. Δεν ενοούσεν η καλή κόρη να έχη τίποτε ιδικόν της, το οποίον να μη απολαμβάνουν και οι άλλοι! — Πάρε και ταις δύο καλλίτεραίς μου όρνιθες, εξηκολούθησεν ο παππούς· αλλ' επειδή ηξεύρω, ότι λυπείσαι, όταν κρεμούν τα ζώα από τα πόδια, της έβαλα μέσα εις αυτό το μεγάλο καλάθι· θα ταξειδεύσουν εις το γαϊδουράκι επάνω αναπαυτικά σαν αριστοκρατικαίς κυρίαις! Να ιδούμε μόνον πώς θα δεχθή το πρώτο του φορτίον εις την ράχιν το ζωηρό γαϊδουράκι. Έως έξω από τον ελαιώνα συνώδευσεν ο παππούς την εγγονήν του· πριν αρχίση ο ανηφορικός δρόμος, η Φωτεινή εστάθη. — Θα κουρασθής, παππούλι μου, του είπε, μη λυπήσαι που φεύγω, πολύ γρήγορα θα ξαναέλθω. Εκείνος εκάθισεν εις μίαν πέτραν και την εκαμάρωνε, καθώς του εκινούσεν η μικρά το μανδήλι της, ενώ απεμακρύνετο. Το γαϊδουράκι εις το πλάι της έφευγε κατευχαριστημένο, διότι ήτο εκείνη πλησίον του, και καμμίαν δυσκολίαν δεν έκαμνε διά το φορτίον. Δεν είχε περιπατήσει πολύ, όταν από μακράν είδε να έρχεται ίσια 'ς αυτήν ένα μεγάλο πρόβατον· ήτο τόσο παχύ, ώστε με δυσκολίαν επροχώρει, και εβέλαζε. — Δεν είνε δυνατόν να είνε το αρνί που επότισα αυτό! Εσυλλογίζετο η Φωτεινή· αλλ' εκείνο εσταμάτησεν εμπρός της σαν να ήθελε κάτι να της ειπή μ' εκείνο το παράξενο βέλασμά του. Η Φωτεινή έσκυψε και ήκουσε καθαρά. — Εγώ είμαι· όλο αυτό το μαλλί το εφύλαττα επάνω μου για σένα· πάρε το· είνε ιδικόν σου! Τι καλά, που έχω ψαλίδι επάνω μου, εσυλλογίσθη η Φωτεινή και ήρχισε να το κουρεύη. Μεγάλα, κάτασπρα και μαλακά μαλλιά έπιπταν κάτω· εις ολίγον έγιναν μία στοίβα μεγάλη. — Ω! εσυλλογίζετο η Φωτεινή· κανείς πλέον δεν θα κρυώνη εις το σπίτι· δι' όλους θα κάμη η μητέρα μου σκεπάσματα!.. Έκοπτεν, έκοπτεν· εστάθη όμως έπειτα και έβλεπε με απορίαν. — Αλλ' αυτά, αντί να ολιγοστεύουν επάνω εις το αρνί, όσο τα κόπτω γίνονται περισσότερα! Ούτε ένα κάρρο ούτε δύο, δεν θα τα χωρέσουν! Πώς θα τα πάρω μαζί μου!.. Άρχιζε να στενοχωρήται, όταν μια γρηά ήλθε και εστάθη πλησίον της· ήτο εκείνη, η οποία τόσον πολύ την είχε κάμει να κοπιάση! — Σ' επερίμενα, της λέγει, και σου έχω έτοιμο σακκί· άφησε με να τα στοιβάξω εγώ, συ δεν θα ημπορέσης. Και όλα εκείνα τα μαλλιά, τα οποία τώρα ήσαν γύρω από την Φωτεινήν σαν μικρά βουνά υψηλότερα από το ανάστημά της, ημπόρεσεν η γρηά και τα εστοίβαξεν εις ένα μόνον σακκί. Όταν το έφερε να το δέση η ιδία επάνω εις το γαϊδουράκι, η Φωτεινή εφώναξεν· — Ω! μη, το καϋμένο, θα πάθη από το πολύ βάθος! — Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι. Οι μεταξοσκώληκες, που εκαθάρισες συ, τόσο περίφημα κουκούλια έπλεξαν, ώστε, όταν έβγαλα το μετάξι, σε ενθυμήθηκα και ύφανα και για σένα ένα φόρεμα. Λάμπει περισσότερον από καθαρό χρυσάφι. Πάρε το καρύδι, αλλά πρόσεξε εις αυτό, το όποιον σου παραγγέλλω· δεν θα το ανοίξης, διά να ιδής το φόρεμα, παρά μόνον όταν φθάσης εις την θύραν της καλύβης σας. Τότε πρώτα να χωρίσης εις δύο το καρύδι, και έπειτα να κτυπήσης. Το ενόησες; Μη με παρακούσης! Συνηθισμένη η Φωτεινή να υπακούη τους μεγαλύτερους της, έβαλε το καρύδι εις την τσέπην της. Το δειλινό εστάθη να δώση να φάγουν αι όρνιθές της και εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά. Είδεν, ότι ήτο γεμάτη καρπόν· εγνώριζεν ότι ο καρπός της καστανιάς είναι απ' έξω σαν μία αγκιδωτή σφαίρα και μέσα έχει δύο ή τρία κάστανα η κάθε μία. — Τι καλά, εσυλλογίσθη, η Βασιλική αγαπά τα κάστανα, θα ανεβώ να της κόψω ολίγα. Δεν επρόφθασεν όμως, πέντε πουλάκια με κελαδήματα χαράς επετάχθησαν μέσα από το δένδρον και με το ράμφος των άνοιγαν τον καρπόν και τα κάστανα έπεφταν κάτω. Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της. — Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε. Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει. Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκη 'ς τα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση. Ένα μεγάλο πλοίον, όχι βάρκα, αλλά πλοίον σωστό και στερεό ήτον εμπρός του και δέματα μεγάλα και αμέτρητα από βαμβάκι εγέμιζαν όλον τον δρόμον· και στοίβες από μαλλί ήσαν αραδιασμένες σαν βουνάκια πέρα και πέρα. Η μητέρα από την χαράν της ήρχισε να κλαίη. — Πώς μας τα έφερες όλα αυτά; ερωτούσαν όλοι μαζί την Φωτεινήν. Εκείνη διηγήθη την ιστορίαν της. — Αλλά, την διέκοψεν ο πατέρας, είπες ότι θα εύρισκες ένα ολόχρυσο φόρεμα; — Πώς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δεν το ηύρα. Με βάρκα είχα επιθυμήσει να σ' εύρω. Αλλ' ο πατέρας εβγήκε πάλιν έξω και εζήτησε κατά γης. — Εδώ είνε και το φόρεμα, εφώναξε, να το· και εσήκωσεν υψηλά ένα κασσελάκι. Το άλλο μισό του καρυδιού είχε γίνει ένα κασσελάκι με ωραία σκαλίσματα· μέσα ήτο το ολόχρυσο φόρεμα, και εθάμβωσαν τα μάτια όλων, όταν το είδαν. Η Βασιλική ήρχισε τότε να κλαίη. — Κι' εγώ την απήντησα αυτήν την γρηά, όταν επήγα 'ς του παππού, κι' εμένα μου εζήτησε να συγυρήσω την καλύβα της, αλλά της είπα, δεν έχω την όρεξί σου. — Μη λυπείσαι, μαζί θα το έχωμε· με την σειρά θα το φορούμε, της έλεγεν η Φωτεινή. Εδοκίμασεν η Βασιλική να το φορέση, αλλ' εστάθη αδύνατον· εκείνο εμαζεύετο και εκόντινεν επάνω της. — Ενόησα, είπεν επί τέλους, πρέπει να γίνω πρώτα σαν και σένα! Την άλλην ημέραν κόσμος πολύς έτρεξεν εις το παραθαλάσσιον να ίδη το ωραίον πλοίον, το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν ο κυρ Σταμάτης· βαρειά φορτωμένο, είχε και όλα, όσα του εχρειάζετο διά το ταξείδι· ούτε τα πανιά, ούτε η άγκυρα, ούτε το τημώνι του έλειπαν. Μεγάλος πλέον πλοίαρχος ο κυρ Σταμάτης εδέχετο συγχαρητήρια από όλους. Από τότε η ευτυχία και η χαρά εβασίλευσε παντοτινά εις το σπίτι του· της Φωτεινής τα 'ματάκια δεν εδάκρυσαν πλέον ποτέ, αλλά πάντοτε έλαμπαν και έχυναν γύρω της αληθινό φως. Σαν άστρο μοιάζεις τ' ουρανού, χαριτωμένη κόρη Πάντα το σπίτι με χαρά εσύ το πλημμυρείς. Ο δρόμος σου ανθόσπαρτος ανοίγεται· προχώρει! Φεγγοβολεί ολόλευκο το στέμμα, που φορείς! Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΣ Μέσα σε κάθε παραμύθι, αλήθεια κρύπτεται τρανή. Χαρά 'ς εκείνον, όπου 'ξεύρει να την ζητήση, να την 'βρή Η κυρά Διαμάντω έξευρε να υφαίνη τόσον ωραία, ώστε και από τας Αθήνας ακόμη κυρίαι ήρχοντο εις το χωριό της και της παρήγγελλον μεταξωτά, βαμβακερά ή μάλλινα υφάσματα Με τον εργαλειό της κατόρθωσε ν' αναθρέψη τους τρεις υιούς της και να προικίση καλά τας θυγατέρας της. Αλλά, και όταν οι υιοί της αποκατεστάθησαν πλέον όλοι εις εργασίας και δεν ήτο ανάγκη αυτή να κοπιάζη, πάλιν η κυρά Διαμάντω δεν έπαυσε να εργάζεται. Οι γείτονες ήσαν βέβαιοι, όταν δεν ήκουον το πρωί τον κτύπον του εργαλειού της, ότι είτε στρήβει με το αδράχτι της η γειτόνισσά των νέαν κλωστήν, είτε την τυλίγει εις την ανέμην της, είτε εμπρός εις το ροδάνι της γεμίζει με μαλλί ή με μετάξι τα μασούρια του διά να στήση καινούργιο πανί. Αλλά ποτέ δεν εστάθη τον χειμώνα εις την θύραν της πτωχός γέρων ή γραία, χωρίς να δώση εις αυτόν ολίγαις πήχαις ζεστό μάλλινο ύφασμα διά να ενδυθή· ποτέ δεν ήλθε μητέρα με γυμνό παιδάκι 'ς τα χέρια της, χωρίς να το εφοδιάση με όσα εχρειάζετο· πολλάκις μάλιστα τα έρραπτεν η ιδία. Διά τούτο, όταν η καλή αυτή γυναίκα απέθανε, την εθρήνησεν όλο το χωριό. Εις το συμβολαιογραφείον ηνοίχθη ολίγας ημέρας κατόπιν η διαθήκη της και μαζί με όλας τας άλλας θελήσεις της, όσας παρήγγελλεν εις τα παιδιά της, μετά τον θάνατόν της να εκτελέσουν, ο συμβολαιογράφος ανέγνωσε και την εξής περίεργην παραγγελίαν. «Τον εργαλειό μου με όλα τα σύνεργα του, ροδάνι, ανέμη, ρόκα, καθώς και το ασημένιο μου αδράχτι, αφίνω εις όποιαν από τας τρεις εγγονάς μου ημπορέση να υφάνη τακτικά και νοικοκυρίσια τρία δάκτυλα λεπτό βαμβακερό πανί, χωρίς ούτε