By Author | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Title | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Language |
Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ] Look for this book on Amazon Tweet |
Title: Laws and Epinomis - Volume B Author: Plato, 427? BC-347? BC Language: Greek As this book started as an ASCII text book there are no pictures available. *** Start of this LibraryBlog Digital Book "Laws and Epinomis - Volume B" *** Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics are included in _. Footnotes have been placed at the end of the book. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΠΛΑΤΩΝ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ ΤΟΜΟΣ Β.' ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. Ζ Α Μ Π Α ΤΟΜΟΣ Β ' ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά ομιλείς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Φιλόθεον δε κάπως και ευτυχή θεωρούντες τον έβδομον βαθμόν ας τον εμπιστευθώμεν εις κάποιον κλήρον και όποιος μεν κληρωθή ας εξουσιάζη, όστις δε αποτύχη ας ειπούμεν ότι είναι δικαιότατον να αποσυρθή και να εξουσιάζεται. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτό είναι πολύ αληθές. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βλέπεις λοιπόν, φίλε νομοθέτα, ημπορούν να μας αντιτείνουν, αστειευόμενοι με κανένα από τους απερισκέπτως ερχομένους διά να θέσουν νόμους, πόσοι βαθμοί εξουσιών υπάρχουν και πόσον αντίθετοι εκ φύσεως μεταξύ των; Διότι τόρα βεβαίως ημείς ανεκαλύψαμεν κάποιαν πηγήν των διχονοιών, την οποίαν συ πρέπει να θεραπεύσης. Πρώτον δε μαζί μας σκέψου αναδρομικώς, πώς και εις τι έσφαλαν παραβαίνοντες αυτά οι βασιλείς του Άργους και της Μεσσήνης και κατέστρεφαν και το εαυτόν των και την δύναμιν των Ελλήνων, η οποία ήτο αξιοθαύμαστος την εποχήν εκείνην. Όχι άραγε διότι δεν ενόησαν τον Ησίοδον, ο οποίος λέγει πολύ ορθά ότι πολλάκις το μισό είναι περισσότερον από το όλον, και ότι όταν είναι ζημία να λάβης το όλον, ενώ το μισό είναι μέτριον, τότε εθεώρησε ότι το μέτριον είναι περισσότερον από το αλογάριαστον, διότι εκείνο είναι καλλίτερον, τούτο δε χειρότερον; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά βεβαίως. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν άραγε περισσότερον θα νομίσωμεν ότι τούτο βλάπτει, όταν συμβή εις τας βασιλείας ή εις τας δημοκρατίας; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Το λογικόν και το συχνότερον είναι, να είναι των βασιλέων αυτή η ασθένεια, επειδή ζουν με υπερηφάνειαν ένεκα της τρυφηλότητος. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν δεν είναι φανερόν, ότι πρώτα πρώτα οι τότε βασιλείς αυτό είχαν, δηλαδή το να καταχρώνται τους θεσπισθέντας νόμους, και ό,τι ενέκριναν με λόγους και με όρκον, δεν το ετήρησαν πιστώς, αλλά η ασυμφωνία με τον εαυτόν των, καθώς ημείς το χαρακτηρίζομεν, η οποία είναι η μεγαλιτέρα αμάθεια, και μόνον νομίζεται ως σοφία, όλα εκείνα τα κατέστρεcε από πλάνην και πικράν απαιδευσίαν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτό φαίνεται πιθανόν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Πολύ καλά. Λοιπόν ο νομοθέτης τι έπρεπε να φοβάται τότε που ενομοθέτει διά την γέννησιν τούτου του παθήματος; Μήπως άραγε δι' όνομα των θεών τόρα μεν δεν είναι διόλου σοφόν να εννοήσωμεν αυτό ούτε δύσκολον να το ειπούμεν, εάν όμως ήτο δυνατόν να το προβλέψη κανείς τότε, θα ήτο ίσως σοφώτερος από ημάς ο προβλέπων αυτό; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ποίον λοιπόν εννοείς; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τόρα είναι δυνατόν, καλέ Μέγιλλε, να ρίψωμε βλέμμα εις τα γεγονότα του τόπου σας, διά να εννοήσωμεν, και αφού εννοήσωμεν, είναι εύκολον να ειπούμεν τι έπρεπε να γίνη τότε. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ειπέ το ακόμη καθαρώτερα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν το καθαρώτερον από όλα ίσως είναι το εξής. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ποίον; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εάν κανείς εις μικρότερα πράγματα προσθέση μεγαλιτέραν δύναμιν παραμελήσας τα μέτριον, λόγου χάριν εις τα πλοία ιστία και εις τα σώματα τροφήν και εις τας ψυχάς κυριαρχίαν, όλα βεβαίως αυτά ανατρέπονται και εκτροχιαζόμενα άλλα μεν ρίπτονται εις ασθενείας, άλλα δε εις την αδικίαν, η οποία κατάγεται από τον εκτροχιασμόν. Τι λοιπόν εννοούμεν; Άραγε, αγαπητοί μου φίλοι, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξη φύσις θνητής ψυχής, η οποία θα ημπορέση να φέρη την μεγαλιτέραν κυριαρχίαν μεταξύ των ανθρώπων, όταν είναι νεαρά και ανυπεύθυνος, ώστε να μη φορτωθή από την μεγαλιτέραν ασθένειαν, δηλ. την ανοησίαν, ο νους της και να τρέφη μίσος προς τους πλησιεστάτους φίλους της, το οποίον, όταν συμβή, αμέσως καταστρέφει αυτήν και εξαφανίζει την δύναμίν της; Αυτό λοιπόν να προσέξουν και να εύρουν το μέτριον, είναι ιδιότης των μεγάλων νομοθετών. Εφ' όσον λοιπόν είναι δυνατόν να το ερμηνεύσωμεν τόρα, έν τόσον παλαιόν γεγονός, ιδού τι φαίνεται να είναι αυτό. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Τι πράγμα; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ότι υπάρχει κάποιος θεός φροντίζων διά σας, ο οποίος, επειδή προβλέπει τα μέλλοντα, εφύτευσε εις τον τόπον σας διδυμικήν την γέννησιν τον βασιλέων από μονογενή, και την περιώρισε περισσότερον εις το μέτριον. Και κατόπιν πάλιν κάποια ανθρωπίνη φύσις ανάμικτος με κάποιαν θείαν δύναμιν, αφού ενόησε ότι η εξουσία σας είχε ακόμη κάποιαν φλεγμονήν, αναμιγνύει την σώφρονα δύναμιν του γήρατος με την αυθάδη ρωμαλεότητα της γενεάς, δηλαδή των εικοσιοκτώ δημογερόντων, την οποίαν κατέστησε ισόψηφον με την δύναμιν των βασιλέων εις τα κυριώτερα ζητήματα. Ο δε τρίτος σωτήριος παράγων του τόπου σας βλέπων ότι η εξουσία ήτο ακόμη σπαργωμένη και αχαλίνωτος έβαλε μέσα εις αυτήν ωσάν χαλινόν την δύναμιν των εφόρων, την οποίαν επλησίασε προς κληρωτήν δύναμιν. Λοιπόν συμφώνως με αυτήν η βασιλεία εις τον τόπον σας έγινε ανάμικτος (συνταγματική) και αποκτήσασα μέτρον, και αυτή εσώθη και εις τους άλλους έγινε αιτία σωτηρίας. Άλλως βεβαίως επί Τημένου και Κρεσφόντου και των τότε νομοθετών, οποιοιδήποτε και αν νομοθετούν, δεν θα εσώζετο ούτε η μερίς του Αριστομένους. Διότι δεν ήσαν αρκετά έμπειροι νομοθέται. Δηλαδή αυτοί σχεδόν δεν εσκέφθησαν να συγκρατήσουν με όρκων ψυχήν νεαράν, όταν καταλάβη την εξουσίαν, από την οποίαν ήτο δυνατόν να παραχθή τυραννία. Τόρα όμως ο θεός έδειξε οποία έπρεπε και πρέπει μάλιστα να είναι η αρχή η οποία θέλει να διατηρηθή. Το να εννοούνται δε αυτά από ημάς, καθώς είπα προηγουμένως, αν γίνεται τόρα, δεν αποτελεί καμμίαν σοφίαν. Διότι το να παρατηρή κανείς από εκτελεσθέν παράδειγμα δεν είναι διόλου δύσκολον. Εάν όμως υπήρχε κανείς να το προβλέψη τότε και να ημπορέση να μετριάση τας αρχάς και να τας κάμη μίαν από τρεις, και τα ορθώς εννοηθέντα τότε θα έσωζαν τα πάντα και ίσως δεν θα ήρχετο εναντίον της Ελλάδος ούτε η Περσική ούτε καμμία άλλη εκστρατεία, διότι μας επεριφρόνησε και μας εθεώρησε μηδαμινούς. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Λέγεις την αλήθειαν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τουλάχιστον αισχρώς τους απέκρουσαν, φίλε μου Κλεινεία. Όταν δε λέγω αισχρώς, δεν εννοώ ότι δεν ενίκησαν οι τοτινοί λαμπράς μάχας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, αλλά το εξής εννοώ αισχρόν, πρώτον δηλαδή ότι, ενώ εκείναι αι πολιτείαι ήσαν τρεις, μία υπερήσπισε την Ελλάδα, αι δε δύο ήσαν τόσον πολύ διεφθαρμέναι, ώστε η μεν μία παρεμπόδιζε και την Λακεδαίμονα να βοηθήση αυτήν, διότι επολεμούσε εναντίον της με όλας τας δυνάμεις, η δε άλλη, η οποία κατά τους χρόνους εκείνους της διανομής ήτο η πρώτη, δηλαδή το Άργος, ενώ προσεκλήθη να αποκρούση τους βαρβάρους, ούτε ακρόασιν έδωκε ούτε εβοήθησε. Θα ημπορούσε δε κανείς πολλά να αναφέρη και να κατηγορήση την Ελλάδα ότι συνέβησαν πολύ επαισχύντως εις εκείνον τον πόλεμον, και ούτε πάλιν ημπορεί να ειπή ορθώς ότι η Ελλάς αντέκρουσε τον εχθρόν. Αλλ' εάν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι δεν απέκρουαν την επικειμένην υποδούλωσιν, σχεδόν τόρα πλέον θα ήσαν ανάμικτα όλα τα γένη των Ελλήνων και μεταξύ των και βάρβαρα μεταξύ Ελλήνων και Ελληνικά μεταξύ βαρβάρων, καθώς εις τας χώρας, τας οποίας σήμερον κυριαρχούν οι Πέρσαι, κατοικούν ανομοιογενή και συμφυρόμενα με κακήν διανομήν. Αυτά, καλέ Κλεινία και Μέγιλλε, έχομεν να κατακρίνωμεν εις τους αρχαίους πολιτικούς λεγομένους και νομοθέτας και εις τους σημερινούς, διά να ζητούμεν τας αιτίας των και να ευρίσκωμεν τι άλλο έπρεπε να πράξουν έξω από αυτά. Καθώς μάλιστα και τόρα είπαμεν ότι δεν πρέπει να νομοθετήσωμεν μεγάλας εξουσίας ούτε αμιγείς, σκεφθέντες ότι η πολιτεία πρέπει να είναι ελευθέρα, και ο νομοθέτης αυτό πρέπει να έχη υπ' όψει του, όταν νομοθετή. Ας μη απορούμεν δε πώς έως τόρα πολλάς φοράς επροτείναμεν μερικάς προτάσεις και είπαμεν ότι αυτάς πρέπει να έχει υπ' όψει του ο νομοθέτης, όταν νομοθετή, και όμως όλα όσα επροτιμήσαμεν να προτείνωμεν δεν είναι πάντοτε τα ίδια. Αλλά πρέπει να συλλογισθώμεν ότι, όταν ειπούμεν ότι πρέπει να έχωμεν υπ' όψει την σωφροσύνην ή την φρόνησιν ή την φιλίαν, δεν είναι διάφορος αυτός ο σκοπός μας, αλλά ο ίδιος, και μάλιστα και άλλαι πολλαί παρόμοιαι λέξεις αν λέγωνται, ας μη μας ταράττουν διόλου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Θα προσπαθήσωμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις αναθεωρούντες τας συζητήσεις. Και τόρα δε ομοίως ας ιδούμεν περί φιλίας και φρονήσεως και ελευθερίας, τι εννοούσες, όταν έλεγες ότι πρέπει να τας λάβη υπ' όψιν του ο νομοθέτης, λέγε το. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν άκουσε τόρα. Υπάρχουν δύο είδη πολιτευμάτων ωσάν μητέρες, από τας οποίας εάν ειπούμεν ότι παράγονται όλα τα άλλα, θα ελέγαμεν ορθά, και το μεν έν είναι ορθόν να ονομάζεται μοναρχία, το δε άλλο δημοκρατία. Και την μεν μίαν την εξασκεί εις το έπακρον το έθνος των Περσών, την δε άλλην ημείς. Όλαι δε αι άλλαι σχεδόν, καθώς είπα, αποτελούν παραλλαγάς τούτων, επομένως είναι πρέπον και ανάγκη να μετέχη και από τα δύο αυτά, εάν πρόκειται να υπάρχη ελευθερία και φιλία μαζί με φρόνησιν. Λοιπόν το εξής θέλει να μας επιβάλη ο λόγος μας, δηλαδή λέγει ότι μία πόλις μη έχουσα μερίδιον από αυτά δεν είναι δυνατόν να πολιτευθή καλώς. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως πώς είναι δυνατόν; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αφού λοιπόν το μεν έν ησπάσθη την μοναρχίαν, το δε άλλο την ελευθερίαν περισσότερον από όσον έπρεπε, κανέν από τα δύο δεν κατέχει τα μέτρια από αυτάς. Τα ιδικά σας όμως πολιτεύματα, δηλαδή και της Λακωνικής και της Κρήτης, κατέχουν περισσότερον τα μέτρια, οι Αθηναίοι όμως και οι Πέρσαι τον παλαιόν μεν καιρόν ήσαν όμοιοι, τόρα όμως πολύ ολίγον. Τας αιτίας δε αυτάς ας τας εξετάσωμεν. Δεν είναι έτσι; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα, εάν βεβαίως πρόκειται να τελειώσωμεν το ζήτημά μας. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας ακούσωμεν λοιπόν. Δηλαδή οι Πέρσαι, όταν εφύλατταν τον μέτριον βαθμόν της δουλείας και ελευθερίας επί Κύρου, πρώτον μεν αυτοί ήσαν ελεύθεροι, έπειτα δε κυρίαρχοι πολλών άλλων. Διότι οι άρχοντες μετέδιδαν την ελευθερίαν εις τους εξουσιαζομένους και σύροντες αυτούς μάλλον προς την ισότητα ήσαν φίλοι οι στρατιώται με τους στρατηγούς και προθύμως επρόσφεραν τον εαυτόν των εις τους κινδύνους. Και πάλιν, εάν μεταξύ αυτών υπήρχε κανείς συνετός και ικανός να είναι σύμβουλος, δεν ήτο φθονερός ο βασιλεύς, αλλά του έδιδε θάρρος και ετίμα τους ικανούς να τον συμβουλεύσουν εις κάτι τι, και παρεχώρει κοινώς εις όλους το αξίωμα της φρονήσεως, διά τούτο ακριβώς και όλα τα πράγματα προώδευσαν εις την χώραν ένεκα της ελευθερίας και της φιλίας και της ανταλλαγής σκέψεων. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Φαίνεται κάπως ότι έτσι έγιναν όσα λέγεις. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Πώς λοιπόν πάλιν κατεστράφησαν επί Καμβύσου και πάλιν επί Δαρείου σχεδόν διεσώθησαν, θέλετε να τα σκεφθώμεν μεταχειριζόμενοι κάπως μαντικήν σκέψιν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τουλάχιστον το ζήτημα εις το οποίον εφθάσαμεν προκαλεί αυτήν την εξέτασιν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τόρα λοιπόν μαντεύω περί του Κύρου ότι εις τα άλλα μεν ήτο στρατηγός καλός και φιλόπατρις, αλλά δεν έλαβε διόλου ορθήν εκπαίδευσιν και εις την οικιακήν οικονομίαν δεν επρόσεξε διόλου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς λοιπόν να το εξηγήσωμεν αυτό; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Φαίνεται ότι εκ νεαράς ηλικίας εις όλην του την ζωήν έκαμνε εκστρατείας, και παρέδωκε τους υιούς του εις τας γυναίκας του, διά να τους ανατρέφουν, εκείναι δε τους ανέτρεφαν ως να ήσαν πλέον ευτυχείς αμέσως από την παιδικήν των ηλικίαν και αξιομακάριστοι και να μη στερούνται τίποτε από αυτά. Επειδή δε εμπόδιζαν τον καθένα να εναντιώνεται εις αυτούς, διότι δήθεν ήσαν όσον χρειάζεται ευτυχείς, και επειδή ηνάγκαζαν όλους να επιδοκιμάζουν παν ό,τι έλεγαν ή έπρατταν αυτοί, τους έκαμαν διά της ανατροφής των τοιούτου είδους ανθρώπους. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ωραίαν, καθώς φαίνεται, ανατροφήν ανέφερες. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως θηλυπρεπή από βασιλικάς γυναίκας, νεοπλούτους και εν απουσία των ανδρών των ανατρεφούσας τους παίδας των, διότι εκείνοι δεν ευκαιρούν εξ αιτίας των πολέμων και των πολλών κινδύνων. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτό είναι λογικόν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ο δε πατήρ των πάλιν μεν ποίμνια και πρόβατα και αγέλας και ανθρώπων και άλλων πολλών ζώων είχε πολλά, οι υιοί του όμως, εις τους οποίους επρόκειτο να τα παραδώση, δεν εγνώριζε, ότι δεν ανατρέφονται εις την πατροπαράδοτον τέχνην, η οποία ήτο Περσική, διότι οι Πέρσαι ήσαν ποιμένες, επειδή εγεννήθησαν εις χώραν ορεινήν, τραχείαν και ικανήν να παρουσιάση ποιμένας πολύ δυνατούς και ικανούς να ξενυχτούν και να αγρυπνούν και, όταν γίνη ανάγκη, να εκστρατεύουν. Δεν αντελήφθη δε ότι τα παιδιά του επήραν διεφθαρμένην Μηδικήν ανατροφήν εξ αιτίας της φαινομενικής ευτυχίας των από τας γυναίκας και τους ευνούχους. Δι' αυτό έγιναν ό,τι ήτο επόμενον να γίνουν, αφού επήραν ανατροφήν χωρίς επιπλήξεις. Καθώς λοιπόν ήτο επόμενον, αφού μετά τον θάνατον του Κύρου ανέλαβαν οι παίδες του την εξουσίαν φορτωμένοι από τρυφηλότητα και μη δεχόμενοι παρατηρήσεις, πρώτον μεν ο είς εφόνευσε τον άλλον μη ανεχόμενος την ισότητα (1), κατόπιν δε ο ίδιος παραφρονήσας από την μέθην και την απαιδευσίαν εστερήθη την κυριαρχίαν από τους Μήδους και από τον λεγόμενον τότε ευνούχον, ο οποίος επεριφρόνησε την μωρίαν του Καμβύσου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως λέγονται αυτά, και σχεδόν φαίνεται ότι έγιναν κατ' αυτόν τον τρόπον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και όμως λέγεται βεβαίως ότι πάλιν η εξουσία περιήλθε εις τους Πέρσας διά μέσου του Δαρείου και των επτά οπαδών του. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αμέ τι άλλο; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας συλλογιζώμεθα λοιπόν, ενώ παρακολουθούμεν τον λόγον. Δηλαδή ο Δαρείος δεν ήτο βασιλόπαις ούτε ανετράφη με τρυφηλήν μόρφωσιν, όταν δε ανήλθε εις την εξουσίαν και κατέλαβε αυτήν επί κεφαλής των επτά, την εχώρισε εις επτά μέρη, από τα οποία και σήμερον ακόμη σώζονται μερικά ίχνη. Και, αφού εθέσπισε νόμους, εθεώρησε δίκαιον να απονέμη κάποιαν ισότητα κοινήν εις όλους, και την φορολογίαν, την οποίαν είχεν υποσχεθή ο Κύρος εις τους Πέρσας, την εστερέωσε διά νόμου, προμηθεύων εις όλους τους Πέρσας φιλίαν και επιμιξίαν και προσελκύων τον δήμον των Περσών με χρήματα και με δωρεάς. Διά τούτο λοιπόν τα στρατεύματά του με προθυμίαν του κατέκτησαν χώρας όχι ολιγωτέρας από όσας είχε αφήσει ο Κύρος. Μετά τον Δαρείον όμως ήλθε εις την εξουσίαν ο Ξέρξης, όστις ανετράφη πάλιν με την βασιλικήν και την τρυφηλήν εκπαίδευσιν: Καϊμένε Δαρείε — ίσως είναι πολύ δίκαιον να ειπούμεν — συ που δεν εσωφρονίσθης από το πάθημα του Κύρου, αλλά ανέθρεψες τον Ξέρξην με τας ιδίας συνηθείας, με τας οποίας και ο Κύρος τον Καμβύσην. — Αυτός λοιπόν, επειδή έλαβε την ιδίαν ανατροφήν, έπαθε τα ίδια με τα παθήματα του Καμβύσου. Και σχεδόν από τότε δεν ανεφάνη πλέον εις την Περσίαν βασιλεύς πραγματικώς μέγας, παρά μόνον ονομαστικώς. Αιτία δε δεν είναι η τύχη, καθώς νομίζω εγώ, αλλά ο κακός βίος, τον οποίον διάγουν συνήθως οι παίδες των υπερβολικά πλουσίων και των τυράννων. Διότι είναι τελείως αδύνατον να μορφωθή με αυτήν την ανατροφήν ποτέ παις και ανήρ και γέρων υπερέχων κατά την αρετήν. Τα οποία βεβαίως, φρονούμεν, πρέπει να τα σκεφθή ο νομοθέτης, ομοίως δε και ημείς προς το παρόν. Λοιπόν είναι δίκαιον, ω Λακεδαιμόνιοι, τούτο τουλάχιστον να αποδώσωμεν εις την ιδικήν σας πολιτείαν, ότι δηλαδή καμμίαν διαφορετικήν τιμήν και ανατροφήν δεν αποδίδετε εις τον πτωχόν και τον πλούσιον ή εις τον ιδιώτην και τον βασιλέα, παρά μόνον όσας εξ αρχής ο θείος νομοθέτης σας ενεπιστεύθη από κάποιον θεόν. Διότι βεβαίως δεν πρέπει να υπάρχουν εις μίαν πόλιν τιμαί υπερβολικαί, καθ' όσον κανείς υπερτερεί κατά τον πλούτον, αφού δεν υπάρχουν ούτε καθ' όσον είναι ταχύς ή ωραίος ή ισχυρός χωρίς κάποιαν αρετήν, ούτε με την αρετήν, αν δεν συνυπάρχη η σωφροσύνη. