By Author | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Title | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Language |
Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ] Look for this book on Amazon Tweet |
Title: Ειδύλλια Author: Theocritus, 300 BC-260 BC Language: Greek As this book started as an ASCII text book there are no pictures available. *** Start of this LibraryBlog Digital Book "Ειδύλλια" *** Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been converted to endnotes. Words with bold characters are enclosed in &. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕIΔΥΛΛΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ I. ΠΟΛΕΜΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕΙΔΥΛΛΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΩΑΝ. ΠΟΛΕΜΗ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ 1911 Η Βουκολική ποίησις, ως εκ των θεμάτων, περί τα οποία στρέφεται, είνε αρχαιοτάτη, προηγηθείσα της Επικής και εξικνουμένη μέχρι των πρώτων ριζών της Δραματικής ποιήσεως, με την οποίαν έχει κοινήν την καταγωγήν. Εις τους αγρούς και εις τα όρη, εις τας βοσκάς και εις τα δάση, όπου οι αγρόται και οι ποιμένες παρακαλούντες τους θεούς διά την ευόδωσιν των έργων των, ήρχισαν ήδη να ευρίσκουν ρυθμικωτέρας εκφράσεις προς εκδήλωσιν των ιδίων αισθημάτων, εδόθη η πρώτη ώθησις και εις τα δύο αυτά είδη της ποιήσεως, υπό μορφήν θρησκευτικήν κατ' αρχάς και κατόπιν υποκειμενικήν και συν τω χρόνω αντικειμενικήν. Η τελευταία αύτη μορφή ανεδείχθη πρώτη με τα έπη του τυφλού αοιδού, τα οποία δεν εβράδυναν να εκθρέψουν, ούτως ειπείν, και την προγενεστέραν, την υποκειμενικήν ή λυρικήν και εν συνδυασμώ μετ' εκείνης, την δραματικήν. Όταν η λυρική και δραματική ποίησις, εξαρθείσαι εις το έπακρον διά των μεγάλων διδασκάλων της τέχνης, ήρχισαν να παρακμάζουν, η βουκολική ποίησις αναγεννάται, δανειζομένη ύλην και υφήν παρ' όλων των άλλων ειδών και συνεχίζουσα την ιδίαν αυτής παράδοσιν. Και ανευρίσκομεν εις αυτήν και την απλότητα της πρώτης αφετηρίας της και την περιγραφήν της φύσεως και την αντικειμενικήν αφήγησιν των γεγονότων, ήτις διακρίνει την επικήν ποίησιν, και πολλαχού τον διάλογον, το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν της ποιήσεως της δραματικής. Ούτω το ειδύλλιον, το οποίον, ως και η λέξις εμφαίνει, είνε μικρόν τι είδος (μορφή) ποιήσεως, μας παρουσιάζεται ως μίγμα όλων των άλλων ειδών, διακρινόμενον δια την απλοϊκήν αφέλειαν, την οποίαν απαιτούν τα εν αυτώ δρώντα πρόσωπα, ποιμένες και αγρόται, και κοσμούμενον με την απέριττον εκείνην χάριν, την οποίαν προσδίδουν αφ' ενός μεν αυτή αύτη η απλοϊκή αφέλεια, αφ' ετέρου δε το περιβάλλον, εντός του οποίου δρα. Το περιβάλλον αυτό είνε η φύσις. Ο Θεόκριτος, το γένος, υιός του Πραξαγόρα και της Φιλίνης (ως ο ίδιος λέγει εις το XIV επίγραμμα) (1) ακμάσας περί το 280 π. Χ., όχι μόνον τα μέγιστα συνετέλεσεν εις την αναγέννησιν της Βουκολικής ποιήσεως, αλλά θεωρείται τρόπον τινά ως ο δημιουργός της νέας αυτής μορφής. Οπωσδήποτε τα μέχρις ημών περισωθέντα τριάκοντα ειδύλλιά του καί τινα άλλα, ανεφίκτου τεχνικής τελειότητος και χάριτος απαραμίλλου, προβάλλουσιν αυτόν ως τον πρώτον των βουκολικών ποιητών, απείρως υπερέχοντα των μετέπειτα Μόσχου και Βίωνος, οίτινες εις πολλά τον εμιμήθησαν. Αναγινώσκων τις τα ειδύλλια του Θεοκρίτου μεταφέρεται μακράν των πόλεων, εις τα δάση και τα βουνά και τας παραλίας της Σικελίας, εις την κατά τους χρόνους του ποιητού, επί Ιέρωνος, ακμάζουσαν νήσον, της Μεγάλης Ελλάδος. Αι εικόνες διαδέχονται αλλήλας, εικόνες της ωραίας εκείνης φύσεως και εικόνες του φυσικού βίου των απλοϊκών προσώπων, τα οποία ο ποιητής μας καθιστά συμπαθέστατα· αι ιδέαι μάλλον εικονίζονται και αι παρομοιώσεις είνε ειλημμέναι εκ της φύσεως αυτής. Ολίγοι εκ των ποιητών εμιμήθησαν τόσον ακριβώς την φύσιν και κατέστησαν αυτήν τόσον ευάρεστον εις τους αναγνώστας των, όσον ο Θεόκριτος. Αλλά και εις τα μη καθαρώς βουκολικά ειδύλλιά του, οποία είνε αι Φαρμακεύτριαι, Έρως Κυνίσκας, αι Αδωνιάζουσαι, Χάριτες, Ελένης επιθαλάμιος καί τινα άλλα, εις τα οποία ανέρχεται εις λυρικόν ύψος, και εις αυτά ο μιμητής της φύσεως μας παρίσταται αμίμητος. Ο μεταφραστής των ανά χείρας ειδυλλίων θα εθεώρει τον εαυτόν του ευτυχή, εάν και κατ' ελάχιστον κατώρθωσε ν' αποδώση τας ποιητικάς αρετάς του πρωτοτύπου και να καταστήση αισθητοτέραν την ενότητα μεταξύ αυτού καί τινων ποιημάτων της δημοτικής μας ποιήσεως. I. Π. Υ. Γ. Εις τους επιθυμούντας να παραβάλουν την μετάφρασιν προς το αρχαίον κείμενον καθιστώ γνωστόν ότι, μεταφράζων, είχον υπ' όψει την νεωτέραν έκδοσιν (1909) του Ερρίκου Ρουδόλφου Άρενς, εις την οποίαν όχι μόνον πολλοί στίχοι προηγουμένων εκδόσεων αφηρέθησαν, θεωρηθέντες ως παρείσακτοι, αλλά και πολλών μετεβλήθη η σειρά και άλλοι ουκ ολίγοι διωρθώθησαν, μεταβαλόντες ούτως έννοιαν. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Θύρσις ή Ωδή............................ Σελ. 1 Φαρμακεύτριαι........................... » 8 Κώμος................................... » 17 Νομείς, Βάττος και Κορύδων.............. » 20 Βουκολιασταί: Δάφνις και Δαμοίτας....... » 25 Βουκολιασταί: Δάφνις, Μενάλκας, Αιπόλος. » 28 Βουκολιασταί: Δάφνις και Μενάλκας....... » 34 Εργατίναι ή Θερισταί.................... » 37 Κύκλωψ.................................. » 41 Κυνίσκας Έρως ή Θυώνιχος................ » 45 Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι.............. » 49 Χάριτες ή Ιέρων......................... » 58 Εγκώμιον εις Πτολεμαίον................. » 63 Ελένης επιθαλάμιος...................... » 69 Ηρακλίσκος.............................. » 72 Βουκολίσκος............................. » 77 Κηριοκλέπτης............................ » 80 Ηλακάτη................................. » 81 Λήναι ή Βάκχαι.......................... » 83 Αλιείς (μετάφρασις Γ. Δροσίνη).......... » 85 ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ Άλλος είν' ο Θεόκριτος εκείνος απ' τη Χίο, εγ' όμως, πούχω γράψει αυτά, είμ' απ τις Συρακούσες κ' είμαι του Πραξαγόρα γυιός και της γνωστής Φιλίνης κι' απ' άλλη Μούσα ξενική τίποτα δεν επήρα. ΘΥΡΣΙΣ Ή ΩΔΗ ΘΥΡΣΙΣ Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι, όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις· δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ' από τον Πάνα. Αν τράγο θα διαλέξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα, μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει· κ' είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν' ακόμα κι απ' το νερό που ηχολογά στάζοντας απ' το βράχο. Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες, θα πάρης το μαννάρι εσύ· κι αν πάλι της αρέση να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα. ΘΥΡΣΙΣ Κάθεσ' εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα; όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα τώρα καταμεσήμερα· φοβώμαστε τον Πάνα. Την ώρ' αυτή κατάκοπος απ' το πολύ κυνήγι κοιμάται κι αναπαύεται· κ' είνε πικρός, αλήθεια, είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ' τη μύτη. Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι, έλα από κάτω απ' τη φτελιά κοντά μου να καθίσης, αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ησκιώνουν· κι αν τραγουδήσης ώμορφα σαν την ημέρα εκείνη που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ' τη Λιβύα, μια γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες. Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πούν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίζει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια, κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη. Από τη μια της τη μεριά κι απ' τη μεριά την άλλη δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη. Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πως δεν τη νοιάζει· και πότε με χαμόγελο θωρεί από 'δώ τον ένα, πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι. Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια, χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου. Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω σέρνει με βια το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ, και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα. Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια· πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης. Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο, είν' έν' αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο. Στώνα πλευρό του μια αλεπού, στάλλο πλευρό του μια άλλη· χώνετ' η μια στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει, η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι ωσάν να λέη και στο παιδί πως δεν θε να 'συχάση αν δεν ταφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ' έχει. Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει. Απώνα Καλυδώνιο ταγόρασα βαρκάρη κ' έδωκα γίδα κ' έδωκα κ' ένα κεφαλοτύρι· δεν τάγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει. Θα σου το δώσω με χαρά και μ' όλη την καρδιά μου αν θα θελήσης να μου πης το γλυκερό τραγούδι. Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, 'πές το· στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ' όλα εκεί ξεχνιούνται. ΘΥΡΣΙΣ (Ωδή) Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, πού κ' οι Νύμφες; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι., Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν, πολλές 'γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Ήρθαν βουκόλοι κ' ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει. Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ' εκείνος κ' είπε: «Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι; Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα σε βρύσες με τα κρυά νερά και σε πυκνά λαγκάδια. Τι σε ζαλίζω; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.» Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. «Τις γίδες που βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας λιγώνεται απ' τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος.» Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. «Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε λιγώνεσαι απ' τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις». Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Ήρθεν ακόμα κ' η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της· κ' είπε: «Καυχώσουν πως λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι, μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. Κι αυτός της αποκρίθηκε: «Απάνθρωπη Αφροδίτη, που σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου· λες τάχα να φοβώμαστε πράγματα τιποτένια; αι! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Σύρε να βρης τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου, σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι. Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη λέγοντας πως ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Λύκοι, τσακάλια, αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά και πάλι, αρκούδες που φωλιάζετε μέσ' σε σπηληές βουνήσιες· ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους, δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση. Αρέθουσα, σ' αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά, ποτάμια». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Ω Παν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια, είτε στου Μαίναλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση, παράτησε της ξακουστής Ελίκης τακρωτήρι και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα, αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν, κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι. «Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη, γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι. «Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες και συ, ζιμπούλι, στόλισε ταγκαθωτά βοτάνια, οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια, τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν ταηδόνια να σωπαίνουν κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μια που πεθαίνει ο Δάφνις». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι. Αυτά είπ' ο Δάφνις κ' έπεσε, κ' έδραμ' η Αφροδίτη κ' έδραμε κ' εδοκίμασε να τον ανασηκώση· μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι, το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες. Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι. Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι, δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα, να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες. Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για 'δική σας χάρι άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Θύρσι, τώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι, σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι. Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει· λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο. Έλα κοντά, Κισσαίθα μου· και συ άρμεξέ την τώρα. Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε, γιατ' είν' ο τράγος έτοιμος να σας καβαλλικέψη. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑΙ Θέστυλι, πούν' οι δάφνες μου και πού τα μαγικά μου; Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη, αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι. Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε, ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα. Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη. Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια. Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε· στα μάγια πριν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα και την Εκάτη πούρχεται μέσ' απ' της γης τα σπλάχνα και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλλοι. Ω! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη, συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης, κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης. Α' Φέρε τον, σουσουράδα (2) μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα. Θέστυλι, σκόρπα το λοιπόν. Άμοιρη, πούν' ο νους σου; Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις; Σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι». Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω· κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση και θε ν' ανάψη στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήση έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τώρα θα κάψω πίτουρα κ' η Άρτεμι ας μαλάξη και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέρεο άλλο. Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγύζουν· θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη. Κρούσε μιαν ώρ' αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος, ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη, αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Όπως ετούτο το κερί μέσ' στη φωτιά το λειώνω έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις· κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη 'δική μου. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κράζω: Μ' όποια γυναίκα τώρ' αυτός ερωτικά πλαγιάζει, τόσο να την απαρνηθή, όσο ο Θησέας στη Νάξο την Αριάδνη αρνήθηκε την ωμορφομαλλούσα. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι, το τρώνε και τρελλαίνονται κι άλογα και φοράδες κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα. Έτσι το Δέλφι να τον 'δώ ν' αφήση την παλαίστρα κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει, κ' είν' απ' το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο· το ξαίνω και τα νήματα μέσ' στη φωτιά τα ρίχνω. Αχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ' τη λίμνη αβδέλλα; Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη κ' ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω. Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα και την κορφή της πόρτας του σύρε μ' αυτά ν' αλείψης και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.» Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Β'. Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτά μου ας κλάψω. Πούθε ν' αρχίσω να θρηνώ, ποιος μου τον έχει φέρει; Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε· θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθ' η αγάπη Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα, με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι· κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου και στολισμένη με ταχνό της Κλεαρίστας πέπλο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι, μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου· ξανθότερ' από ελίχρυσο είχαν κ' οι δυο τα γένεια κ' εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ' απ' τη Σελήνη, δείχνοντας πως εγύριζαν μόλις απ' την παλαίστρα. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος, έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω. Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω, και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη; Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου. «Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει· »μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον »εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. «Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι, (Πες μου, Σελλήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη) μου 'πάγωσ' όλο το κορμί πειότερο κι απ το χιόνι κ' έσταζ' ιδρώτας άφθονος από το μέτωπό μου σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ' εκόπηκ' η φωνή μου και δε μ' απόμεινε φωνή μηδ' όση έχει το βρέφος που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο· κ' ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε: «Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα, »όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το Φιλίνο.» Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. «Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε, »μα το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους, »κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου »κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας, «στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους, «στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.» Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. »Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου »αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα » — γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους — »μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη, »θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. «Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα »κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι »που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με κάψη »κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου· »γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας »πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. «Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη, »την κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι, »και κάνει και τη νιόνυφη ν' αφήνη, ν' απαρνιέται »το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο. Κι ως χθες κανείς μας απ' τους δυο παράπονο δεν είχε· μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες φέρνουν απ' τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στάλλα μούπε πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη, μα ποια αγαπά, δεν ήθελε να μου το φανερώση, παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια και πως το πίνει ανέρωτο και πως στολίζει ακόμα την κάμαραν όπου μεθά μ' ευωδιαστά στεφάνια· κ' ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μούπεν εκείνη κ' εγώ ταναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω· γιατ' άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι. (3) Μα τώρα πούχω να τον 'δώ σωστά δώδεκα 'μέρες κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα. Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω, κι αν πάλι θα με τυραγνά, τωρκίζομαι στις Μοίρες, την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση. Βαθυά μέσ' στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα. Μα εσύ στρέψε χαρούμενη ταλόγατά σου τώρα, Σελήνη, στον ωκεανό· κ' εγώ θε να υπομένω όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου. Σ' αφήνω 'γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα, που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε. ΚΩΜΟΣ Για την Αμαρυλλίδα μου θα 'πώ ένα τραγουδάκι κ' οι γίδες βόσκουν στο βουνό κι ο Τίτυρος τις βόσκει. Βόσκε τις γίδες, Τίτυρε, και φέρε τες στο ρέμμα κ' έχε το νου στο Λιβυκό και στο βαρβάτο τράγο, τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να μη σε κουτουλήση. Πώς δεν προβάλλεις στη σπηληά να με καλέσης νάρθω; Μ' εχθρεύεσαι το δύστυχο, γλυκειά μου Αμαρυλλίδα, ή μήπως τάχα από κοντά με βρίσκεις πλατομύτη; Αμαρυλλίδα αγάπη μου, με κάνεις να μαδήσω τολόδροσο στεφάνι αυτό πούχω για σένα πλέξει μ' ευωδιασμένα σέλινα και με μπουμπούκια κίστου. Αλλοίμονό μου! δε μ' ακούς; τι έχω να πάθω ο μαύρος! Να, δέκα μήλα σούφερα' τάκοψα 'κεί που μούπες· να, δέκα μήλα, και ταχυά θε να σου φέρω κι άλλα. Αχ! κύτταξε τον πόνο μου: Πώς ήθελα να γίνω βομβολαλούσσα μέλισσα και νάρθω στη σπηληά σου, μέσ' στον κισσό σου να χωθώ, στη φτέρη που σ' ησκιώνει. Τώρα τον έρωτα ένοιωσα· σκληρός θεός· λιοντάρι τον βύζαξε, κ' η μάννα του τον έθρεψε στο λόγγο. Βαθυά - βαθυά ως τα κόκκαλα με κατακαίει εκείνος. Όσο η ματιά σου είνε γλυκειά, τόσο η καρδιά σου πάγος· αχ! μαυροφρύδα, δέξου με κ' ένα φιλάκι δος μου. Και τα φιλάκια μοναχά έχουν κ' εκείνα γλύκα. Θα βγάλω τη φλοκάτη μου στα κύματα να πέσω από το βράχο που ο ψαράς παραμονεύει τόννους· κι αν δεν πεθάνω, όμως κι αυτό θε να σ' ευφράνη εσένα. Το ξέρω πως δε μ' αγαπάς· θέλοντας να το μάθω, έκρουσα μέσ' στη φούχτα μου της παπαρούνας φύλλο κ' εκείνο απομαράθηκε χωρίς να κάνη κρότο. Μα κ' η κοσκινομάτισσα η σταχολόγα η Γραίω κι αυτή που την ερώτησα αληθινά μου τώπε πως είμ' εγώ τρελλός για σε και συ δε με λογιάζεις. Φυλάω για σένα κάτασπρη και διπλομάννα γίδα, που την ζητά η μελαχροινή του Μέρμνωνα δουλεύτρα· σαν δε με καταδέχεσαι σ' αυτήν θα τη χαρίσω. Παίζει το μάτι μ' το δεξί· μήπως την ανταμώσω; Θα γύρω δίπλα στη φτελιά και θε να τραγουδήσω κ' ίσως γυρίση να με 'δη· δεν είνε δα από πέτρα. Την Αταλάντη θέλοντας να πάρη ο Ιππομένης, παράβγηκε στο τρέξιμο κ' είχε στα χέρια μήλα, κ' ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ' εκείνη. Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας η μάννα. Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μέσ' στα βουνά τσοπάνης, δε μάγεψε τόσο τρελλά την ώμορφη Αφροδίτη που και νεκρό στον κόρφο της σφικτά τον εκρατούσε; Μα και τον Ενδυμίωνα ζηλεύω που εκοιμήθη τον ύπνο τον αξύπνητο· και τον Γιασίων' ακόμα που απόλαψε όσα δεν μπορούν οι αμάθευτοι νακούσουν. Πονεί μου εμένα η κεφαλή κ' εσένα δε σε μέλει. Θα πάψω το τραγούδι μου και θε να πέσω χάμω νάρθουν οι λύκοι να με φαν για να χαρή η καρδιά σου. ΝΟΜΕΙΣ ΒΑΤΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΥΔΩΝ ΒΑΤΤΟΣ Οι αγελάδες που θωρώ μην είνε του Φιλώνδα; ΚΟΡΥΔΩΝ Όχι· είνε του Αίγωνα· μ' άφησε να τις βόσκω. ΒΑΤΤΟΣ Μήπως κρυφά και κλέφτικα το βράδυ τις αρμέγεις; ΚΟΡΥΔΩΝ Τι λες! ο γέρος έρχεται και βάζει τα μοσχάρια στη μάννα να βυζάξουνε και με προσέχει εμένα. ΒΑΤΤΟΣ Και σε ποια χώραν άφαντος επήγεν ο βουκόλος; ΚΟΡΥΔΩΝ Δεν τάμαθες; στον Αλφειό μαζί του τον επήρε ο Μίλων. ΒΑΤΤΟΣ Μπα; και πότε αυτός στα μάτια του είδε λάδι; (4) ΚΟΡΥΔΩΝ Μα λένε πως στη δύναμι τον Ηρακλή περνάει. ΒΑΤΤΟΣ Και μένα μ' είπε η μάννα μου κι από τον Πολυδεύκη πιο δυνατό. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' επήγ' εκεί μ' ένα σκερπάνι· πήρε μαζί του είκοσι πρόβατα. ΒΑΤΤΟΣ Αν είν' αλήθεια τούτα, ο Μίλων τότε θα μπορή και λύκους να λυσσάξη. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' εδώ οι δαμαλοπούλες του με μουγκρυτά τον κράζουν. ΒΑΤΤΟΣ Κακός βοσκός τις έλαχε· δυστυχισμένες πούνε! ΚΟΡΥΔΩΝ Αλήθεια· κι ούτε θέλουνε σαν πρώτα να βοσκήσουν. ΒΑΤΤΟΣ Κείνης εκεί, τα κόκκαλα της έχουν απομείνει. Μην τρέφεται σαν τζίτζικας με τη δροσιά μονάχα; ΚΟΡΥΔΩΝ Καθόλου· χόρτο μαλακό δεμάτια την ταΐζω· κι άλλοτε πάλι τη βοσκώ στις όχτες του Αισάρου κι άλλοτε στο βαθύσκιωτο Λάτυμνο τήνε φέρνω. ΒΑΤΤΟΣ Αδύνατος είνε κι αυτός ο κόκκινος ο ταύρος. Τέτοιος είθε να λάχαινε στο δήμο του Λαμπρέα στην Ήρα να τον σφάξουνε· τ' είνε κακός ο δήμος. ΚΟΡΥΔΩΝ Κι όμως τον φέρνω πάντοτε στο λιμνοθαλασσάκι, στου Φύσκου τη ριζοβουνιά, στου Νήαιθου τις όχτες, που όλα καλά φυτρώνουνε κι όλα καλά βλαστάνουν, φυτρώνει γιδοβότανο και κονυζός κ' εκείνο τώμορφο μελισσόχορτο το μοσχομυρωδάτο. ΒΑΤΤΟΣ Αλλοίμονό σου, Αίγωνα! εσύ γυρεύεις νίκες και τα φτωχά τα βώδια σου τραβούν κατά τον Άδη, και τη φλογέρα πούκανες σκουριά την περιζώνει. ΚΟΡΥΔΩΝ Όσο για τη φλογέρα του, πριν φύγη για την Πίσα μου την εχάρισε, κ' εγώ, τεχνίτης στη φλογέρα, παίζω γλυκά και τεχνικά της Γλαύκης τα τραγούδια, παίζω γλυκά και τεχνικά του Πύρρου τα τραγούδια. Και τραγουδώ την Κρότωνα, τη Ζάκυνθο, κ' εκείνο τακρόβουνο Λυκίνιο, που ο Αίγωνας μια μέρα ογδώντα πίττες έφαγε μόνος και μοναχός του· κι όπου ένα ταύρον άρπαξεν από το νύχι, κ' έτσι τον έσυρεν απ' το βουνό και στην Αμαρυλλίδα για δώρο της τον έδωκε· κι όλες μαζί οι γυναίκες ανάκραξαν με θαυμασμό, κ' εγέλασε ο βουκόλος. ΒΑΤΤΟΣ Αμαρυλλίδα μ' ώμορφη, και πεθαμμένη ακόμα δε θε να σε ξεχάσωμε! Όσο μ' ευφραίνουν γίδες τόσο και συ μ' ελύπησες που σβήστηκες κ' εχάθης. Μοίρα σκληρή που μούλαχεν! Αλλοίμονο σε μένα! ΚΟΡΥΔΩΝ Θάρρος χρειάζεται η ζωή κι όλα καλλιτερεύουν Οι ελπίδες για τους ζωντανούς και μόνο οι πεθαμμένοι τίποτα δεν προσμένουνε, τίποτα δεν ελπίζουν. Άλλοτε βρέχει ο ουρανός κι άλλοτε ξαστερώνει. ΒΑΤΤΟΣ Ας έχω θάρρος. Διώξε τα 'δώ κάτω τα μοσχάρια γιατί ριχτήκαν στης εληάς τα χαμηλά βλαστάρια. ΚΟΡΥΔΩΝ Ουστ! Ασπρομάλλη! σύρε συ, Κυμαίθα, προς το λόφο Μα δεν ακούς; αι! μα το ναι, τέλος κακό θα σ' εύρη αν δε θα φύγης από 'κεί. Για 'δές, ξαναπηγαίνει. Πού νάνε τάχα η γκλίτσα μου ναρθώ να σε κτυπήσω; ΒΑΤΤΟΣ Κύττα, Κορύδων, προς θεού! ετούτο εδώ ταγκάθι κάτ' από τον αστράγαλο μού τρύπησε το πόδι. 'Δές τι βαθυά που χώθηκαν οι αδραχτυλίδες μέσα! Το δαμαλάκι διώχνοντας, που κακό ψόφο νάχη, πλήγωσα το ποδάρι μου. Είδες πούνε ταγκάθι; ΚΟΡΥΔΩΝ Τώπιασα με τα νύχια μου· να, κύτταξέ το, Βάττε. ΒΑΤΤΟΣ Πόσο μικρό ταγκύλωμα και πόσο πόνο κάνει! ΚΟΡΥΔΩΝ Μην τρέχης, Βάττε, στο βουνό ξυπόλυτος ποτέ σου, γιατί φυτρώνουν παλουριές κι ασπαλωθιές κι αγκάθια. ΒΑΤΤΟΣ Ας είνε· πες μου, φίλε μου, το γεροντάκι εκείνο τη μαυροφρύδα κορασιά την αγαπάει ακόμα; ΚΟΡΥΔΩΝ Ακόμα, δόλιε μου· και πριν πουρχόμουν κατά 'δώθε, τους έπιασα τους δυο μαζί κάπου κοντά στη σκάφη. ΒΑΤΤΟΣ Γειά σου, γέρο βαρβάτε μου! ή με τους Σατυρίσκους ή με τους στραβοπόδαρους Πάνας θα συγγενεύης. ΒΟΥΚΟΛΙΑΣΤΑΙ ΔΑΦΝΙΣ ΚΑΙ ΔΑΜΟΙΤΑΣ Δαμοίτας κάποτε, Άρατε, και Δάφνις ο βουκόλος μάζεψαν τα κοπάδια τους κ' οι δυο σ' ένα λιβάδι· ο ένας μόλις χνούδωνε κι ο άλλος ξανθογένης· στη βράση του καλοκαιριού και μέσ' στο μεσημέρι σε μια βρυσούλα εκάθονταν και τέτοια τραγουδούσαν. Πρώτος ο Δάφνις άρχισε γιατί και τώπε πρώτος. (Δάφνιδος ωδή) Πολύφημε, στα πρόβατα ρίχνει η Γαλάτεια μήλα και ρίχνοντας τα μήλα της σ' ερωτοπεριπαίζει· και συ δε στρέφεις να την 'δης μηδέ να την κυττάξης, μα κάθεσαι, κακότυχε, και παίζεις τη φλογέρα. Τώρα κτυπάει τη σκύλλα σου που σου φυλάει ταρνάκια κ' η σκύλλα προς τη θάλασσα κυττάζοντας γαυγύζει· κοχλάζοντας τα κύματα, την ώμορφη νεράιδα που τρέχει απάνω στο γιαλό, αχνά την καθρεφτίζουν. Έχε το νου σου μη τυχόν στις γάμπες της ορμήση, μέσ' στη στιγμή που η κορασιά μέσ' απ' το κύμα βγαίνει, και της ξεσχίση τώμορφο και ταπαλό της δέρμα. Αυτή από 'κείθε χίλια δυο τσακίσματα σου κάνει σαν αγκινάρας λούλουδο στου θεριστή ταγέρι· και φεύγει όταν την κυνηγάς, σε κυνηγά όταν φεύγης, και λαχταρά για να σε 'δή· γιατί από την αγάπη πολλές φορές, Πολύφημε, και τάσχημα ωμορφαίνουν. Αντί για τον Πολύφημο απάντησε ο Δαμοίτας. (Δαμοίτου ωδή) Την είδα μα τον Πάνα, ναι, που κτύπαε το κοπάδι, μα το γλυκό το μάτι μου που τώχω ένα μονάχο κι άμποτε κι άμποτε μ' αυτό να βλέπω ως να πεθάνω, κι ο Τήλεμος που το κακό προφήτεψε για μένα κακό να 'δη στο σπίτι του κακό και στα παιδιά του. Κ' εγώ πεισμώνοντάς τηνε δεν την κυττάζω διόλου, και λέω πως άλλην αγαπώ, κ' εκείνη που τακούει, απ' την πολλή τη ζήλεια της μαραίνεται και λειώνει κι ορμώντας απ' τη θάλασσα τρελλή και μανιωμένη μ' αναζητά μέσ' στις σπηληές και σ' όλα τα κοπάδια. Σφυρίζω και στη σκύλλα μου να την γαυγύζη πάντα· γιατί σαν ήμουν μια φορά γι' αυτήν ξετρελλαμένος χαϊδολογώταν κρύβοντας τη μούρη της στα σκέλια. Ίσως θωρώντας όλ' αυτά μαντάτορα θα στείλη όμως εγώ τη θύρα μου θα την κρατώ κλεισμένη ως να την κάνω να ορκισθή πως θάρθη να μου στρώση γάμου κρεββάτι στη στεριά και στο νησί μας τούτο. Γιατί δεν είμαι κι άσχημος όπως με λέει ο κόσμος. Μια 'μέρα καθρεφτίστηκα στου πόντου τη γαλήνη κ' είδα τα γένεια μ' ώμορφα κι ώμορφο τώνα μάτι κ' είδα κι αυτά τα δόντια μου, τα κάτασπρά μου δόντια να ξαπερνούν στη λάμψη των τα μάρμαρα της Πάρου. Κ' εγώ για να μη βασκαθώ, χωρίς στιγμή να χάσω, έφτυσ' αμέσως τρεις φορές στον εδικό μου κόρφο· γιατ' έτσι μ' έμαθε η γρηά Κοτυταρίς να κάνω. Είπ' ο Δαμοίτας κ' έπαψε κ' εφίλησε το Δάφνι και μια φλογέρα τούδωκε· κ' ευθύς γι' αντιδοσίδι ένα σουραύλι εχάρισεν ο Δάφνις στο Δαμοίτα. Και το σουραύλι παίζοντας, παίζοντας τη φλογέρα, τα δαμαλάκια εχόρευαν στη μαλακή τη χλόη. Κ' έτσι κανείς δε νίκησε τον άλλο στο τραγούδι. ΒΟΥΚΟΛΙΑΣΤΑΙ ΔΑΦΝΙΣ, ΜΕΝΑΛΚΑΣ, ΑΙΠΟΛΟΣ Τα πρόβατά του βόσκοντας απάντησ' ο Μενάλκας απάνω στα ψηλά βουνά το Δάφνι το βουκόλο. Ήταν κ' οι δυο ξανθόμαλλα κι ανήλικα κοπέλια, τεχνίτες στη φλογέρα οι δυο, τεχνίτες στο τραγούδι. Και προς το Δάφνι στρέφοντας είπ' ο Μενάλκας πρώτος «Δάφνι, που βώδια εσύ βοσκάς με τα μουγκρύσματά των »θέλεις να δοκιμάσωμε ποιος κάλλιο τραγουδάει; »Εγώ με το τραγούδι μου σου λέω πως θα νικήσω.» Κι ο Δάφνις ταποκρίθηκε και τέτοια λόγια τούπε: «Μενάλκα, που ταρνιά βοσκάς και παίζεις τη φλογέρα, »ποτέ δε με νικάς εσύ κι αν σκάσης τραγουδώντας.» ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θέλεις να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσης; ΔΑΦΝΙΣ Θέλω να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσω. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Τι στοίχημα να βάλωμε καλό και για τους δυο μας; ΔΑΦΝΙΣ Ένα μοσχάρι βάζω εγώ· εσύ τρανό κριάρι. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Δε βάζω το κριάρι εγώ, τ' έχω κακό πατέρα κ' είνε κ' η μάννα μου κακιά, κι όταν γυρνώ το βράδυ μου τα μετρούν τα πρόβατα και τα ξαναμετρούνε. ΔΑΦΝΙΣ Τι θα κερδίση ο νικητής; τι στοίχημα θα βάλης; ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θα βάλω τη φλογέρα μου, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη, αυτή θα βάλω στοίχημα πούνε 'δικό μου πράμμα· ό,τ' είνε του πατέρα μου δεν το στοιχηματίζω. ΔΑΦΝΙΣ Ίδια φλογέρα έχω κ' εγώ, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη. Τώρα κοντά την έκανα. Μούκοψε το καλάμι ετούτο μου το δάχτυλο και μου πονάει ακόμα. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Ποιος θα μας κρίνη τώρα 'δώ και ποιος θα μας ακούση; ΔΑΦΝΙΣ Εκείνο το γιδοβοσκό — που ο σκύλλος του γαυγύζει απόκοντα στα γίδια του — ας κράξωμε για νάρθη. Και τα κοπέλια εκράξανε κι αυτός ήρθε ν' ακούση. Κ' έβαλαν κλήρο κ' έλαχε κι άρχισεν ο Μενάλκας κι ο Δάφνις αποκρίνονταν μ' αγροτικό τραγούδι και τραγουδούσε δεύτερος. Κ' είπ' ο Μενάλκας πρώτος. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Εσείς από τη θεία γενιά κοιλάδες και ποτάμια, αν κάποτ' ετραγούδησα κ' είπα γλυκό τραγούδι, παρακαλώ σας, βόσκετε με προθυμιά ταρνιά μου· κι αν έρθη ο Δάφνις από 'δώ φέρνοντας τις γελάδες, την ίδια πάλι προθυμιά δείξετε και σ' εκείνον. ΔΑΦΝΙΣ Βρυσούλες με τα κρύα νερά και γλυκερά βοτάνια, αν είνε το τραγούδι μου σαν αηδονιού τραγούδι θρέψετε τις γελάδες μου· κι αν έρθη κι ο Μενάλκας μαζί με το κοπάδι του, όλ' άφθονα να τάβρη. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Όπου είν' ο Μίλων ο ώμορφος κι όπου διαβαίνει εκείνος, εκεί με μέλι οι μέλισσες γεμίζουν τις κυψέλες, εκείν' οι γίδες εύρωστες κ' είν' όλες διπλομάννες, εκείνε κ' οι βελανιδιές ψηλότερες ακόμα· σαν φεύγη αυτός, μαραίνονται βοτάνια και τσοπάνης. ΔΑΦΝΙΣ Εκεί που πηγαινώρχεται πεντάμορφη η Νεράιδα, εκείνε πάντα η άνοιξη, πάντα βοσκές, και πάντα απ' τα μαστάρια αστείρευτα τα γάλατ' αναβλύζουν και τρέφουν τα νιογέννητα· μα όταν εκείνη φεύγη, στεγνώνουν και μαραίνονται γελάδες και βουκόλος. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Ω τράγε, εσένα πούχουνε οι άσπρες γίδες άντρα, ώ λόγγε εσύ βαθύσκιωτε· σύρετε, γίδες, τώρα σ' εκείνο το τρεχούμενο νεράκι· εκεί είν' εκείνος· σύρε να βρης το Μίλωνα, σύρε και πες του, τράγε, πως κι ο Πρωτεύς αν και θεός κι αυτός έβοσκε φώκες. ΔΑΦΝΙΣ [ελλείπουσι στίχοι εκ του αρχαίου κειμένου] ΜΕΝΑΛΚΑΣ Μην εύχεσαι για κτήμα μου του Πέλοπος τη χώρα μηδέ 'δικό μου θησαυρό το βιος του Κροίσου νάχω και μηδέ καν να ξεπερνώ στο δρόμο τους ανέμους· μα ευχήσου με να τραγουδώ κάτω απ' το βράχο τούτο, να σ' αγκαλιάζω βλέποντας ταρνιά μου μαζωμένα, που βόσκουνε στ' ολόδροσο Σικελικό ακρογιάλι. ΔΑΦΝΙΣ Για όλα τα δένδρα είνε κακό, φρικτό κακό ο χειμώνας, για τα ποτάμια η αναβροχιά, για τα πουλιά η παγίδα και γι' ταγρίμια τα θεριά τα δίχτυα από λινάρι και για τον άντρα ο έρωτας της κορασιάς. Ω Δία, δεν είμαι μόνος που αγαπώ, και συ αγαπάς γυναίκες. Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των, μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ' ο Μενάλκας. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Λύκε, μακρυά απ' τα γίδια μου κι απ' τις γιδομαννάδες· είμαι μικρός κι ανήξερος, μη θέλης το κακό μου. Ασπρόσυρε σκύλλε μου, γιατί τόσο βαθυά κοιμάσαι; όταν κοπέλι είνε βοσκός, άγρυπνος μένει ο σκύλλος. Και σεις, καλά μου πρόβατα, χλόη απαλή χορτάστε· μη την φιλαργυρεύεστε, θε να φυτρώση πάλι. Εμπρός! βόσκετε, βόσκετε, γεμίστε τα μαστάρια, ταρνάκια να χορτάσουνε κ' εγώ τυρί να πήξω. Κι άρχισ' ο Δάφνις δεύτερος το λιγερό τραγούδι. Απ' τη σπηληά διβαίνοντας μαζί με τα δαμάλια, μια σμιχτοφρύδα μ' είδε χθες κ' είπεν: ώμορφος πούνε! Κ' εγώ δεν αποκρίθηκα, λόγο πικρό δεν είπα, μα με τα μάτια χαμηλά τράβηξα στη δουλειά μου. Είνε γλυκό το μουγκρυτό κ' η ανάσα της γελάδας, γλυκό είνε και το πλάγιασμα στη ρεμματιά το θέρος. Καμάρι της βελανιδιάς είνε τα βελανίδια, μήλα καμάρι της μηλιάς, μοσχάρι της γελάδας και του βουκόλου αληθινό καμάρ' είν' οι γελάδες. Έτσι γλυκοτραγούδησαν τα δυο κοπέλια εκείνα κ' εστράφηκε ο γιδοβοσκός κ' έτσι είπε κρίνοντάς τα: «Είνε γλυκό το στόμα σου, γλυκειά η φωνή σου, Δάφνη. »Κάλλιο ν' ακούω τραγούδι σου παρά να γλείφω μέλι. »Πάρε και το σουραύλι του· νίκησες στο τραγούδι. »Κι αν θες, εκεί που βόσκομε, κ' εμένα να με μάθης, »μ' εκείνη την ακέρατη θα σε πληρώσω γίδα, »που την καρδάρα ξεχειλά με το πολύ της γάλα». Όπως πηδάει στη μάννα του το γίδι, έτσι κι ο Δάφνις τα χέρια κροταλίζοντας πήδησ' απ' τη χαρά του. Κι όπως η νύφη ντρέπεται, παρόμοια κι ο Δαμοίτας εζάρωσε κι ανάνοιωσε τη λύπη στην καρδιά του. Κι ο Δάφνις πρώτος στους βοσκούς εγίνηκε από τότε, κι άγουρος επαντρεύτηκε κ' επήρε τη Νεράιδα. ΒΟΥΚΟΛΙΑΣΤΑΙ ΔΑΦΝΙΣ ΚΑΙ ΜΕΝΑΛΚΑΣ, Άρχισε, Δάφνι, να μας 'πής, βουκολικό τραγούδι, άρχισε πρώτος, κ' ύστερα μας τραγουδεί ο Μενάλκας· βάλετε τα μοσχάρια σας κάτ' από τις 'γελάδες, βάλετε και τους ταύρους σας στις άγονες ακόμα. Εκείν' ας βόσκουνε μαζί στα φυλλωμένα χόρτα χωρίς να ξεμακραίνωνται καθόλου απ' το κοπάδι, και συ τραγούδι αρχίνησε βουκολικό τραγούδι κ' έπειτ' αποκρινάμενος τραγούδι ας 'πή ο Μενάλκας. ΔΑΦΝΙΣ Το μουγκρυτό του μοσχαριού γλυκό, και της 'γελάδας, και της φλογέρας η λαλιά γλυκειά, και του βουκόλου, όλα γλυκά, κ' εγώ γλυκά, γλυκά θα τραγουδήσω. Εκεί κοντά στη ρεμματιά πούχει το κρύο νεράκι. έστησα το κρεββάτι μου κ' έστρωσα απάνω στρώμα μ' άσπρες και μαλακές προβειές από 'γελάδες άσπρες, που ο λίβας μου τις γκρέμισε 'ψηλά από τακροβούνια ενώ βοσκούσαν κ' έτρωγαν της κουμαριάς τα φύλλα. Τη φλόγα του καλοκαιριού τόσο τη λογαριάζω, όσο τα λόγια των γονιών ο ερωτοχτυπημένος. Τέτοια μας ετραγούδησεν ο Δάφνις ο βουκόλος και τέτοια αποκρινάμενος τραγούδησ' ο Μενάλκας. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Η Αίτνα είν' η μητέρα μου, κ' εγώ για κατοικιά μου έχω μιαν ώμορφη σπηληά μέσα σε κούφιο βράχο· κ' έχω κι όσα στον ύπνο του βλέπει κανείς μονάχα, κ' έχω πολλά τα πρόβατα κ' έχω πολλές τις γίδες κ' έχω προβειές προσκέφαλο κ' έχω προβειές στα πόδια, μελένιες γαλατόπιττες σε ξύλα απάνω ψήνω και καίω στη βαρυχειμωνιά οξυάς ξερά κλωνάρια· και τόσο λογαριάζω εγώ τον άγριο το χειμώνα, όσο ο φαφούτης, τρώγοντας χυλό, ζητά καρύδια. Κ' εγώ τους χειροκρότησα, κ' εχάρισα στο Δάφνι ρόπαλο, απ' του πατέρα μου κομμένο το χωράφι, που ήταν αυτοκάμωτο, έτοιμο κι απ' το δέντρο και που τεχνίτης δεν μπορεί να βρη γι' αυτό ψεγάδι· και στο Μενάλκα εχάρισα κογχύλι που είχα πιάσει στου Ικάριου την ακρογιαλιά και το φαΐ του ωστόσο πέντε μερίδια τώκανα, τήμαστε τότε πέντε. Κ' εξεκαρδίστηκε γι' αυτό το δώρο μου ο Μενάλκας. Χαίρετε, χιλιοχαίρετε, βουκολικές μου Μούσες, κάνετε τώρα νακουστούν κι αυτά μου τα τραγούδια που τα τραγούδησα κ' εγώ στους δυο βοσκούς εκείνους, κι ούτε να βγάλη η γλώσσα μου στην άκρη φουσκαλλίδα. Τζίτζικας τζίτζικ' αγαπά και μέρμηγκας μερμήγκι, γέρακας γέρακ' αγαπά κ' εγώ αγαπώ τραγούδι· κι άμποτε νάν' το σπίτι μου γεμάτο από τραγούδια. Μηδέ κι ο ύπνος ο γλυκός τόσο γλυκός δεν είνε, μηδέ κ' η ξάφνια η άνοιξη τόσο γλυκειά δεν είνε, μηδέ και για τις μέλισσες τόσο γλυκά είνε τάνθια όσο είν' οι Μούσες οι καλές για μένα αγαπημένες. Όσους αυτές ορέγονται κι όσους καλοκυττάζουν, αυτοί τα μαγικά πιοτά της Κίρκης δεν φοβούνται. ΕΡΓΑΤΙΝΑΙ Ή ΘΕΡΙΣΤΑΙ ΜΙΛΩΝ Δυστυχισμένε θεριστή, τέπαθες τώρα - τώρα; Ούτε το δρόμο ακολουθείς, όπως και πριν, τον ίσο, ούτε θερίζεις πλάγι μας, μα μένεις πάντα πίσω, σαν πρόβατο που πλήγωσε το πόδι του έν' αγκάθι και μένει πίσω απ' τάλλα αρνιά και πίσω απ' το κοπάδι. Ποιος είσαι συ, κακόμοιρε, που 'μέρα μεσημέρι αρχινισμένο αυλάκι σου αθέριστο ταφήνεις; ΒΑΤΤΟΣ Μίλων, που πάντα ακούραστος βραδυάζεσαι στο θέρος κ' είσαι τραχύς σαν πέτρινος, ποτέ δε σούχει λάχει να νοιώσης πόθο στην καρδιά για κάποιονε που λείπει; ΜΙΛΩΝ Ποτέ. Τι πόθο στην καρδιά νάχω γι' αυτούς που λείπουν; ΒΑΤΤΟΣ Δε σούχει λάχει κάποτε γι' αγάπη ναγρυπνήσης; ΜΙΛΩΝ Ούτε κι αυτό· τέτοιες δουλειές μας κακοσυνηθίζουν. ΒΑΤΤΟΣ Εγώ ερωτοχτυπήθηκα εδώ κ' έντεκα 'μέρες. ΜΙΛΩΝ Αγέρα κοπανάς εσύ· μα εγώ καιρό δε χάνω. ΒΑΤΤΟΣ Γι αυτό κ' εμπρός στην πόρτα μου ταφήνω τα χωράφια, απ' τον καιρό που τάσπειρα, ασκάλιστα ως τα τώρα. ΜΙΛΩΝ Και ποια είνε που σε τυραγνά; ΒΑΤΤΟΣ Του Πολυβώτη η κόρη, πούπαιζε το σουραύλι της στην άκρη στο ποτάμι. ΜΙΛΩΝ Τα γύρευες και τάπαθες· πληρώνεις τα έχεις κάνει· Κοιμάτ' η ακρίδα ολονυκτίς μαζί σου πλάι με πλάι. ΒΑΤΤΟΣ Με πήρες στο περίγελο; Είνε τυφλός ο Πλούτος μάνε κι ο Έρωτας τυφλός. Μη λες μεγάλο λόγο. ΜΙΛΩΝ Εγώ, καλέ μου σύντροφε, δε λέω μεγάλο λόγο· όμως και συ μην κάθεσαι, δούλευε το δρεπάνι και λέγε για την κορασιά το ερωτικό τραγούδι και τραγουδώντας δούλευε — τότ' η δουλειά γλυκειά 'νε. Ξέρω πως είχες κάποτε του τραγουδιού τη χάρη. ΒΑΤΤΟΣ (Ωδή) Μαζί μου τραγουδήσετε, Μούσες, την κορασιά μου, γιατί ό,τι σεις εγγίζετε, ώμορφα γίνοντ' όλα, Βομβύκα αγαπημένη μου, Συριάνα όλοι σε λένε, ηλιοκαμμένη, αδύνατη, μα εγώ σε λέω σταράτη. Τα γιούλια είνε μαυρειδερά, μαυρειδεροί οι λαλέδες, μα στα στεφάνια πάντοτε την πρώτη θέση παίρνουν. Η γίδα γι' άνθη της ροδιάς, ο λύκος για τη γίδα, για σπόρο ο γερανός, κ' εγώ τρελλαίνομαι για σένα. Το βιος του Κροίσου ας είχα εγώ, να κάνω και τους δυο μας χρυσοπλασμέν' αγάλματα, τάμμα στην Αφροδίτη, Εσύ σουραύλι να κρατής τριαντάφυλλο είτε μήλο κ' εγώ με πέδιλ' αλαφρά το χορευτή να κάνω. Τα πόδια σου αλαφροπατούν κ' είνε γλυκειά η φωνή σου, για τους καλούς τους τρόπους σου παινέματα δε βρίσκω. ΜΙΛΩΝ Δεν ξέραμε πως τραγουδεί τόσο καλά ο εργάτης. Αρμονικά τα ταίριασε τα λόγια του στις ρίμες. Κρίμα σ' αυτά τα γένεια σου που ανώφελα τα φέρνεις! Άκουσε και τι τραγουδούν στο θείο Λιτυέρση. (Ωδή) Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο. Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες και πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι. Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση. Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν. Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι· αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα. Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος και πάψετε όταν κοιμηθή· στο κάμμα αναπαυθήτε. Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει, μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει. Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη, μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου. Τέτοια τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους θεριστάδες· κι όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε, τραγούδα την στη μάννα σου ταχυά μόλις ξυπνήση. ΚΥΚΛΩΨ Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν' άλλο, μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια· αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καϊμούς γλυκαίνουν, φθάνει να νοιώθης να τα βρης και να τα τραγουδήσης. Θαρρώ πως θα το ξέρης δα και θα το καλοξέρης, τ' είσαι γιατρός κι αγαπητός και στις εννιά τις Μούσες. Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του κι ο Κυκλομμάτης ο παληός Πολύφημος εκείνος, όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ' ερωτευμένος τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια. Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα μάτανε τρέλλ' αληθινή, κ' έξω απ' τον έρωτά του τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε. Πολλές φορές εγύριζαν απ' τα χλωρά λιβάδια δίχως αυτόν τα πρόβατα κ' έρημα στο μαντρί των· κ' εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας στα φύκια της ακρογιαλιάς απ' την αυγή ως το βράδυ, ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ' έλειων' από τον πόνο. Μα τώχε βρη το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε. (Ωδή) Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τι μ' αποδιώχνεις έτσι σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα, και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϊμένος σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει; Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης απ' το βουνό, κ' εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα. Αχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα. Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω. Μα μ' όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω, κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα· και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα κ' είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα. Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ' απ' τους άλλους τους Κυκλομμάτες που είν' εδώ· και παίζω τη φλογέρα για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου τη νύχτα τα μεσάνυχτα. Κ' έχω πολλά λαφάκια με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ' αρκουδάκια. Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ' έχω χάρισμά σου, Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηληά μου. Μπροστά σε τόσα πούχω 'γώ, ποιος με τη θέλησή του θα προτιμάη τη θάλασσα την αφροκυματούσσα; Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και ταμπέλι που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο. Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ' όσο πρέπει νάμαι, έχω βελανιδόξυλα κ' έχω φωτιά στη στάχτη· κ' εγώ για το χατήρι σου μέσ' στη φωτιά θα πέσω κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου τώνα μάτι που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο. Ωιμέ! που δε μ' εγέννησε με σπάραχνα η μητέρα, νάπεφτα μέσ' στη θάλασσα να σου φιλώ το χέρι αν δε σ' αρέση να φιλώ το γλυκερό σου στόμα· κ' είτε με κρίνα κάτασπρα να σε φιλοδωρούσα είτε με κοκκινόφυλλες κι ώμορφες παπαρούνες. Εκείνα καλοκαίρι ανθούν και τούτες το χειμώνα. Όμως αν έρθη, κόρη μου, κάποιος καραβοκύρης μαζί με το καράβι του, κολύμπι θε να μάθω να κολυμπήσω και ναρθώ στης θάλασσας τα βύθη να 'δώ τι βρίσκεις μέσα εκεί και τ' είνε που σ' ευφραίνει. Έβγα, Γαλάτεια, στη στεριά και μείνε και ξεχάσου όπως εδώ ξεχνάω κ' εγώ στο σπίτι να γυρίσω. Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι, ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα. Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα, ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα. Όμως κ' εγώ θε να της 'πώ τάχα πως μ' έχουν πιάσει σπασμοί στα δυο ποδάρια μου και πόνοι στο κεφάλι, για να την 'δώ να θλίβεται όπως θλιμμένος είμαι. Αι! Κυκλομμάτη, πού πετούν, πού πάν' τα λογικά σου; Αν έπλεκες καλάθια εδώ κι αν μάζευες χορτάρι και τώφερνες στα πρόβατα, πιο γνωστικός θε νάσουν. Εκεί που φθάνεις άπλωνε· τι κυνηγάς του κάκου αυτά που φεύγουν άπιαστα και χάνοντ' απ' ομπρός σου; Θα βρης άλλη Γαλάτεια και πιο ώμορφη από κείνη. Πολλές κοπέλλες με καλούν να παίζω με τη νύκτα κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκυττάξω. Αυτό μου δείχνει πως κ' εγώ κάτι στον κόσμο θάμαι. Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε με τα γλυκά τραγούδια του· κ' ήταν πιο κερδισμένος παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι. ΚΥΝΙΣΚΑΣ ΕΡΩΣ Ή ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ώρα καλή, Θυώνιχε. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Ώρα καλή σου, Αισχίνη. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Είχες πολύν καιρό ναρθής. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Πολύν καιρό; τι τρέχει; ΑΙΣΧΙΝΗΣ Δεν τα πηγαίνομε καλά. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Λιπόσαρκο σε βρίσκω, και τα μαλλιά σου αχτένιστα και το μακρύ μουστάκι. Τέτοιος μας ήρθε μια φορά κάποιος του Πυθαγόρα, χλωμός, χλωμός, ξυπόλυτος· μας έλεγε πως ήταν απ' την Αθήνα. Κ' ήταν δα κι αυτός ερωτευμένος, όμως, θαρρώ, με το φαΐ. ΑΙΣΧΙΝΗΣ Εσύ μου χωρατεύεις, μα έμεναν' η Κυνίσκη μου με βρίζει τον καϊμένο και μούρχεται να τρελλαθώ. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Έτσ' ήσουν πάντα, Αισχίνη, θυμώνεις κι αφαρπάζεσαι καλά του καθουμένου κι όλα τα θες όποτε θες. Μα πες μου, τι καινούργιο; ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ο Αργείος κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι. Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου, είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι. Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε καθένας κάποιου στην υγειά και να τον νοματίση. Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του· μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της. Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου; — Δε θα μας 'πής, τι σώπασες; μαν είδες κάνα λύκο; της είπε κάποιος παίζοντας. — Το βρήκες, τούπ' εκείνη· κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της λύχνο μπορούσες ν' άναβες. Ξέρεις ποιος είν' ο Λύκος; Αυτός ο Λύκος είν' ο γυιός του γείτονα του Λάβα, ψηλός και καλοκάμωτος και σε πολλούς αρέσει. Για κείνου εκεί τον έρωτα λιγώνετ' η Κυνίσκη. Άκουσα κάποτε κ' εγώ γι' αυτό να ψιθυρίζουν, μάκανα πως δεν τάκουσα, χωρίς να το ξετάσω· ντρεπόμουνα τα γένεια μου έτσι σαν άντρας πούμαι. Κ' εκεί πούμαστ' οι τέσσερης κουτούκι στο μεθύσι, ο Θεσσαλός με πονηριά και για να με πειράξη, άρχισε να μας τραγουδή του Λύκου το τραγούδι, τραγούδι αυτό θεσσαλικό· ξάφνω η Κυνίσκη τότε αρχίνησε τα κλάμματα κ' έκλαιγε τόσο, τόσο όσο ποτέ δε θάκλαιγεν έξη χρονών κορίτσι που επιθυμεί και λαχταρά την αγκαλιά της μάννας. Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω, και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη. «Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου· »σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις». Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα, πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα, που πηγαινώρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της. Κ' έφυγε' πιάσ' ταμπέλια της που λέει κ' η παροιμία. Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη. Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει. Κι αν ημπορούσα δα κ' εγώ να την καταφρονέσω, καθόλου δε θα μ' έμελε κι όλα καλά θε νάταν. Μα εγώ είμαι στην αγάπη της πιστάγκωνα δεμένος και μήτε βρίσκω γιατρικό στον άτυχο έρωτά μου. Ξέρω πως όταν άλλοτε κι ο συνομήλικός μου ο Σίμος ερωτεύτηκε μια τέτοια ψεύτρα κόρη, ταξίδεψε στην ξενιτειά και γιατρεμμένος ήρθε. Θα πάω κ' εγώ στην ξενιτειά· δε λέω πως θάμαι πρώτος, μα δε θε νάμαι και στερνός μέσ' στους πολεμιστάδες. ΘΥΩΝΙΧΟΣ Άμποτε αυτά που επιθυμείς όπως τα θες να γίνουν. Μ' αν όμως σώνει και καλά ποθής να ταξιδέψης, στον Πτολεμαίο πήγαινε στρατιώτης να δουλέψης. Είν' ανοιχτόκαρδος, καλός κ' ευγενικός στους τρόπους, τη χάρη δεν τη λησμονεί, τις τέχνες προστατεύει, ξέρει και ποιος τον αγαπά, ποιος θέλει το κακό του, δίνει πολλά και σε πολλούς κι ούτε ποτέ του αρνιέται, να δώση σ' όποιον του ζητά, σαν βασιλιάς οπούνε, φθάνει να ξέρουν μοναχά τι πρέπει να ζητήσουν. Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής, πολεμιστής να γένης κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα, σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια τασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο βαστούν τα πόδια. ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΑΙ Ή ΑΔΩΝΙΑΖΟΥΣΑΙ ΓΟΡΓΩ Εδώ είν' η Πραξινόη; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Εδώ. Πολύν καιρό είχες νάρθης. Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη, και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡΓΩ Ωραία! ΠΡΑΞΙΝΟΗ Κάθισε τώρα. ΓΟΡΓΩ Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω. Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες· όπου κι αν στρέψης για να 'δής, παντού χλαμύδες βλέπεις. Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Έτσ' ήθελε ο τρελλός μου εδώ στα πέρατα της γης ναρθή φωλιά να πιάση, γιατί δεν είνε σπίτι αυτό· κι αυτό, μόνο και μόνο για να μην είμαστε κοντά στη γειτονιά την ίδια. Πάντα του τέτοιος, φθονερός, παράξενος, γρυνιάρης. ΓΟΡΓΩ Δεν πρέπει για τον άντρα σου να λες αυτά τα λόγια μπρος στο μικρό. Για κύτταξε, καλέ, πώς σε κυττάζει. Έννοια σου, Ζωπυρίων μου, δεν λέει για τον παπάκη. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πώς νοιώθει, αλήθεια το μικρό! — Καλός είν' ο παπάκης. Εκείνος ο κρεμανταλάς (ας λέμε πάντα εκείνος) πήγε να πάρη κάποτε σαπούνι και φκυασίδι, κ' ενώ ξεκίνησε γι' αυτά, μου γύρισε μ' αλάτι. ΓΟΡΓΩ Ίδιος είνε κι ο άντρας μου ο Διοκλείδης, ίδιος· άδικα και παράλογα τα χρήματα ξοδεύει. Πέταξ' εχθές εφτά δραχμές τάχα μαλλί να πάρη κι αγόρασε μαδήματα βρώμικα και σκυλλίσια και πέντε στοίβες έφερε. Μα σήκω τώρα πάμε· πάρε το πανωφόρι σου και ταπαλό σου πέπλο και στο παλάτι ας τρέξουμε του πλούσιου Πτολεμαίου, να 'δούμ' εκεί τον Άδωνι. Λένε πως πανηγύρι μεγάλο η βασίλισσα γι' αυτόν έχει ετοιμάσει. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ο πλούσιος όλα πλούσια τα κάνει. Τι χαρά μου! Θάχω να λέω ένα σωρό σ' αυτούς που δε θα πάνε. ΓΟΡΓΩ Καιρός να ξεκινήσουμε, καλή μου Πραξινόη. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη. Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα, που σαν τις γάττες πάντοτε σ' αρέσει το ραχάτι. Κουνήσου, φέρ' ευθύς νερό. Κύττα, σαπούνι φέρνει. Ας είνε, δος μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καϊμένη! μη χύνης δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμά μου. Φθάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου. Και της κασέλλας το κλειδί που νάνε; φέρε μου το. ΓΟΡΓΩ Ετούτο σου το φόρεμα με τις πολλές τις δίπλες σου πάει, αλήθεια, μια χαρά. Πόσο να σου κοστίζη το ύφασμα; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Μην τα ρωτάς, Γοργώ μου· μου κοστίζει απάνω από εκατό δραχμές, χωρίς να λογαριάσω τους κόπους για το ράψιμο. ΓΟΡΓΩ Θάσ' ευχαριστημένη. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάρα πολύ. Φέρε μου πια το πανωφόρι, Ευνόη, και βάλε μου το σκιάδι μου με χάρη στο κεφάλι. Παιδί μου, δε θαρθής μαζί, κάθισ' εδώ, χρυσό μου, είνε χιλιάδες άλογα κ' είν' ο μπαμπούλας έξω και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα· εγώ δε θέλω να σε 'δώ να μου κουτσαίνης. Πάμε. Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλλα μέσα και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τι κόσμος πούνε! Πώς θα περάσωμε, καλέ, μέσ' από τόσο πλήθος; θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες. Πόσα καλά μας έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια. Γοργώ μου, τι θα γίνωμε; πώπω τι κόσμος πούνε! Να τάλογα του βασιλιά. Κύττα μη με πατήσης, φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια αυτό το κόκκιν' άλογο' για 'δές τι άγριο πούνε! Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλλοί που το κρατάει! θα τον τσαλαπατήση εκεί. Αλήθεια, τι καλά μου που δεν επήρα το μικρό και τάφησα στο σπίτι! ΓΟΡΓΩ Αι! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα, τάλογα πέρασαν εμπρός. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ανάσανα. Δεν ξέρεις πόσο φοβούμαι από μικρή τάλογο και το φίδι. Δεν πάμε γρηγορώτερα; θα μας στρημώξη ο κόσμος. ΓΟΡΓΩ (πρός τινα γραίαν) Απ' το παλάτι έρχεσαι, κυρούλα; ΓΡΑΥΣ Ναι, παιδιά μου. ΓΟΡΓΩ Είν' εύκολο να 'μπούμ' εκεί; ΓΡΑΥΣ Πανώρηα μου κοράσια, οι Αχαιοί εδοκίμασαν κ' εμπήκαν στην Τρωάδα. Καθένας δοκιμάζοντας όλα τα κατορθώνει. ΓΟΡΓΩ Χρησμούς μας είπεν η γρηά κ' επήγε στο καλό της. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Και τι δεν ξέρουν, μα και τι δεν ξέρουν οι γυναίκες! ως και το πώς επήρε ο Ζευς την Ήρα για γυναίκα. ΓΟΡΓΩ Για κύττα, Πραξινόη, εκεί στου παλατιού τις πόρτες τι κόσμος που στρημώνεται. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Δος μου, Γοργώ, το χέρι· και συ το χέρι να κρατής της Ευτυχίας, Ευνόη, και πρόσεχε να μη χαθής. Όλες μαζί να μπούμε· Ευνόη, κοντά μας πάντοτε. Αλλοίμονο, Γοργώ μου, μου ξέσχισαν το φόρεμα. Πρόσεχε συ, καϊμένε, το πανωφόρι μου. ΞΕΝΟΣ Κυρά, τι θέλεις να σου κάνω; μήπως είνε στο χέρι μου; όσο μπορώ, προσέχω. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Καλέ, τι κόσμος είν' αυτός; σπρώχνονται σαν τους χοίρους. ΞΕΝΟΣ Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ' εδώ πέρα. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάντα καλά νάσαι και συ και πάντα καλό νάχης που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο. Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στρημώνετ' η Ευνόη μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε, σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα· όπως θε νάλεγε κι αυτός που κλει τη νύφη απόξω. ΓΟΡΓΩ Για κύττα αυτά τα υφάσματα τα υφαντοκεντημένα, για κύττα τι ψιλοδουλειά και πόση χάρην έχουν λες κ' έχουν γίνει για θεούς. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Χαρά στα χέρια εκείνα που τάφαιναν μ' υπομονή! Χαρά στους τους ζωγράφους πούκαναν τέτοιες ζωγραφιές κ' έτσι χωρίς ψεγάδι. Στέκονται κι αναδεύονται σαν νάχουν ζωντανέψει, σαν νάχουν μέσα τους ψυχή κι όχι σαν υφασμένα. Και τι δεν κάνει ο άνθρωπος και τι δεν κατορθώνει! Για κύτταξε τον Άδωνι το μυριαγαπημένο, που πεθαμμένος και νεκρός στον Άδην αγαπιέται, κύτταξε πώς ξαπλώνεται σ' έν' αργυρό κρεββάτι μέσα στην πρώτη νιότη του, στο πρώτο χνούδωμά του. ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ Εσείς πια δεν θα πάψετε, μωρόλογες τρυγόνες, που με παπίσια προφορά πλαταίνετε τα λόγια; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Μπα! που ξεφύτρωσεν αυτός; Και τι σε μέλει εσένα αν φλύαρες είμαστ' εμείς; τους σκλάβους να προστάζης. Γυναίκες που γεννήθηκαν μέσα στις Συρακούσες δεν παίρνουν από προσταγές. Μάθε και τούτο ακόμα, πως μέσ' από την Κόρινθον είν' η καταγωγή μας με το Βελλεροφόντη· εκεί τα δωρικά μιλούνε κ' εμείς μιλούμε δωρικά κ' είνε δικαίωμά μας. Έναν αυφέντη μοναχά γνωρίζομε στον κόσμο, εσένα δε σε σκιάζομαι μηδέ σε λογαριάζω. ΓΟΡΓΩ Σώπαινε πια· τον Άδωνι θα τραγουδήση τώρα η τραγουδίστρα η ξακουστή, η κόρη της Αργείας, εκείνη που την βράβεψαν πέρσι στο μυρολόγι. Κάτι καλό θε να μας 'πή· να, τη φωνή ακονίζει. ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ Κυρά, που στους Γολγούς ποθείς και στο Ιδάλιον όρος και στον ψηλό τον Έρυκα να παίζης, Αφροδίτη· πάντοτ' αλαφροπάτητες, σου φέρνουν κάθε χρόνο, μέσ' από τον Αχέροντα, τον Άδωνί σου οι Ώρες· αυτές οι πιο αργοκίνητες από τους αθανάτους, που φέρνουν σ' όλους τους θνητούς κάτι καλό όταν έρθουν. Της Διώνης θυγατέρα εσύ, πεντάμορφη Αφροδίτη, τη Βερενίκη από θνητήν αθάνατη έχεις κάνει, σταλάζοντας στα στήθη της τη θεϊκή αμβροσία· κ' η Αρσινόη η κόρη της, ωραία σαν την Ελένη, για χάρη σου, ώ ξακουστή και πολυλατρευμένη, πλούσια, μεγαλόπρεπα τον Άδωνι γιορτάζει. Ολόγυρά του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία. Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι· κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του. Το δροσερό γλυκάνισο κιόσκια ανθηρά έχει πλέξει· νιογέννητοι έρωτες δειλά τριγύρω φτερουγίζουν, σαν ταηδονάκια τα μικρά, που αρχίζουν να πετάνε και δοκιμάζουν τα φτερά κλωνάρι σε κλωνάρι. Για ιδές χρυσάφια κ' έβενους κι αϊτούς ελεφαντένιους που φέρνουν στις φτερούγες των τον κεραστή του Δία· για ιδές κι απάνω τι χαλιά πιο μαλακά απ' τον ύπνο. Τώρα θα 'πή κ' η Μίλητος, τώρα θα 'πή η Σάμος: «Για το χατήρι του Άδωνι στρώθηκαν δυο κρεββάτια.» Στώνα πλαγιάζει ο Άδωνις και στάλλο η Αφροδίτη. Μα δεν κεντούν το φίλημα ταχνούδωτά του χείλια. Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα· κ' εμείς ας τόνε φέρωμε, πριν καλοξημερώση, με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω, κ' εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια, όλες μαζί ας αρχίσωμε το λιγερό τραγούδι. «Εσ' είσαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους »που και στον Άδη κατοικείς κ' έρχεσαι και στον κόσμο. »Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων, «μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ »ο πρώτος απ' τα είκοσι παιδιά πούχε η Εκάβη, »μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος »που νικητής εγύρισε πέρ' από την Τρωάδα, »μηδ' οι παλαιικώτεροι Λαπίθαι, μηδ' εκείνοι »του Δευκαλίωνος οι γυιοί, μηδέ κ' οι Πελοπίδαι »και μηδ' ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος, »μηδέ κανένας απ' αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη. »Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κ' έλα του χρόνου πάλι »και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος. »Πάντα καλοδεχούμενος θε νάνε ο ερχομός σου.» ΓΟΡΓΩ Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είνε η κόρη; Καλότυχη είνε αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκειά φωνή της. Μάνε καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι. Ο άντρας μου είνε νηστικός κ' εύκολος στο θυμό του κι όταν πεινάη, αλλοίμονο σ' όποιον μπροστά του λάχη. Αγαπημένε μ' Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθης χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας εύρης. ΧΑΡΙΤΕΣ Ή ΙΕΡΩΝ Πάντοτ' οι κόρες του Διός υμνούν τους αθανάτους και πάντα υμνούν οι ποιηταί τη δόξα των ηρώων. Θεές οι Μούσες τους θεούς να τραγουδούνε πρέπει, άνθρωποι εμείς και πρέπει μας να τραγουδούμε ανθρώπους. Μα ποιος απ' όσους κατοικούν κάτω απ' το φως του ήλιου τις χάριτές μας δέχεται μ' ολάνοικτες αγκάλες και δεν τις αποδιώχνει ευθύς δίχως κανένα δώρο Κι αυτές με φρύδια σουφρωτά και με γυμνά τα πόδια ξαναγυρίζουν σπίτι μας και μας παραπονιούνται πως άδικα τις στείλαμε να κάνουν τόσο δρόμο. Κι όταν ξαναγυρίζουνε δίχως κανένα κέρδος, κρύβονται πάλιν οκνηρές μέσ' σταδειανό κουτί των και στα ψυχρά των γόνατα στηρίζουν το κεφάλι. Ποιος είν' εκείνος σήμερα ο τόσο ανοιχτοχέρης που θα δεχθή τους ύμνους μας και θα μας δείξη αγάπη; Δεν ξέρω· οι άντρες σήμερα δε λαχταρούν επαίνους γι' ανδραγαθίες κι αρετές όπως στα πρώτα χρόνια, μα νοιάζονται και κόβονται χρήματα να κερδίσουν. Καθένας με τα χέρια του στον κόρφο του χωμένα κυττάζει ολόγυρα να 'δή πούθε το χρήμα θάρθη και μήτε ταποτρίμματα στέργει να δώση σ' άλλους, και λέει: «καθένας μας εδώ κυττάει τον εαυτό του »κ' εγώ κυττάζω όσο μπορώ πειότερα ν' αποκτήσω· »πάντα φροντίζουν οι θεοί για τους τραγουδιστάδες. »Κ' έπειτα, ποιόν νακούσωμε; Ο Όμηρος φθάνει για όλους. »Για μένα πιο καλός, αυτός που χρήμα δε μου παίρνει.» Τρελλοί, τι κέρδος απ' το βιος πούνε βαθιά κρυμμένο; κανένα. Αυτός που επιθυμεί να 'δή καλό απ' το βιος του, μέρος σκορπά για λόγου του και μέρος για τη φτώχεια, κάνει καλό σε συγγενείς, κάνει καλό και σ' άλλους και κάνει και συχνές-πυκνές για τους θεούς θυσίες κ' είνε το σπίτι του ανοιχτό και καλοδέχετ' όλους και στο τραπέζι τους καλεί με προθυμιά μεγάλη και φεύγουν όταν θέλουνε και τους ξεπροβοδώνει· κι απ' όλους περισσότερο τιμάει τους ποιητάς μας αν θέλη και παινέματα ν' ακούση όταν πεθάνη και να μην κλαίη αδόξαστος μέσα στον κρύο τον Άδη, σαν το φτωχό το δουλευτή και τον ερημοσπίτη πούχουν οι απαλάμες του κάλους απ' το σκερπάνι. Πολλοί που σκλάβοι εδούλευαν στου Αντίοχου τα χωράφια και στα χωράφια άλλοι πολλοί του βασιλιά του Αλεύα επαίρνανε προμήθειες για ολόκληρο το μήνα· πολλά μοσχάρια και πολλές καλόθρεφτες γελάδες εγύριζαν με μουγκρυτά στων Σκοπαδών τις στάνες· κοπάδια αρνιά των Κρεωνδών έβοσκαν στα λιβάδια, των Κρεωνδών που εδέχονταν φιλόξενα τους ξένους· μα απ' όλα αυτά τι κέρδισαν, τι πήρανε μαζί των, όταν ο Χάρος ο σκληρός στη βάρκα του τους πήρε; λησμονημένοι θάμεναν και ξεχασμένοι πάντα αν δεν τους έκανε γνωστούς και ξακουστούς στον κόσμο η αιολική πολύχορδη του Σιμωνίδη λύρα· μα κι άλογα γοργόποδα δοξάστηκαν κ' εκείνα που απ' τους αγώνας έφερναν της νίκης τα στεφάνια. Ποιος της Λυκίας τους ήρωας, τον Κύκνο από το χρώμα και ποιος τους γυιούς του Πρίαμου θα γνώριζεν ωστόσο αν δεν υμνούσαν ποιηταί τους παλαιούς πολέμους; Ούτ' ο Οδυσσεύς που εγύριζε χαμένος δέκα χρόνια και στα στερνά και ζωντανός κατέβηκε στον Άδη κ' εξέφυγε κι απ' τη σπηληά του άγριου Κυκλομμάτη, μα κι ούτε κι ο χοιροβοσκός ο Εύμαιος, κι ο βουκόλος Φιλοίτιος, ούτε κι αυτός ο ηρωικός Λαέρτης θε νάχαν την πολύχρονη και την τρανή των δόξα αν δεν τους αποθέωναν του Ομήρου τα τραγούδια. Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα. Μακρυά από με ο φιλάργυρος με το πολύ το βιος του κι ας λαχταρά κι ας δέρνεται για να συνάξη κι άλλο· εγώ το βιος δεν το ποθώ, μα προτιμώ και θέλω του κόσμου την υπόληψη, του κόσμου την αγάπη. Με τη βοήθεια των Μουσών ψάχνω να βρω τον άντρα που να ταξίζη να του 'πώ παινετικά τραγούδια· γιατ' είνε δύσκολο πολύ τέτοιους ανθρώπους ναύρης χωρίς τις κόρες του Διός που γνωστικά λογιάζει. Ακόμα δεν απόκαμεν ο ουρανός γυρνώντας να σέρνη και να φέρνη εδώ τους μήνες και τους χρόνους· πολλά θα σύρουν άρματα τάλογα τα βαρβάτα· και θα φανή κι ο νικητής που ωδή θε να του πλέξω· και θάν' οι νίκες του τρανές σαν του Αχιλλέως τις νίκες ή σαν τις νίκες του Αίαντος πέρα στην πεδιάδα πούν' ο Σιμόεις ποταμός, πούνε κι ο τάφος του Ίλου. Από τα τώρα οι Φοίνικες άρχισαν να τον τρέμουν, οι Φοίνικες που κατοικούν στην άκρη της Λιβύας στη χώρα την απλόστρωτη κατά τη δύση του ήλιου. Οι Συρακούσιοι κρατούν τα δόρατά τους τώρα κ' οι ασπίδες από ξύλο ιτιάς τα χέρια τους βαραίνουν. Ανάμεσα σ' όλους αυτούς περήφανος ο Ιέρων σαν τους αρχαίους ήρωας αρματωμένος είνε· την περικεφαλαία του τρίχες αλόγου ησκιώνουν. Πατέρα Δία, κι Αθηνά θεά, και Περσεφόνη όπου με τη μητέρα σου μαζί σας έχει λάχει η πλούσια και πολύκαρπη των Εφυραίων χώρα, είθε από τούτο το νησί κακήν κακώς να φύγουν οι εχθροί, κι όσοι γλυτώσουνε, το μήνυμα του ολέθρου να φέρουν στην πατρίδα των και σ' όλους τους 'δικούς των· κ' οι χώρες μας που οι βάρβαροι τις έχουνε ρημάξει σαν μάννες να καλοδεχτούν και πάλι τα παιδιά των ναρχίσουν να δουλεύωνται τα έρημα χωράφια· καλοθρεμμένα πρόβατα στους κάμπους να βελάζουν τα βώδια να γυρίζουνε το βραδυνό στις στάνες στον οδοιπόρο δείχνοντας το βήμα του να βιάση· ταλέτρι για το σπόρισμα τη γη να ξανανιώνη, μέσ' στον καιρό που ο τζίτζικας, κρυμμένος στακροκλώνια να μην τον εύρουν οι βοσκοί, δεν παύει το τραγούδι· ναπλώνουν γύρω στάρματα τα υφάδια των οι αράχνες κι ο πόλεμος να ξεχαστή και τώνομά του ακόμα· οι ωδές να φέρουν άφταστη του Ιέρωνος τη δόξα πέρα και πέρα, πιο μακρυά κι απ' της Σκυθίας τον πόντο, στα κάστρα που η Σεμίραμις με πίσσα τάχει στρώσει και μέσα εκεί εβασίλευε — κάστρα πλατιά, μεγάλα. Δεν είμαι μόνος μου, πολλούς οι Μούσες αγαπούνε κι όλοι μας στην Αρέθουσα θα πλέξωμε τραγούδια, θα πλέξωμ' ύμνους στο λαό, στου Ιέρωνος τις νίκες. Ω Χάριτες του Ετεοκλή, Χάριτες, που αγαπάτε τον ξακουσμένο Ορχομενό κάποτ' εχθρό της Θήβας, εγώ δεν πάω ακάλεστος, μα σ' όσους με καλέσουν, παίρνω τις Μούσες συντροφιά και θαρρετά θα δράμω. Όμως και σας, ω Χάριτες, μαζί μου θα σας πάρω, γιατί χωρίς τις Χάριτες τίποτε δεν αρέσει. Άμποτε, Χάριτες, εγώ πάντα μαζί σας νάμαι. ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΝ Αρχή και τέλος της ωδής ο Ζευς ας είνε, ω Μούσαι, όταν στον πρώτο απ' τους θεούς πλέκωμ' εμείς τραγούδια· κι ο Πτολεμαίος που δείχνεται πρώτος μέσ' στους ανθρώπους κι αυτός ας είνε στην αρχή, στη μέση και στο τέλος. Οι ήρωες που γεννήθηκαν από τους ημιθέους σοφούς ευρήκαν ποιητάς στ' ανδραγαθήματά των· κ' εγώ, που ξέρω να επαινώ, τον Πτολεμαίο θα ψάλω· γιατί τους ύμνους κ' οι θεοί τους έχουν για καμάρι. Καθώς μέσ' σε βαθήσκιωτο, πυκνόδεντρο λαγκάδι ο ξυλοκόπος πούρχεται δεν ξέρει πού ναρχίση, έτσι δεν ξέρω μηδ' εγώ τι να πρωτοδιαλέξω απ' όσα έδωκαν οι θεοί στο βασιλέα εκείνο. Ο ξακουστός πατέρας του, ο Πτολεμαίος του Λάγου, δείχνονταν πάντοτ' άξιος έργα τρανά να κάνη, που μήτε να τα στοχασθούν οι άλλοι δεν μπορούσαν. Εκείνος αξιώθηκεν αθάνατος να γίνη και στα παλάτια του Διός θρόνος χρυσός του εστήθη. Στο πλάγι του ο Αλέξανδρος που οι Πέρσαι τόνε τρέμουν· αντίκρυ, στέρεος και γερός, διαμαντοκαμωμένος στέκετ'ο θρόνος του Ηρακλή του αντρείου κενταυροφόνου· εκεί κ' εκείνος χαίρεται μ' όλους μαζί τους άλλους το φαγοπότι των θεών, και μυριοκαμαρώνει ταγγόνια του, που απόσβησεν ο Ζευς τα γηρατειά των κ' εγίνηκαν αθάνατοι οι απόγονοι του εκείνοι. Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης. Η Βερενίκη ανάλαμπε στις φρόνιμες γυναίκες κ' ήταν ασύγκριτη τιμή και δόξα στους γονιούς της. Τον κόρφο εκείνης η θεά της Κύπρου η Αφροδίτη εχάιδεψε με ταπαλά και λυγερά της χέρια· γι' αυτό και δεν αγάπησε, κατά πως λένε, τόσο κανένας τη γυναίκα του, όσον ο Πτολεμαίος. Όμως ακόμα πιο πολύ τον αγαπούσ' εκείνη· έτσι, κι όταν επήγαινε στην κλίνη της μ' αγάπη, εμπιστευόταν θαρρετά το θρόνο του στους γυιούς του. Σε ξένους άντρες πάει ο νους της άπιστης γυναίκας· κι αν είν' οι γέννες της πολλές και γόνιμη είν' εκείνη, μα τα παιδιά της δεν μπορούν να μοιάζουν του πατέρα, Εσύ, Αφροδίτη, η πιο ώμορφη μέσ' στις θεές του Ολύμπου, εσύ την επροστάτευες και μήτε την αφήκες το θλιβερό τον ποταμό του Χάρου να περάση· μα βιαστικά την άρπαξες πριν φτάση να πατήση στη βάρκα την κατάμαυρη που σέρνει πεθαμμένους, και στο 'δικό σου το ναό την έβαλες για πάντα κι απ' τις 'δικές σου τις τιμές έδωκες και σ' εκείνη. Από 'κει μέσα, σπλαχνική, χαρίζει στους ανθρώπους γλυκειές αγάπες, διώχνοντας τις πικραμμένες έννοιες. Με τον Τυδέα εγέννησεν η μαυροφρύδα Αργεία τον Καλυδώνιον ήρωα τον τρομερό Διομήδη, με τον Πηλέα εγέννησεν η βαθοκόρφα Θέτις τον Αχιλλέα, τον ξακουστό και πρώτο στο κοντάρι, με Πτολεμαίο το μαχητή το μαχητήν εσένα η Βερενίκη η ζηλευτή γέννησε, Πτολεμαίε. Εσένα η Κέα, νιογέννητο, μόλις το φως πρωτώδες, σ' επήρε απ' τη μητέρα σου, σ' ανάθρεψεν εκείνη. Γιατί στην Κέα ανάνοιωσε της γέννας της τους πόνους κι απ' την Ειλείθυια ζήτησε βοήθεια η Βερενίκη· κ' η Ειλείθυια παράστεκε κι αλάφρωνε τους πόνους και το παιδί γεννήθηκεν ίδιο με τον πατέρα. Κ' έκραξ' η Κέα χαρούμενη μόλις το βρέφος είδε και φιλικά το χάιδεψε και τέτοια λόγια τούπε: «Όλ' η ζωή σου τυχερή κ' ευτυχισμένη νάνε »κ' η γέννησή σου εμένανε τόσο να με τιμήση »όσο τη Δήλο ετίμησεν η γέννηση του Φοίβου· »και τόσο και τον Τρίοπο το λόφο να τιμήση [τιμώντας και τους Δωριείς που γειτονεύουν πλάι] όσο τη Ρήνεια αγάπησεν ο βασιλιάς ο Απόλλων», Έτσ' είπ' εκείνο το νησί' κ' εκεί ψηλά στα νέφη έκρωξε τότε τρεις φορές ένας αϊτός μεγάλος. Του Δία ήταν σημάδι αυτό. Πάντοτ' ο Ζευς φροντίζει για κάθε βασιλιά καλό· στον πιο καλόν απ' όλους, μόλις γεννιέται, ευθύς ο Ζευς τέτοια σημάδια δείχνει. Γι' αυτό και τον ακολουθεί του πλούτου η ευτυχία και βασιλεύει σε στεριά και θάλασσα μεγάλη. Χιλιάδες χώρες και λαοί χιλιάδες και χιλιάδες δουλεύουν τη σπαρμένη γη κι ο Ζευς τήνε ποτίζει· μα σαν αυτή την Αίγυπτο, που πλημμυρίζει ο Νείλος, κι ο Νείλος πλημμυρίζοντας το χώμα μαλακώνει, τόσο καλή και καρπερή καμμιά άλλη γη δεν είνε. Ούτ' έχει κι άλλος βασιλιάς τόσες δουλεύτρες χώρες, χιλιάδες αλογάριαστες, απάνω από τρακόσες, όπως ο μεγαλόπρεπος εκείνος Πτολεμαίος. Κ' είνε 'δικό του το πολύ το μέρος της Φοινίκης και της Συρίας το πιο πολύ, μα και της Αραβίας και της Λιβύας το πειότερο και της Αιθιοπίας. Κ' οι Πάμφυλοι