μια φορά να κοπή η κλωστή. Εις αυτήν αφίνω ακόμη μαζί με την ευχή μου και δέκα οκάδες μετάξι και άλλες τόσες στρημμένο λεπτό μαλλί και όλα τα βαμβακερά νήματα, όσα έχω έτοιμα διά τον εργαλειό». Τον εργαλειό εκείνον η κυρά Διαμάντω τον εκαμάρωνε πάντοτε ως το πολυτιμότερόν της πράγμα· τον είχε λάβει κληρονομίαν από την μητέρα της και εκείνη από την μάμμην της. Κάποιος μεγάλος τεχνίτης του παλαιού καιρού τον είχε κατασκευάσει από ένα ιδιαίτερον ξύλο ελαφρό και στερεό και εβεβαίωνε πάντοτε η κυρά Διαμάντω, ότι μ' εκείνον τον εργαλειό η εργασία εγίνετο γρηγορώτερα παρά με κάθε άλλον. Και ενώ συνήθως άλλος εργαλειός χρησιμεύει διά τα πολύ χονδρά μάλλινα υφάσματα, και άλλος διά τα ελαφρά μεταξωτά, εκείνη με τον ιδικόν της κατώρθωνε να κατασκευάζη εις την εντέλειαν όλων των ειδών τα υφάσματα, τα λεπτότερα και τα δυσκολώτερα. Αν και είχε πολλούς εγγονούς η κυρά Διαμάντω, εγγονάς είχε τρεις μόνον· μίαν από κάθε υιόν της. Της μεγαλειτέρας ο πατήρ ήτο παντοπώλης, αποκατεστημένος εις Αθήνας, της άλλης είχε μείνει γεωργός και έζη εις ένα εκεί πλησίον κτήμα, όπου είχε χωράφι ιδικόν του και ολίγα ελαιόδενδρα. Της μικροτέρας ο πατήρ είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών· ήτο διδάσκαλος του χωρίου, όταν έζη, και τώρα η μήτηρ της, διά να ημπορή να συντηρή τα παιδιά της, είχεν αρχίσει να εργάζεται ως πλύστρα· οικογένειαι από τας Αθήνας γνώριμαί της της έστελλον ασπρόρρουχα και τα έπλενεν εις τον ποταμόν. Την ημέραν, την οποίαν ο συμβολαιογράφος προσδιώρισεν, αι τρεις εγγοναί ευρέθησαν εις το συμβολαιογραφείον· ήτο εκεί και ο εργαλειός και μία γειτόνισσα φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθε και αυτή, πρόθυμος να βοηθήση τα κορίτσια εις ό,τι ήθελον χρειασθή. Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της. Η μικρότερα, συμπαθητικό κοριτσάκι, έως δώδεκα χρόνων, από πολύ πρωί εβοήθει την μητέρα της εις το ποτάμι να πλύνη, και έτρεξε καθώς ήτο με το βαμβακερό φόρεμα της εργασίας της. Πρώτην προσεκάλεσεν ο συμβολαιογράφος να καθίση εις τον εργαλειό την μεγαλειτέραν. Εμβήκεν εκείνη αφού έβγαλε τα χειρόκτιά της και επρόσεξε πολύ, καθώς εκάθισε, να μη τσαλακώση το εύμορφο φρεσκοσιδηρωμένο φόρεμα της, το στολισμένο με δαντέλλες. «Τι ιδέα αυτή της γιαγιάς μου, ένα ξύλο φαγωμένο από την πολυκαιρίαν να το κάμη τόσο μεγάλην υπόθεσιν!» εσυλλογίσθη, άμα επήρε την σαΐταν εις τα χέρια της και ήρχισε να υφαίνη. «Ηξεύρω βέβαια να υφαίνω· ολόκληρες σπιθαμές πανί ύφαινα 'ς το πλάι της γιαγιάς μου, κάθε καλοκαίρι, όταν ηρχόμεθα εδώ εις το χωρίο. . . μου εξήγησεν η γιαγιά μου και το παραμικρό του εργαλειού, είνε όλα τόσο εύκολα! Μήπως είνε πιάνο ο εργαλειός να χρειάζεται λεπτολογίες! .. . Αλλά σκοπόν βέβαια δεν έχω να στήσω τον εργαλειόν μέσα εις τας Αθήνας διά να κάθωμαι να υφαίνω εγώ! . . . θα ήτο και αστείον αυτό, θα ήτο και εντροπή, όταν έρχονται επισκέψεις εις το σπίτι μας, να βλέπουν κόρη σαν και 'μένα καθισμένη εις τον εργαλειό!...» Εδώ εκόπη η κλωστή. Δεν είνε το πάτημα σύμφωνο με το πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μου έρχεται μακρύτερο, και δεν ημπορώ να πατώ κάτω στερεά. Πρόθυμος η γειτόνισσα έφερεν αμέσως το πάτημα του εργαλειού ακριβώς εις όσον μάκρος εχρειάζετο. — Ωραία τώρα πηγαίνει, είπε και ξαναήρχισε. «.... Τον εργαλειό θα τον στήσω κάτω, δίπλα εις την αποθήκην, όπου φυλάττει ο πατέρας μου τα είδη του παντοπωλείου του, και δι' όσα φορέματα θα χρειάζωμαι — πάντα μεταξωτά — θα παίρνω εργάτριαν με το ημερομίσθιον να τα υφαίνη.... Πολλά κορίτσια πτωχά ευρίσκει κανείς εις τας Αθήνας να εργασθούν με ημερομίσθιον!...» Εδώ πάλιν η κλωστή εκόπη. Κάθε λίγο και λιγάκι έχει κόμβους αυτή η κλωστή! Παρετήρησε τότε, και ούτε είνε καλά τυλιγμένη εις το μασούρι. Αμέσως έφερεν η γειτόνισσα όλα τα μασούρια