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Ξένε; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Η ανδρεία, αν δεν απατώμαι, είναι έν μέρος της αρετής; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Και πώς δεν είναι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν δίκασε μόνος σου τον λόγον μου, αφού τον ακούσης, αν δηλαδή συ θα παρεδέχεσο να έχης κανένα σύνοικον ή γείτονα υπερβολικά μεν ανδρείον, συγχρόνως όμως όχι σώφρονα, αλλά ακόλαστον. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Κλείσε το στόμα σου και μη ασεβείς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αλλά πάλιν; Ένα τεχνίτην και σοφόν εις τοιαύτα πράγματα, άδικον όμως; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Διόλου μάλιστα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και όμως το δίκαιον δεν φυτρώνει χωρίς σωφροσύνην. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Βεβαίως πώς είναι δυνατόν; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ούτε βεβαίως αυτός ο σοφός, τον οποίον ημείς ωρίσαμεν προ ολίγου, δηλαδή ο οποίος έχει ηδονάς και λύπας συμφώνους και συμβιβαζομένας με τον ορθόν λόγον. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Βεβαίως ούτε αυτός. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας εξετάσωμεν όμως ακόμη και το εξής χάριν των εκτιμήσεων της κοινωνίας, διά να ιδούμεν ποίαι είναι ορθαί και ποίαι όχι εκάστοτε. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ποίον δηλαδή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Η σωφροσύνη, εάν απομονωθή μέσα εις καμμίαν ψυχήν χωρισμένη από όλην την άλλην αρετήν, είναι δίκαιον να θεωρήται πολύτιμον πράγμα ή ουτιδανόν; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Δεν γνωρίζω πώς να απαντήσω. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και όμως αυτό είναι αρκετή απάντησις. Δηλαδή, οποιονδήποτε και αν απαντήσης από αυτά τα δύο που σε ηρώτησα, μου φαίνεται ότι θα ομιλήσης με δυσαρμονίαν. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Τότε λοιπόν ίσως έκαμα καλά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας είναι. Λοιπόν το προτέρημα, εις το οποίον ανήκουν αι τιμαί και αι ατιμίαι, ίσως δεν είναι άξιον να συζητηθή με λόγον, αλλά μάλλον με κάποιαν άφωνον σιγήν. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Μου φαίνεται ότι θα εννοής την σωφροσύνην. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Μάλιστα. Και βεβαίως εκείνο το οποίον μας ωφελεί πάρα πολύ θα ήτο ορθόν προ πάντων να τιμάται μαζί με το προτέρημά του, το δε δεύτερον κατά δεύτερον λόγον. Και ούτω λοιπόν καθεξής με την ιδίαν αναλογίαν, εάν λαμβάνη έκαστον τας τιμάς, θα τας ελάμβανε όρθιος. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Είναι καθώς λέγεις. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τι λοιπόν; Δεν θα παραδεχθώμεν ότι είναι έργον του νομοθέτου να μοιράζη και αυτά; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πολύ μάλιστα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Θέλεις λοιπόν να αφήσωμεν εις εκείνον να τα κανονίση όλα και διά το όλον εκάστου έργου και διά τας λεπτομερείας του, ημείς δε, αφού και οι ίδιοι είμεθα κάπως ερασιτέχναι των νόμων, να προσπαθήσωμεν να εκτελέσωμεν την τριχοτόμησιν και χωρίσωμεν χωριστά τα μεγαλίτερα και τα δεύτερα και τα τρίτα; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν ορίζομεν ότι μία πολιτεία, η οποία τυχόν πρόκειται να σωθή και να ευτυχήση, είναι πρέπον και αναγκαίον, όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον, να μοιράζη ορθώς τας τιμάς και τας ατιμίας. Και βεβαίως ορθόν είναι να θεωρούνται τιμαλφέστερα και πρώτα τα αγαθά τα περιστρεφόμενα εις την ψυχήν, όταν αυτή έχη σωφροσύνην, δεύτερα δε τα καλά και αγαθά τα περιστρεφόμενα εις το σώμα, και τρίτα τα αναφερόμενα εις την περιουσίαν και τα κινητά. Από αυτά δε εάν κανείς νομοθέτης ή πολιτεία εκτροχιάζεται και προτάσση εις τας τιμάς τα κινητά ή κανέν άλλο από τα τελευταία, δεν θα κάμη ούτε ευσεβή ούτε πολιτικήν πράξιν. Αυτά να ειπούμεν ή πώς αλλέως; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πολύ καθαρά μάλιστα να τα ειπούμεν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτά λοιπόν μας έκαμε να ειπούμεν περιπλέον η εξέτασις του πολιτεύματος των Περσών. Ευρίσκομεν δε ότι με τον καιρόν έγιναν χειρότεροι. Αιτία δε είπαμεν ότι είναι ότι αφήρεσαν την ελευθερίαν του δήμου, και εφήρμοσαν τον δεσποτισμόν περισσότερον του πρέποντος, και διά τούτο έχασαν την φιλίαν και το κοινόν συμφέρον της πόλεως. Αφού δε αυτό κατεστράφη, δεν φροντίζει το συμβούλιον των αρχόντων διά τους υπηκόους και τον δήμον, αλλά διά την διατήρησιν της εξουσίας των, οσονδήποτε ολίγον και αν νομίζουν ότι θα κερδίσουν οι ίδιοι, και αφού έφεραν εις παραλυσίαν τας πόλεις και ανεστάτωσαν με πυρ και με σίδηρον έθνη φιλικά, τόρα μισούν και μισούνται εχθρικώς και αδιαλλάκτως. Οσάκις δε λαμβάνουν ανάγκην των δήμων, διά να πολεμήσουν προς χάριν των (των αρχόντων), τότε πάλιν δεν ευρίσκουν εις αυτούς ούτε κοινότητα συμφερόντων ούτε προθυμίαν διά τους κινδύνους και τας μάχας, αλλά, ενώ έχουν χιλιάδας των χιλιάδων ανυπολογίστους, τας έχουν όλας αχρήστους διά τον πόλεμον, και ως να στερούνται ανθρώπους ζητούν μισθωτούς και νομίζουν ότι είναι δυνατόν ποτέ να σωθούν από μισθωτούς και ξενικούς ανθρώπους. Εκτός δε τούτου αναγκάζονται να είναι αμαθείς, διότι λέγουν εμπράκτως ότι απέναντι του χρυσού και του αργύρου είναι φλυαρίαι όσα θεωρούνται έντιμα και ένδοξα εις μίαν πόλιν. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και λοιπόν το ζήτημα των Περσών, ότι δηλαδή δεν διοικούνται σήμερον ορθώς ένεκα της υπερβολικής δουλείας και του δεσποτισμού, ας λάβη τέλος. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πολύ καλά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τόρα δε πάλιν είναι ανάγκη να εξετάσωμεν ομοίως το πολίτευμα της Αττικής, διά να ιδούμεν ότι η απόλυτος ελευθερία από όλας τας αρχάς δεν είναι ασημάντως χειροτέρα παρά η μετριασμένη εξάρτησις από άλλους. Δηλαδή ημείς, κατά την εποχήν εκείνην που έγινε η επίθεσις των Περσών εναντίον της Ελλάδος, ίσως δε και εναντίον όλης σχεδόν της Ευρώπης, είχαμεν πολίτευμα παλαιόν και τα αξιώματα εδίδοντο συμφώνως προς τας τέσσαρας τάξεις τιμημάτων και εβασίλευε κάποια κυρίαρχος εντροπή, χάριν της οποίας ήμεθα τότε πρόθυμοι να ζώμεν ως υπηρέται των νόμων. Και ακριβώς επειδή εκτός τούτων η κατά ξηράν και θάλασσαν εκστρατεία ήτο κολοσσιαία και επροξένησεν απέραντον φόβον, μας ενέπνευσε ακόμη μεγαλιτέραν δουλείαν προς τους άρχοντας και τους νόμους, και από όλα αυτά μας ήλθε μεταξύ μας μία υπερβολική φιλία. Δηλαδή σχεδόν δέκα έτη προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας είχε έλθει ο Δάτις οδηγών μίαν Περσικήν εκστρατείαν, διότι τον έστειλε ο Δαρείος ρητώς εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων, διά να τους εξανδραποδίση και τους μεταφέρη, δηλώσας εις αυτόν ότι θα φονευθή, εάν δεν επιτύχη. Και ο Δάτις τους μεν Ερετριείς εις ολίγον διάστημα τους ενίκησε κατά κράτος με πολλάς χιλιάδας στρατού και άφησε εις την πόλιν μας κάποιαν φοβεράν διάδοσιν, ότι κανείς Ερετριεύς δε του εξέφυγε. Δηλαδή συνέδεσαν τάχα μεταξύ των τας χείρας των οι στρατιώται του Δάτιδος και εψάρευσαν όλην την Ερέτριαν. Αυτός λοιπόν ο λόγος, είτε αληθής είτε οποιαδήποτε εφεύρεσις είναι, ετρόμαξε και όλους τους άλλους Έλληνας και προ πάντων τους Αθηναίους, και, όταν έστειλαν πρεσβείαν παντού διά βοήθειαν, κανείς δεν ήθελε να τους βοηθήση εκτός των Λακεδαιμονίων. Αυτοί όμως ένεκα του πολέμου τον οποίον είχαν τότε με τους Μεσσηνίους και ίσως και διά κανέν άλλο εμπόδιον, το οποίον δεν γνωρίζομεν ρητώς, οπωσδήποτε έφθασαν μίαν ημέραν αργότερα από την μάχην, η οποία έγινε εις τον Μαραθώνα. Κατόπιν δε ηκούοντο μεγάλαι προπαρασκευαί και ήρχοντο συχνά απειλαί εκ μέρους του βασιλέως της Περσίας, εις ολίγον όμως διεδόθη ότι ο μεν Δαρείος απέθανε, ο δε υιός του, νέος και ακάθεκτος, ανέλαβε την εξουσίαν και διόλου δεν απεμακρύνθη από την επίθεσιν. Οι δε Αθηναίοι ενόμιζαν ότι όλη αυτή η προετοιμασία γίνεται εναντίον των διά το συμβάν του Μαραθώνος και, επειδή εμάνθαναν ότι ο Άθως κόπτεται διά διώρυγος και ότι ο Ελλήσποντος ενώνεται διά γεφύρας και ότι είναι μέγας ο στόλος, ενόμισαν ότι δεν υπάρχει δι' αυτούς σωτηρία ούτε κατά ξηράν ούτε κατά θάλασσαν. Διότι εφαντάζοντο ότι δεν θα τους εβοήθει κανείς — επειδή ενθυμούντο ότι, και όταν οι Πέρσαι ήλθαν διά πρώτην φοράν και διέπραξαν τας βιαιότητας εις την Ερέτριαν, και τότε τους Αθηναίους κανείς δεν τους εβοήθησε ούτε ερριψοκινδύνευσε εις την μάχην, επομένως το ίδιον επερίμεναν ότι θα γίνη και τότε τουλάχιστον κατά ξηράν — και κατά θάλασσαν δε πάλιν έβλεπαν απόλυτον έλλειψιν σωτηρίας, διότι ήρχοντο εναντίον των πλοία χίλια και ακόμη περισσότερα. Λοιπόν μίαν σωτηρίαν εσκέφθησαν, απίθανον μεν και απελπιστικήν, οπωσδήποτε όμως μόνην, αφού έλαβαν υπ' όψιν των το προηγούμενον γεγονός, δηλαδή ότι από απελπισίαν και τότε εφάνη ότι ενίκησαν εις την μάχην. Εις αυτήν λοιπόν την ελπίδα στηριζόμενοι εύρισκαν ότι καταφύγιον διά τον εαυτόν των είναι μόνον αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί. Όλα αυτά λοιπόν ενέπνεαν εις αυτούς φιλίαν μεταξύ των, δηλαδή ο φόβος ο παρουσιασθείς τότε και ο γεννηθείς από τους προηγουμένους νόμους, ο οποίος ήτο υποδούλωσις εις τους νόμους εκείνους, αυτόν που ωνομάσαμεν πολλάκις εις τα προηγούμενα εντροπήν, εις την οποίαν είπαμεν ότι πρέπει να είναι υπόδουλοι όσοι θέλουν να γίνουν αγαθοί, και από την οποίαν ο δήμος είναι ελεύθερος και άφοβος. Διότι αυτός, εάν τότε δεν τον εκυρίευε ο τρόμος, δεν ήτο δυνατόν να συνασπισθή και να αμυνθή ούτε να υπερασπίση τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και όλους τους ιδικούς του και συγχρόνως και φίλους, καθώς εβοήθησε τότε, αλλά θα εχωριζόμεθα εις μικρά τμήματα όλοι μας και θα εσκορπιζόμεθα άλλος εδώ και άλλος εκεί. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πολύ ορθά ωμίλησες, Ξένε μου, και καθώς αρμόζει εις σε και εις την πατρίδα σου. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εις αυτό έχεις δίκαιον, καλέ Μέγιλλε. Και βεβαίως προς σε είναι δίκαιον να ειπώ όσα συνέβησαν εκείνην την εποχήν, διότι μετέχεις εκ φύσεως της φιλίας των πατέρων σου προς τας Αθήνας. Πρόσεχε όμως και συ και ο Κλεινίας αν λέγομεν πράγματα αρμόζοντα εις την νομοθεσίαν. Διότι βεβαίως δεν ομιλώ χάριν διηγήσεως μύθων, αλλά χάριν του ζητήματός μας. Και προσέξετε να ιδήτε. Επειδή κάπως το ίδιον πάθημα συνέβη εις ημάς καθώς εις τους Πέρσας, εις εκείνους μεν με το να σύρουν τον δήμον εις την δουλείαν, εις ημάς δε πάλιν αντιθέτως με το να προτρέπωμεν τον λαόν εις απόλυτον ελευθερίαν, τόρα λοιπόν τι συμπέρασμα έχομεν να ειπούμεν από αυτά; Η προηγηθείσα συζήτησίς μας σχεδόν είναι πολύ ορθή. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Καλά λέγεις, αλλά προσπάθησε να εξηγήσης καθαρώτερα εις ημάς αυτό που λέγεις τόρα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτό θα γίνη. Αγαπητοί μου φίλοι, εις την εποχήν των παλαιών νόμων δεν ήτο κανενός κυρίαρχος ο δήμος, αλλά κάπως ήτο εκουσίως υπόδουλος εις τους νόμους. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ποίους εννοείς; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τους περιστρεφομένους εις την μουσικήν πρώτον της εποχής εκείνης, αν θέλης να εξετάσωμεν από την αρχήν την μεγάλην πρόοδον του φιλελευθέρου βίου. Δηλαδή τότε η μουσική μας ήτο διηρημένη εις τα διάφορα είδη της και τα σχήματα, και κάποιον είδος άσματος ήσαν αι ευχαί προς τους θεούς, αι οποίαι ωνομάζοντο ύμνοι. Και εις αυτό δε υπήρχε έν αντίθετον είδος άσματος, και αυτό ημπορούσε κανείς κυρίως να το ονομάση θρήνους. Και άλλο είδος ήσαν οι παιάνες, και έν άλλο η γέννησις του Διονύσου, το οποίον, νομίζω, ελέγετο διθύραμβος. Αυτό δε το ίδιον είδος το ωνόμαζαν ακριβώς νόμους, ως κάποιον διαφορετικόν άσμα· επρόσθεταν δε τον χαρακτηρισμόν κιθαρωδικούς. Αφού λοιπόν όλα αυτά και μερικά άλλα είχαν τακτοποιηθή, δεν επετρέπετο να εφαρμόση κανείς παρανόμως άλλο άσμα εις άλλο είδος μελωδίας. Το δε κύρος εις αυτά διά την ανακάλυψιν και την δίκην έπειτα και τιμωρίαν του ανακαλυφθέντος ως παραβάτου δεν απετελείτο από καμμίαν σφυρίκτραν ούτε από απειροκάλους φωνάς του λαού, καθώς τόρα, ούτε πάλιν από χειροκροτήματα εκφράζοντα επιδοκιμασίαν, αλλά όσοι μεν ήσαν τελείως κατηρτισμένοι έπρεπε να ακούουν μέχρι τέλους με σιωπήν, εις δε τους παίδας και τους παιδονόμους και τον περισσότερον λαόν ο συνετισμός εγίνετο με την ευλογημένην (σωφρονιστικήν) ράβδον, εις αυτά λοιπόν τόσον πρόθυμον ήτο το πλήθος των πολιτών να εξουσιάζεται, και να μη τολμά να κρίνη με θόρυβον. Κατόπιν όμως με τον καιρόν αρχηγοί μεν της απειροκάλου παρανομίας έγιναν οι εκ φύσεως μεν συνθέται, αλλά αμαθείς ως προς το δίκαιον της Μούσης και το νόμιμον, μεθύοντες και περισσότερον του δέοντος κυριευόμενοι από την ηδονήν, και αναμιγνύοντες θρήνους με ύμνους και παιάνας διθυράμβους, και μάλιστα τας αυλωδίας νοθεύοντες με τας κιθαρωδίας, και όλα με όλα συνδυάζοντες, ακουσίως ένεκα της αμαθείας ψευδόμενοι περί της μουσικής, ότι αυτή δεν έχει καμμίαν ορθότητα, αλλά μόνον από την ηδονήν του απολαμβάνοντος αυτήν ημπορεί να κριθή ορθότατα αν είναι καλλιτέρα ή χειροτέρα. Συνθέτοντες λοιπόν τοιαύτα έργα και προσθέτοντες αναλόγους στίχους ενέπνευσαν εις τους περισσοτέρους παρανομίαν και πραξικοπήματα απέναντι της μουσικής, ως να είναι ικανοί να την κρίνουν. Από αυτό λοιπόν τα ακροατήρια από σιωπηλά έγιναν θορυβώδη, ως να γνωρίζουν το καλόν και το κακόν εις την μούσαν, και αντί της υπερισχύσεως των καλλιτέρων επεκράτησεν εις αυτήν πονηρά θεατροκρατία. Διότι βεβαίως, εάν μόνον δημοκρατία υπήρχε εις αυτήν από ελευθέρους άνδρας, δεν θα ήτο τόσον πολύ κακόν το πράγμα. Τόρα όμως εις ημάς, εις τον τόπον της μουσικής, ήρχισε η δοκησισοφία όλων εις όλα και η παρανομία, την ηκολούθησε η ελευθερία. Διότι εγίνοντο άφοβοι, ωσάν τάχα να την εγνώριζαν, η δε αφοβία εγέννησε την αναίδειαν. Δηλαδή το να μη φοβήται κανείς την γνώμην του καλλιτέρου από θρασύτητα, αυτό ακριβώς αποτελεί την πονηράν αναίδειαν, με κάποιαν βεβαίως πολύ παράτολμον ελευθερίαν. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ομιλείς πολύ ορθά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ως συνέχεια λοιπόν αυτής της ελευθερίας είναι εύκολον να προκύψη το να μη θέλη κανείς να είναι υποχείριος εις τους άρχοντας, και κατόπιν από αυτήν το να αποφεύγη του πατρός και της μητρός και των μεγαλιτέρων την υπακοήν και την νομοθέτησιν, και όταν πλησιάσουν εις το τέλος πλέον να ζητούν να μην υπακούουν εις τους νόμους, όταν δε φθάσουν πλέον εις το τέλος, να μη σκοτίζωνται διόλου δι' όρκους και διά τον λόγον της τιμής των και διά τους θεούς, αποδεικνύοντες και αντιγράφοντες την λεγομένην Τιτανικήν (ανυπότακτον) φύσιν, και, αφού καταντήσουν εις εκείνην πάλιν την κατάστασιν, να ζουν εις κακήν εποχήν και ποτέ να μη παύσουν τα δυστυχήματά των. Και λοιπόν προς τι ελέχθησαν μεταξύ μας και αυτά όλα; Μου φαίνεται ότι πρέπει τον λόγον να τον σύρωμεν εις τα οπίσω καθώς τον ίππον, και όχι να έχη αχαλίνωτον στόμα, το οποίον παρασύρεται διά της βίας από τον λόγον, και να πέσωμεν, καθώς λέγει η παροιμία, από τον όνον, αλλά να εξαναρωτούμεν διά το προ ολίγου λεχθέν, διά ποίον λόγον άραγε ελέχθη. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πολύ ορθά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν αυτά ελέχθησαν χάριν εκείνων. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Ποίων; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Είπαμεν ότι ο νομοθέτης οφείλει εις τρία να προσέχη, όταν νομοθετή, δηλαδή πώς να είναι ελευθέρα η νομοθετουμένη πόλις, και αστασίαστος, και να έχη νουν. Αυτά είπαμεν. Δεν είναι έτσι; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν εξ αιτίας αυτών επροτιμήσαμεν από τας πολιτείας την πλέον απολυταρχικήν και την πλέον φιλελευθέραν, και τόρα εξετάζομεν ποία από αυτάς τας δυο πολιτεύεται ορθώς, υποθέσαντες δε διά καθεμίαν από αυτάς κάποιαν μετριότητα, εκείνης μεν ως προς τον δεσποτισμόν, αυτής δε ως προς την ελευθερίαν, ενοήσαμεν ότι τότε περισσότερον επήλθε ευτυχία με αυτάς, εν ώ, όταν εξώκειλαν εις τα άκρα, εκείνη μεν ως προς την υποδούλωσιν, αυτή δε ως προς το αντίθετον, δεν τας ωφέλησε ούτε εκείνας ούτε αυτάς. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και βεβαίως χάριν αυτών εξετάσαμεν και τον συνοικισμόν του Δωρικού στρατοπέδου και τους πρόποδας του Δαρδάνου μαζί με τον παραλιακόν συνοικισμόν, και τους πρώτους εκείνους οι οποίοι εσώθησαν από την καταστροφήν. Ακόμη δε και την προηγουμένην από αυτά συζήτησιν μας περί μουσικής και μέθης και όσα προηγήθησαν ακόμη από αυτά. Δηλαδή όλα αυτά τα είπαμεν με σκοπόν να εννοήσωμεν πώς είναι δυνατόν άραγε να κτισθή καλλίτερον μία πόλις, και ιδιωτικώς πώς ημπορεί ο καθείς να ζη την ζωήν του καλλίτερα, εάν δε ωφελήσαμεν εις τίποτε ή όχι, ποία εξέλεγξις ημπορεί να λεχθή μεταξύ μας από τον εαυτόν μας, αγαπητέ Μέγιλλε και Κλεινία; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Εγώ, καλέ Ξένε, νομίζω ότι εννοώ κάποιαν εξέλεγξιν. Φαίνεται ότι με κάποιαν τύχην έγιναν όλοι αυτοί οι λόγοι μεταξύ μας, τους οποίους είπαμεν: Δηλαδή σχεδόν συμπίπτει να έχω την ανάγκην αυτών σήμερον, και πάλιν επικαίρως κάπως παρευρίσκεστε εδώ και συ και ο Μέγιλλος απ' εδώ. Διότι δεν θα σας αποκρύψω τι μου συμβαίνει προς το παρόν, αλλά και ως καλόν οιωνόν κάπως το θεωρώ. Δηλαδή το μεγαλίτερον μέρος της Κρήτης σχεδιάζει να κάμη κάποιαν αποικίαν, και δίδει εντολήν εις τους Κνωσίους να λάβουν την πρωτοβουλίαν του ζητήματος, η δε πόλις των Κνωσίων αναθέτει την εντολήν εις εμέ και εις άλλους εννέα άνδρας. Συγχρόνως δε μας αναθέτει και νόμους να θέσωμεν και από τους εντοπίους, όσοι τυχόν μας αρέσουν, και από κανέν άλλο μέρος, χωρίς να λάβωμεν υπ' όψιν το ξενικόν αυτών, αρκεί να φαίνωνται καλλίτεροι. Τόρα λοιπόν ας λάβωμεν όλοι μαζί δι' όλους αυτήν την ευχαρίστησιν. Από όσα είπαμεν ας εκλέξωμεν συζητητικώς και ας δημιουργήσωμεν μίαν πόλιν, ως να την κτίζωμεν από την αρχήν, και ούτω συγχρόνως θα εξετάζωμεν αφ' ενός το ζήτημά μας, και αφ' ετέρου εγώ πολύ πιθανόν να χρησιμοποιήσω εις την μέλλουσαν πόλιν αυτό το σχέδιον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως δεν μας φέρεις κανένα πόλεμον, καλέ Κλεινία. Αλλά, αν δεν υπάρχη κανέν εμπόδιον εις τον Μέγιλλον, πίστευε ότι το κατ' εμέ όσον είναι δυνατόν είμαι σύμφωνος μαζί σου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ καλά ομιλείς. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Και εγώ βεβαίως είμαι σύμφωνος. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Καλά είπατε και οι δύο. Λοιπόν ας δοκιμάσωμεν πρώτον με την συζήτησιν να ιδρύσωμεν την πόλιν. ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εμπρός λοιπόν, ποίου είδους πρέπει άραγε να φαντασθώμεν ότι θα είναι η πόλις; Το λέγω δε, όχι διά να ερωτήσω διά το όνομά της ποίον είναι σήμερον, ούτε εις το μέλλον πώς θα χρειασθή να την ονομάσωμεν. Διότι ως προς αυτό μεν ίσως και ο συνοικισμός της ή κάποιος τόπος ή το όνομα κανενός ποταμού ή πηγής ή των επιτοπίων θεοτήτων δώση το φημισμένον του όνομα εις την νεόκτιστον πόλιν. Αλλά το εξής θέλω μάλλον να ερωτήσω περί αυτής, αν θα είναι παραλία ή μεσόγειος. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Σχεδόν, καλέ Ξένε, απέχει από την θάλασσαν η πόλις, περί της οποίας ωμιλήσαμεν προ ολίγου, σχεδόν ογδώντα στάδια. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και λοιπόν; Άραγε υπάρχουν και λιμένες εις τα μέρη της ή είναι εντελώς χωρίς λιμένας; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Απ' εναντίας έχει λιμένας καλούς όσον ημπορεί να γίνη, καλέ Ξένε. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Θεέ μου, τι λόγον είπες! Και λοιπόν; Τα περίχωρα αυτής είναι εύφορα δι' όλα τα είδη ή μήπως έχουν από μερικά έλλειψιν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Σχεδόν καμμίαν έλλειψιν δεν έχουν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αλλ' άραγε υπάρχει καμμία πόλις γειτονική με αυτήν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Όχι και τόσον, και δι' αυτό ιδρύεται. Δηλαδή προ καιρού είχε γίνει κάποια μετανάστευσις από αυτόν τον τόπον και άφησε αυτήν την χώραν έρημον εις χρονικόν διάστημα ανυπολόγιστον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και τόρα πάλιν; Ως προς τας πεδιάδας και τα όρη και τα δάση πόσον της εδόθη από έκαστον από αυτά; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Παρομοιάζει όλη με την φύσιν της άλλης Κρήτης ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Χωρίς άλλο εννοείς όχι είναι μάλλον ορεινή παρά πεδινή. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τότε λοιπόν βεβαίως δεν είναι αθεράπευτος διά την απόκτησιν της αρετής. Δηλαδή, εάν μεν επρόκειτο να είναι παραλία και με καλούς λιμένας και όχι πολύ εύφορος αλλά στερουμένη πολλών, τότε θα εχρειάζετο κανένα μεγάλον σωτήρα και κάποιους θείους νομοθέτας, εάν δεν ηθέλαμεν να αποκτήση ήθη άστατα και μηδαμινά, αφού έγινε εκ φύσεως τοιαύτη. Τόρα όμως έχει ως ανακούφισιν το διάστημα των ογδώντα σταδίων. Και είναι μεν αληθές ότι είναι πλησιέστερον από όσον πρέπει προς την θάλασσαν σχεδόν όσον λέγεις ότι έχει καλλιτέρους λιμένας, οπωσδήποτε όμως και αυτό είναι αρκετόν. Διότι η γειτονική εις μίαν χώραν θάλασσα προσωρινώς δι' εκάστην ημέραν είναι ευχάριστον πράγμα. Είναι όμως αληθώς αλμυρά γειτονία και πικρά. Διότι την παραγεμίζει από εμπόρια και κερδοσκοπίας καπηλικάς, και γεννά εις τας ψυχάς ήθη άστατα και άπιστα, και όχι μόνον την ιδίαν την πόλιν καθιστά ως προς τον εαυτόν της χρεοκόπον και στερουμένην συμπνοίας, αλλά το ίδιον και απέναντι των άλλων ανθρώπων. Εκτός αυτού όμως βεβαίως είναι παρηγορία δι' αυτήν και ότι είναι εύφορος εις όλα τα είδη. Επειδή όμως είναι ορεινή, είναι προφανές ότι δεν θα είναι πολύ εύφορος καθώς είναι πάμφορος. Δηλαδή, αν είχε τούτο το πλεονέκτημα, επειδή θα έδιδε πολλήν εξαγωγήν, θα εγέμιζε πάλιν απέναντι αυτής με νομίσματα αργυρά και χρυσά, από τα οποία μεγαλίτερον κακόν, διά να εκφρασθώ ούτω πώς, εις μίαν πόλιν κανέν απολύτως δεν ημπορεί να υπάρξη ως προς την απόκτησιν ευγενών και δικαίων ηθών, καθώς είπαμεν εις τους προηγουμένους λόγους, εάν ενθυμούμεθα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως ενθυμούμεθα και συμφωνούμεν ότι και τότε καλά το ελέγαμεν και τόρα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και τόρα πάλιν; Άραγε από ναυπηγήσιμον ξυλείαν πώς πηγαίνει η τοποθεσία της χώρας σας; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Δεν υπάρχει ούτε καμμία ελάτη αξιόλογος ούτε πεύκος, ούτε και πολλά κυπαρίσσια. Την δε πίτυν (κουκουναριάν) πάλιν και τον πλάτανον σπανίως θα τα απαντήση κανείς, τα οποία χρειάζονται διά τα εσωτερικά των πλοίων εις τους ναυπηγούς κάθε τόσον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και ως προς αυτά δεν είναι κακή η φύσις της χώρας. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Διατί άραγε; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Είναι αγαθόν πράγμα το να μη ημπορή ευκόλως μία πόλις να μανθάνη τας πονηράς συνηθείας των εχθρών. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Εις ποίον από όσα είπαμεν αποβλέπει αυτός σου ο λόγος; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ευλογημένε μου, πρόσεχέ με λαμβάνων υπ' όψιν σου αυτό που είπαμεν εις την αρχήν περί των Κρητικών νόμων, ότι δηλαδή εις έν πράγμα αποβλέπουν, και μάλιστα σεις οι ίδιοι ελέγατε ότι αυτά είναι τα πολεμικά πράγματα, εγώ όμως σας αντέκρουσα και είπα ότι εφ' όσον μεν οι τοιούτοι νόμοι αποβλέπουν εις την αρετήν είναι βαλμένοι καλά, το να αποβλέπουν όμως προς έν μέρος σχεδόν της αρετής και όχι προς ολόκληρον δεν το παρεδεχόμην διόλου. Τόρα λοιπόν σεις προσέξατέ με εις την παρούσαν νομοθεσίαν παρακολουθούντες με προσοχήν, μη τυχόν νομοθετώ τίποτε το οποίον δεν αποβλέπει προς την αρετήν ή αποβλέπει μόνον προς κανέν μέρος αυτής. Δηλαδή μόνον εκείνος ο νόμος νομίζω ότι τίθεται ορθώς, ο οποίος ωσάν τοξότης σημαδεύει μόνον εκείνο το οποίον παρακολουθεί πάντοτε κάτι καλόν, όλα δε τα άλλα τα παραλείπει, είτε πλούτος είναι αυτά είτε ακόμη κανέν από όσα είπαμεν προηγουμένως. Και ακριβώς αυτή έλεγα ότι είναι η αντιγραφή των εχθρών η κακή, όταν κατοική κανείς πλησίον της θαλάσσης, βλάπτεται δε από τους εχθρούς, καθώς λόγου χάριν — και δεν το λέγω, σας βεβαιώ, από μνησικακίαν: Δηλαδή ο Μίνως, ως γνωστόν, τους κατοίκους της Αττικής μίαν φοράν τους υπέβαλε εις ένα δύσκολον φόρον, επειδή είχε δύναμιν πολλήν κατά θάλασσαν, ενώ αυτοί δεν είχαν τότε ακόμη, καθώς σήμερον, πολεμικά πλοία ούτε πάλιν είχαν χώραν πλήρη ναυπηγησίμου ξυλείας, ώστε με ευκολίαν να τους δίδη ναυτικήν δύναμιν. Λοιπόν δεν κατώρθωσαν διά της ναυτικής αντιγραφής να γίνουν οι ίδιοι ναύται αμέσως και να αποκρούσουν τους εχθρούς. Δηλαδή τους ήτο ευκολώτερον να χάσουν πολλάς φοράς ακόμη ανά επτά νέους έως ότου από πεζοί οπλίται μόνιμοι να γίνουν ναυτικοί και να συνηθίσουν με ταχύτητα να κάμνουν αποβάσεις και πάλιν αμέσως να αποσύρωνται εις τα πλοία των και να φρονούν ότι δεν κάμνουν κανέν αισχρόν πράγμα, διότι δεν έχουν το θάρρος να αποθάνουν υπομένοντες την επίθεσιν των εχθρών, αλλά να ευρίσκουν αρμοδίας εις αυτούς προφάσεις και να φεύγουν κάτι φευγάλες όχι δήθεν αισχράς. Αύται δε βεβαίως αι λέξεις είναι συνηθισμέναι από το πολεμικόν ναυτικόν, και δεν είναι τόσον πολλών επαίνων άξιαι αλλά το αντίθετον. Διότι δεν πρέπει ποτέ να εξοικειώνεται με πονηράς συνηθείας και μάλιστα το καλλίτερον μέρος των πολιτών. Αυτό δε βεβαίως ήτο εύκολον να το μάθη κανείς και από τον Όμηρον, ότι δηλαδή αυτή η ασχολία δεν ήτο ένδοξος. Διότι με αυτό κατακρίνει ο Οδυσσεύς τον Αγαμέμνονα, ο οποίος, ενώ τότε οι Έλληνες εδεσμεύοντο από τους Τρώας εις την μάχην, διέτασσε να σύρουν τα πλοία εις την θάλασσαν, εκείνος όμως εθύμωσε εναντίον του και του λέγει: Προστάζεις μέσ' 'ς τον πόλεμο και της φωτιάς τη ζάλη 'ς τη θάλασσα να ρίψωμε τα λαξευτά μας πλοία, Να ελθή 'ς τον τόπον η καρδιά των Τρώων παραπάνω, 'σ εμάς δε μαύρη συμφορά. Διότι ο στρατός μας δεν στέκεται να πολεμά, όταν συρθούν τα πλοία, αλλά θα γίνη πλειο δειλός, τη μάχη θε ναφήση. Κ' η συμβουλή σου συμφορά θα φέρη. Τι είναι τούτα; Αυτά λοιπόν τα εγνώριζε και εκείνος, ότι δηλαδή είναι κακόν πράγμα να ευρίσκωνται εις την θάλασσαν εμπρός εις τα βλέμματά των τριήρεις την ώραν που πολεμούν. Διότι και λέοντες θα εσυνήθιζαν να τρέπωνται εις φυγήν από ελάφους, εάν έχουν τοιαύτας συνηθείας. Εκτός τούτου όμως αι πόλεις αι ισχυραί εις τα ναυτικά δεν αποδίδουν τας τιμάς εις το καλλίτερον πολεμικόν σώμα. Διότι, αφού η δύναμις αυτών συνίσταται εις την πλοιαρχίαν και πεντηκονταρχίαν και κωπηλατικήν και εις αναμίκτους και όχι πολύ σπουδαίους ανθρώπους, δεν θα ήτο δυνατόν να μοιράζη εις έκαστον τας τιμάς ορθώς. Και όμως πώς ημπορεί πλέον να υπάρξη ορθή πολιτεία, εάν στερηθή τούτο; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Σχεδόν είναι αδύνατον. Αλλ' όμως, καλέ Ξένε, η εν Σαλαμίνι ναυμαχία εναντίον των βαρβάρων λέγομεν ημείς οι Κρήτες τουλάχιστον ότι έσωσε όλην την Ελλάδα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως και Έλληνες και βάρβαροι πολλοί τα λέγουν αυτά. Ημείς όμως, φίλε μου, δηλαδή εγώ και ο φίλος απ' εδώ ο Μέγιλλος, ισχυριζόμεθα ότι η πεζή μάχη εις τον Μαραθώνα και τας Πλαταιάς, η μεν μία έκαμε την έναρξιν της σωτηρίας της Ελλάδος, η δε άλλη επέφερε το τέλος, και αύται μεν έκαμαν τους Έλληνας καλλιτέρους, εκείναι όμως όχι καλλιτέρους διά να εκφρασθώμεν ούτως πως περί των μαχών, αι οποίαι γενικώς μας έσωσαν τότε. Δηλαδή εις το μέρος της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας προσθέτω και την περί το Αρτεμίσιον. Αλλά τόρα ημείς βεβαίως λαμβάνομεν υπ' όψιν την αρετήν του πολιτεύματος και την φύσιν της χώρας και εξετάζομεν την διάταξιν των νόμων, διότι δεν θεωρούμεν ως πολυτιμότερον διά τους ανθρώπους μόνον το να σώζωνται οι πολίται και να υπάρχουν, καθώς οι περισσότεροι, αλλά πώς να γίνουν όσον το δυνατόν, καλλίτερο και να μένουν τοιούτοι ενόσω ζουν. Νομίζω δε ότι και τούτο το είπαμεν εις τα προηγούμενα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αμέ τι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τούτο μόνον λοιπόν ας εξετάσωμεν, αν δηλαδή βαδίζομεν τον ίδιον δρόμον, ο οποίος είναι ο καλλίτερος διά τον συνοικισμόν των πόλεων και διά τας νομοθεσίας. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πάρα πολύ μάλιστα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λέγε λοιπόν τόρα το συναφές ζήτημα, ποίος θα είναι ο πληθυσμός ο οποίος θα συνοικισθή; Άραγε από όλην την Κρήτην όποιος θέλει, διότι ίσως ηύξησε πολύ ο λαός εις εκάστην πόλιν παρ' όσον απαιτεί η παραγομένη από την γην τροφή; Διότι βεβαίως δεν συναθροίζετε, νομίζω, από όλην την Ελλάδα τους επιθυμούντας να έλθουν. Αν και είναι αληθές ότι εις τον τόπον σας βλέπω ότι υπάρχουν κάτοικοι και από το Άργος και από την Αίγιναν και από άλλα μέρη της Ελλάδος. Και λοιπόν ο τορινός πληθυσμός των πολιτών, ειπέ μας, από πού νομίζεις ότι θα γίνη; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Φαίνεται ότι θα γίνη και από όλην ανεξαιρέτως την Κρήτην, αλλά και από την άλλην Ελλάδα, προ πάντων δε από την Πελοπόννησον μου φαίνεται ότι θα δεχθή συνοίκους. Και βεβαίως αυτό, το οποίον λέγεις τόρα, είναι αληθές, ότι δηλαδή υπάρχουν εδώ και από το Άργος, και ότι η φυλή η οποία προκύπτει, περισσότερον εδώ είναι οι Γορτύνιοι. Διότι έκαμε αποικίαν από την Γορτυνίαν, αυτήν την Πελοποννησιακήν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τότε λοιπόν ίσως δεν ημπορεί να γίνη ομοιόμορφος ο συνοικισμός των πόλεων, όταν δεν γίνεται καθώς εις τα μελίσσια, δηλαδή να έρχεται μία γενεά από καθεμίαν χώραν εις τον συνοικισμόν και να μένουν οι φίλοι πλησίον των φίλων, αφού τους έζωσε κάποια στενοχωρία της γης ή τους εβίασε κάποια άλλη παρομοία ανάγκη. Κάποτε δε και από φατριασμούς είναι ενδεχόμενον να αναγκασθή έν μικρόν μέρος της πόλεως να αποξενωθή εις άλλον τόπον. Μάλιστα έως τόρα κάποτε και ολόκληρος πόλις έφυγε άρδην, αφού ενικήθη εις τον πόλεμον από ισχυροτέρους. Όλοι αυτοί λοιπόν εν μέρει μεν είναι ευκολώτερον να συνοικισθούν και να δεχθούν νόμους, εν μέρει δε δυσκολώτερον. Δηλαδή, όταν είναι μία μόνη γενεά ομόγλωσσος και ομόνομος, έχει κάποιον φιλίαν, διότι συγκοινωνεί εις τα θρησκευτικά και εις όλα τα παρόμοια, νόμους όμως διαφορετικούς και πολιτεύματα διαφορετικά από τον τόπον της δεν τα ανέχεται ευκόλως, όσοι όμως κάποτε εφατρίασαν ένεκα της πονηρίας των νόμων των και από συνήθειαν ζητούν ακόμη να εφαρμόζουν τας ιδίας συνηθείας, εξ αιτίας των οποίων και προηγουμένως κατεστράφησαν, αυτοί είναι δύσκολοι διά τον αρχηγόν του συνοικισμού και ανυπότακτοι διά τον νομοθέτην. Όταν όμως από όλα τα μέρη τρέξουν διαφόρων ειδών γένη, ίσως μεν φανούν πρόθυμοι περισσότερον να υποταχθούν εις κάποιους νεοφανείς νόμους, αλλά το να έχουν σύμπνοιαν και ωσάν έν ζεύγος ίππων όλοι μαζί κατά την παροιμίαν να ξεφυσήσουν, απαιτεί πολύν καιρόν και είναι δυσκολώτατον. Πάντοτε όμως πραγματικώς η νομοθεσία και οι συνοικισμοί της πόλεως είναι το αποτελεσματικώτερον πράγμα διά την αρετήν των ανδρών. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Είναι λογικόν βεβαίως. Αλλά είπε μας πάλιν σαφέστερον εις τι αποβλέπεις και λέγεις αυτά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αγαπητέ μου, τόρα που επανέρχομαι και ερευνώ το ζήτημα των νομοθετών μου φαίνεται ότι έχω να είπω και κάτι τι εξευτελιστικόν δι' αυτούς. Πάλιν όμως, εάν το ειπούμεν κάπως επικαίρως, δεν θα μας βλάπτη διόλου πλέον. Και όμως διατί τάχα στενοχωρούμαι; Διότι βεβαίως όλα τα ανθρώπινα πράγματα φαίνεται ότι είναι τοιαύτα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ως προς τι τα λέγεις αυτά; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Μου κατέβη να ειπώ ότι κανείς άνθρωπος ποτέ του δεν νομοθετεί τίποτε, αλλά τύχαι και συμπτώσεις πολυειδείς ερχόμεναι ποικιλοτρόπως μας νομοθετούν όλα τα πράγματα. Δηλαδή ή κανείς πόλεμος διά της βίας ανατρέπει τα πολιτεύματα και μεταβάλλει τους νόμους, ή η ανυπόφορος δυσκολία της πτωχείας. Εις πολλά δε και αι ασθένειαι μας αναγκάζουν να νεωτερίζωμεν, όταν ενσκήπτουν επιδημίαι και όταν υπάρχη πολλά έτη διαρκώς κακοκαιρία. Λοιπόν, εάν όλα αυτά λάβη κανείς υπ' όψιν, σπεύδει να ειπή αυτό που είπα εγώ προ ολίγου, ότι δηλαδή κανείς θνητός δεν νομοθετεί τίποτε, αλλά συμπτώσεις είναι σχεδόν όλα τα ανθρώπινα πράγματα. Νομίζω δε ότι ημπορεί κανείς να κάμη καλήν εντύπωσιν, αν όλα αυτά τα εφαρμόση και εις την ναυτιλίαν και την πλοιαρχικήν και την ιατρικήν και την στρατηγίαν, αλλά πάλιν και το εξής επίσης ημπορεί να ειπή εις αυτά τα ίδια και να φαίνεται ότι ομιλεί ορθώς. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι πράγμα; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ότι όλα τα ανθρώπινα ο θεός και μαζί με τον θεόν η τύχη και η ευκαιρία τα διοικεί ανεξαιρέτως. Είναι όμως ανθρωπινώτερον να παραδεχθώμεν ότι εις αυτά είναι ανάγκη να ακολουθή και τρίτον τι, η τέχνη. Δηλαδή εν καιρώ χειμώνος να χρησιμοποιή κανείς την πλοιαρχικήν ή όχι, εγώ το θεωρώ μέγα πλεονέκτημα. Ή πώς αλλέως; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Καθώς λέγεις. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν και εις τα άλλα επίσης το ίδιον συμβαίνει και μάλιστα και εις την νομοθεσίαν αυτό το ίδιον πρέπει ν' αναγνωρίσωμεν. Όταν οι άλλοι όροι συντρέχουν, όσοι πρέπει να συμπέσουν, εάν πρόκειται να καταστή ευτυχής ο συνοικισμός πρέπει πάντοτε να συμπέση να υπάρχη εις την πόλιν και νομοθέτης εξοικειωμένος με την αλήθειαν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά ομιλείς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν όστις δι' όλας τας περιπτώσεις που είπαμεν κατέχει την τέχνην, δεν θα ημπορούσε και να ευχηθή ορθώς, τι πρέπει να δοθή από την τύχην, ώστε μόνον η τέχνη να χρειάζεται; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν και όλοι βεβαίως οι άλλοι όσους ανεφέραμεν προ ολίγου, αν παρακινηθούν να ειπούν την ευχήν των, θα την έλεγαν. Δεν είναι έτσι; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αμέ τι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Το ίδιον δε νομίζω ότι θα ημπορούσε να κάμη και ο νομοθέτης. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτή είναι η γνώμη μου. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εμπρός λοιπόν, νομοθέτα, ας του ειπούμεν. Ποίαν πόλιν και με ποίους όρους θέλεις να σου παραδώσωμεν, ώστε, αφού την παραλάβης συ, να ημπορέσης με τα υπόλοιπα μόνος σου να την τακτοποιήσης καλά; Τι πρέπει άραγε να απαντήσωμεν ορθώς κατόπιν αυτού; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ως απάντησιν του νομοθέτου να το ειπούμεν αυτό. Δεν είναι έτσι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Μάλιστα, το εξής. Δόστε μου πόλιν τυραννουμένην, θα ειπή αυτός, ο δε τύραννός της ας είναι νέος και μνημονικός και επιδεκτικός μαθήσεως και ανδρείος και μεγαλοπρεπής εκ φύσεως. Και εκείνο που είπαμεν εις τα προηγούμενα, ότι πρέπει να συνοδεύη όλα τα μέρη της αρετής, τόρα πάλιν αυτά ας συνοδεύη την τυραννουμένην ψυχήν, εάν πρόκειται με τους υπάρχοντας όρους να κερδίση κάτι. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Μου φαίνεται ότι ο Ξένος εννοεί, καλέ Μέγιλλε, ότι πρέπει η σωφροσύνη να συνυπάρχη. Δεν είναι έτσι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως η δημώδης, καλέ Κλεινία, και όχι εκείνη την οποίαν ημπορούσε κανείς να την ειπή επιδεικτικώτερον, επιμένων ότι η σωφροσύνη είναι φρόνησις, αλλά αυτό το οποίον και εις τα παιδιά εξ αρχής και εις τα ζώα αναπτύσσεται, και εκείνα μεν τα κάμνει ακράτητα εις τας ηδονάς, αυτά δε εγκρατή. Το οποίον, όταν απομονωθή από τα πολλά αγαθά, καθώς τα ονομάζουν, είπαμεν ότι δεν είναι αξιόλογον. Δηλαδή εννοείτε σχεδόν εκείνο που θέλω να είπω. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτό λοιπόν το φυσικόν ας έχη ο τύραννος εκτός εκείνων των άλλων φυσικών του, εάν πρόκειται μία πόλις να αποκτήση πολίτευμα όσον το δυνατόν ταχύτερον και καλλίτερον και, αφού το αποκτήση, να ζήση ευτυχέστατα. Δηλαδή ταχυτέρα από αυτήν την εγκαθίδρυσιν πολιτεύματος και καλλιτέρα ούτε υπάρχει ούτε ημπορεί να υπάρξη. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς δηλαδή και με ποίον επιχείρημα, καλέ Ξένε, ημπορεί να πείση τον εαυτόν του κανείς ότι ομιλεί ορθώς; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτό βεβαίως είναι εύκολον να το εννοήσης, καλέ Κλεινία, ότι δηλαδή αυτό συμβαίνει κατά φύσιν ούτω πως. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς εννοείς; εάν ευρεθή, λέγεις, ο τύραννος νέος, σώφρων, επιδεκτικός μαθήσεως, μνημονικός, ανδρείος, μεγαλοπρεπής; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Πρόσθεσε, και ευτυχής, όχι εις τίποτε άλλο, παρά εις το να εμφανισθή επί της εποχής του νομοθέτης αξιέπαινος και κάποια τύχη να τον φέρη εις συνάντησίν του. Διότι, όταν γίνη τούτο, όλα σχεδόν τα ετελείωσε ο θεός, όσα δίδει, όταν θέλη να κάμη υπερβολικά ευτυχή μίαν πόλιν. Δευτερεύουσα όμως τύχη είναι, όταν κάποτε συμβή να υπάρξουν δύο τοιούτοι άρχοντες, τρίτη δε πάλιν και αναλόγως επίσης χειροτέρα είναι, όταν υπάρξουν όσον το δυνατόν περισσότεροι, όσον δε αντιστρόφως είναι ολιγώτεροι, τόσον είναι καλλιτέρα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Χωρίς άλλο φρονείς ότι από τυραννίαν ημπορεί να καταστή καλλιτέρα μία πόλις, καθώς φαίνεται, όταν έχη νομοθέτην απολυταρχικόν και τύραννον αξιοπρεπή, και ότι ευκολώτατα και τάχιστα θα αλλάξη από την κατάστασίν της, κατά δεύτερον δε λόγον από ολιγαρχίαν. Ή πώς αλλέως εννοείς; Κατά τρίτον δε λόγον από δημοκρατίαν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Διόλου μάλιστα, αλλά πρώτον μεν από τυραννίαν, δεύτερον δε από βασιλικόν πολίτευμα, τρίτον δε από κάποιον δημοκρατικόν, ως τετάρτη δε η ολιγαρχία πολύ δυσκόλως ημπορούσε να επιτρέψη την εγκαθίδρυσιν αυτού. Διότι οι περισσότεροι απολυταρχικοί εις αυτήν υπάρχουν. Λέγομεν λοιπόν ότι αυτά εκτελούνται μόνον όταν παρουσιασθή αληθής νομοθέτης εκ φύσεως γεννημένος, συγχρόνως όμως υπάρξη εις αυτόν κοινή άμυνα με τους έχοντας περισσοτέραν ισχύν εις την πόλιν. Όπου όμως τούτο συμβαίνει αριθμητικώς μεν συντομώτερον, αλλά όμως ισχυρότατον, καθώς εις την τυραννίαν, εκεί μόνον και τότε συνηθίζει να εισέρχεται με ταχύτητα και ευκολίαν η μεταπολίτευσις. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς; Διότι δεν εννοούμεν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και όμως το είπαμεν όχι άπαξ, αλλά πολλάκις νομίζω. Σεις όμως ίσως ούτε είδατε ακόμη πόλιν με τυραννίαν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ούτε θιασώτης είμαι εγώ τουλάχιστον τοιούτου θεάματος. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και όμως ακριβώς θα έβλεπες μέσα εις αυτήν ό,τι λέγομεν τόρα εδώ. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι πράγμα;. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Δεν απαιτείται διόλου κόπος ούτε πάρα πολύς καιρός εις ένα τύραννον, εάν θελήση να μεταβάλη τα ήθη της πόλεως, πρέπει όμως πρώτον ο ίδιος να εφαρμόζη όσα θέλει να εκτελούνται, δηλ. είτε θέλει να προτρέπη τους πολίτας εις εναρέτους ασχολίας είτε και αντιθέτως, αυτός πρώτος πρέπει να είναι τύπος και υπογραμμός εις όλα αυτά, άλλα μεν επαινών και τιμών, άλλα δε κατακρίνων, και τον απειθή ατιμάζων εις εκάστην πράξιν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Και πώς θα παραδεχθώμεν ότι γλήγορα θα συμμορφωθούν οι άλλοι πολίται με αυτόν που ανέλαβε την τοιαύτην νουθέτησιν και συγχρόνως και βίαν; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας μην ημπορέση άλλος κανείς να σας πείση ότι είναι ευκολώτερον άλλως πως να μεταβάλη μία πόλις τους νόμους της παρά με το καλόν παράδειγμα των κυριάρχων της ούτε ότι σήμερον συμβαίνει κατ' άλλον τρόπον, ούτε ότι ημπορεί να γίνη εις το μέλλον. Και βεβαίως δι' ημάς δεν είναι το πλέον αδύνατον ούτε το πλέον δύσκολον που ημπορεί να υπάρξη. Αλλά το δυσκολώτερον και εκείνο που συμβαίνει σπανιώτατα εις μεγάλα χρονικά διαστήματα, και, όταν συμβή, φέρει άπειρα και όλα τα αγαθά εις μίαν πόλιν, εις την οποίαν θα συμβή, είναι το εξής. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποίον εννοείς δηλαδή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Όταν εμπνευσθή έρως θείος των φρονίμων και των δικαίων ασχολιών εις κάποιας μεγάλας δυναστείας, που κυριαρχούν ή μοναρχικώς ή από υπερβολικόν πλούτον, ή από την υπεροχήν της καταγωγής, ή εάν κανείς επαναφέρη εκ νέου τα φυσικά του Νέστορος, ο οποίος, ενώ λέγουν ότι εις την δύναμιν του λόγου υπερτέρησε όλους τους ανθρώπους, όμως πολύ περισσότερον διεκρίθη εις την σωφροσύνην. Αυτό τουλάχιστον εις την Τρωικήν εποχήν συνέβη μίαν φοράν, καθώς λέγεται, εις την εποχήν μας όμως δεν συνέβη διόλου (!). Εάν λοιπόν υπήρξε ή θα υπάρξη κανείς τοιούτος, ή είναι τόρα κανείς από ημάς (!), αυτός μεν ζη αξιομακαρίστως, είναι δε αξιομακάριστοι και οι ακροαταί των λόγων των εξερχομένων από το συνετόν του στόμα. Επίσης δε το ίδιον εφαρμόζεται και εις κάθε είδους ικανότητα, δηλαδή, όταν εις το ίδιον πρόσωπον συναντηθή η μεγαλιτέρα δύναμις και της φρονήσεως και της σωφροσύνης, τότε παράγεται αρχή της καλλιτέρας πολιτείας και των ομοίων νόμων, αλλέως όμως ποτέ δεν είναι δυνατόν να παραχθή. Αυτά λοιπόν ας τα θεωρήσωμεν ως μαντείας από κάποιαν διάδοσιν και ας θεωρήσωμεν αποδεδειγμένον ότι κάπως μεν είναι δύσκολον μία πόλις να γίνη εύνομος, κάποτε όμως, εάν συμβή αυτό το οποίον λέγομεν, είναι πολύ γλήγορον και εύκολον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας προσπαθήσωμεν ωσάν γεροντικά παιδιά να τα εφαρμόζωμεν εις την πόλιν σου και να πλάττωμεν με τον λόγον νόμους. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Εμπρός λοιπόν και ας μη αργούμεν πλέον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν τον θεόν ας επικαλεσθώμεν διά την διαρρύθμισιν της πόλεως· εκείνος δε είθε να μας εισακούση και να μας έλθη ίλεως και ευνοϊκός εις την διακόσμησιν της πόλεως και των νόμων. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως είθε να μας έλθη. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αλλά τόρα ποίον άραγε πολίτευμα έχομεν κατά νουν να επιβάλωμεν εις την πόλιν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι δηλαδή θέλεις να ειπής; ειπέ το καθαρώτερα, λόγου χάριν καμμίαν δημοκρατίαν ή ολιγαρχίαν ή αριστοκρατίαν ή βασιλείαν; Διότι βεβαιότατα δεν εννοείς τυραννίδα εξ όσων ημείς ημπορούμεν να φαντασθώμεν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εμπρός λοιπόν ποίος από τους δύο σας θέλει να απαντήση προηγουμένως, και να ειπή ποίου είδους από αυτά είναι το πολίτευμα της πατρίδος του; ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Μήπως λοιπόν είναι δικαιότερον να απαντήσω προηγουμένως εγώ ο γεροντότερος; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ίσως. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Και όμως, καλέ Ξένε, αν και κατέχω εντελώς εις τον νουν μου το όλον του πολιτεύματος των Λακεδαιμονίων δεν ημπορώ τόσον καλά να σου εξηγήσω ποίου είδους πρέπει να το θεωρήσωμεν. Δηλαδή και με τυραννίαν μου φαίνεται ότι ομοιάζει. Διότι ο θεσμός των εφόρων έγινε εις αυτό τυραννικός εις αξιοθαύμαστον βαθμόν. Και όμως κάποτε μου φαίνεται ότι είναι περισσότερον δημοκρατικόν από όλας τας πόλεις. Αλλά πάλιν να μην ειπώ ότι είναι αριστοκρατία, είναι εντελώς άτοπον. Και όμως επίσης και βασιλεία ισόβιος υπάρχει εις αυτό αρχαιοτάτη από όλας, καθώς κρίνεται και από ημάς και από όλους τους ανθρώπους. Εγώ όμως, καθώς με ερώτησες εξαφνικά, δεν ημπορώ να ειπώ με ακρίβειαν εις ποίον από αυτά τα πολιτεύματα ανήκει. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Το ίδιον πάθημα με σε φαίνεται, καλέ Μέγιλλε, ότι έπαθα και εγώ. Διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην δυσκολίαν να ειπώ εις ποίον από αυτά ανήκει το πολίτευμα της Κνωσού. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Διότι, αγαπητοί μου, σεις ανήκετε εις αληθινά πολιτεύματα. Αυτά όμως που ανεφέραμεν τόρα δεν είναι πολιτεύματα, αλλά συνοικισμοί πόλεων, αι οποίαι δεσπόζονται ή είναι υποχείριαι εις μερικά ιδικά των μέρη, και υπερισχύει εις εκάστην το όνομα του κυριάρχου, θα ήτο όμως ορθόν, αν υπήρχε ανάγκη από αυτόν να λάβη το όνομα το πολίτευμα, τότε να λάβη το όνομα του θεού, ο οποίος αληθώς κυριαρχεί όλων όσοι έχουν νουν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Και ποίος είναι αυτός ο θεός; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Μήπως άραγε ολίγον ακόμη πρέπει να μεταχειρισθώμεν μύθον (2), εάν πρόκειται να εξηγήσωμεν αρμονικώς το ζήτημά μας τούτο; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν αυτό πρέπει να γίνη. Δηλαδή από τας πόλεις, των οποίων προηγουμένως εξετάσαμεν τους συνοικισμούς, πολύ αρχαιοτέρα φημίζεται ότι υπήρξε μία εξουσία και συνοικισμός επί Κρόνου πολύ ευτυχής, της οποίας μίμησις είναι όποια διοικείται σήμερον καλλίτερον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, ίσως είναι πολλή ανάγκη να ακούσωμεν περί αυτής. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εγώ τουλάχιστον αυτό νομίζω. Και διά τούτο έφερα αυτό το ζήτημα εις το μέσον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ καλά έκαμες. Ώστε, και τον σχετικόν μύθον αν μας τον τελειώσης, αφού είναι κατάλληλος, θα κάμης πολύ ορθά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Πρέπει να κάμω καθώς λέγετε. Λοιπόν υπάρχει παράδοσις διά την αξιομακάριστον ζωήν της εποχής εκείνης ότι τα είχε όλα με αφθονίαν, και αυτομάτως, η δε αιτία τούτων λέγουν ότι ήτο η εξής. Ο Κρόνος, επειδή εγνώριζε, λέγει, καθώς είπαμεν ημείς, ότι καμμία ανθρωπίνη φύσις δεν είναι ικανή, όταν διοική όλα τα ανθρώπινα απολυταρχικώς, να μη φορτωθή ύβριν και αδικίαν, συμφώνως με αυτά διώρισε τότε βασιλείς και άρχοντας εις τας πόλεις ημών όχι ανθρώπους, αλλά θεότητας από θείον γένος και ανώτερον. Καθώς τόρα ημείς κάμνομεν εις τα ποίμνια και εις όλα όσα σχηματίζουν αγέλας ημέρων ζώων, όπου δεν διορίζομεν βους εις τους βους ούτε αίγας εις τας αίγας ως αρχηγούς, αλλά ημείς κυριαρχούμεν εις αυτάς, οι οποίοι είμεθα ανώτερον γένος από αυτάς. Το ίδιον λοιπόν και ο θεός, λέγει, καθό φιλάνθρωπος, διώρισε τότε το ανώτερον γένος των θεοτήτων ως επιστάτας, το οποίον με πολλήν ευκολίαν ιδικήν του αλλά και ιδικήν μας επεριποιείτο, και μας έδιδε ειρήνην και αιδημοσύνην και ευνομίαν και πλήρη δικαιοσύνην και κατέστησε αφατριάστους και ευτυχείς τας φυλάς των ανθρώπων. Εννοεί λοιπόν και σήμερον αυτή η παράδοσις ότι εις όσας πόλεις δεν κυριαρχεί κάποιος θεός, αλλά κάποιος θνητός, εις αυτήν δεν είναι δυνατόν να ξεφύγη την δυστυχίαν ούτε τους κόπους. Αλλά φρονεί ότι ημείς πρέπει να μιμούμεθα με κάθε τρόπον τον βίον της εποχής του Κρόνου και όσον μέρος αθάνατον υπάρχει εντός μας εις αυτό να υπακούωμεν και δημοσία και ιδιωτικώς να διοικούμεν τας πόλεις και να ονομάζωμεν νόμον την διανομήν του νου (3). Εάν όμως είς άνθρωπος ή μία ολιγαρχία ή και δημοκρατία έχουσα ψυχήν η οποία επιθυμεί τας ηδονάς και επιθυμίας και χρειάζεται να παραγεμισθή από αυτάς, επίσης δε δεν αποκρούει τίποτε, αλλά βυθίζεται εις παμφάγον κακόν νόσημα, κυριαρχήση μιας πόλεως ή κανενός ατόμου και καταπατήση τους νόμους, καθώς είπαμεν προ ολίγου, δεν υπάρχει μέσον σωτηρίας. Λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν αυτόν τον λόγον, καλέ Κλεινία, αν πρέπει να τον ακούσωμεν, ή πώς αλλέως να κάμωμεν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Είναι βεβαίως ανάγκη να υπακούσωμεν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εννοείς λοιπόν, ότι μερικοί λέγουν ότι υπάρχουν τόσα είδη νόμων, όσα και πολιτευμάτων, και ότι των πολιτευμάτων είπαμεν προ ολίγου πόσα είδη παραδέχονται οι περισσότεροι; Λοιπόν μη νομίσης ότι η συζήτησίς μας εδώ γίνεται διά μηδαμινόν πράγμα, αλλά διά το σπουδαιότερον από όλα. Δηλαδή το δίκαιον και το άδικον ήλθε πάλιν εις αμφιβολίαν μεταξύ μας εις τι πρέπει να αποβλέπη. Διότι λέγουν ότι οι νόμοι δεν πρέπει να αποβλέπουν ούτε εις τον πόλεμον ούτε εις την συνολικήν αρετήν, αλλά αναλόγως του καθεστώτος να αποβλέπουν εις το συμφέρον του πώς θα κυριαρχήση διά παντός και δεν θα καταργηθή, και ότι ο φυσικός ορισμός του δικαίου καλλίτερον είναι να λέγεται ούτω πως. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ότι αυτός αποτελεί το συμφέρον του ανωτέρου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ειπέ ακόμη καθαρώτερα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ιδού. Λέγουν βεβαίως, ότι τους νόμους τους νομοθετούν εκάστοτε εις την πόλιν οι υπερισχύοντες. Δεν είναι έτσι; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Λέγεις την αλήθειαν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν φρονείς, λέγουν αυτοί, ότι, εάν κάποτε νικήση ο δήμος ή κανέν άλλο πολίτευμα ή τύραννος, θα θέση εκουσίως νόμους διά κάποιον άλλον σκοπόν πρώτον, παρά διά το συμφέρον της διατηρήσεως της κυριαρχίας του; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς είναι δυνατόν αυτό βεβαίως; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν και όποιος παραβαίνει αυτούς τους θεσπισθέντας νόμους δεν θα τον τιμωρήση ο νομοθέτης ως αδικούντα, διότι θα προσθέση ότι αυτά αποτελούν το δίκαιον; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτό φαίνεται τουλάχιστον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Επομένως πάντοτε αυτό και τοιούτου είδους θα είναι το δίκαιον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τουλάχιστον αυτά λέγει αυτός ο λόγος. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως, διότι αυτός είναι είς από εκείνους τους βαθμούς της κυριαρχίας. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποίους δηλαδή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εκείνους που εξετάζαμεν τότε, δηλαδή ποίοι ποίους πρέπει να εξουσιάζουν. Και βεβαίως απεδείχθη ότι οι γονείς πρέπει να εξουσιάζουν τους απογόνους, οι δε γεροντότεροι τους νεωτέρους και οι ευγενείς τους αγενείς, και πολλοί άλλοι βαθμοί είπαμεν ότι υπάρχουν, εάν το ενθυμούμεθα, και διάφορα εμπόδια εις τον καθένα. Και μάλιστα είς από αυτούς ήτο και αυτός, και είπαμεν ότι κατά φύσιν ο Πίνδαρος τρόπον τινά εισάγει το δίκαιον του ισχυροτέρου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Μάλιστα, αυτά είπαμεν τότε. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Σκέψου λοιπόν εις ποίους άραγε πρέπει να παραδώσωμεν την πόλιν. Διότι βεβαίως το τοιούτον συνέβη έως τόρα μυριάκις εις μερικάς πόλεις. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι πράγμα; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Όταν διαφιλονικούνται αι εξουσίαι, τότε οι νικηταί τόσον πολύ οικειοποιούνται και το καθεστώς και την πόλιν, ώστε ούτε ελάχιστον μέρος της εξουσίας δεν δίδουν εις τους νικημένους, ούτε εις τους ιδίους ούτε εις τους απογόνους των, και εις όλην των την ζωήν παραφυλάττουν ο είς τον άλλον, διά να μη τυχόν φθάση κανείς εις την εξουσίαν και αρχίση τα παλαιά του ενθυμούμενος τα προηγούμενα παθήματά του. Αυτά λοιπόν ημείς φρονούμεν ότι ούτε πολιτεύματα είναι ούτε νόμοι, όσοι δεν εθεσπίσθησαν διά το κοινόν συμφέρον όλης της πόλεως. Όσα δε εθεσπίσθησαν προς χάριν ολίγων, αυτά τα ονομάζομεν ημείς φατριεύματα και όχι πολιτεύματα, και τα δίκαια αυτών, τα οποία παραδέχονται ότι υπάρχουν, ημείς φρονούμεν ότι είναι μάταιος λόγος. Λέγομεν δε αυτά, διότι ημείς εις την ιδικήν σου πόλιν δεν θα αναθέσωμεν την εξουσίαν εις κανένα, καθόσον είναι πλούσιος, ούτε καθόσον έχει κανέν άλλο παρόμοιον προσόν, δηλαδή ισχύν ή ανάστημα ή κάποιαν καταγωγήν. Αλλά όποιος είναι ευπειθέστατος εις τους θεσπισθέντας νόμους και νικά αυτού του είδους νίκην εντός της πόλεως, εις αυτόν φρονούμεν ότι πρέπει να αναθέσωμεν και την υπηρεσίαν των θεών, και την μεν σπουδαιοτέραν εις τον πρώτον, την δε δευτέραν εις τον δεύτερον νικητήν, και αναλόγως κατόπιν κατά σειράν να αναθέσωμεν το καθέν. Τους δε ονομαζομένους άρχοντας τόρα τους ωνόμασα υπηρέτας των νόμων, όχι διά να καινοτομώ εις τας λέξεις, αλλά διότι νομίζω ότι με αυτό προ πάντων υπάρχει σωτηρία εις την πόλιν και το αντίθετον. Δηλαδή εις όποιαν πόλιν κυριαρχείται και ακυρώνεται ο νόμος, βλέπω ότι η καταστροφή της είναι ταχεία. Εις όποιαν όμως πόλιν ο νόμος είναι κυρίαρχος των αρχόντων, οι δε άρχοντες δούλοι του νόμου, βλέπω καλά ότι υπάρχει σωτηρία και όλα τα καλά όσα εδώκαν οι θεοί εις τας πόλεις. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως μα τον Δία, φίλε Ξένε. Διότι ως εκ της ηλικίας σου έχεις οξυδερκές βλέμμα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως, διότι έκαστος, όσον είναι νέος, αυτά τα πράγματα τα βλέπει από όλας τας άλλας ηλικίας αδυνατώτερα, όταν γηράση όμως, τα βλέπει οξυδερκέστατα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τι λοιπόν θα κάμωμεν κατόπιν από αυτά; Άραγε δεν θα υποθέσωμεν ότι έφθασαν και είναι παρόντες οι μετανάσται και τόρα πρέπει να εξετάσωμεν την συνέχειαν του ζητήματος; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν ας ειπούμεν εις αυτούς: Κύριοι, ο μεν βεβαίως, καθώς λέγει η παλαιά παράδοσις, αποτελεί την αρχήν και το τέλος και το μέσον όλων των όντων και τα διαπερά κατ' ευθείαν γραμμήν συμφώνως με την φύσιν, ενώ τα περιβάλλει. Αυτόν δε ακολουθεί πάντοτε η θεία δίκη, η οποία τιμωρεί τους παραβάτας του θείου νόμου, και την οποίαν όστις θέλει να ευτυχήση την ακολουθεί στενώς με ταπεινοφροσύνην και κοσμιότητα. Αν δε κανείς υψωθή από καυχησιολογίας ή υπερηφανευθή διά τα χρήματά του ή διά τας τιμάς ή και διά την ευμορφίαν του σώματός του και συγχρόνως από επιπολαιότητα νεανικήν και ανοησίαν φλογίζεται εις την ψυχήν του με υβριστικόν τρόπον, ως να μην έχη ανάγκην ούτε κανενός άρχοντος ούτε αρχηγού, αλλά μάλλον ως να είναι ικανός και άλλους να οδηγή, τότε εγκαταλείπεται έρημος από τον θεόν, αφού δε εγκαταλειφθή και προσελκύση και άλλους ομοίους του, σκιρτά και διαταράσσει τα πάντα, και εις πολλούς ημπορεί να νομισθή ως κάτι σπουδαίον πράγμα, αλλά εις ολίγον καιρόν υποφέρει τιμωρίαν κοινώς επιδοκιμαζομένην από την δικαιοσύνην και εκ βάθρων αναστατώνει και τον εαυτόν του και την οικογένειάν του και την πόλιν. Λοιπόν εμπρός εις αυτά, τα οποία εδημιουργήθησαν ούτω πως, τι πρέπει να κάμνη ή να φρονή όστις έχει φρόνησιν και τι να μη κάμνη; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως τούτο είναι προφανές, ότι δηλαδή έκαστος οφείλει να σκεφθή ότι πρέπει να είναι πιστός οπαδός του θεού. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν ποία πράξις είναι φιλική και σύμφωνος με τον θεόν; Μία (πράξις) και εις μίαν παράδοσιν αρχαίαν στηρίζεται, ότι δηλαδή το όμοιον με το όμοιον, όταν είναι μέτριον, ημπορεί να είναι φιλικόν, ενώ τα αμέτρητα δεν είναι φιλικά ούτε μεταξύ των ούτε με τα μετρημένα. Ο θεός λοιπόν προ πάντων φαίνεται ότι είναι δι' ημάς μέτρον εις όλα τα πράγματα, και πολύ περισσότερον παρά κανείς άνθρωπος, καθώς λέγουν. Όποιος λοιπόν θέλει να γίνη προσφιλής εις αυτόν πρέπει όσον το δυνατόν και ο ίδιος να γίνη τοιούτος, και επομένως συμφώνως με αυτόν τον λόγον όποιος από ημάς είναι σώφρων είναι αγαπητός εις τον θεόν, διότι είναι όμοιος, όποιος όμως δεν είναι σώφρων είναι ανόμοιος και διαφορετικός και άδικος. Και τα άλλα συμβαίνουν με την ιδίαν αναλογίαν. Ας συλλογισθώμεν δε ότι σύμφωνος με αυτά είναι ο εξής ισχυρισμός, ο οποίος νομίζω ότι είναι ωραιότερος και αληθέστερος από όλους τους λόγους, ότι δηλαδή ο μεν αγαθός να θυσιάζη και να επικοινωνή με τους θεούς με προσευχάς και αφιερώματα και με όλην την λατρείαν των θεών είναι το ωραιότερον και καλλίτερον και ωφελιμώτερον διά την ευτυχή ζωήν και προ πάντων υπερβολικά ευπρεπές, ενώ διά τον κακόν προωρίσθησαν όλως τα αντίθετα από αυτά. Διότι ο κακός είναι βεβαίως ακάθαρτος εις την ψυχήν, είναι όμως καθαρός ο αντίθετός του. Από μικρόν δε να δεχθή δώρα δεν είναι ορθόν ούτε άνθρωπος αγαθός ούτε θεός. Επομένως μάταιος είναι ο πολύς κόπος των ανοσίων διά τους θεούς, ενώ των ευσεβών είναι επικαιρότατος. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός μας, εις τον οποίον πρέπει να σημαδεύωμεν, ως βέλη όμως αυτού και κάπως ως ορμή των βελών ποίοι λόγοι ημπορούν να ριφθούν όσον το δυνατόν επιτυχώς; Νομίζομεν ότι πρώτον μετά τους Ολυμπίους και τους πολιούχους θεούς εάν αποδώση κανείς τα ζυγά (4) και τα δεύτερα θύματα και τα αριστερά των μέλη εις τους θεούς του Άδου, θα επιτύχη ορθότατα τον σκοπόν της ευσεβείας, εις δε τους θεούς οι οποίοι ευρίσκονται επάνω από αυτούς τα μονά και τα αντίστροφα με όσα είπαμεν προηγουμένως. Κατόπιν δε από αυτούς τους θεούς είναι ορθόν όστις έχει φρόνησιν να ιερουργή εις τους δαίμονας και κατόπιν εις τους ήρωας. Κατόπιν έρχεται η ιερουργία των ιδιωτικών πατρικών θεών συμφώνως με τον νόμον, κατόπιν δε αι τιμαί των γονέων ενόσω ζουν, εις τους οποίους είναι ευσεβές να πληρώνωμεν τα πρώτα και τα σπουδαιότερα χρέη, τα οποία προηγούνται από όλα τα άλλα χρέη, να νομίζη δε κανείς ότι όσα απέκτησε και έχει είναι όλα κτήμα εκείνων, οι οποίοι τον εγέννησαν και τον ανέθρεψαν, ώστε να τα προσφέρη όσον του είναι δυνατόν εις την υπηρεσίαν εκείνων, πρώτον την περιουσίαν, δεύτερον το σώμα του και τρίτον την ψυχήν ως αποζημίωσιν δανείων και φροντίδων και παλαιών οχληρών κόπων δοθέντων απέναντι νέων, τους οποίους μάλιστα αποδίδει εις γέροντας έχοντας μεγάλην ανάγκην ως εκ της ηλικίας των. Εις όλην δε την ζωήν του πρέπει κανείς να έχη και να απέδειξε προς τους γονείς του γλώσσαν ευσεβή, διότι των αβαρών και των πτερωτών λέξεων η προσβολή είναι πολύ βαρεία. Διότι ως επιθεωρητής όλων αυτών διωρίσθη η Νέμεσις ο αγγελιοφόρος της Δικαιοσύνης. Λοιπόν πρέπει εις αυτούς να υποχωρή κανείς, και όταν οργίζωνται και όταν ξεσπά ο θυμός των, και είτε με λόγους κάμνουν τούτο είτε με έργα να τους συγχωρή, διότι πολύ δικαίως οργίζεται ο πατήρ προς τον υιόν, εάν νομίζη ότι αδικείται. Όταν δε αποθάνουν οι γονείς του, κηδεία μεν καλλιτέρα είναι η αξιοπρεπεστέρα, χωρίς να υπερβάλη τα συνηθισμένα (μνημεία) ούτε να υστερή εις όσα έκαμαν οι προπάτορές του εις τους ιδικούς των γονείς, και εξ άλλου να αποδίδη τα επέτεια μνημόσυνα, όσα φέρουν τιμήν εις τους αποθανόντας. Πάντοτε δε να φροντίζη κυρίως πώς να καταστήση την μνήμην των αείμνηστον και να μοιράζη εις τους μεταστάντας το ανάλογον μέρος από τας δαπάνας τας οποίας του χαρίζει η τύχη. Λοιπόν, εάν κάμνωμεν πάντοτε αυτά και ζώμεν συμφώνως με αυτά, όλοι θα λάβωμεν τον μισθόν μας από τους θεούς και τους καλλιτέρους μας και θα ζώμεν με καλάς ελπίδας εις την περισσοτέραν μας ζωήν. Εις όσα δε χρειάζονται κατά νόμον ως στολισμός απέναντι των απογόνων και συγγενών και φίλων και συμπολιτών και διά την φιλοξενίαν την οποίαν εκτιμούν οι θεοί, και την διαχυτικήν ζωήν, την οποίαν θα προξενήση η εκτέλεσις όλων αυτών, όλα αυτά θα τα εκτελέση η εξέτασις των ίδιων νόμων, άλλοτε μεν πείθουσα, άλλοτε δε τιμωρούσα με βίαν και δικαιοσύνην τους μη ενδίδοντας εις τας συμβουλάς, και θα κάμη την πόλιν μας αξιομακάριστον και ευτυχή, εάν θέλουν και οι θεοί. Όσα δε πάλιν είναι ανάγκη να τα ειπή ο νομοθέτης, ο οποίος σκέπτεται καθώς εγώ, δεν είναι όμως πρέπον να λάβουν μορφήν νόμου, δι' αυτά νομίζω ότι αρκεί να παρουσιάση έν δείγμα και εις τον εαυτόν του και εις εκείνους χάριν των οποίων νομοθετεί, όλα δε τα άλλα όσον είναι δυνατόν να τα εξετάση και κατόπιν να αρχίση την νομοθεσίαν. Αλλά τότε λοιπόν ποία είναι η καλλιτέρα μορφή αυτών; Δεν είναι δύσκολον συνοπτικώς όλα να τα συμπεριλάβωμεν κάπως εις ένα γενικόν κανόνα, αλλά ας τα συνοψίσωμεν με τον εξής τρόπον, ίσως ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν ασφάλειαν δι' αυτά. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Λέγε πώς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Επιθυμούσα αυτοί να είναι όσον το δυνατόν ευπειθέστατοι εις την αρετήν, και είναι φανερόν ότι ο νομοθέτης αυτό θα προσπαθήση να πραγματοποιήση εις όλην την νομοθεσίαν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν όσα είπαμεν προ ολίγου μου εφάνησαν ότι φέρουν κάποιαν ωφέλειαν εις όσα συμβουλεύουν, εάν δεν αποτείνωνται όλως διόλου εις αγρίαν ψυχήν, και ότι τον κάμνουν ημερώτερον εις το να προσέχη και ευνοϊκώτερον. Ώστε, και αν ακόμη δεν καθιστούν τον ακροατήν πάρα πολύ ευνοϊκόν και επιδεικτικόν, καθώς είπαμεν, αλλά ολίγον, πάλιν είναι αρκετόν. Διότι είναι πρόχειροι και άφθονοι όσοι είναι πρόθυμοι να γίνουν άριστοι όσον το δυνατόν περισσότερον και ταχύτερον, και τον Ησίοδον οι περισσότεροι τον θεωρούν σοφόν, διότι λέγει ότι η μεν οδός της κακίας είναι ομαλή και διαβαίνεται χωρίς να ιδρώση κανείς, διότι είναι πολύ σύντομος, λέγει όμως ότι στην αρετή: Μπροστά οι αθάνατοι θεοί ιδρώτα έχουν βάλη Είναι μακρός και ανωφερής ο δρόμος της 'ς τα πρώτα και δύσκολος. Αλλ' όταν πλεια 'ς την κορυφήν ανέβης, Γίνεται τότε εύκολος, και δύσκολος αν είναι. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Και βεβαίως φαίνεται ότι ομιλεί ορθά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαιότατα. Αλλά πόσον ο διαφωτιστικός λόγος επέδρασε εις εμέ, θέλω να σας το παρουσιάσω εις το μέσον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Παρουσίασέ το λοιπόν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας λέγωμεν λοιπόν συζητούντες με τον νομοθέτην το εξής· είπε μας, νομοθέτα, αφού γνωρίζεις τι πρέπει να κάμνωμεν ημείς και να λέγωμεν, άραγε δεν έπεται ότι και ημπορείς να το ειπής; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Είναι επόμενον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν ολίγον προηγουμένως άραγε δεν σε ηκούσαμεν που έλεγες, ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να επιτρέπη εις τους ποιητάς να συνθέτουν ό,τι τους αρέσει; Διότι δεν γνωρίζουν τι ημπορεί να λέγουν εναντίον των νόμων και να βλάπτουν την πόλιν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτά που λέγεις είναι βεβαίως αληθή. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν, εάν χάριν των ποιητών ειπούμεν τα εξής εις αυτόν, δεν θα ήσαν μέτρια τα λεγόμενά μας; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποία; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τα εξής: υπάρχει παλαιός μύθος, φίλε νομοθέτα, τον οποίον και ημείς οι ίδιοι πάντοτε τον λέγομεν, και όλοι οι άλλοι τον παραδέχονται, ότι δηλαδή ο ποιητής, όταν κάθηται εις τον τρίποδα της Μούσης, τότε δεν είναι 'ςτα λογικά του, αλλά ωσάν καμμία βρύσις η έμπνευσίς του εξέρχεται προχείρως, και επειδή η τέχνη είναι μίμησις και επειδή παρουσιάζει ανθρώπους με αντιθέτους διαθέσεις μεταξύ των, αναγκάζεται να λέγη πολλάκις αντιφατικά προς τον εαυτόν του, και δεν γνωρίζει ούτε αν αυτά είναι αληθή από τα λεγόμενά του ούτε αν τα άλλα. Ο νομοθέτης όμως δεν επιτρέπεται να το κάμη αυτό μέσα εις τον νόμον, δηλαδή να δίδη δύο γνώμας δι' έν πράγμα, αλλά οφείλει πάντοτε να δίδη μίαν δι' έκαστον. Κάμε δε συμπέρασμα από αυτά που είπες συ ο ίδιος προ ολίγου. Δηλαδή, ενώ υπάρχει κηδεία άλλη μεν υπερβολική, άλλη δε ελλιπής, άλλη δε μετρία, συ επροτίμησες την μίαν, την μετρίαν, και την επιβάλλεις και την επήνεσες απολύτως. Εγώ όμως, εάν μεν είχα γυναίκα κατά το ποίημα υπέροχον εις τον πλούτον και μου επέβαλλε να την θάψω, την υπερβολικήν κηδείαν θα ενέκρινα, αλλά πάλιν κάποιος γλίσχρος και πτωχός άνθρωπος θα εγκρίνη την ολιγοέξοδον, όποιος δε έχει μετρίαν περιουσίαν και είναι και ο ίδιος μέτριος, θα επαινέση την ανάλογον κηδείαν. Συ όμως δεν πρέπει να το λέγης απλώς, καθώς το είπες, μέτριον, αλλά να ειπής τι πράγμα είναι το μέτριον και πόσον· αλλέως αυτός ο ορισμός σου μη φαντασθής ποτε ότι θα γίνη νόμος. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά ομιλείς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν άραγε ο αρμόδιος επόπτης των νόμων δεν πρέπει να λέγη κανέν παρόμοιον εις την αρχήν των νόμων, αλλά αμέσως να λέγη τι πρέπει να κάμνωμεν, χωρίς να μας τον εξηγή και αφού μας υπενθυμίση απειλητικώς την τιμωρίαν να προχωρή εις άλλον νόμον, και χωρίς να προσθέτη το ελάχιστον από παρηγορίας και συμβουλάς εις τους δεχομένους τους νόμους; Απλώς δε ωσάν οι ιατροί, από τους οποίους άλλοι μεν συνηθίζουν να μας θεραπεύουν κατά τούτον, άλλοι δε κατ' εκείνον τον τρόπον; Και πρέπει άραγε να ενθυμούμεθα και του ενός και του άλλου την μέθοδον, διά να παρακαλούμεν τον νομοθέτην καθώς τον ιατρόν παρακαλούν τα παιδιά να τα θεραπεύση με τον γλυκύτερον τρόπον; Και ιδού τι θέλω να ειπώ: υπάρχουν βεβαίως, νομίζω, κάποιοι ιατροί και κάποιοι άλλοι υπηρέται των ιατρών, αλλά βεβαίως και αυτούς τους ονομάζομεν ιατρούς. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αδιάφορον αν είναι ελεύθεροι ή δούλοι και κατά διαταγήν των κυρίων των και μανθάνουν την τέχνην θεωρητικώς και εμπειρικώς και όχι εκ φύσεως, καθώς και οι ίδιοι οι ελεύθεροι έμαθαν, και τους υιούς των διδάσκουν. Δέχεσαι ότι αυτά είναι τα δύο γένη των λεγομένων ιατρών; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Άραγε όμως εννοείς συγχρόνως, ότι, αφού και οι ασθενείς είναι και δούλοι και ελεύθεροι εις τας πόλεις, τους μεν δούλους το περισσότερον τους ιατρεύουν οι δούλοι περιοδεύοντες και περιμένοντες εις τα ιατρεία, και ούτε λόγον δίδει ή λαμβάνει ποτέ δι' έκαστον νόσημα από έκαστον δούλον κανείς από τους τοιούτους ιατρούς, απλώς δε διατάσσει ό,τι εγκρίνει εκ πείρας ως να το γνωρίζη ακριβώς και καθώς ο τύραννος, σηκώνεται με τον αγέρωχον τρόπον και φεύγει διά να υπάγη εις άλλον δούλον ασθενή, και ούτω πως διευκολύνει την θέσιν του κυρίου ως προς την περιποίησιν των ασθενών; Ο ελεύθερος όμως συνήθως θεραπεύει τας ασθενείας των ελευθέρων και τους επιθεωρεί και αφού εξετάση αυτάς από την αρχήν και κατά φύσιν, ζητών γνώμην και από τον ίδιον τον ασθενή και από τους φίλους του, συγχρόνως μεν και ο ίδιος πληροφορείται κάτι από τους ασθενείς, συγχρόνως δε, όσον είναι ικανός, διαφωτίζει τον ίδιον τον ασθενή, και δεν του επιβάλλει γνώμην προηγουμένως πριν να τον καταπείση κάπως, και τότε πλέον τον καθησυχάζει με συμβουλάς και διαρκώς προδιαθέτει αυτόν, και βελτιώνει την κατάστασίν του, και προσπαθεί να φέρη αποτέλεσμα. Λοιπόν άραγε κατ' αυτόν τον τρόπον και ο θεραπεύων ιατρός και ο γυμνάζων γυμναστής είναι καλλίτερος, ή κατ' εκείνον, δηλαδή όταν διττώς εκτελή την μίαν ικανότητα ή όταν εκτελή απλώς (μονώς) και με χειρότερον τρόπον και αγριώτερον από τον διττόν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ανώτερος είναι, καλέ Ξένε, ο διττός. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν θέλεις συγχρόνως και να εξετάσωμεν πώς εφαρμόζεται αυτά το διττόν και το μονόν εις αυτάς τας νομοθεσίας; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Και πώς δεν θέλω; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Εμπρός λοιπόν δι' όνομα των θεών, ποίον νόμον άραγε θα θέση πρώτον ο νομοθέτης; Άραγε δεν θα διακοσμήση συμφώνως με την φύσιν πρώτον την βάσιν της δημιουργίας μιας πόλεως; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αμέ τι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βάσις όμως της δημιουργίας εις όλας τας πόλεις δεν είναι η συμμετοχή και επιμιξία των γάμων; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Επομένως φαίνεται ότι, όταν οι γαμήλιοι νόμοι πρώτον τεθούν καλώς, όλη η πόλις ορθοποδεί. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας ειπούμεν λοιπόν πρώτον τον μονόν τρόπον, ο οποίος ίσως είναι ο εξής: Να νυμφεύεται δε κανείς από τα τριάντα έως τα τριανταπέντε έτη της ηλικίας του, ειδεμή να ζημιώνεται χρηματικώς και περιφρονητικώς, με χρήμα μεν τόσον και τόσον, με περιφρόνησιν δε αυτήν και αυτήν. Και ο μεν μονός νόμος περί γάμων ας είναι κάπως τοιούτος, ο δε διπλούς ας είναι ο εξής: Να νυμφεύεται δε από τα τριάντα έως τα τριανταπέντε έτη της ηλικίας του, λαμβάνων υπ' όψιν, ότι το ανθρώπινον γένος με κάποιον φυσικόν μέσον έλαβε την αθανασίαν και δι' αυτό εκ φύσεως επλάσθη έκαστον να έχη τον πόθον αυτής. Διότι το να θέλη να δοξασθή και να μη μείνη αφανές μετά θάνατον είναι πόθος της αθανασίας. Και λοιπόν κάποια γενεά των ανθρώπων διατηρείται εις όλους τους αιώνας, και συμβαδίζει και θα συμβαδίζη με τον χρόνον μέχρι συντελείας των αιώνων, και κατά τοιούτον τρόπον είναι αθάνατος, δηλαδή, καθόσον αφήνει τέκνα των τέκνων και διά της γεννήσεως μένει η ιδία και μία πάντοτε, έλαβε την αθανασίαν. Αυτής λοιπόν να στερήση κανείς τον εαυτόν του εκουσίως δεν είναι διόλου ευσεβές, εκ προβλέψεως δε τον στερεί όστις δεν φροντίζει διά γυναίκα και παιδιά. Λοιπόν, εάν υπακούση εις τον νόμον, θα απαλλαχθή χωρίς τιμωρίαν, εάν όμως δεν υπακούση και δεν νυμφευθή, όταν φθάση εις τα τριανταπέντε έτη της ηλικίας του, ας πληρώνη πρόστιμον κατ' έτος τόσον και τόσον, διά να μη νομίζη ότι η μοναξιά τού φέρει κέρδος και ησυχίαν. Ας μη απολαμβάνη δε τας τιμάς, τας οποίας αποδίδουν οι νεώτεροι πολίται εις τους γεροντοτέρους των πάντοτε. Όταν λοιπόν πλησίον εκείνου ακούση κανείς τούτον τον νόμον, ημπορεί να σκεφθή δι' έκαστον αν πρέπει να γίνωνται όλοι διπλοί με την δυνατήν συντομίαν, διά να πείθουν συγχρόνως και να απειλούν, ή αν πρέπει να μεταχειρίζωνται μόνον την απειλήν και να είναι απλοί εις το μήκος των. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Σύμφωνον με τον Λακωνισμόν, καλέ Ξένε, είναι να προτιμώμεν πάντοτε τα συντομώτερα. Δι' αυτάς όμως τας γραπτάς διατάξεις, εάν κανείς ζητή να κρίνω εγώ ποία προτιμώ να θεσπισθούν γραπτώς εις την πόλιν, θα επροτιμούσα τας εκτενεστέρας και μάλιστα θα επροτιμούσα ακριβώς τούτο το παράδειγμα να εφαρμοσθή εις όλους τους νόμους, δηλαδή να γίνουν και τα δύο. Βεβαίως όμως και εις τον Κλεινίαν απ' εδώ πρέπει να αρέσουν όσα νομοθετούμεν τόρα. Διότι ιδική του είναι η πόλις, η οποία έχει σκοπόν να μεταχειρισθή τους νόμους τούτους. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ καλά ωμίλησες βεβαίως, φίλε Μέγιλλε. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν το να συζητούμεν διά τας μακράς ή συντόμους διατάξεις είναι πολύ μωρόν. Διότι, νομίζω, πρέπει τα καλλίτερα μήκη να προτιμώμεν και όχι τα συντομώτερα ούτε τα εκτενέστερα. Ο δε δεύτερος τύπος των νόμων, τους οποίους ανεφέραμεν προ ολίγου, δεν είναι μόνον διπλασίως ανώτερος από τον άλλον, αλλά, καθώς είπαμεν προηγουμένως, πολύ ορθά συγκρίνονται με το διττόν γένος των ιατρών. Και όμως κανείς από τους νομοθέτας δεν φαίνεται να έλαβε τούτο υπ' όψιν του, ότι δηλαδή, ενώ επιτρέπεται να χρησιμοποιήσωμεν δύο πράγματα εις την νομοθεσίαν, την συμβουλήν και την βίαν, αυτοί όσον είναι δυνατόν εφαρμόζουν εις τον απαίδευτον λαόν μόνον το έν. Δηλαδή δεν μετριάζουν την εξουσίαν με συμβουλάς, αλλά την εκτελούν μόνον με καθαράν βίαν. Εγώ όμως, αξιομακάριστοι φίλοι, βλέπω ότι και κάτι τρίτον πρέπει να γίνη, το οποίον τόρα δεν γίνεται εις κανέν μέρος. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι εννοείς δηλαδή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Κάτι το οποίον με την δύναμιν καμμιάς θεότητος προκύπτει από αυτά τα οποία είπαμεν προηγουμένως. Δηλαδή αφ' ότου σχεδόν αρχίσαμεν να συζητούμεν περί των νόμων, δηλαδή από την αυγήν, έγινε μεσημέρι και εφθάσαμεν εις το πολύ καλόν και αναπαυτικόν αυτό μέρος, χωρίς να ομιλούμεν δι' άλλο τίποτε παρά διά νόμους, και όμως μόλις τόρα τελευταίως μου φαίνεται ότι ηρχίσαμεν να ομιλούμεν κυρίως διά νόμους, όλα δε τα προηγούμενα ήσαν απλά προοίμια νόμων. Αλλά διατί το είπα αυτό; Διότι θέλω να ειπώ ότι εις όλας τας συζητήσεις και εις όσα λαμβάνει μέρος η φωνή υπάρχουν προοίμια και σχεδόν κάποιαι προγυμνάσεις, αι οποίαι περιέχουν τεχνικήν δοκιμήν χρήσιμον δι' αυτό που μέλλει να εκτελεστή. Και βεβαίως εις τους λεγομένους νόμους του κιθαρωδικού άσματος και όλης της μουσικής προηγούνται προοίμια με θαυμασίαν τέχνην. Τόρα όμως εις τους αληθώς υπάρχοντας νόμους, τους οποίους βεβαίως (προς διάκρισιν) τους ονομάζομεν πολιτικούς (και όχι μουσικούς), κανείς έως τόρα ποτέ δεν επρόσθεσε ούτε κανέν προοίμιον ούτε έγινε συνθέτης, διά να το φέρη εις φως, ως να μην έγκειται τούτο εις την φύσιν του πράγματος. Και όμως η ιδική μας συζήτησις, καθώς φρονώ, αποδεικνύει ότι έγκειται εις την φύσιν του, έπειτα δε αυτοί που εφάνησαν εις την συζήτησίν μας προ ολίγου διπλοί νόμοι, δεν είναι απολύτως διπλοί, αλλά δύο χωριστά πράγματα, δηλαδή νόμος και προοίμιον του νόμου. Και το μεν πρόσταγμα του τυράννου, το οποίον παρωμοιώθη με το πρόσταγμα εκείνων των ιατρών, τους οποίους ωνομάσαμεν δουλοπρεπείς, αποτελεί τον καθαρόν νόμον, εκείνο δε το οποίον προηγήθη εις την συζήτησιν και εθεωρήθη ως συμβουλευτικόν από τον φίλον απ' εδώ, αυτό είναι πραγματικώς συμβουλευτικόν, επέχει όμως θέσιν προοιμίου μιας συζητήσεως. Δηλαδή, διά να παραδεχθή ευνοϊκώτερον και ευκολώτερον την διαταγήν, η οποία βεβαίως είναι νόμος, το πρόσωπον, εις το οποίον ο νομοθέτης προτείνει τον νόμον, μου φαίνεται ότι ελέχθη όλος αυτός ο λόγος, τον οποίον είπε με πειστικότητα ο ομιλών. Δι' αυτό λοιπόν συμφώνως με τον διισχυρισμόν μου προοίμιον και όχι συζήτησις του νόμου έπρεπε να ονομασθή τούτο. Αφού λοιπόν είπα αυτά, τι θα ήθελα να λεχθή κατόπιν; Το εξής, ότι ο νομοθέτης γενικώς όλους τους νόμους δεν πρέπει να τους αφήση χωρίς προοίμιον και ιδιαιτέρως εις τον καθένα να προσθέτη πόσον θα είναι ανώτερον το έν είδος από το άλλο, καθώς εφάνησαν οι προηγούμενοι. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Όσον δι' εμέ ποτέ δεν θα εσυμβούλευα να δώση διαφορετικήν νομοθεσίαν όστις είναι ειδικός εις αυτά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Καλά λοιπόν, φίλε Κλεινία, μου φαίνεται ότι λέγεις αυτό τουλάχιστον, ότι δηλαδή εις όλους τους νόμους υπάρχουν προοίμια και ότι πρέπει εις την αρχήν πάσης νομοθεσίας να προτάσσωμεν το φυσικόν προοίμιον δι' έκαστον. Διότι αυτό που πρόκειται να λεχθή κατόπιν δεν είναι μικρόν πράγμα, ούτε είναι μικρά η διαφορά, αν εκτεθούν αυτά σαφώς ή όχι σαφώς. Ότι όμως και εις τους μεγάλους λεγομένους νόμους και εις τους μικρούς πρέπει να θέτωμεν όμοιον προοίμιον, ίσως δεν το λέγαμεν ορθώς. Διότι βεβαίως ούτε εις παν άσμα ούτε εις πάσαν συζήτησιν πρέπει να το κάμνωμεν αυτό. Και αν δε εκ φύσεως υπάρχη δι' όλα, δεν πρέπει να το εφαρμόζωμεν εις όλα. Αλλά αυτό πρέπει να το αναθέτωμεν εκάστοτε εις τον ίδιον τον ρήτορα και τον μελοποιόν και τον νομοθέτην. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά μου φαίνεται ότι ομιλείς. Αλλά τόρα, καλέ Ξένε, ας μη αναβάλλωμεν περισσότερον την ουσίαν της συζητήσεως, αλλά ας επιστρέψωμεν εις το ζήτημά μας, και ας αρχίσωμεν από εκείνα, αν αγαπάς, τα οποία δεν τα είπες τότε ως προοίμιον. Λοιπόν και πάλιν, καθώς λέγουν οι παίκται, ας ενθυμηθούμεν τας καλλιτέρας επαναλήψεις, ως να εξετάζωμεν το προοίμιον και όχι έν τυχαίον ζήτημα, καθώς προ ολίγου. Ας κάμωμεν δε αρχήν ομολογούντες ρητώς ότι λέγομεν το προοίμιον. Και όσον μεν διά την λατρείαν των θεών και την φροντίδα διά τους προγόνους είναι αρκετά και όσα ελέχθησαν και προηγουμένως. Τα κατόπιν δε ας προσπαθήσωμεν να είπωμεν, έως ότου να σχηματίσωμεν γνώμην ότι το προοίμιον συνεζητήθη αρκετά. Κατόπιν δε από αυτό προχώρει εις την εξέτασιν των νόμων. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν διά τους θεούς και τας θεότητας και διά τους ζώντας γονείς και τους αποθανόντας είναι αρκετόν προοίμιον όσα είπαμεν. Τόρα όμως μου φαίνεται ότι συ με παρακινείς το υπόλοιπον αυτό να το φέρω κάπως εις φως. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαιότατα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και όμως πρέπει κατόπιν από αυτά να εξετάσωμεν πώς πρέπει να φροντίζουν διά τας ψυχάς των και τα σώματά των και την περιουσίαν των και πόσον να τα παραβλέπουν και όλοι μαζί αναθεωρούντες αυτά, δηλαδή και ο ομιλών και οι ακούοντες να γίνωμεν κάτοχοι όσον το δυνατόν μεγαλιτέρας μορφώσεως. Λοιπόν κατόπιν από εκείνα αυτά πρέπει πραγματικώς να ειπούμεν και να ακούσωμεν μεταξύ μας. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά ομιλείς. ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας προσέξουν λοιπόν να ακούσουν όλοι όσοι ήκουσαν προ ολίγου όσα είπαμεν περί των θεών και των φίλων προπατόρων. Δηλαδή από όλα τα κτήματα δι' έκαστον είναι η ψυχή του το θεϊκώτερον πράγμα κατόπιν από τους θεούς, διότι είναι το ατομικώτερόν του. Όλα δε τα ιδικά του είναι δύο ειδών, και τα μεν ανώτερα και καλλίτερα είναι κυρίαρχα, τα δε κατώτερα και χειρότερα υπόδουλα. Και λοιπόν από τα ιδικά του πρέπει πάντοτε να προτιμά τα κυρίαρχα παρά τα υπόδουλα. Δι' αυτό λοιπόν, εάν ειπώ ότι πρέπει κατόπιν από τους θεούς και τους ακολούθους αυτών να τιμά κανείς την ψυχήν του ως δευτέραν, πολύ ορθά συμβουλεύω. Και βεβαίως κανείς από ημάς, τολμώ να ειπώ, δεν τιμά αυτήν ορθώς, αλλά απλώς νομίζει. Διότι βεβαίως η τιμή είναι θείον αγαθόν, από δε τα κακά δεν είναι κανέν άξιον τιμής, όστις δε νομίζει ότι ή με κάποιους λόγους ή με δώρα ή με υποχωρήσεις ωφελεί αυτήν, χωρίς να βελτιώνη την κατάστασίν της από χειροτέραν, νομίζει μεν ότι την τιμά, διόλου όμως δεν το εκτελεί αυτό. Αίφνης, μόλις ο παις γίνη άνθρωπος, νομίζει πάντοτε ότι είναι ικανός να γνωρίζη τα πάντα και νομίζει ότι τιμά την ψυχήν του, όταν την επαινή, και περιποιητικώς της επιτρέπει να κάμνη ό,τι θέλει. Ο λόγος μας αυτός όμως λέγει ότι, όταν κάμνη αυτά, βλάπτει, αλλά δεν τιμά αυτήν. Και όμως πρέπει να τιμά αυτήν κατόπιν από τους θεούς ως δευτέραν. Ούτε πάλιν ο άνθρωπος που δεν θεωρεί τον εαυτόν του αίτιον των σφαλμάτων του και των περισσοτέρων και μεγαλιτέρων δυστυχημάτων, αλλά άλλους, τον εαυτόν του δε τον ξεχωρίζει ως αλάνθαστον, τιμά την ψυχήν του, καθώς δήθεν φρονεί. Αλλά πολύ απέχει από το να κάμνη τούτο, διότι την βλάπτει. Και πάλιν, όταν υποχωρή εις τας ηδονάς παραβαίνων την συμβουλήν και τον έπαινον του νομοθέτου, και τότε διόλου δεν την τιμά, αλλά την ατιμάζει, διότι την παραγεμίζει από κακά και από μετανοίας. Ούτε πάλιν, όταν αντιθέτως δεν κοπιάζη, να υποφέρη τους αξιεπαίνους κόπους και φόβους και πόνους και λύπας, αλλά υποχωρή, και τότε δεν τιμά αυτήν με την υποχώρησιν. Διότι την καθιστά άτιμον, όταν κάμνη όλα αυτά. Ούτε όταν νομίζη ότι η ζωή πάντως είναι αγαθόν, δεν τιμά, αλλά ατιμάζει αυτήν και τότε ακόμη. Διότι, όταν η ψυχή του όλα τα πράγματα του Άδου τα θεωρή κακά, αυτός υποχωρεί και δεν αντιτείνει διαφωτίζων και εξελέγχων αυτήν, ότι δεν γνωρίζει αν είναι όλως διόλου αντιθέτως από όλα τα αγαθά μας μεγαλίτερα τα περιστρεφόμενα εις τους θεούς τους εκεί. Και πάλιν, όταν κανείς από την αρετήν προτιμά το κάλλος, αυτό δεν σημαίνει άλλο τίποτε παρά την αληθινήν και πραγματικήν ατιμίαν της ψυχής. Διότι ο λόγος αυτός λέγει ότι το σώμα είναι εντιμότερον από την ψυχήν, και λέγει ψέμμα. Διότι κανέν πράγμα της γης δεν είναι εντιμότερον από τα επουράνια, αλλά όστις φρονεί διαφορετικά περί της ψυχής, δεν γνωρίζει πόσον θαυμάσιον είναι αυτό το κτήμα του, το οποίον παραμελεί. Ούτε βεβαίως, όταν κανείς ζητή να κερδίση χρήματα όχι εντίμως, ή όταν δεν δυσφορή, εάν τα κερδίζη ούτω πως, τιμά δήθεν με δώρα τότε την ψυχήν του. Απ' εναντίας μάλιστα ωρισμένως την περιφρονεί. Διότι την πολύτιμον και καλήν αξίαν της την ανταλλάσσει με ολίγον χρυσόν. Διότι ολόκληρος ο χρυσός που είναι επάνω και κάτω από την γην δεν έχει αξίαν ίσην με την αρετήν. Με μίαν λέξιν όστις δεν θέλει να απέχη με κάθε τρόπον από όσα ο νομοθέτης θεωρεί ότι είναι αισχρά και κακά, και αντιθέτως όσα εκείνος θεωρεί αγαθά και καλά, δεν τα εκτελεί με όλην του την δύναμιν, δεν γνωρίζει εις όλα αυτά, οποιοσδήποτε άνθρωπος και αν είναι αυτός, ότι την ψυχήν του, η οποία είναι το θεϊκώτερον πράγμα, την καθιστά το ατιμότερον και το ασχημότερον πράγμα. Δηλαδή κανείς σχεδόν δεν συλλογίζεται την μεγαλιτέραν, καθώς λέγουν, δίκην της κακουργίας, είναι δε αυτή η μεγαλιτέρα, δηλαδή το να γίνεται όμοιος με τους κακούς άνδρας, και, αφού γίνη όμοιος, τους μεν αγαθούς λόγους και άνδρας να τους αποφεύγη και να τους αποχωρίζεται, εις αυτούς δε να προσκολλάται ακολουθών τας συναναστροφάς των. Αφού δε προσαρμοσθή με αυτούς, είναι επόμενον να δίδη και παίρνη με αυτούς ό,τι επλάσθησαν να δίδουν και παίρνουν μεταξύ των οι τοιούτοι με έργα και λόγους. Αυτό λοιπόν το πάθημα δεν είναι η τιμωρία, διότι το δίκαιον και η τιμωρία είναι καλόν πράγμα, αλλά η εκδίκησις η οποία ακολουθεί την αδικίαν, την οποίαν και όστις την εύρη και όστις δεν την εύρη είναι άθλιος, διότι εκείνος μεν δεν θεραπεύεται, αυτός δε καταστρέφεται, διά να σωθούν άλλοι πολλοί. Τιμήν δε φέρει εις ημάς γενικώς το να ακολουθούμεν τα καλλίτερα, όσα δε είναι χειρότερα, αλλά επιδέχονται βελτίωσιν, κυριολεκτικώς να τα καταστήσωμεν όσον το δυνατόν άριστα. Λοιπόν εις τον άνθρωπον δεν υπάρχει άλλο κτήμα προσφυέστερον από την ψυχήν εις το να αποφεύγη μεν το κακόν, να ανιχνεύση δε και να συλλάβη το καλλίτερον από όλα, και, αφού πάλιν το συλλάβη, να το έχη σύνοικον εις όλην της την ζωήν. Διά τούτο έχει την δευτέραν θέσιν εις την εκτίμησιν. Όσον δε διά το τρίτον έκαστος ημπορεί να το εννοήση ότι είναι η εκτίμησις του σώματος συμφώνως με την φύσιν. Και πάλιν δε πρέπει να εξετάσωμεν ποίαι από αυτάς τας εκτιμήσεις είναι αληθείς και ποίαι κίβδηλοι. Αυτό δε ανήκει εις τον νομοθέτην. Μου φαίνεται λοιπόν ότι μας πληροφορούν τα εξής και τα παρόμοια δι' αυτάς, ότι δηλαδή πολύτιμον σώμα είναι όχι το ωραίον, ούτε το ισχυρόν, ούτε το ταχύ, ούτε το υψηλόν, ούτε βεβαίως το υγιεινόν — μολονότι εις πολλούς ίσως αυτό φαίνεται — , αλλά βεβαίως ούτε και τα αντίθετα από αυτά, αλλά τα ευρισκόμενα εις το μέσον και εγγίζοντα αυτήν την διάθεσιν φαίνεται ότι είναι σωφρονέστατα και μακροβίως ασφαλή. Διότι εκείνα μεν καθιστούν τας ψυχάς χαύνους και θρασείας, αυτά δε ταπεινάς και δουλοπρεπείς ομοίως δε και η απόκτησις χρημάτων και κτημάτων και η εκτίμησις αυτών έχει την ιδίαν αναλογίαν. Δηλαδή ενός εκάστου από αυτά τα μεν υπέρογκα (υπερβολικά) γεννούν έχθρας και διχονοίας εις τας πόλεις και εις τα άτομα, τα δε ελλιπή φέρουν δουλοπρέπειαν συνήθως. Λοιπόν ας μην είναι κανείς πολύ φιλοχρήματος όσον διά τα τέκνα του, διά να τα αφήση όσον τα δυνατόν πλουσιώτερα. Διότι τούτο ούτε εις εκείνα ούτε εις την πόλιν είναι το καλλίτερον. Διότι όση περιουσία των νέων δεν γεννά κόλακας, ενώ δεν στερείται τα απαραίτητα, είναι η πλέον αρμονική από όλας και η καλλιτέρα. Διότι συμφωνεί μαζί μας και προσαρμόζει εις όλα την ζωήν μας και την καθιστά ανενόχλητον. Εις τα τέκνα δε πρέπει να αφήνωμεν αιδημοσύνην πολλήν και όχι χρυσόν. Νομίζομεν δε ότι αυτήν θα την αφήσωμεν, εάν κάμνωμεν παρατηρήσεις εις τους νέους, όταν κάμνουν αναισχυντίας. Αλλά η συμβουλή μας αυτή δεν εννοεί διά τους νέους εκείνο το οποίον λέγουν συνήθως, ότι δηλαδή οι νέοι πρέπει δι' όλα να εντρέπωνται. Ο δε νοήμων νομοθέτης μάλλον τους γεροντοτέρους θα συμβουλεύση να εντρέπωνται τους νέους και περισσότερον από όλους τους άλλους να προσέχουν, μήπως τους ιδή κανείς από τους νέους ή και τους ακούση να κάμνουν ή να λέγουν κανέν αισχρόν πράγμα, διότι, όπου είναι αναίσχυντοι οι γέροντες, είναι λογικόν εκεί και οι νέοι να είναι αναιδέστατοι. Διότι η μόρφωσις είναι διά τους νέους, συγχρόνως δε προτέρημα τούτων είναι όχι το να συμβουλεύουν, αλλά, όσα θα έλεγε εις άλλον κανείς ως συμβουλάς, αυτά να αποδεικνύη ο ίδιος ότι τα εκτελεί εις όλην του την ζωήν όστις δε τιμά και σέβεται τους συγγενείς του και τους εφεστίους θεούς, οι οποίοι προστατεύουν όλην την γενεάν του ιδίου αίματος, είναι λογικόν να έχη ευνοϊκούς τους γενεθλίους θεούς εις την τεκνοποίησίν του. Αλλά βεβαίως και τους φίλους και συντρόφους θα τους έχη ευνοϊκούς εις τας συναναστροφάς της ζωής, εάν θεωρή ανωτέρας και σοβαρωτέρας τας υπηρεσίας εκείνων προς τον εαυτόν του παρ' όσον τας θεωρούν εκείνοι, ως μικροτέρας δε πάλιν εκτιμά τας ιδικάς του εκδουλεύσεις προς τους φίλους παρ' όσον τας θεωρούν οι ίδιοι φίλοι και συνέταιροι. Εις την πόλιν δε βεβαίως και τους πολίτας πολύ καλλίτερος είναι όστις περισσότερον από μίαν νίκην των Ολυμπίων και όλων των πολεμικών και ειρηνικών αγώνων θα εδέχετο να νικήση εις την φήμην της υποταγής εις τους νόμους της πατρίδος, ότι δηλαδή έγινε υπηρέτης αυτών περισσότερον από όλους τους ανθρώπους εις όλην του την ζωήν. Διά τους φιλοξενουμένους δε ας νομίζη ότι υπάρχουν σεβαστότατα συμβόλαια. Διότι σχεδόν όλα τα σφάλματα των ξένων και τα γινόμενα προς τους ξένους από τους πολίτας είναι εμπιστευμένα περισσότερον εις θεόν ως εκδικητήν. Διότι ο ξένος είναι έρημος από φίλους και συγγενείς και διά τούτο είναι συμπαθέστερος και εις τους ανθρώπους και εις τους θεούς. Λοιπόν όστις έχει δύναμιν να τον εκδικηθή περισσότερον τον βοηθεί προθυμότερον. Έχει δε περισσοτέραν δύναμιν ο δαίμων και θεός της φιλοξενίας δι' έκαστον ο οποίος ακολουθεί τον ξένιον Δία. Λοιπόν πρέπει πολύ να προσέχη όστις έχει και την ελαχίστην προσοχήν, να μη κάμη κανέν σφάλμα εις τους ξένους έως ότου να φθάση εις το τέλος της ζωής του. Από όλα δε τα φιλοξενικά και τοπικά σφάλματα μεγαλίτερον είναι δι' έκαστον το σχετικόν με τους ικετεύοντας. Διότι ο ίδιος θεός, τον οποίον ο ικετεύων επικαλέσθη μάρτυρα των υποσχέσεων, αυτός είναι υπέροχος φύλαξ του παθόντος, ώστε δεν είναι δυνατόν να μείνη ανεκδίκητος οποιοσδήποτε από όσα έπαθε. Λοιπόν όσαι σχέσεις περιστρέφονται εις τους γονείς και τον εαυτόν μας και τα ιδικά μας και εις την πόλιν δε