κ' οι Κίλικες, τα παλληκάρια εκείνα, κ' οι Κάρες οι πολεμικοί στις προσταγές του είν' όλοι και τα Κυκλαδικά νησιά κι αυτά στις προσταγές του· και τα λαμπρά καράβια του τον πόντον αρμενίζουν, κι όλ' η στεριά κ' η θάλασσα, τα γάργαρα ποτάμια τον Πτολεμαίο το βασιλιά για βασιλιά γνωρίζουν. Και καβαλλάρηδες πολλοί κι ασπιδοφόροι τόσοι τον τριγυρνούν, αστράφτοντας στα χάλκινα άρματά των. Κι όλους και κάθε βασιλιά στα πλούτη ξαπερνάει· τόσο το βιος από παντού μέρα με την ημέρα στα πλούσια τα παλάτια του συνάζεται κι αυξαίνει. Μα κι ο λαός του ατάραχα κ' ειρηνικά δουλεύει. Ποιος τάχα εχθρός απ' τη στεριά, διαβαίνοντας το Νείλο, θε νάρθη μέσ' στις χώρες του να τις αναστατώση και ποιος από τη θάλασσα θε νάβγη απ' το καράβι και σαν εχθρός θε να ριχτή στων Αιγυπτίων τα βώδια, ενόσω αυτές τις χώρες του φυλάει ο Πτολεμαίος ο ξανθομάλλης βασιλιάς με την παλληκαριά του; Κ' έχει την έννοια να κρατά και την κληρονομιά του και σαν μεγάλος βασιλιάς να την αυξαίνη ακόμα. Όμως δεν είνε ανώφελο το βιος όπου συνάζει όπως το βιος που ακούραστα συνάζουν τα μερμήγκια (5). Στους μεγαλόπρεπους ναούς δίνει πολύ απ' το βιος του και με θυσίες παντοτινές και με χαρίσματα' άλλα. Σε κάθε ανδρείο βασιλιά πλούτη πολλά χαρίζει, χαρίζει και στις χώρες του και στους καλούς του φίλους. Ούτ' ήρθε απ' του Διόνυσου τους ιερούς αγώνας τραγουδιστής γλυκόφωνος, τεχνίτης στο τραγούδι που να μην πήρε πληρωμή όση στην τέχνη αξίζει. Τον τραγουδούν οι ποιηταί για όσα καλά τους κάνει. Και τ' είνε πιο καλλίτερο στον πλούσιο τον άντρα από τη δόξα την τρανή που οι Μούσες του χαρίζουν; Εκείν' η δόξα πάντοτε μένει στους γυιούς του Ατρείδη· ταμέτρητα τα λάφυρα που βρήκαν και που πήραν, όταν το πόδι επάτησαν στου Πρίαμου τα παλάτια, εκείνα τάκρυψεν η γη και δεν ξαναγυρίζουν. Ο Πτολεμαίος για σεβασμό στη μνήμη των γονιών του, έκτισ' ευωδιαστούς ναούς για δόξα και τιμή τους και με στολίδια ολόχρυσα, στολίδια ελεφαντένια έχει γεμίσει τους ναούς, νάνε βοήθεια σ' όλους. Κι όλο το χρόνο, στους βωμούς που φλογοκοκκινίζουν, κάνει θυσίες από μεριά βωδιών καλοθρεμμένων κ' εκείνος κ' η γυναίκα του· ευγενικιά γυναίκα, που σαν αυτή τον άντρα της καμμιά δεν αγκαλιάζει, γιατί τον έχει κι αδερφό γιατί τον έχει κι άντρα· έτσι κι ο γάμος έγινε των δυο των αθανάτων που η Ρέα τους εγέννησε για βασιλείς του Ολύμπου· και στρώνει το κρεββάτι τους, του Δία και της Ήρας, παρθένα η Ίρις, πλένοντας τα χέρια της με μύρα. Ω Πτολεμαίε βασιλιά, χαίρε! εγώ και σένα σε τραγουδώ όπως τραγουδώ τους άλλους ημιθέους, κ' ελπίζω το τραγούδι μου παντοτινό να μείνη· αυτήν εγώ την αρετή γυρεύω από το Δία. ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ Όταν ο γυιός ο πιο στερνός του Ατρέως, ο ξανθομάλλης Μενέλαος, με την ώμορφη κι αγαπημένη Ελένη, την κόρη του Τυνδάρεου, παντρεύτηκε στη Σπάρτη, δώδεκ' ανθοστεφάνωτα κι απάρθενα κοράσια, οι πρώτες και καλλίτερες στη χώρα αρχοντοπούλες, έστησαν όλες το χορό κ' εχόρευαν αντάμα απ' έξω από την κάμαρα τη μυριοστολισμένη. Κ' έπλεκαν τα ποδάρια των και ρυθμικά εκροτούσαν κι αντικροτούσε δυνατά κ' η κάμαρα του γάμου· κι όλες ετραγουδούσανε κ έλεγαν τέτοια λόγια: (Υμέναιος) Τι τόσο βιάστηκες, γαμπρέ, στον ύπνο να το ρίξης; δεν σου βαστάν τα γόνατα ή μη αγαπάς τον ύπνο; ή μήπως ήπιες πιο πολύ πριν πέσης στο κρεββάτι; Αν ήθελες να κοιμηθής, ας διάλεγες την ώρα κι ας άφηνες την κορασιά με τάλλα τα κοράσια να παίζη ως τα χαράμματα στης μάννας της το πλάι, αφού 'δική σου θάν' αυτή και σήμερα και πάντα. Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θάχε πετάξει όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κ' οι άλλοι αρχόντοι. Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους εσύ θε νάχης πεθερό το Δία, το γυιό του Κρόνου. Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα, που σαν αυτήν άλλη καμμιά στην Αχαΐα δεν είνε· κι ώμορφη θάν' η γέννα της, αν το παιδί της μοιάζη. Εμείς οι συνομήλικες που κατά τον Ευρώτα σαν άντρες θε να τρέξωμε, διακόσες τόσες κόρες, μόλις η Ελένη η ώμορφη προβάλη ανάμεσα μας καμμιά από 'μας δε δείχνεται, καμμιά δίχως ψεγάδι. Αυγή, δείχνοντας ώμορφη τη διάφανή της όψη, σελήνη, ωραία βασίλισσα στη σκοτεινιά της νύχτας, άνοιξη Ανθοπερίχυτη κ' ύστερ' απ' το χειμώνα, τέτοια η χρυσή η Ελένη μας ανάμεσά μας λάμπει. Κι όπως στολίδ' είνε της γης ταθέριστο χωράφι, στολίδι του περιβολιού τωλόρθο κυπαρίσσι, στολίδι στο άρμα η ώμορφη θεσσαλική φοράδα, έτσι στη Λακεδαίμονα στολίδι είν' η Ελένη. Ούτε καμμιά άλλη εργόχειρα με τόση τέχνη κάνει, ούτε καμμιά στον αργαλειό, φασμένο με το χτένι κόβει πανί τόσο κρουστό απ' τα ψηλά δοκάρια, ούτ' άλλη ξέρει να κτυπά τόσο καλά το υφάδι κ' υφαίνοντας να τραγουδή την Άρτεμι με χάρη και την τεχνήτραν Αθηνά, καμμιά σαν την Ελένη που μέσ' στα δυο ματάκια της οι πόθοι είνε κρυμμένοι. Εσ' είσαι πια στο σπίτι σου, χαριτωμένη κόρη, [κ' εμείς κοράσια ελεύθερα θα πάμε στα λιβάδια] μόλις χαράξ' η χαραυγή, να μάσωμε λουλούδια, να μάσωμε, να πλέξωμε στεφάνια ευωδιασμένα και σένα θα θυμώμαστε και θα σε λαχταρούμε, όπως ποθούν και λαχταρούν της μάννας το μαστάρι τα βυζανιάρικα ταρνιά που τρέφονται με γάλα. Πρώτες θε να σου πλέξωμε στεφάνι από τριφύλλι και θε να το κρεμάσωμε σε σκιερό πλατάνι, πρώτες λάδι θα στάξωμεν απ' αργυρό λαγήνι γύρω τριγύρω στη σκιά που ρίχνει το πλατάνι και τέτοια θα χαράξωμε στη φλούδα του κορμού του για να διαβάζη όποιος περνά, για να θωρή γραμμένο «Ελένης δέντρον είμ' εγώ, προσκύνα με, διαβάτη». Χαίρετε, νύφη και γαμπρέ με πεθερό το Δία, χαίρετε! κι άμποτε η Λητώ, που τα παιδιά φροντίζει, πολλά παιδιά, καλά παιδιά στους δυο σας να χαρίση κ' ίσην αγάπη και στους δυο να στείλ' η Αφροδίτη, κι ο Ζευς να κάνη αμέτρητο κι αμέτρητο το βιος σας για νάνε πάντα ατέλειωτο και πάντα να πηγαίνη από φαμίλια αρχοντική σ' αρχοντική φαμίλια. Αγκαλιαστήτε ερωτικά και γλυκοκοιμηθήτε κι ανάλαφρα ξυπνήσετε και πάλι την αυγούλα. Εμείς θε να ξανάρθωμε μόλις γλυκοχαράξη και κράξη ο πρώτος πετεινός με το λαιμό του ολόρθο Γι' αυτό το γάμο, Υμέναιε, δείξε χαρά μεγάλη. ΗΡΑΚΛΙΣΚΟΣ (Απόσπασμα) Τον Ηρακλή, δέκα μηνών, τον Ιφικλή, μια νύκτα μικρότερό του μοναχά, η μάννα τους η Αλκμήνη αφού πρώτα τους έλουσε κ' εχόρτασέ τους γάλα αγάλια τους επλάγιασε σε χάλκινην ασπίδα, όπου την είχε λάφυρο παρμένη ο Αμφιτρύων απ' τον Πτερέλαο, πούλαχεν εμπρός του σκοτωμένος. Κ' είπε, τα κεφαλάκια των χαϊδεύοντας η Αλκμήνη: «Ύπνο γλυκό κ' ύπνο αλαφρό, παιδιά μου κοιμηθήτε, »κλείσετε τα ματάκια σας, ευτυχισμένα αδέρφια· »καλότυχο το πλάγιασμα και το ξημέρωμά σας». Και λέγοντας τα λόγια αυτά κουνούσε την ασπίδα και τα παιδιά κοιμήθηκαν κ' ύπνος γλυκός τα πήρε. Και 'κεί προς τα μεσάνυχτα, δυο δράκοντες, δυο φίδια, μαύροι, κυματοκούνητοι, σταλμένοι από την Ήρα με προσταγή τρομαχτική τον Ηρακλή να φάνε, ωρμήσανε κ' εδιάβηκαν της θύρας το κατώφλι. Εσέρνονταν κατάχαμα κ' οι δυο μ' άγρια λύσσα κι ανάλαμπαν τα μάτια των και φλόγες εσκορπούσαν και μέσ' από το στόμα των πικρό φαρμάκι εφτύναν. Μα όταν τα χείλη γλείφοντας εσίμωσαν τα βρέφη ευθύς εκείνα εξύπνησαν με φώτιση του Δία και φως εχύθη ολόγυρα κ' έλαμψε όλο το σπίτι. Και μόλις είδ' ο Ιφικλής απάνω απ' την ασπίδα εκείνα τα κακά θεριά, τα σκιαχτερά των δόντια, έκραξεν απ' το φόβο του κ' εκλότσησεν αμέσως το μάλλινό του σκέπασμα γυρεύοντας να φύγη· όμως ο άλλος, ο Ηρακλής, άπλωσ' ευθύς τα χέρια κ' εγίνηκαν τα δάχτυλα χαλκάδες στο λαιμό τους εκεί που τα φαρμάκια τους όλα τα φίδια κρύβουν, τα φίδια αυτά που κ' οι θεοί τα εχθρεύονται για πάντα. Τότε στο βυζανιάρικο ταδάκρυτο το βρέφος τυλίχτηκαν ολόγυρα σφικτά-σφικτά τα φίδια, και πάλι ξετυλίχτηκαν ζητώντας να ξεφύγουν απ' των χεριών το σφίξιμο που τόσο τους πονούσε. Άκουσ' η Αλκμήνη την κραυγή κ' εφώναξε κ' εκείνη: «Σήκω, Αμφιτρύων εμένα, ιδές, με παραπήρε ο φόβος· »σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσης. »Σήκω και βιάσου· δεν ακούς πως κράζει ο Ιφικλής μας; »ή μη δε βλέπεις πως ενώ νύκτα βαθειά είν' ακόμα »οι τοίχοι γύρω φέγγουνε σαν νάχη ξημερώσει; »Άντρα μου, μέσ' στο σπίτι μας κάτι κακό θα τρέχη». Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο. Τότε με μιας η κάμαρα σκοτείνιασε και πάλι· κ έκραξε αυτός τους δούλους του, που ύπνο βαρύ εκοιμώνταν «Φέρετε φως, ανάψτε φως από τη σκάρα αμέσως »και σύρετε τα δυνατά τα μάνταλα απ' τις θύρες». (Λείπουν στίχοι εκ του αρχαίου κειμένου) «Εκείνος κράζει· ατρόμητοι δούλοι του σηκωθήτε». Είπεν αυτή που στις σκληρές μυλόπετρες κοιμώταν. Κ' ήρθαν οι δούλοι βιαστικά και μ' αναμμένους λύχνους, κ' εγέμισεν η κάμαρα. Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα. Η Αλκμήνη ευθύς τον Ιφικλή στον κόρφο της επήρε ξερόν από το φόβο του· σκέπασ' ο Αμφιτρύων με μια προβειάν, αρνιού προβειά, τον Ηρακλή το βρέφος κ' έπεσε στο κρεββάτι του και πάλι αποκοιμήθη. Τρίτη φορά τη χαραυγή τα ορνίθια ετραγουδούσαν· η Αλκμήνη στέλνει και καλεί το μάντι Τειρεσία που αλάθευτα επροφήτευε και έλεγε την αλήθεια. Η Αλκμήνη του ανιστόρησε το πράγμα όπως εγίνη και τον επαρακάλεσεν απόκριση να δώση. «Κι αν μέλλη νάβγη σε κακό κι αν οι θεοί το θέλουν, »μη φοβηθής να μου το 'πής, μηδέ να μου το κρύψης· » γιατί το ξέρω, δεν μπορεί κανένας να ξεφύγη »απ' όσα με ταδράχτι της η Μοίρα του τού κλώθει. »Εσύ το ξέρεις πιο καλά, εγώ θα σου το μάθω;» Έτσ' είπεν η βασίλισσα κι αυτός της αποκρίθη: «Θάρρευε και μη σκιάζεσαι, καλών παιδιών μητέρα, »που ρέει μέσα στις φλέβες σου το αίμα του Περσέως. »Απ' όσα μέλλει να γενούν τα πιο καλά στοχάσου. »Σ' τωρκίζομαι στο γλυκό φως που μούστωσε απ 'τα μάτια, »ότι πολλές, πάρα πολλές των Αχαιών γυναίκες, »τυλίγοντας το δειλινό το νήμα των στο γόνα »θα λένε και θα τραγουδούν τώνομα της Αλκμήνης· »οι Αργείες θε να τον σέβωνται το γυιό σου που μια μέρα »θε ν' ανεβή στον ουρανό τον αστροφωτισμένο, »ήρως αυτός πλατόστηθος που όλα μπροστά του κι όλοι »και τα θεριά κ' οι άνθρωποι μικρότεροι του θάνε. »Όταν με την αντρεία του θα κάνη δώδεκ' άθλους »είνε γραφτό του στου Διός να μένη τα παλάτια »και το θνητό του το κορμί θα κάψουν στην Τραχίνα, »και θε να τον καλέσουνε οι αθάνατοι γαμπρό τους » αυτοί που τώρα εστείλανε θεριά για να τον φάνε· [»θε νάρθ' ημέρα κάποτε που ο σουβλοδόντης λύκος »θα 'δή λαφάκι στη φωλιά και δεν θα το πειράξη]. »Μα νάχετ' έτοιμη φωτιά κρυμμένη μέσ' στη στάχτη »και ρίξετε ξερά κλαδιά, κατάξερα κλωνάρια »ασπαλουθιάς ή παλουριού, αγριαπιδιάς ή βάτου »και κατά τα μεσάνυχτα κάψετε τα δυο φίδια, »την ώρα πούθελαν αυτά να φάνε το παιδί σου. »Και την αυγή τη στάχτη τους μια δούλα να συνάξη »και να την φέρη μακρυά και μέσα στο ποτάμι »να τήνε ρίξη από ψηλά, ψηλά απ' τον άγριο βράχο, »και να μη στρέψη πίσω της όταν γυρνά στο σπίτι. »Στο σπίτι τότε κάψετε πρώτα καθάρειο θειάφι, »έπειτα μ' αρμυρό νερό και με νερό της βρύσης »ραντίσετε την κάμαρα μ' εληάς χλωρό κλωνάρι. »Και τότε χοίρο αρσενικό προσφέρετε στο Δία »θυσία, για να τον κάνετε να πάψη την οργή του». Είπε, κι ανέβηκε γοργός, μ' όλα τα γηρατειά του, σ' ελεφαντένιαν άμαξαν ο μάντις Τειρεσίας. ΒΟΥΚΟΛΙΣΚΟΣ Γλυκό φιλάκι εζήτησα να πάρω απ' την Ευνίκη κ' εκείνη μ' αναγέλασε και τέτοια λόγια μούπε: «Γκρεμίσου, κακορρίζικε, και φύγε από κοντά μου! »βοσκός εσύ πως τόλμησες φιλί να μου ζητήσης; »εγώ δεν εσυνήθισα να με φιλούν χωριάτες, »μόνο σε χείλη χωριανά κολλώ τα δυο μου χείλη. »Εσύ μήτε στον ύπνο σου ποτέ θα με φιλήσης «Γλυκά θωρείς, γλυκά μιλείς κι ώμορφα χωρατεύεις »κ' είν' απαλά τα χάδια σου και τρυφερά τα λόγια »κ' έχεις τα γένεια μαλακά κι ώμορφα τα μαλλιά σου! »Τα χείλη σου έχουν αρρώστια κ' έχεις τα χέρια μαύρα »κ' η μουρουδιά σου είνε κακιά· φύγε μη με λερώσης». Και λέγοντάς τα, τρεις φορές έφτυσε μέσ' στον κόρφο κι' αδιάκοπα μ' εκύτταζεν απ' την κορφή ως τα νύχια και ζάρωνε τα χείλη της και με λοξοθωρούσε, κ' έπειτα καμαρώνοντας για τη γλυκειά ωμορφιά της. άπονα με περίπαιζε μ' ένα συρτό της γέλιο. Κ' εμένα μέσα μου έβρασε κ' εκόχλασε το αίμα κι' από τον πόνο τον πολύ κοκκίνισ' η θωριά μου όπως τα ρόδα γίνονται κόκκιν' απ' τη δροσούλα. Κ' έφυγε, με παράτησε· κ' εμέ ο θυμός με πνίγει πως έτσι μ' επερίπαιξε με τόσες χάρες πούχω. Βοσκοί, δεν είμ' ωμορφονειός; πέτε μου την αλήθεια· ή μήπως έξαφνα ο θεός άλλαξε τη θωριά μου; γιατ' άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε κ' εσκέπαζε κ' εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου όπως του δένδρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει· και τα μαλλιά σαν σέλινα μούπεφταν στα μηλίγγια, κ' είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ' τα μαύρα φρύδια, κ' ήταν τα δυο τα μάτια μου πιο χαροπά απ' τα μάτια της Αθηνάς της ώμορφης και της γαλανομμάτας, κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι, κ' έβγαινεν απ' το στόμα μου γλυκειά-γλυκειά η φωνή μου κι από το μέλι πιο γλυκειά που βγαίνει απ' την κηρήθρα κ' ήταν και το τραγούδι μου γλυκό γλυκό κ' εκείνο είτε φλογέραν έπαιζα, σουραύλι είτε καλάμι· και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες, όλες με βρίσκαν ώμορφο κι όλες των μ' αγαπούσαν και μόνο εκείνη η χωριανή δε μούδειξεν αγάπη παρά με καταφρόνεσε γιατ' είμαι βοϊδολάτης. Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βώδια στα λιβάδια έβοσκεν ο Διόνυσος, ο ώμορφος γυιός του Δία; Τάχα δεν ξέρ' η άπονη πως ένα βοϊδολάτη κ' η Αφροδίτη αγάπησε κ' ήταν τρελλή για 'κείνον και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα, κι αγάπησε τον Άδωνι μέσ' στα πυκνά λαγκάδια και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη; Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης; μα τόσο τον αγάπησε κ' εκείνον η Σελήνη πούφευγεν απ' τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη και στις χαράδρες πήγαινε κ' επλάγιαζε μαζί του. Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαις το βοϊδολάτη; Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη; Μόνο η Ευνίκη, πιο ώμορφη τάχα κι απ' την Κυβέλη κι απ' τη Σελήνη πιο ώμορφη κι από την Αφροδίτη, αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη. Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ' εμπρός μην αγαπάς εκείνον, μη τον γυρεύης στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα, μα μόνη κι ολομόναχη τη νύκτα να κοιμάσαι. ΚΗΡΙΟΛΕΠΤΗΣ Εκέντρωσε μια μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη όταν της έκλεβε κερί μέσ' από την κυψέλη, κι όλα του τακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της. Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ' εφύσαγε τα χέρια κ' εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ' τον πόνο· κ' έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη κ' έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη πως είν' η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει. Κ' εγέλασ' η μητέρα του και στράφηκε και τούπε: Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις; Έτσι μικρός είσαι και συ κ' έτσι σκληρά πληγώνεις. ΗΛΑΚΑΤΗ Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη, έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια. Εκεί θα πάμε, κι ο θεός καλό ταξίδι ας δώση, το φίλο το Νικία μου να 'δώ και να φιλήσω, που οι χάριτες γλυκόφωνες τον έχουν αναθρέψει, και σένα, καλοδούλευτο κ' ελεφαντένιο αδράχτι, εσένα στη γυναίκα του θε να σε κάνω δώρο, να κλώθης νήματ' απαλά για των αντρών τα ρούχα και νήματα για διάφανα φορέματα γυναικεία. Γιατ' οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους πάντα το χρόνο δυο φορές· τ' είνε καλή δουλεύτρα κι όλα αγαπάει όσ' αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες. Εγώ δε θα σ' εχάριζα μηδέ σε τιποτένιες μήτ' ήθελα να σ' έβλεπα μέσ' σ' ακάματρας σπίτι, γιατ' είσαι απ' την πατρίδα μου κ' έχεις εσύ πατρίδα την πόλη εκείνη που έκτισεν ο Εφυραίος Αρχίας, πόλη μ' ανθρώπους διαλεχτούς, της Σικελίας καμάρι. Τώρα θε νάχης σπίτι σου σοφού γιατρού το σπίτι που ξέρει μύρια γιατρικά και διώχνει τις αρρώστιες· αντάμα με τους Ίωνας στη Μίλητο θα μένης έτσι για νάχη η Θεύγενη το πιο ώμορφο ταδράχτι και να με φέρνη πάντοτε μέσ' την ενθύμησή της εμένα τον τραγουδιστή και τον καλό της φίλο. Όποιος σε 'δή στα χέρια της να λέη: Μεγάλη, αλήθεια, μεγάλη χάρη απόκτησε με το μικρό του δώρο. Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι. ΛΗΝΑΙ Ή ΒΑΚΧΑΙ Αγαύη κι Αυτονόη κ' Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες, τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωρού κισσού κλωνάρια, επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια κ' έκαναν δώδεκα βωμούς σ' ολάνοιχτο λιβάδι, εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη. Έβγαλαν τότε τα ιερά μέσ' από το κουτί των και στους βωμούς ταπίθωσαν μ' ευχές πολλές στο Βάκχο, όπως αυτός επιθυμεί κι όπως τις είχε μάθει. Ο δύστυχος Πενθεύς κρυφά, από τραχύ ένα βράχο, πίσω από σκίνο γέρικο, εθώρει ό,τι γενόταν. Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως έρριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας εγκρέμισε κ' εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου πούν' άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι. Τότε κ' εκείνη εμάνιωσε κ' εμάνιωσαν κ' οι άλλες. Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος, κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα στη ζώνη, έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν. Κ' είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τι θέλετε, γυναίκες;». «Τώρα θα 'δής τι θέλομε» τούπεν η Αυτονόη. Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι' ας ήταν, και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας του σύντριψε τον ώμο του μ' όλη την ωμοπλάτη· τα ίδια κι απαράλλαχτα κ' η τρίτη η Αυτονόη· κ' οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν ταπομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των, κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα. Δε νοιάζομαι· μηδέ κανείς ας νοιάζεται για 'κείνον που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη, άντρας απ' τη γυναίκα του ή και παιδί απ' τη μάννα· εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους. Πάντοτ' ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ' το Δία. Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου. Χαίρε, Διόνυσε, που ο Ζευς σ' έβγαλ' απ' το μερί του και σέρριξε στο Δράκανο το χιονοσκεπασμένο· χαίρε, Σεμέλη, χαίρετε και σεις οι αδερφές της κόρες του Κάδμου ηρωικές που δίκαια τιμωρείτε· αυτό που εσείς εκάνατε τώχε προστάξει ο Βάκχος. Κανείς ας μην καταφρονή ό,τι οι θεοί προστάζουν. ΑΛΙΕΙΣ (Μετάφρασις Γ. Δροσίνη (6)) Δυο γέροι ψαροκυνηγοί μαζ' ήταν πλαγιασμένοι 'πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ' στην πλεκτή καλύβα· Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους· τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια, ταγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα· τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γρηά τους βάρκα. Και κάτω απ' τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι. Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλλο, μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα. I. Π. Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι κ' οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια· εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να 'μιλούνε: — Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες το καλοκαίρ' είν' πλιο μικρές που μεγάλων' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη!... Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; — Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι. Δεν παραστράτησ' ο καιρός από τον ίσιο δρόμο, μόνον οι έννοιες σε 'ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν. — Μην ξέρεις απ' ονείρατα; γιατ' είδα απόψε κάτι, κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης. Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυο την ψαρική μας, το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατά μας. Θα το 'ξηγήσης με τον νου και δε θε να λαθέψης· γιατ' όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση, εκείνος είνε πάντα του καλός ονειροκρίτης. Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τι κανείς να κάνη πάνω στα φύκια ξαπλωτός, κοντά στο περιγιάλι;... — Έλα, για λέγε τώνειρο, κι αφού το λες σ' εμένα, στον σύντροφό σου τον παληό, καλά να το 'στορήσης. — Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ' τις δουλειές κομμένοι (θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς και πάντα και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι) είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ' ένα βράχο τα ψάρια παραμόνευα μ' ένα μακρύ καλάμι. Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' ταγκίστρι — Όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό μου ακόμα, — λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και 'μάτωσε ταγκίστρι, κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι, γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα. Μα όταν έσκυψα 'μπροστά, εσάστισεν ο νους μου· πως μ' έν' αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι; Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα ταγκίστρι για να την νοιώση την πληγή σ' τα σπάραχνά του μέσα, και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τανασέρνω και βλέπω πλούσια πληρωμή σ' τον τόσο μου τον κόπο, ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο. Μ' αληθινά φοβήθηκα, γιατ' είπα μήπως είνε κανένα ψάρι 'ξωτικό ή ψάρι μαγεμμένο. Προσεκτικά ξεκάρφωσα ταγκίστρι από τα χείλη, μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι· τώρριξα απάνω σ' τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα πως δε θε να πατήσω πια σ' το πέλαγος το πόδι, παρά θα ζήσω σ' τη στεριά με το χρυσάφι πούχω. Τα είδ' αυτά και 'ξύπνησα. Και τώρα, σύντροφέ μου, πες μου και συ τη γνώμη σου, γιατί πολύ φοβούμαι μ αυτόν τον όρκο πώκανα μην πέσω σ' αμαρτία. — Κ' εγώ σου λέω, φίλε μου, καθόλου μη φοβάσαι, γιατί μηδ' όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες· ήτανε ψεύτικ' όνειρο, κι αν θες να βγη σ' ταλήθεια, ψάρευε, ψάρια αληθινά με κόκκαλα και κρέας, γιατί μ' ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνης. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506 *** 1) Το επίγραμμα αυτό δεν θεωρείται εκ των αναμφισβητήτων. Συρακούσιος 2) Η σεισοπυγίς (σουσουράδα) ήτο αφιερωμένη εις την Αφροδίτην και δια τούτο την μετεχειρίζοντο εις τας ερωτικάς μαγγανείας. 3) Το ελαιοδοχείον δια την παλαίστραν. Θέλει να δείξη την μεγάλην οικειότητα που τους συνέδεε. 4) Το είδε λάδι = έχει ιδέαν από πάλην· διότι οι παλαίοντες ηλείφοντο με έλαιον. 5) Εννοεί τους χρυσοφόρους μύρμηκας των Ινδών, οι οποίοι, μεγάλοι ως αλώπεκες, εξώρυττον τον χρυσόν. 6) Σημ. Εις την σειράν των υπ' εμού μεταφρασθέντων Ειδυλλίων του Θεοκρίτου, παρεκάλεσα τον ποιητήν κ. Γ. Δροσίνην να μου επιτρέψη να συμπεριλάβω και το άνω, υπ' εκείνου άλλοτε μεταφρασθέν και δημοσιευθέν υπό τον τίτλον &Οι Ψαράδες& είς τινα των ποιητικών του συλλογών. Και τούτο, όχι μόνον διά την ακριβή απόδοσιν της ποιητικής χάριτος και απλότητος του πρωτοτύπου, αλλά και επί πλέον διότι είναι το μόνον εκ των Ειδυλλίων του Θεοκρίτου που πραγματεύεται θέμα θαλασσινόν. *** End of this LibraryBlog Digital Book "Ειδύλλια" *** Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.