και μόνη της εδιάλεξεν ένα με την πειο ίσια, με την πειο γερή κλωστή, το επέρασεν εις την σαΐταν της. Αλλά, δύο τρεις, τέσσαρες φορές η κλωστή έσπασε, και ούτε ένα δάκτυλο πανί δεν είχε ακόμη υφασμένο. Ας δοκιμάση η δευτέρα, είπεν ο συμβολαιογράφος. Ήρχισεν η δευτέρα· αυτή ήτο συνηθισμένη να υφαίνη· είχαν εργαλειό εις το σπίτι των και ήτο και φυσικά πολύ επιτήδεια κόρη. «Πώς θέλω να έχω δικό μου εργαλειό! εσυλλογίζετο η χωρική, ενώ η σαΐτα τρέχει 'ς τα χέρια της. Για κάθε πανηγύρι θα ετοιμάζω και καινούργιο φόρεμα· 'ς ένα μήνα η δημαρχίνα μας θα βαπτίση το παιδί της, θα έλθη η νονά από τας Αθήνας και είνε μεγάλη κυρία βουλευτού. . . τι χορός θα στηθή 'ς την πλατεία! θα προφθάσω να υφάνω έως τότε καινούργιο φόρεμα . . Έπειτα, έχομε το πανηγύρι του χωρίου. . . θα ετοιμάσω και για τότε άλλη πάλιν φορεσιά και θα την κεντήσω με τέτοια σχέδια που όμοια έως τώρα δεν εφόρεσεν άλλη. Υπάρχει κανένα λουλούδι και κανένα στολίδι που δεν είμαι άξια να το κεντήσω ή να το υφάνω 'ς τον εργαλειό; Θα μπαίνω 'ς τον εργαλειό, όποτε επιθυμήσω καινούργιο φόρεμα, και η πρώτη του χωρίου θα είμαι πάντα, εγώ! Είχεν υφάνει δύο δάκτυλα και περισσότερα με μεγάλην επιτηδειότητα, αλλ' έξαφνα εσταμάτησεν· είχε κοπή η κλωστή. Διώρθωσαν πάλιν το πάτημα· άλλαξαν και σαΐτα και κλωστή, αλλά τίποτε, τίποτε· η κλωστή πάντα έσπανε. Ας δοκιμάση η τρίτη, είπεν ο συμβολαιογράφος, αν και αυτή τόσον μικρά τι θα ημπορέση να κάμη. Εμβήκεν η μικρά κόρη εις τον εργαλειό. Αφότου είχε γεννηθή, έβλεπε 'ς αυτόν καθισμένην την μάμμην της και τώρα τα 'ματάκια της εγέμισαν δάκρυα. Έβγαλε το μανδήλι της, πριν αρχίση, και τα εσπόγγισεν· έπειτα επροσπάθησε να ενθυμηθή ένα ένα όλα όσα της είχε παραγγείλει η μάμμη της, όταν για μια φορά, για πρώτη φορά την είχε βάλει να υφάνη και ήρχισε δειλά, δειλά να κινή την σαΐταν. . . — Θυμούμαι τι μου είπεν η μακαρίτισσα, εσυλλογίζετο, από μέσα της· μου είπε, ότι 'ς την δυστυχία άλλη παρηγοριά μεγαλειτέρα από την δουλειά δεν υπάρχει, και πάλιν αν ευτυχήση κανείς η δουλειά είνε η καλλιτέρα του συντροφιά .. πρώτα-πρώτα θα υφάνω της μητέρας μου ένα φόρεμα δια να μην κρυώνη 'ς το ποτάμι, όταν πηγαίνη... έπειτα, θα ενδύσω τα αδέλφια μου... έπειτα θα δώσω και ολίγες πήχες πανί 'ς το μικρό παιδάκι της γειτόνισσας μας... αυτό έκαμνεν η γιαγιά μου, και αν γίνη ο εργαλειός δικός μου, πρέπει να κάμνω και εγώ, όπως έκαμνεν εκείνη. Η γιαγιά μου έλεγεν, ότι όποιος αγαπήση αληθινά την δουλειά, με σταυρωμένα χέρια δεν ειμπορεί πεια να μείνη... Περίεργον! Όλοι εστέκοντο εκστατικοί και έβλεπαν την μικράν κόρην· είχεν αρχίσει με δισταγμόν σιγά-σιγά και τώρα η σαΐτα έτρεχε 'ς τα χέρια της σαν να ήτο χρόνια η μικρά συνηθισμένη να υφαίνη! Τα τρία δάκτυλα πανί γρήγορα έγιναν τακτικά και νοικοκυρευμένα. Δακρυσμένος από συγκίνησιν ο γέρων συμβολαιογράφος ήλθε κοντά της, και καθώς έσκυπτεν εκείνη 'ς τον εργαλειό την εφίλησε ' ς το μέτωπο — Με την ευχή της γιαγιάς σου, δικός σου είνε ο εργαλειός, της είπε. Το ίδιο εκείνο απόγευμα, ο συμβολαιογράφος και η φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθαν να στήσουν τον εργαλειό εις την καλύβα της Φρόσως — Φρόσω έλεγαν την μικροτέραν από τας τρεις εγγονάς — αλλ' η καλύβα ήτο τόσο στενή, ώστε θέσιν δι' αυτόν δεν εύρισκαν. Το μεγάλο κρεβάτι εις την γωνιά έπιανε τον περισσότερο τόπο. Εκοιμάτο 'ς αυτό η μητέρα με τα δυο μικρότερά της παιδιά, ο καναπές, ούτε αυτός ημπορούσε να λείψη· εκοιμάτο 'ς αυτόν το μεγαλείτερο αγοράκι· και αντικρύ 'ς τη γωνιά, όπου υψηλά έκαιεν εμπρός εις το εικόνισμα η κανδήλα, ήτο το κρεβατάκι της Φρόσως. — Ξεύρεις, μητέρα, τι θα κάμωμε; είπ' εκείνη. Θα στήσωμε τον εργαλειό κάτω απ' το εικόνισμα. — Και συ πού θα κοιμάσαι; — Εγώ θα στρώνω κάτω· πρέπει να στηθή ο εργαλειός. Εσύ με το πλύσιμο, εγώ με τον εργαλειό, θα προφθαίνωμε τα έξοδα του σπιτιού. Αυτό έγινε· έβγαλαν το κρεβάτι και εμβήκεν ο εργαλειός. Αλλ' η μητέρα έμενε συλλογισμένη. — Τι έχεις, μητέρα; την ηρώτησεν η Φρόσω. — Αχ, παιδί μου, εμπρός εις τους ξένους δεν ήθελα να σου το 'πώ. Ο γείτονας που μας εδάνεισεν εκείνα τα χρήματα, ήλθεν ωργισμένος, διότι δεν τα επληρώσαμε ακόμη, και μας επήρε το καζάνι... — Θα διορθωθούν όλα τώρα, μητέρα, να ιδής!... Θυμάσαι, όταν ύφαινεν η γιαγιά και μ' έβαζε να μελετώ το βράδυ 'ς το πλάι της, τι ήθελε καλλίτερα απ' όλα να της διαβάζω, και να της ξαναδιαβάζω; — Τι, παιδί μου: — Εκείνο το ποιηματάκι μέσα απ' το βιβλίο μου. — Κι' αν δεν μου μείνη εντός του κόσμου Πού να πατήσω, να σταθώ, Εκεί ψηλά είνε ο Θεός μου· Πώς ημπορώ ν' απελπισθώ! (*) * Στίχοι ποιηματίου του Βιζυηνού. Τώρα, καθώς έβλεπε τον εργαλειό μέσα εις το σπίτι, η αγάπη της προς την μάμμην της τής έφερεν εις την ενθύμησίν της όλα εις όσα εκείνη ευχαριστείτο. Ετελείωσαν το πτωχικόν των δείπνον και έβαλε τ' αδέλφια της να κοιμηθούν, αφού έκαμαν και τα τρία τον σταυρόν των. Πεταχτή, πεταχτή, ητοίμασε και όλα όσα θα εχρειάζοντο το πρωί διά να μην έχη αυτήν την φροντίδα η μητέρα της· λυπημένη και κουρασμένη η μητέρα είχε γύρει και είχεν αποκοιμηθή. Αλλ' η Φρόσω δεν έστρωσε να κοιμηθή και αυτή. Η καλή φιλενάδα της μάμμης, πριν φύγη, την είχε βοηθήσει να στήση χονδρό βαμβακερό πανί εις τον εργαλειό. «Αυτό γίνεται γρήγορα και όλοι το χρειάζονται, και πλούσιοι και πτωχοί· θα καθίσω, εσυλλογίσθη, να υφάνω απόψε για να ημπορέσω να φέρω της μητέρας μου ολίγα χρήματα μ' αυτά να την παρηγορήσω». Εκάθισεν η μικρά κόρη· από υψηλά η κανδήλα εμπρός από το εικόνισμα έφεγγεν εις όλον το δωματίων, αλλ' ο εργαλειός τώρα ήτον δυσκολοκίνητος· κάτι τον εμπόδιζε, δεν θα τον είχαν καλά στερεώσει! Εβγήκεν η Φρόσω και προσπαθούσε να εύρη τι έπταιεν, αλλά έπεσε κάτω ένα πράγμα και έλαμψεν εις το φως της κανδήλας! Κυττάζει, ήτον μία λίρα, ένα χρυσό εικοσάφραγκο! Καθώς εζήτησε να στερεώση τα δύο μακρυά ξύλα του εργαλειού, παρατηρεί έλαμπαν και αυτά έως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Έλα να ιδής! Σηκώνεται η μητέρα. Τινάζουν τα ξύλα του εργαλειού και η λίρες γεμίζουν σωρός κάτω το πάτωμα. Κάτω απ' το εικόνισμα, μητέρα και κόρη αγκαλιάσθησαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν διά την ανέλπιστον χαράν. ΣΗΜ. Μέσα εις την αίθουσαν των ανακτόρων της, η οποία ήστραπτεν όλη από χρυσόν, από άργυρον, από ήλεκτρον και από ελεφαντοκόκκαλον, η ωραία βασίλισσα της Σπάρτης Ελένη ήλθε και εκάθισεν εις τον θρόνον της και η θαλαμηπόλος της έφερε και ετοποθέτησεν εμπρός της επάνω εις μικράν τράπεζαν ένα ασημένιο κάνιστρον εργασίας με διάφορα νήματα· εις αυτό ήτο και η ρόκκα της τυλιγμένη με μαλλί λιλά χρώματος. (ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ) Η ΚΑΛΗ ΝΕΡΑΙΔΑ Τον παλαιό καιρό ήτον συνήθεια, όταν η κόρη ετελείωνεν εις το σχολείον το αλφαβητάριον, να προσκαλή τας συμμαθητρίας της εις το σπίτι εις χαριτωμένην οικογενειακήν εορτήν. Οι γονείς της τας υπεδέχοντο με την φιλοξενίαν, η οποία και εις τα πτωχικά και εις τα πλούσια σπίτια υπήρχε πάντοτε εις τους Έλληνας. Αι μικραί κόραι έρραινον την συμμαθήτριάν των με ζαχαρωτά, οι γονείς της και οι συγγενείς της την εστόλιζαν με χρυσές κλωστές και με πούλιες. Αι τιμαί αυταί της εγίνοντο, διότι, αφού ετελείωσε το αλφαβητάριον. εννοείται ότι ημπορούσε πλέον να διαβάζη ελεύθερα. Δι' αυτό και το αλφαβητάριον εσχίζετο εκεί εμπρός εις όλους και τα τεμάχια του εσκορπίζοντο εις τον αέρα. Η Ανθούλα ήτο χαϊδευμένη μοναχοκόρη. Φαντάζεσθε πόσας ετοιμασίας έκαμαν οι γονείς της διά να υποδεχθούν τας φίλας της. Το μεγάλο αρχοντικό της σπίτι ευρίσκετο εις το παραθαλάσσιον· ο κήπος οπίσω ήτο απέραντος. Εις το ευρύχωρον δώμα επάνω εις