και τους φίλους και τους συγγενείς και την φιλοξενίαν και την εστίαν σχεδόν τας εξετάσαμεν. Αλλά τόρα είναι η σειρά να εξετάσωμεν ποίας ιδιότητας πρέπει να έχη κανείς, διά να περάση όσον το δυνατόν καλλίτερα την ζωήν του, δηλαδή εις όσα δεν ορίζει ο νόμος αλλά η επιδοκιμασία η μεθοδική και η κατάκρισις κάμνει έκαστον πλειότερον πειθήνιον και ευνοϊκόν διά τους μέλλοντας να θεσπισθούν νόμους, αυτά ακριβώς πρέπει τόρα πλέον να εξετάσωμεν. Λοιπόν η αλήθεια από όλα τα αγαθά είναι πρώτον εις τους θεούς και πρώτον εις τους ανθρώπους. Και αυτήν όστις θέλει να γίνη αξιομακάριστος και ευτυχής πρέπει από την αρχήν να την αποκτήση, διά να ζη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον ως φιλαλήθης. Διότι αυτός είναι πιστευτός. Απίστευτος δε είναι όστις αγαπά το ψεύδος εκουσίως, όστις δε το αγαπά ακουσίως, είναι ανόητος. Αλλά κανέν από αυτά τα δύο δεν είναι ζηλευτόν. Διότι βεβαίως δεν είναι κατάλληλος διά φιλίαν ούτε ο απίστευτος ούτε ο αμαθής· όταν δε παρέλθη καιρός εις το βαρύ γήρας του προετοιμάζει διά τον εαυτόν του απόλυτον εγκατάλειψιν κατά το τέλος της ζωής του, ώστε, είτε ζουν οι φίλοι του και τα τέκνα του είτε όχι, σχεδόν εξ ίσου να είναι ορφανός ο βίος του. Άξιος δε υπολήψεως είναι βεβαίως και όστις δεν αδικεί διόλου. Όστις όμως ούτε επιτρέπει την αδικίαν εις τους αδίκους είναι άξιος πλειοτέρας τιμής από την διπλασίαν παρά εκείνος. Διότι εκείνος μεν ισοδυναμεί με ένα, αυτός όμως με πολλούς άλλους, διότι καταγγέλλει εις τους άρχοντας την αδικίαν των άλλων. Όστις όμως εκτός τούτου συντείνει όσον ημπορεί να τιμωρή μαζί με τους άρχοντας, αυτός ας ανακηρυχθή εις την πόλιν ως ο κατ' εξοχήν μέγας ανήρ ο νικητής εις την αρετήν. Τον ίδιον δε έπαινον ακριβώς πρέπει να εφαρμόσωμεν και εις την σωφροσύνην και την φρόνησιν και όσα άλλα αγαθά έχει κανείς, τα οποία είναι δυνατόν όχι μόνον ο ίδιος να τα έχη, αλλά και εις τους άλλους να τα μοιράζη. Και όστις μεν τα μοιράζει πρέπει να τον τιμώμεν εις τον ανώτατον βαθμόν, όστις δε πάλιν δεν ημπορεί, αλλά θέλει, να τον αφήσωμεν δεύτερον, όστις δε φθονεί και εκουσίως δεν μοιράζει φιλικώς εις κανένα τα αγαθά, τον ίδιον μεν να τον κατακρίνωμεν, το προσόν του όμως να μη το περιφρονούμεν εξ αιτίας του κατόχου του, αλλά όσον είναι δυνατόν να το αποκτώμεν. Ας αμιλλάται δε μαζί μας διά την αρετήν ο καθείς χωρίς να τον φθονούμεν. Διότι ο τοιούτος αυξάνει τας πόλεις, διότι και ο ίδιος αμιλλάται και τους άλλους δε τους παρεμποδίζει με συκοφαντίας. Ο φθονερός όμως, επειδή νομίζει ότι πρέπει να γίνη ανώτερος διά της συκοφαντίας των άλλων, και ο ίδιος ολιγώτερον αγωνίζεται διά την αληθινήν αρετήν και τους συναγωνιζομένους με αυτούς τους φέρει εις απελπισίαν με την άδικον κατάκρισιν, και, επειδή ολόκληρον την πόλιν την κάμνει να μη γυμνάζεται εις τον συναγωνισμόν της αρετής, την καθιστά, καθόσον εξαρτάται από αυτόν, μικροτέραν εις την δόξαν της^ λοιπόν πρέπει έκαστος ανήρ να είναι ευέξαπτος, αλλά όσον το δυνατόν μειλίχιος. Διότι τα κακά και δυσκολοθεράπευτα ή εντελώς αθεράπευτα αδικήματα των άλλων δεν είναι δυνατόν να τα αποφύγη αλλέως παρά εάν τους πολεμήση και τους αποκρούση θριαμβευτικώς και εάν δεν παραβλέπη τίποτε εις την τιμωρίαν, τούτο όμως χωρίς ανδρείαν καρδίαν πάσα ψυχή είναι ανίκανος να το εκτελέση. Όσον όμως πάλιν δι' όσους αδικούν, αλλά εις πράγματα ευκολοθεράπευτα, είναι ανάγκη να γνωρίζωμεν, ότι όλοι όσοι αδικούν δεν αδικούν εκουσίως. Διότι κανέν από τα μεγαλίτερα κακά ποτέ κανείς πουθενά δεν είναι δυνατόν να το αποκτήση εκουσίως, πολύ δε ολιγώτερα μέσα εις τα πολυτιμότερά του πράγματα. Η ψυχή δε, καθώς είπαμεν, είναι βεβαίως δι' όλους το πολυτιμότερον. Λοιπόν μέσα εις το πολυτιμότερον ποτέ κανείς δεν είναι δυνατόν να δεχθή το μεγαλίτερον κακόν και να ζη ισοβίως έχων αυτό. Αλλά αξιολύπητος μεν είναι ωρισμένως ο άδικος και ο έχων τα ελαττώματα, αλλά τον μεν ευκολοθεράπευτον επιτρέπεται να τον λυπηθούμεν και δεσμεύοντες την έξαψίν μας να την καταπραΰνωμεν και να μην είμεθα διαρκώς ακρόχολοι και γυναικείως πικροί, εις δε τον τελείως και απειθώς ελαττωματικόν και κακόν πρέπει να απολύσωμεν την οργήν μας. Διά τούτο λοιπόν πρέπει, νομίζομεν, να είναι ευέξαπτος και μειλίχιος πάντοτε ο αγαθός. Αλλά από όλα τα κακά το μεγαλίτερον διά τους περισσοτέρους ανθρώπους είναι έμφυτον εις τας ψυχάς των, το οποίον έκαστος συγχωρεί εις τον εαυτόν του και δεν εφευρίσκει καμμίαν αποφυγήν αυτού. Τούτο δε είναι αυτό που λέγουν ότι έκαστος άνθρωπος είναι εκ φύσεως φίλος του εαυτού του και βεβαίως είναι ορθόν ότι πρέπει να είναι τοιούτος. Εις το πραγματικόν όμως γίνεται πάντοτε αιτία όλων των σφαλμάτων αυτή η υπερβολική αγάπη του εαυτού του. Διότι όστις αγαπά αποτυφλώνεται ως προς το αγαπητόν του πράγμα, ώστε κρίνει κακώς τα δίκαια και τα αγαθά και τα καλά, επειδή νομίζει ότι πρέπει να υπερτιμά περισσότερον τον ατομισμόν του από την αλήθειαν. Δηλαδή ούτε τον εαυτόν του ούτε τα ιδικά του πρέπει να υπεραγαπά όστις θέλει να γίνη μέγας ανήρ, αλλά τα δίκαια, είτε από αυτόν τον ίδιον τύχη να εκτελούνται είτε από κανένα άλλον περισσότερον. Λοιπόν από αυτό ακριβώς το σφάλμα εγεννήθη και το να νομίζη την ιδικήν του αμάθειαν ότι είναι σοφία. Δι' αυτά, ενώ δεν γνωρίζομεν τίποτε, διά να εκφρασθώ ούτω πως, νομίζομεν ότι όλα τα γνωρίζομεν, και, επειδή δεν αναθέτομεν εις άλλους να εκτελέσουν όσα δεν γνωρίζομεν, αναγκαζόμεθα να τα κάμωμεν οι ίδιοι και να σφάλλωμεν. Διά τούτο πρέπει έκαστος ν' αποφεύγη να αγαπά πολύ τον εαυτόν του, πρέπει δε να επιζητή τον καλλίτερόν του, χωρίς να έχη κανέν εμπόδιον εις τούτο από καμμίαν εντροπήν. Όσα δε είναι μικρότερα από αυτά και επαναλαμβάνονται πολλάκις, είναι όμως όχι ολιγώτερον από αυτά χρήσιμα, αυτά πρέπει να τα λέγη υπενθυμίζων εις τον εαυτόν του. Δηλαδή, ωσάν να ξεχύνεται κάτι, είναι ανάγκη να ρέη κάτι νέον, και η ανάμνησις είναι εισροή της απελθούσης φρονήσεως. Διά τούτο πρέπει και τους υπερβολικούς γέλωτας να αποφεύγωμεν και τα δάκρυα, να συμβουλεύη δε πάντα άνδρα έκαστος να κρύπτη την μεγάλην χαράν και την μεγάλην θλίψιν και να προσπαθή να είναι αξιοπρεπής, και εις τας ευτυχίας, τας οποίας φέρει ο αγαθός δαίμων εις έκαστον, και εις τους περισπασμούς, όταν οι δαίμονες του αντιτάσσουν κάπως υψηλά και ανωφελή εμπόδια εις τας πράξεις του, να ελπίζει δε πάντοτε ότι ο θεός εις όσα χαρίζει εις τους αγαθούς τους μεν απαιτουμένους κόπους από μεγαλιτέρους θα τους κάμη μικροτέρους, τα δε υπάρχοντά του θα τα μεταβάλη εις το καλλίτερον, όλα δε τα αντίθετα από αυτά αγαθά θα έλθουν εις αυτούς με αγαθήν τύχην. Με αυτάς λοιπόν τας ελπίδας πρέπει να ζη έκαστος και με τας υπενθυμίσεις όλων αυτών χωρίς να αποφεύγη, αλλά πάντοτε και εις τας διασκεδάσεις και εις τας σπουδάς του να τα υπενθυμίζη και εις τους άλλους και εις τον εαυτόν του καθαρά. Λοιπόν τόρα πλέον ελέχθησαν σχεδόν όλα όσα είναι θεία και διά τας ασχολίας και διά το άτομον έκαστον, ποίου χαρακτήρος οφείλει να είναι. Τα ανθρώπινα όμως δεν τα είπαμεν, και πρέπει να τα ειπούμεν. Διότι με ανθρώπους ομιλούμεν εδώ και όχι με θεούς. Είναι δε εκ φύσεως ιδιότης του ανθρώπου προ πάντων αι ηδοναί και αι λύπαι και αι επιθυμίαι, από τας οποίας κατ' ανάγκην παν θνητόν ζώον είναι κρεμασμένον, διά να εκφρασθώ ούτω πως, και εξηρτημένον με πολλήν προθυμίαν. Λοιπόν πρέπει να επαινούμεν τον καλλίτερον βίον όχι μόνον ότι είναι ανώτερος κατά την ευπρέπειαν εις την κοινήν γνώμην, αλλά και ότι, εάν θελήση κανείς να τον δοκιμάση και να μη λιποτακτήση από αυτόν, ενόσω είναι νέος, υπερισχύει και εις αυτό το οποίον όλοι ζητούμεν, δηλαδή εις την περισσοτέραν χάριν και την ολιγωτέραν λύπην από όλους τους άλλους βίους. Ότι δε τούτο θα γίνη σαφές, όταν τον απολαμβάνη κανείς ορθώς, ευκόλως θα αποδειχθή και πάρα πολύ καλά! Αλλά ποία είναι η ορθότης; Αυτό πρέπει τόρα να το λάβωμεν και να το εξετάσωμεν με το λογικόν, εάν μας εδόθη ούτως πως συμφώνως με την φύσιν ή αλλέως έξω από την φύσιν. Η δε εξέτασις του ηδονικωτέρου βίου πλησίον του λυπηροτέρου πρέπει να γίνη ως εξής. Την ηδονήν την θέλομεν να την απολαμβάνωμεν, την λύπην όμως ούτε την προτιμώμεν ούτε την θέλομεν, το δε ουδέτερον αίσθημα από την ηδονήν και την λύπην, εις την θέσιν μεν της ηδονής δεν το επιθυμούμεν, εις την θέσιν όμως της λύπης θέλομεν να το ανταλλάξωμεν. Την λύπην δε την ολιγωτέραν με την περισσοτέραν ηδονήν την θέλομεν, αλλά την ολιγωτέραν ηδονήν με την περισσοτέραν λύπην δεν την θέλομεν, τα ίσα δε απέναντι των ίσων, και διά τα δύο αυτά δεν ημπορούμεν να ειπούμεν σαφώς πώς τα επιθυμούμεν. Όλα αυτά όμως κατά το ποσόν και το μέγεθος και την σφοδρότητα και την ισότητα και τα αντίθετα αυτών ως προς την θέλησίν μας μεν έχουν διαφοράν, ως προς την προαίρεσίν μας όμως δεν έχουν. Αφού λοιπόν αυτά εδημιουργήθησαν κατ' ανάγκην ούτω πως, εις όποιον μεν βίον υπάρχει μεγάλη ποσότης και από τα δύο και μέγεθος και σφοδρότης, αλλά είναι ανώτερα τα ηδονικά, εκείνον τον θέλομεν, εις όποιον όμως υπάρχουν τα αντίθετα δεν τον θέλομεν. Και πάλιν εις όποιον υπάρχουν ολίγα και τα δύο και μικρά και ήσυχα, αλλά είναι ανώτερα τα λυπηρά, δεν τον θέλομεν, εις όποιον δε υπάρχουν τα αντίθετα, τον θέλομεν. Εις όποιον δε βίον πάλιν ισορροπούν, πρέπει να φρονούμεν, καθώς προηγουμένως, ότι τον ισόρροπον βίον, εφ' όσον είναι ανώτερα τα ευχάριστα εις ημάς, τον θέλομεν, εφόσον όμως είναι ανώτερα τα μισούμενα, δεν τον θέλομεν. Πρέπει δε να έχωμεν υπ' όψει μας ότι όλοι οι βίοι περικλείονται εις αυτούς τους δύο και να εννοήσωμεν ποίους θέλομεν εκ φύσεως. Εάν δε νομίζωμεν ότι θέλομεν τίποτε άλλο έξω από αυτά, αυτό το φρονούμεν, διότι δεν γνωρίζομεν εκ πείρας τους υπάρχοντας βίους. Ποίοι λοιπόν και πόσοι είναι οι βίοι, διά τους οποίους πρέπει να προτιμήσωμεν τον θεληματικόν και εκούσιον, αφού εννοήσωμεν τον αθέλητον και ακούσιον και να τον θέσωμεν εις τον εαυτόν μας ως νόμον, και αφού εκλέξωμεν τον αγαπητόν και συγχρόνως τον ηδονικόν και άριστον και ωραιότατον να ζώμεν όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον μακαριώτερον; Λοιπόν ας δεχθώμεν ότι ο σώφρων βίος είναι είς και είς ο φρόνιμος και είς ο ανδρείος και είς ο υγιεινός. Και εις αυτούς, οι οποίοι είναι τέσσαρες, ας αντιτάξωμεν ως αντιθέτους άλλους τέσσαρας, τον ανόητον, τον δειλόν, τον ακόλαστον, τον νοσηρόν. Και λοιπόν όποιος γνωρίζει τον σώφρονα βίον θα δεχθή ότι είναι μειλίχιος εις όλα και ότι δίδει ησύχους λύπας και ησύχους ηδονάς, και μαλακάς επιθυμίας και έρωτας όχι μανιώδεις. Ο δε ακόλαστος ότι είναι εις όλα ακράτητος και δίδει σφοδράς λύπας και σφοδράς ηδονάς, επιμόνους δε και παραφόρους επιθυμίας και έρωτας όσον το δυνατόν μανιωδεστέρους. Ότι δε είναι υπερβολικώτεραι εις μεν τον σώφρονα βίον αι ηδοναί παρά οι πόνοι, εις δε τον ακόλαστον ότι είναι ανώτεραι αι λύπαι από τας ηδονάς και εις το μέγεθος και εις το ποσόν και εις την πυκνότητα. Δι' αυτό ο είς μεν από αυτούς τους βίους είναι λογικώς ηδονικώτερος κατά φύσιν, ο δε άλλος λυπηρότερος, και όστις βεβαίως θέλει να ζήση ηδονικώς δεν επιτρέπεται εκουσίως να ζη ακολάστως, αλλά πλέον έγινε φανερόν, ότι, αν αυτό που λέγομεν τόρα, είναι ορθόν, τότε έπεται λογικώς ότι έκαστος είναι ακουσίως ακόλαστος. Δηλαδή ή από αμάθειαν ή από ακράτειαν ή και από τα δύο στερείται σωφροσύνης πας όχλος των ανθρώπων. Αυτά λοιπόν πρέπει να φρονούμεν διά τον νοσηρόν και υγιεινόν βίον, ότι δηλαδή έχουν ηδονάς και λύπας, αλλ' ότι υπερτερούν αι ηδοναί τας λύπας εις την υγείαν, αι δε λύπαι τας ηδονάς εις τας ασθενείας. Η θέλησίς μας όμως εις την προτίμησιν των βίων δεν είναι να υπερτερή το λυπηρόν, όπου δε αυτό υπερτερείται, αυτόν τον βίον τον εκρίναμεν ηδονικώτερον. Λοιπόν, ημπορούμεν να ειπούμεν, επειδή ο σώφρων από τον ακόλαστον και ο φρόνιμος από τον άφρονα και ο βίος της ανδρείας από τον βίον της δειλίας έχει και τα δύο ολιγώτερα και μικρότερα και πυκνότερα και υπερτερεί ο είς τον άλλον κατά σειράν από αυτούς εδώ ως προς την υπερβολήν της ηδονής, ενώ εκείνοι υπερτερούν αυτούς ως προς την λύπην, διά τούτο ο μεν ανδρείος νικά τον δειλόν, ο δε φρόνιμος τον ανόητον, ώστε είναι ηδονικώτεροι εκείνοι από αυτούς, ο σώφρων και ο ανδρείος και ο φρόνιμος και ο υγιεινός, από τον δειλόν και ανόητον και ακόλαστον και νοσηρόν, και συντόμως, ο σχετικός με την αρετήν εις το σώμα και εις την ψυχήν από τον σχετικόν με την μοχθηρίαν, και ηδονικώτερος είναι και εις τα άλλα υπερτερεί περισσώς με το κάλλος του και την ορθότητα και την αρετήν και την δόξαν, ώστε όστις έχει αυτόν τον κάμνει να ζη ευτυχέστερον από τον αντίθετον εις όλα εξ ολοκλήρου. Και το μεν προοίμιον των νόμων ας λάβη τέλος εις αυτό το σημείον της συζητήσεώς μας. Κατόπιν όμως από το προοίμιον είναι βεβαίως λογικόν να ακολουθήση ο νόμος, ή μάλλον, καθώς είναι αληθές, το υπόδειγμα των νόμων της πολιτείας. Καθώς λοιπόν εις έν ύφασμα ή και εις οποιονδήποτε άλλο πράγμα δεν είναι δυνατόν να κατασκευάσωμεν με τα ίδια υλικά το υφάδι και το στημόνι, αλλά πρέπει να υπερέχη εις την αξίαν το είδος των στημόνων, διότι αυτό πρέπει να είναι ισχυρόν και να έχη κάποιαν σταθερότητα εις τας μετατροπάς, το δε άλλο να είναι μαλακόν και δικαίως να έχη κάποιαν υποχώρησιν, δι' αυτό λοιπόν όσοι πρόκειται να λάβουν μεγάλα αξιώματα εις τας πόλεις πρέπει κάπως να διακρίνωνται εις τούτο, καθώς και όσοι με μικράν παιδείαν γυμνάζονται πάντοτε αναλόγως. Δηλαδή υπάρχουν δύο είδη πολιτευμάτων, και το μεν έν είναι εγκαταστάσεις αρχών εις εκάστους, το δε άλλο είναι νόμοι εμπιστευμένοι εις τας αρχάς. Αλλά προηγουμένως από αυτά πρέπει να έχωμεν υπ' όψει μας τα εξής: Πάσαν αγέλην, αφού την παραλάβη ο ποιμήν και ο βοσκός και ο ιπποκόμος και όσοι άλλοι παρόμοιοι υπάρξουν, δεν είναι τρόπος να δοκιμάση να την περιποιηθή κατ' άλλον τρόπον παρά εάν πρώτον καθαρίση τα ζώα καθώς απαιτείται διά την συντροφίαν των, αφού δε διαλέξη και τα υγιή και τα μη υγιή και τα ευγενή και τα αγενή, άλλα μεν αποστείλη εις κάποιας άλλας αγέλας, άλλα δε περιποιηθή, έχων υπ' όψει του ότι θα μείνη μάταιος και ανωφελής ο κόπος του και διά τα σώματα και διά τας ψυχάς, τας οποίας η φύσις και η πονηρά ανατροφή διαφθείρει και καταστρέφει το γένος των υγιών και αμολύντων ηθών και σωμάτων εις παν πράγμα, όταν κανείς δεν καθαρίζη τα πρώτα. Και βεβαίως διά τα άλλα ζώα είναι μικροτέρα η σπουδή και μόνον χάριν παραδείγματος αξίζει να τα παρουσιάσωμεν εις την συζήτησίν μας, τα ανθρώπινα όμως είναι άξια της μεγαλιτέρας σπουδής και ο νομοθέτης πρέπει να τα ερευνά πολύ και να εξηγή τι χρειάζεται εις έκαστον ως προς τον καθαρισμόν και όλας τας άλλας πράξεις. Λόγου χάριν το ζήτημα του καθαρισμού της πόλεως ημπορεί να γίνη ως εξής. Από τους πολλούς καθαρισμούς που υπάρχουν άλλοι μεν είναι ευκολώτεροι, άλλοι δε δυσκολώτεροι. Και όσοι μεν είναι δύσκολοι και καλλίτεροι, εάν ο ηγεμών είναι ο ίδιος και νομοθέτης, ημπορεί να τους εκτελέση, ο νομοθέτης όμως που δεν έχει ηγεμονίαν (!) ιδρύων νέον πολίτευμα και νόμους, εάν και τον ευκολώτερον καθαρισμόν εκτελέση, πρέπει να είναι ευχαριστημένος και από αυτό. Είναι δε ο μεν καλλίτερος βασανιστικός, καθώς και όσα φάρμακα είναι τοιουτότροπα, δηλαδή όστις σύρει εις την τιμωρίαν με εκδίκησιν, προσθέτων ως τέλος της εκδικήσεως τον θάνατον ή την εξορίαν. Διότι όσοι έσφαλαν τα μέγιστα και είναι αθεράπευτοι και μεγίστη βλάβη εις την πόλιν, συνηθίζει να τους απομακρύνη. Ο δε μαλακότερος καθαρισμός είναι ο εξής· όσοι από στέρησιν της τροφής φαίνονται πρόθυμοι και έτοιμοι να ακολουθήσουν τους αρχηγούς, εναντίον των ευπόρων ως άποροι, αυτούς ως ασθένειαν ενσκήψασαν εις την πόλιν διά να τους απομακρύνη ευφήμως, εθέσπισε το όνομα της αποικίας και τους αποστέλλει όσον το δυνατόν φιλικώτερον. Λοιπόν αυτό πας νομοθέτης οπωσδήποτε πρέπει να το εκτελέση εις την αρχήν, εις ημάς όμως πολύ παραδοξότερα είναι όσα συνέβησαν τόρα ως προς αυτά. Δηλαδή ούτε αποικίαν ούτε κάποιαν εκλογήν καθαρισμού οφείλομεν να εφεύρωμεν προς το παρόν, αλλά, ως να κατασταλάζουν πολλαί πηγαί και χείμαρροι εις μίαν λίμνην, είναι ανάγκη να προσέχωμεν πώς να μείνη όσον το δυνατόν καθαρώτερον το συναθροιζόμενον νερόν, και αλλού μεν να το αδειάζωμεν, αλλού δε να το διοχετεύωμεν και το απομακρύνωμεν. Υπάρχει δε, καθώς φαίνεται, κόπος και κίνδυνος εις πάσαν εγκαθίδρυσιν πολιτεύματος. Αφού όμως τόρα ημείς με λόγους τα συζητούμεν και δεν τα εκτελούμεν εμπράκτως, ας λάβη τέλος η εκλογή μας και ας θεωρήσωμεν ότι ο καθαρισμός της έγινε καθώς τον φανταζόμεθα. Δηλαδή από όλους όσοι θα δοκιμάσουν να έλθουν ως πολίται εις την πόλιν αυτήν τους μεν κακούς θα τους εξετάσωμεν με όλας τας συμβουλάς και με πολύν καιρόν, και θα τους εμποδίσωμεν να έλθουν, τους δε αγαθούς όσον είναι δυνατόν ευνοϊκώς και συμπαθητικώς ας δεχόμεθα. Ας μη μας διαφεύγη δε ότι συμβαίνει το εξής ευτύχημα. Δηλαδή, καθώς είπαμεν, ήτο ευτυχής η αποικία των Ηρακλειδών, διότι απέφυγε την φοβεράν και επικίνδυνον φιλονικίαν διά την αποκοπήν των χρεών και την διανομήν της γης, την οποίαν, όταν μία αρχαία πόλις αναγκασθή να νομοθετήση, δεν ημπορεί ούτε να την αφήση ακίνητον ούτε πάλιν είναι δυνατόν να την μετακινήση κάπως, αλλά μόνον ευχή απομένει, διά να ομιλήσω ούτω πως, και ολίγη μετατροπή προσεκτική εις πολύ χρονικόν διάστημα βαθμηδόν εκτελουμένη. Η