την θάλασσαν είχε στρωθή το τραπέζι με όλων των ειδών τα οπωρικά και τα γλυκίσματα. Εκεί έφαγαν αι μικραί το δειλινό των με μεγάλην ευθυμίαν· εκεί εις τον εξώστην εσχίσθη και το αλφαβητάριον, πριν κατεβούν να παίξουν εις τον κήπον. Η γιαγιά το έσχισε και τα τεμάχιά του εσκορπίσθησαν εις τον αέρα· όλα τότε εκείνα τα παιδικά κεφαλάκια υψώθησαν και με το βλέμμα τα ηκολούθησαν, καθώς επετούσαν εις το φύσημα του άνεμου, ως λευκά περιστεράκια. Τα είδαν έπειτα ακόμη, όταν έπλεον ως βαρκούλες σκορπισμένες επάνω εις την θάλασσαν· αλλ' έξαφνα ένα μεγάλο κύμα τα εσύναξεν όλα μαζί και διά μιας έγιναν άφαντα μέσα εις το νερό, εις το οποίον, καθώς ο ήλιος έδυεν, έστελλεν όλην την λάμψιν του. — Η καλή Νεράιδα τα επήρεν, είπεν η Ανθούλα. Ας ημπορούσε να πάρη μαζί της εκεί κάτω όλα τα βιβλία. — Και πώς το ξεύρεις ότι είνε εκεί κάτω; την ηρώτησε με γέλοια μία συμμαθήτρια της. — Πώς; από τα παραμύθια. Μέσα 'ς την θάλασσαν βαθειά πολύ βαθειά εκεί, όπου λάμπει το νερό έως κάτω, όταν ο ήλιος ή η σελήνη το φωτίζουν, έχει το κρυσταλλένιο παλάτι της η καλή Νεράιδα, ακούει ό,τι της ζητούν τα παιδιά και έρχεται και τους τα δίδει. — Να δούμε, αν και τώρα σ' ακούση! είπεν η μεγαλειτέρα. Εις τον κήπον έως το βράδυ τα ζωηρά κοριτσάκια διεσκέδασαν λαμπρά, έπαιξαν κρυφτό, κυνηγητό, εκουνήσθησαν εις την μεγάλην κούνια κάτω από την κληματαριά. Όταν ενύκτωσε πλέον και ευρέθη μόνη η Ανθούλα ήτο κατακουρασμένη από τα πολλά παιγνίδια. — Πήγαινε να κοιμηθής, της είπεν η γιαγιά μετά το δείπνον^ ξημερώνει αύριον Δευτέρα και πρέπει να είσαι με την ώρα σου εις το σχολείο. Με πόσην λύπην ήκουεν η Ανθούλα κάθε Κυριακήν το βράδυ το ξημερώνει αύριον Δευτέρα! Αφού έπαιζεν όλο το απόγευμα του Σαββάτου και όλην την Κυριακήν, της ήτο πολύ βαρύ ν' ανοίξη την Δευτέραν το βιβλίον της· διότι πρέπει να σας ειπώ ότι η Ανθούλα δεν αγαπούσε διόλου τα γράμματα. Η ευφυία δεν της έλειπεν, απ' εναντίας ήτο εξυπνοτάτη αλλά δεν ηγάπα να κοπιάζη. Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα. Ποιος μου έφερε την καινούργια κούκλα ερωτούσε, πάλιν, αν εύρισκε πλησίον εις την παλαιάν κούκλαν της άλλην ωραιοτέραν. Η καλή Νεράιδα, της απαντούσε. Απεκοιμήθη λοιπόν και αυτήν την βραδυά με λύπην η Ανθούλα. Κοντά της εις το τραπέζι ήτον η καινούργια σάκκα της με το καινούργιο βιβλίον μέσα. Αυτό βέβαια θα ήτο δυσκολώτερον από το αλφαβητάριον. Αυτή ήτο η σκέψις της Ανθούλας, καθώς ο ύπνος έκλειε τα βλέφαρά της. Η σελήνη από τα βουνά αντικρύ έρριπτε την λάμψιν της εις το ωραίον προσωπάκι της. Ήτο ολόξανθος κόρη η Ανθούλα. Εάν την έβλεπε κανείς από τους ποιητάς μας τώρα, καθώς εκοιμάτο, θα έλεγε. «Εύμορφη, πεντάμορφη Σαν εικόνα μοιάζει.» — Θα σας ειπώ τι όνειρον είδεν εκείνην την νύκτα. Επήγαινεν εις το σχολείον και όπως κάθε πρωί ακολουθούσε την ακρογυαλιά, όταν έξαφνα είδε την Νεράιδα εμπρός της με την χρυσή της βέργα, που έλαμπε. Έλαμπαν και τα ξανθά μαλλιά της και το φόρεμά της ακτινοβολούσε από σταλαγματιές της θαλάσσης· εκείνην την στιγμήν η Νεράιδα είχεν έβγη από το νερό. Καθώς έμαθα, της λέγει, δεν αγαπάς το σχολείον. Δος μου την σάκκα σου, είνε ενωρίς ακόμη, θα κάμωμεν μαζί ένα περίπατον. — Τι χαρά! Έστρεφε συχνά η Ανθούλα και εθαύμαζε την Νεράιδα, ήτο τόσον ωραία! Και πόσον ελαφρά περιπατούσε, μόλις ημπορούσε να την ακολουθή η Ανθούλα. Την έφερεν εις κήπους με άνθη παράξενα, με οπωρικά όλων των ειδών· με ανθισμένα κλαδιά της έπλεξε κούνιες. Έπειτα την έβαλε μέσα εις ένα μεγάλο κογχύλι και το έσυρε να πλέη εις την θάλασσαν. Τα ψαράκια με τα γυαλιστά των πτερούγια ήλθαν γύρω της και την συνώδευσαν, έπειτα επροσκάλεσε εκείνα τα ελαφρά έντομα, όσα μοιάζουν ότι είνε καμωμένα από τούλι κεντητό, και διάφορα άλλα ζωύφια με ζωηρούς χρωματισμούς ήλθαν και έστησαν τους χορούς των επάνω από τα άνθη και επάνω από ήσυχα ποταμάκια· και πώς υπήκουον την Νεράιδα! Όταν τα επρόσταζεν, απλώνοντο ως μία πελωρία ανθοδέσμη, έπειτα πάλιν, εάν μόνον την βέργα της εκινούσεν η Νεράιδα, εχωρίζοντο εις πολλά συμπλέγματα. Άλλα επηδούσαν, άλλα με ανοικτά τα πτερά των έκαμναν ήσυχα κινήσεις τόσον τεχνικάς, ώστε η Ανθούλα δεν εχόρταινε να βλέπη. Αλλά μία μέλισσα εβόμβιζε γύρω της αδιάκοπα. Η Ανθούλα ήτο άφοβο κορίτσι, δεν εφοβείτο να την κεντρίση, αλλ' επί τέλους την ενοχλούσε. — Τι θέλει αυτή η μέλισσα; ερωτά την Νεράιδα. — Δεν εννοείς την γλώσσαν της, της απαντά εκείνη· σου λέγει ότι η διδασκάλισσά σου σε προσμένει και εξεκρέμασε την καινούργια σάκκα της Ανθούλας από την φουντωτήν κερασιά, όπου την είχε κρύψει. Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένο 'ς τον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι. Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύ 'ς τα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη. Και σήκωσε υψηλά την βέργα της, η οποία έλαμψε τώρα σαν αστραπή, και έγινεν η Ανθούλα λουλούδι ωραίο. Κάθε πεταλούδα ήλθεν εκεί διά να την θαυμάση, ως και χρυσόμυιγες ακόμη εβγήκαν από τα άνθη, όπου βαθειά μέσα κρύπτονται, διά να την ιδούν. Ήτο κατευχαριστημένη η Ανθούλα, το αεράκι την εχάιδευε και αυτή άπλωνεν όσον ημπορούσε το χρυσό της φόρεμα. Μία πεταλούδα όμως επέταξε πολύ κοντά εμπρός της, τα πτερά της ήσαν στολισμένα με πολλά χρώματα και έλαμπεν όλη, σαν να ήτο κεντημένη με πετράδια. Επετούσεν ελεύθερα από άνθος εις άνθος. — Τι ευτυχής είνε αυτή· ημπορεί και πηγαίνει, όπου θέλει, και εγώ κάθομε εδώ ριζωμένη, δεμένη σ' αυτήν την γωνιά, τι κρίμα που δεν εζήτησα να γίνω πεταλούδα. — Καλή Νεράιδα, της λέγει επί τέλους, κάμε με πεταλούδα, θέλω να πετάξω και δεν ημπορώ! Και από την πολλήν της επιθυμίαν παρ' ολίγον να σπάση, τόσον είχε λυγίσει 'ς το κλαδί της. Η Νεράιδα πολύ σοβαρά την άγγιξε, διά να την στηρίξη· ας γίνης πεταλούδα! Μόλις το είπε και μία ζωηρά ολοκέντητη πεταλούδα επέταξε 'ς τον κήπον, ανέβη επάνω εις τις ανθισμένες πασχαλιές. Εχώθη μέσα εις τα γιασεμιά, εις τις τριανταφυλλιές, εις τα αιγοκλήματα έως 'ς τις τελευταίες των άκρες. Αλλά σε λίγο ήρχισε να την βασανίζη μία στενοχώρια, πόσα ήθελε να ερωτήση, πόσα ανυπομονούσε να μάθη, και όμως κάτι της έσφιγγε δυνατά το στόμα. Πνίγομαι, εσυλλογίσθη· ήκουσε τότε μακρυά εις το δάσος να κελαϊδή το αηδόνι. Ω! Τι ευτυχισμένο το αηδόνι, λέει, λέει αδιάκοπα ό,τι θέλει, διατί να μη ζητήσω να γίνω αηδόνι εξ αρχής. Καλή Νεράιδα, παρεκάλεσε τώρα, κάμε με αηδόνι, πώς να μείνω πάντα βουβή· και εκτυπούσε τόσο δυνατά τα πτερά της, ώστε θα τα έσπαζεν, αν η Νεράιδα δεν την ήγγιζεν. Ύψωσε πάλιν την βέργα της, άστραψε τόσον, ώστε να πονέσουν τα μάτια της Ανθούλας. Αηδόνι γίνε, είπεν η Νεράιδα με προστακτικήν φωνήν. Και η Ανθούλα επέταξε μακρυά. Ήτο τώρα αηδόνι. Εκάθισεν εις το υψηλότερον μέρος του δάσους και άρχισε να τραγουδή· όσα τραγουδάκια έξευρε και όσα ποιηματάκια ενθυμείτο τα είπε με κελάιδημα αηδονιού. Όλα τα πουλιά του δάσους, αηδόνια καρδερίνες, σπίνοι, κίσσες, φλώροι ήλθαν ν' ακούσουν την νέαν αυτήν σύντροφόν των. Ετραγούδησεν, ετραγούδησεν, αλλ' απ' εκεί υψηλά, που εκάθητο, είδεν από μακρυά να γυαλίζη ένα ποταμάκι και επεθύμησε να υπάγη εκεί. Αλλά καθώς μ' ένα πέταγμα έφθασε και επλησίαζε διψασμένη, έξαφνα ένα φοβερό γεράκι ώρμησε και την έπιασε με τα γανζωτά του νύχια. Καλή Νεράιδα, γλύτωσέ με, εφώναξε, αλλ' η Νεράιδα πούπετα δεν εφαίνετο· πώς ευρέθη όμως έξαφνα εκεί η μητερούλα της! Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. * * * Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της. Όλα της εφάνησαν ωραία· η διδασκάλισσα της με το γλυκό χαμόγελο, αι εικόνες γύρω 'ς την τάξιν, τα θρανία και αυτός ο μαυροπίναξ. Διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της επρόσεξεν εις το μάθημα. Έτυχε μάλιστα την ημέραν εκείνην να έχουν ως ανάγνωσιν τον μύθον της μαϊμούς, η οποία δεν έξευρε πώς ανοίγουν το καρύδι ούτε εδοκίμασε να το μάθη, αλλά διά να μη κοπιάση το έρριψε και άλλος ωφελήθη από την οκνηρίαν της, το ήνοιξεν εκείνος και το έφαγε. Προικισμένη καθώς ήτο η Ανθούλα με πολύν νουν, δεν εδυσκολεύθη να εννοήση την παρομοίωσιν. Το ενδιαφέρον της έγινεν ακόμη ζωηρότερον, όταν είδεν ότι με ολίγην προσοχήν ημπορούσε να διαβάζη εις όλα τα βιβλία, εις όσα την εδοκίμασεν η διδασκάλισσά της, και πόσον εχάρη, όταν εβεβαιώθη ότι το κάθε τι, το όποιον εδιάβαζε είχε και ένα νόημα. Έως τότε μόνον με τα χείλη εμάνθανε το μάθημά της. Το βράδυ διηγήθη εις την μητέρα της πόσα μικρά προβλήματα αριθμητικής πρώτη αυτή από τας συμμαθήτριας της έλυσε και πόσα άλλα πράγματα είχε μάθει. Όταν επήγε να κοιμηθή, η σελήνη έστελλε πάλιν μέσα εις το δωματίων όλην την λάμψιν της, αλλά τώρα κάτι εμπόδισε τον δρόμον της μικράς κόρης, καθώς επροχώρησεν εις την γωνίαν, όπου εφύλαττε τα παιγνίδια της· η μαμμά ήλθε με φως. Τι είδε τότε η Ανθούλα; Έν ωραίον γραφείον με κάθισμα επάνω με μικράν βιβλιοθήκην, με άλλας θέσεις, εις τας οποίας υπήρχον τετράδια, κονδυλοφόροι, μολυβδοκόνδυλα και ό, τι της εχρειάζετο διά να γράψη. Μητερούλα μου, είπεν η Ανθούλα, συ είσαι και εις το όνειρόν μου και εις το ξύπνημά μου η καλή Νεράιδα. Πόσον ευχάριστα θα μελετώ εις την ήσυχη αυτή γωνιά! — Διάβασε και τι έχω χαράξει εκεί επάνω που θα γράφης! Επάνω εις τον κινητόν σύρτην του γραφείου η Ανθούλα εδιάβασε. «Τίποτε δεν είνε εις τον άνθρωπον τόσον ευχάριστον, όσον το να μανθάνη. — Κύτταξε και τα βιβλία της βιβλιοθήκης σου. Τα ήνοιξεν η Ανθούλα το ένα μετά το άλλο ήσαν όλα χρυσοδεμένα βιβλία· με διηγήματα, περιγραφάς ζώων και φυτών, βιβλία γραμμένα από ταξειδιώτας με περιγραφάς τόπων. Αλλά το μεγαλείτερον, το ωραιότερον, εκείνο το όποιον ήτο γεμάτο με ωραίας εικόνας, ήτο μία μεγάλη ιστορία της Ελλάδος. Μητερούλα μου, θα μελετώ με όλην μου την προσοχήν διά να σ' ευχαριστήσω της είπεν η Ανθούλα. *** Η Ανθούλα ετήρησε την υπόσχεσίν της· έγινε τόσον επιμελής, ώστε η διδασκάλισσα της εθαύμαζε διά την μεταβολήν και την έφερεν εις τας άλλας μαθητρίας ως παράδειγμα του τι ειμπορεί να κατορθώση μία κόρη, εάν πραγματικώς το θελήση! Περίεργον! Όσο προώδευεν εις τα μαθήματά της, τόσο η περιέργεια — η καλή περιέργεια της επιμελούς μαθήτριας — ηύξανε· τώρα ενόει πόσον δίκαιον είχεν η μητέρα της να χαράξη επάνω εις τη γραφείον της εκείνα τα γράμματα. « Τίποτε δεν είνε εις τον άνθρωπον τόσον ευχάριστον, όσον το να μανθάνη». Αυτά έλεγεν ο μεγαλείτερος από όλους τους διδασκάλους της αρχαιότητος, ο Αριστοτέλης, εις τους μαθητάς του. Ήτο πάντοτε ωραία κόρη η Ανθούλα, αλλά τώρα, όσον εμεγάλωνεν, εστολίζετο και με άλλα χαρίσματα, την απλότητα εις τους τρόπους, την μετριοφροσύνην, την χάριν εις την συνομιλίαν, όσα δηλ. η κόρη η αληθινά μορφωμένη αποκτά. Δεν κατεγίνετο εις το τι κάμνουν ή λέγουν αι φίλαι της, ούτε εις το τι φορούν· έδιδεν εις τα φορέματα και εις τα λούσα τόσην σημασίαν, όσην εχρειάζετο διά να είνε τακτικά και με φιλοκαλίαν ενδυμένη. Η μητέρα της την εκαμάρωνεν ευτυχής και όσοι την εγνώριζαν την ανέφερον ως παράδειγμα λαμπράς κόρης. Όταν με νέον βιβλίον εις χείρας εκάθητο εις το παράθυρον με την μαγευτικήν θάλασσαν αντικρύ της, ενθυμείτο τον ανόητον πόθον, τον οποίον είχεν εκφράσει, όταν ήτο μικρά κόρη, να χαθούν δηλ. όλα τα βιβλία από τον κόσμον, και εσυλλογίζετο πόσην μεγάλην ευτυχίαν ο κόσμος θα εστερείτο, αν ήτο δυνατόν ο Παιδικός της εκείνος πόθος να είχε πραγματοποιηθή. *** End of this LibraryBlog Digital Book "Η Φωτεινή - Ο μαγευμένος εργαλειός - Η καλή Νεράιδα" *** Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.