δε βαθμιαία μετατροπή αυτή εξαρτάται από αυτούς τους έχοντας άφθονον γην και πολλούς χρεοδούλους, όταν θελήσουν κάπως από επιείκειαν να γίνουν μεταδοτικοί εις τους στερουμένους και άλλα μεν να χαρίσουν, άλλα δε να κατέχουν, και οπωσδήποτε να αποκτήσουν μετριότητα και να νομίζουν πτωχείαν όχι το να ολιγοστεύση η περιουσία των, αλλά το να μεγαλώση η απληστία των. Διότι αυτό γίνεται και η μεγαλιτέρα αρχή της σωτηρίας της πόλεως, και επάνω εις αυτήν, ως εις στερεόν θεμέλιον, είναι δυνατόν να κτίση κανείς όλον τον διάκοσμον τον πολιτικόν, τον οποίον θα εύρισκε κατάλληλον εις την τοιαύτην εγκατάστασιν. Όταν όμως αυτή η μεταβατική γέφυρα είναι σαθρά, τότε δεν είναι δυνατόν να είναι κατόπιν πλουσιοπάροχος εις καμμίαν πόλιν η πολιτική δράσις. Την οποίαν ημείς μεν, καθώς νομίζομεν, την αποφεύγομεν. Αλλά είναι ορθότερον να ειπούμεν, αν δεν την αποφύγωμεν, με ποίον μέσον θα εφροντίζαμεν να την αποφύγωμεν. Λοιπόν λέγομεν τόρα ότι με την δικαίαν αφιλοχρηματίαν, άλλη όμως αποφυγή δεν υπάρχει τοιαύτης εφευρέσεως ούτε ευρύχωρος ούτε στενή. Και αυτό μεν ας το θεωρήσωμεν ως ασφάλειαν της πόλεως. Διότι πρέπει να καταστήσωμεν τας περιουσίας μεταξύ των πολιτών αδιαφιλονικήτους οπωσδήποτε, άλλως να μη προχωρούν προηγουμένως εκουσίως εις την άλλην διαρρύθμισιν όσοι έχουν παλαιά παράπονα μεταξύ των και όσοι έχουν έστω και ελάχιστον νουν. Εις όσους δε, καθώς εις ημάς τόρα, έδωκε ο θεός να κατοικήσουν νέαν πόλιν και να μην έχουν πλέον μεταξύ των καμμίαν έχθραν, αυτοί να γίνουν αίτιοι μεταξύ των έχθρας χάριν της διανομής της γης και των κατοικιών δεν θα είναι ανθρωπίνη (υποφερτή) αμάθεια με όλην των την κακίαν. Λοιπόν ποίος είναι ο τρόπος της ορθής διανομής; Πρώτον πρέπει να ορισθή ο αριθμός των ατόμων των πόσος πρέπει να είναι. Κατόπιν δε πρέπει όσον το δυνατόν να μοιράσωμεν εξ ίσου και την γην και τας κατοικίας. Λοιπόν ο αριθμός του πληθυσμού δεν θα ήτο ορθόν να ορισθή αλλέως παρά εν σχέσει προς την γην και τας πλησιοχώρους πόλεις, η μεν γη πόση είναι ικανή να τρέφη τόσους μετριόφρονας, χωρίς να χρειάζεται τίποτε περισσότερον, ο δε πληθυσμός πόσος είναι αρκετός χωρίς δυσκολίαν να αποκρούση τα περίχωρα, όταν τον αδικούν και να βοηθήση τους γείτονάς του, όταν αδικούνται. Αυτά θα τα ορίσωμεν εμπράκτως και όχι με λόγους, όταν ιδούμεν την χώραν και τους γείτονας. Τόρα όμως χάριν του σχεδίου και του γενικού ορισμού, διά να τελειώνωμεν, ας εξακολουθήση η συζήτησις διά την νομοθεσίαν. Ας δεχθώμεν να είναι πέντε χιλιάδες σαράντα (5040), διά να είναι κάπως αρμονικός ο αριθμός, οι γεωμόροι και οι υπερασπισταί της διανομής. Η γη δε και αι κατοικίαι ας μοιρασθούν εις τα ίδια μέρη, και ας γίνη διά την διανομήν είς κλήρος δι' έκαστον άνδρα. Έπειτα ας διαιρεθή όλος αυτός ο αριθμός εις δύο, κατόπιν εις τρία και τέσσαρα και πέντε έως εις τα δέκα κατά σειράν. Πρέπει δε βεβαίως πας νομοθέτης τούτο τουλάχιστον να γνωρίζη περί των αριθμών, ποίος αριθμός ημπορεί να χρησιμεύση εις όλας τας πόλεις. Ας θεωρήσωμεν λοιπόν τοιούτον εκείνον, ο οποίος επιδέχεται τας περισσοτέρας διαιρέσεις κατά σειράν. Λοιπόν πας αριθμός δεν επιδέχεται όλας τας διαιρέσεις. Αλλά ο αριθμός πέντε χιλιάδες σαράντα και διά τον πόλεμον και διά την ειρήνην εις όλας τας συμφωνίας και επιμιξίας, και δι' όλας τας συνεισφοράς και διανομάς, όχι ολιγωτέρας από πενήντα εννέα διαιρέσεις επιδέχεται, κατά σειράν δε από τον αριθμόν ένα έως τα δέκα. Αυτά λοιπόν πρέπει να τα αποκτήσουν ασφαλώς και με την ευκαιρίαν όσους διατάσσει ο νόμος να τα αποκτήσουν. Διότι βεβαίως μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον συμβαίνουν. Πρέπει δε να λεχθούν διά τον εξής λόγον εις εκείνον που ιδρύει πόλιν. Ούτε όταν κτίζη νέαν πόλιν εξ αρχής ούτε όταν επισκευάζη παλαιάν κατεστραμμένην όσον διά τους θεούς και τους ναούς, οι οποίοι πρέπει να είναι κτισμένοι εις εκάστην πόλιν και να φέρουν οποιωνδήποτε θεών την ονομασίαν, κανείς δεν θα δοκιμάση να μετακινήση, εάν έχη νουν, τας συμβουλάς, όσαι προήλθαν από τους Δελφούς ή από την Δωδώνην ή από τον Άμμωνα ή από άλλας παλαιάς παραδόσεις και κατέπεισαν οπωσδήποτε μερικούς διά της εμφανίσεως φαντασμάτων ή θείας εμπνεύσεως, και εθέσπισαν θυσίας συνδυασμένας με τελετάς είτε από εδώ εγχωρίας είτε Τυρρηνικάς είτε Κυπριακάς είτε από κανέν άλλο μέρος. Και με τοιαύτας παραδόσεις καθιέρωσαν χρησμούς και αγάλματα και βωμούς και ναούς και παρεκκλήσια εις έκαστον από αυτούς. Από αυτά ούτε το ελάχιστον δεν πρέπει να μετακινήση ο νομοθέτης, αλλά πρέπει εις όλα τα μέρη να εγκαταστήση ένα θεόν ή δαίμονα ή ήρωα και κατά την διανομήν της γης πρώτον εις αυτούς πρέπει να δώση αποδεκατίσματα, διά να γίνωνται συγκεντρώσεις εις έκαστον μέρος κατά περιόδους ωρισμένας και να προετοιμάζουν δι' όλας τας ανάγκας ευκολίας και να συσχετίζωνται φιλικώς μέσα εις τας θυσίας και να συνδέωνται και γνωρίζωνται, από το οποίον δεν υπάρχει κανέν μεγαλίτερον αγαθόν εις μίαν πόλιν παρά να είναι γνωστοί μεταξύ των οι πολίται. Διότι, όπου δεν υπάρχει φως μεταξύ της συμπεριφοράς των πολιτών αλλά σκότος, δεν είναι δυνατόν να εύρη κανείς ούτε την εκτίμησιν που του αξίζει ούτε το δίκαιον που του αρμόζει. Και όμως πρέπει έκαστος πολίτης εις πάσαν πόλιν, βήμα προς βήμα, τούτο και μόνον να επιδιώκη, πώς δηλαδή ούτε ο ίδιος να φανή κίβδηλος εις οποιονδήποτε αλλά ειλικρινής και φιλαλήθης, ούτε άλλος να υπάρχη τοιούτος και να τον απατήση. Και λοιπόν η κατόπιν τούτων εύνοια της τύχης εις την κατασκευήν των νόμων, ως άλλος κύβος ιερός, επειδή είναι ασυνήθιστος, ίσως εις την αρχήν κάμνει εκείνον που την ακούει να απορή. Και όμως εις τον συλλογιζόμενον θα φανή ότι κατά δεύτερον λόγον η πόλις μας λαμβάνει, τον καλλίτερον συνοικισμόν. Ίσως όμως δεν την παραδεχθή κανείς, διότι δεν συμμορφώνεται με νομοθέτην μη αυταρχικόν. Αλλά το ορθότερον είναι να προτείνη κανείς τελείως το καλλίτερον πολίτευμα, και το δευτερεύον και το τριτεύον, να αφήση όμως ελευθέραν εκλογήν εις έκαστον πληρεξούσιον του συνοικισμού. Λοιπόν και ημείς τόρα ας κάμωμεν συμφώνως με αυτόν τον λόγον, αφού αναπτύξωμεν ποίον είναι το πρώτον κατά την τελειότητα πολίτευμα και ποίον δεύτερον και τρίτον. Την δε εκλογήν ας την αναθέσωμεν τόρα εις τον Κλεινίαν και, οποιοσδήποτε άλλος θελήση, ας επιστατήση εις την παρομοίαν εκλογήν, συμφώνως με τον χαρακτήρα του να μοιράση ό,τι είναι αρεστόν εις αυτόν από τους νόμους της πατρίδος του. Η πρώτη λοιπόν πόλις και το πολίτευμα και οι καλλίτεροι νόμοι υπάρχουν εκεί, όπου συμβαίνει όσον το δυνατόν περισσότερον η παλαιά παροιμία. Λέγεται δε ότι πραγματικώς είναι κοινά τα πράγματα των φίλων. Αυτό λοιπόν είτε υπάρχει κάπου τόρα είτε θα υπάρξη άλλοτε, δηλαδή να είναι κοιναί αι γυναίκες, κοινοί οι παίδες, κοινά όλα τα πράγματα και διά παντός μέσου, εξεδιώχθη από όλα τα μέρη του βίου παν ό,τι γίνεται ατομικόν, να ευρεθή δε και τρόπος, διά να γίνουν όσον το δυνατόν κοινά κάπως και τα εκ φύσεως ατομικά, λόγου χάριν τα ομμάτια και τα ώτα και αι χείρες να φαίνωνται κοινά εις το να βλέπουν και ακούουν και εργάζωνται, και πάλιν όλοι ομού να εγκρίνουν και να κατακρίνουν το καθέν πράγμα όσον είναι δυνατόν, και να ευχαριστούνται και λυπούνται διά τα ίδια πράγματα, και όμοιοι νόμοι να καθιστούν όσον το δυνατόν περισσότερον μίαν ηνωμένην την πόλιν, από αυτήν την αρετήν κανείς ποτε δεν ημπορεί να θεσπίση ανωτέραν ούτε να θέση σκοπόν ανώτερον ούτε ορθότερον. Λοιπόν η τοιαύτη πόλις, είτε θεοί βεβαίως την κατοικούν είτε παίδες θεών περισσότεροι από ένα, εάν ζουν κατά αυτόν τον τρόπον, θα μένουν ευχαριστημένοι. Διά τούτο λοιπόν δεν πρέπει αλλού να ζητούμεν πρότυπον πολιτεύματος, αλλά ασπαζόμενοι τούτο να ζητούμεν το όσον το δυνατόν όμοιον με αυτό. Αυτό όμως το οποίον ημείς τόρα ηρχίσαμεν, ίσως είναι το πλησιέστερον προς την αθανασίαν και το μόνον δεύτερον. Το τρίτον δε, εάν θέλη ο θεός, θα εξετάσωμεν κατόπιν. Λοιπόν τόρα ποία φρονούμεν ότι πρέπει να είναι αυτή και πώς ημπορεί να γίνη τοιαύτη; Λοιπόν ας μοιρασθούν πρώτον την γην και τας οικίας και ας μη καλλιεργούν κοινώς, διότι τούτο είναι ανώτερον από την σημερινήν γέννησιν και ανατροφήν και εκπαίδευσιν. Ας μοιρασθούν δε κάπως με το εξής πνεύμα, ότι δηλαδή όστις επιτύχη τον κλήρον τούτον πρέπει να τον θεωρή κοινόν όλης της πόλεως, επειδή όμως η χώρα αυτή είναι πατρίς του, πρέπει να τον περιποιήται περισσότερον παρά την μητέρα οι παίδες, διότι είναι και σεβαστή θεά (Δημήτηρ = γη μήτηρ) αυτών οι οποίοι είναι θνητοί. Τα ίδια δε να φρονούν και διά τους εγχωρίους θεούς και δαίμονας. Διά να μείνουν δε αυτά εις αιώνα τον άπαντα εις αυτήν την κατάστασιν, πρέπει να σκεφθούν ακόμη και τα εξής. Όσας εστίας έχομεν τόρα μοιρασμένας εις τον καθένα, αυταί πρέπει πάντοτε να μένουν εις το ίδιον ποσόν και ούτε να περισσεύουν διόλου ούτε να ολιγοστεύουν. Αυτό λοιπόν ημπορούσε να συμβαίνη ασφαλώς εις εκάστην πόλιν κατά τον εξής τρόπον. Όστις λάβη την κληρονομίαν ας αφήνη εις αυτήν την κατοικίαν πάντοτε ένα κληρονόμον από όλα τα τέκνα του, εκείνον τον οποίον αγαπά περισσότερον, ως διάδοχον και λάτρην των θεών και του γένους του και της πόλεως από τους ζώντας και από όσους πλέον έως εκείνον τον χρόνον, κατέλαβε ο θάνατος. Όλα δε τα άλλα του τέκνα, αν έχη περισσότερα από έν, και τα κορίτσια να τα υπανδρεύση συμφώνως με τον νόμον, τον οποίον θα επιβάλωμεν κατόπιν, και τα αγόρια να τα μοιράση εις όσους πολίτας έχουν έλλειψιν παιδιών, όταν έχουν ευχαρίστησιν κυρίως. Εάν όμως εις μερικούς λείπη η ευχαρίστησις, ή γεννώνται περισσότεροι απόγονοι θήλεις ή άρρενες εις έκαστον, ή και αντιθέτως, όταν είναι ολιγώτεροι, διότι δεν υπήρξε αφθονία τέκνων, δι' όλα αυτά η εξουσία, την οποίαν θα ορίσωμεν ως ανωτάτην και πολυτιμοτάτην, θα σκεφθή τι πρέπει να γίνη διά τους περισσεύοντας ή τους ελλείποντας, και ας εφεύρη μέθοδον διά να μείνουν όσον το δυνατόν διαρκώς μόναι αι πέντε χιλιάδες σαράντα (5040) κατοικίαι. Μέθοδοι δε υπάρχουν πολλαί. Δηλαδή και η αναστολή των γεννήσεων εις όσας είναι ταχεία η γέννησις και αντιθέτως επιμέλεια και φροντίδες διά την αύξησιν των γεννήσεων με τιμάς και ατιμίας και προτροπάς των γεροντοτέρων προς τους νέους, επιβαλλομένας διά λόγων συμβουλευτικών, ημπορούν να κάμουν αυτό που λέγομεν. Και μάλιστα εις το τέλος, εάν υπάρχη απόλυτος δυσκολία εις την εξίσωσιν των πέντε χιλιάδων σαράντα κατοικιών, και αν μας έλθη πληθώρα υπερβολική πολιτών από την αφοσίωσιν των συνοικεσίων και δεν ευρίσκωμεν τρόπον, τότε υπάρχει το παλαιόν μηχάνημα, το οποίον είπαμεν πολλάκις, δηλαδή η αποστολή αποικιών φιλικώς γινομένη πλησίον των φίλων, τους οποίους θα εκρίναμεν καταλλήλους. Εάν δε πάλιν αντιθέτως μας έλθη ως τρικυμία και μας φέρη κατακλυσμόν καμμία καταστροφή από ασθενείας ή πολέμους και μείνουν πολύ ολιγώτεροι από τον προσδιωρισμένον αριθμόν, τότε εκουσίως μεν δεν πρέπει να παρεμβάλλωμεν πολίτας ανατραφέντας με νόθον εκπαίδευσιν, την ανάγκην όμως λέγει η παροιμία ότι ούτε ο θεός δεν ημπορεί να την καταπολεμήση. Λοιπόν ας φαντασθώμεν ότι ο λόγος μας αυτός μας συμβουλεύει τα εξής: Ω λαμπρότατοι άνθρωποι, μη παύετε να τιμάτε την ομοιότητα και ισότητα και την ταυτότητα και συμφωνίαν καθώς είναι φυσικόν και εις τους αριθμούς και εις πάσαν ικανότητα διά τα καλά και αγαθά πράγματα. Και λοιπόν και τόρα τον αριθμόν που είπαμεν πρώτον διατηρήσατέ τον εις όλην σας την ζωήν, έπειτα της περιουσίας σας το ύψος και το μέγεθος, το οποίον επήρατε εξ αρχής και είναι μέτριον, μη το ατιμάσετε με αγοράν και πώλησιν μεταξύ σας. Διότι ούτε ο θεός, όστις επεστάτησε εις την διανομήν των κλήρων, θα σας είναι σύμμαχος ούτε ο νομοθέτης. Διότι τόρα διά πρώτην φοράν ο νόμος διατάσσει τον απειθούντα, δηλ. προλέγει με αυτήν την συμφωνίαν να λάβη ή να μη λάβη κλήρον όστις θέλει, διότι κατ' αρχάς μεν η γη είναι ιερά και ανήκει εις όλους τους θεούς, έπειτα δε οι ιερείς και αι ιέρειαι θα κάμουν προσευχάς επάνω εις τας πρώτας και δευτέρας και τρίτας θυσίας, και θα ευχηθούν όστις αγοράση ή πωλήση όσα του έτυχαν εις τον κλήρον του οικόπεδα ή γήπεδα να πάθη ότι του αρμόζει, θα αναγράψουν δε έκαστον εις πίνακας από κυπάρισσον και θα τους τοποθετήσουν μέσα εις τους ναούς ως ενθύμιον δι' όλους τους κατόπιν χρόνους, εκτός δε τούτων θα αφήσουν εγγύησιν διά την εκτέλεσιν τούτων εις εκείνην την αρχήν, η οποία φαίνεται ότι έχει οξυδερκέστερον βλέμμα, διά να μη τους διαφεύγουν αι παραβάσεις αυτών, αλλά τιμωρούν τον απειθούντα συμφώνως με τον νόμον και με τον θεόν. Διότι πόσον βεβαίως είναι το ενταύθα επιβαλλόμενον αγαθόν εις όλας τας πειθομένας πόλεις, αφού λάβη την ανάλογον διευθέτησιν, κανείς, καθώς λέγει η αρχαία παροιμία, δεν ημπορεί να το εννοήση ενόσω είναι κακός, αλλά αφού γίνη έμπειρος και καθώς πρέπει εις τα ήθη του. Δηλαδή ο χρηματισμός δεν επιτρέπεται τόσον πολύ εις την τοιαύτην διευθέτησιν, και μάλιστα συμβαδίζει με αυτήν και το ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται να δοσοληπτή δουλοπρεπώς κανείς με κανένα, εφ' όσον η επονείδιστος θεωρουμένη βαναυσότης παραλύει το φιλελεύθερον ήθος, αλλ' ούτε κατ' αρχήν να απαιτούν να συναθροίζουν χρήματα με αυτά τα μέσα. Εκτός δε τούτου υπάρχει εις όλα αυτά άλλος νόμος, να μη επιτρέπεται να αποκτήση ούτε χρυσόν ούτε άργυρον κανείς ιδιώτης, μόνον δε νόμισμα χρειάζεται εις την καθημερινήν συναλλαγήν, το οποίον είναι σχεδόν ανάγκη να έχουν μεταξύ των οι εργάται και όλοι όσοι λαμβάνουν την ανάγκην αυτών, διά να πληρώνουν τους μισθούς εις τους μισθωμένους δούλους και πλησιοχώρους. Διά τα οποία θεωρούμεν ότι είναι μεν έγκυρον το νόμισμα μεταξύ των, αλλά διά τους άλλους ανθρώπους είναι άκυρον. Όσον δε διά κοινόν Ελληνικόν νόμισμα διά τας εκστρατείας και τας αποδημήσεις εις άλλας χώρας, λόγου χάριν διά αποστολάς ή διά καμμίαν αντιπροσωπείαν αναγκαίαν χάριν της πόλεως, όταν είναι ανάγκη να σταλή κανείς, δι' αυτό μόνον πρέπει πάντοτε η πόλις να έχη κοινόν Ελληνικόν νόμισμα, εις δε τους ιδιώτας, αν τυχόν γίνη καμμία ανάγκη να περιοδεύσουν, ας ζητήσουν από τους άρχοντας και ας αναχωρήσουν, εάν όμως επιστρέψη κανείς από κανέν μέρος και φέρη μαζί του εις την πατρίδα νόμισμα ξενικόν ως περίσσευμα, ας το καταθέση εις την πόλιν και ας λάβη αναλόγως το εγχώριον. Εάν όμως κανείς αποδειχθή ότι το οικειοποιείται, ας δημευθή, και όστις το γνωρίζει και δεν το μαρτυρεί ας είναι συνένοχος με τον μετακομιστήν του εις την κατάραν και το όνειδος και περιπλέον εις πρόστιμον όχι ολιγώτερον από το ξένον νόμισμα, το οποίον έφερε. Όταν δε νυμφεύεται ή υπανδρεύη κόρην, να μη του δίδη ούτε να παίρνη από αυτόν προίκα οποιανδήποτε κατ' αρχήν, ούτε νόμισμα να αφήνη ως παρακαταθήκην εις όποιον δεν έχει κανείς εμπιστοσύνην, ούτε να δανείζη με τόκον, διότι είναι δυνατόν ο δανεισθείς να μην επιστρέψη διόλου ούτε τον τόκον ούτε το κεφάλαιον. Ότι δε αυτή είναι λαμπροτάτη ασχολία διά να την εκτελή κανείς χάριν της πόλεως, ως εξής ημπορεί κανείς να τα εξετάση, διά να τα κρίνη ορθώς σχετίζων αυτά πάντοτε με την αρχήν και με το πνεύμα του νομοθέτου. Λοιπόν του νοήμονος πολιτικού ο πόθος είναι, κατά την γνώμην μας, όχι αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι, ότι δηλαδή πρέπει αληθής νομοθέτης να ποθή να γίνη όσον το δυνατόν μεγαλιτέρα η πόλις εις την οποίαν νομοθετεί με εύνοιαν, και πλουσία, και έχουσα πολύν χρυσόν και άργυρον, και κυριαρχούσα κατά ξηράν και κατά θάλασσαν όσον το δυνατόν περισσοτέρους. Ημπορεί δε να προσθέση κανείς και ότι πρέπει να θέλη ο νομοθέτης να είναι όσον το δυνατόν καλλιτέρα η πόλις και ευτυχεστέρα. Από αυτά δε άλλα μεν είναι δυνατόν να εκτελεσθούν, άλλα όμως όχι. Και λοιπόν όσα μεν είναι δυνατόν να εκτελεσθούν ημπορεί να τα θέλη ο διαρρυθμιστής αυτής, όσα όμως δεν είναι δυνατόν να εκτελεσθούν ούτε τα θέλει ούτε κάμνει ματαίας δοκιμάς. Δηλαδή το να γίνουν οι πολίται αγαθοί και συγχρόνως ευτυχείς σχεδόν είναι δυνατόν. Αυτό λοιπόν θα το ποθήση. Αλλά πάλιν να είναι πολύ πλούσιοι και συγχρόνως αγαθοί, είναι αδύνατον, τουλάχιστον όσους θεωρούν πλουσίους οι περισσότεροι άνθρωποι, θεωρούν δε τοιούτους εκείνους οι οποίοι μεταξύ ολίγων κατέχουν κτήματα άξια πάρα πολλού νομίσματος, τα οποία είναι δυνατόν να τα έχη και ο κακός. Αλλά, αν αυτό είναι αληθές, τότε εγώ ποτέ δεν συμφωνώ μαζί των ότι ο πλούσιος είναι όντως ευτυχής, εάν δεν είναι συγχρόνως και αγαθός. Αλλά πάλιν, εάν είναι υπερόχως αγαθός, είναι αδύνατον να είναι και υπερόχως πλούσιος. Διατί λοιπόν; Ίσως είπη κανείς. Διότι, θα του ειπούμεν, η απόκτησις από δίκαια και άδικα συγχρόνως είναι διπλασία παρά η απόκτησις μόνον από δίκαια, και τα έξοδα του μη εξοδεύοντος ούτε εις καλάς πράξεις ούτε εις αισχράς είναι διπλασίως ολιγώτερα από τους θέλοντας να εξοδεύουν εις καλάς πράξεις. Επομένως δεν είναι ποτέ δυνατόν, από τον αποκτώντα διπλάσια και εξοδεύοντα τα μισά να γίνη πλουσιώτερος όστις κάμνει τα αντίθετα από αυτά. Είναι δε από αυτούς τους δύο ο μεν είς αγαθός, ο δε άλλος όχι κακός, εάν είναι απλώς φιλάργυρος. Πολλάκις όμως είναι και πάγκακος. Αγαθός όμως, καθώς είπαμεν προ ολίγου, ποτέ δεν είναι. Δηλαδή όστις λαμβάνει και δικαίως και αδίκως, αλλά δεν εξοδεύει ούτε δικαίως ούτε αδίκως, είναι πλούσιος, όταν συγχρόνως είναι και φιλάργυρος. Ο δε πάγκακος συνήθως, επειδή είναι πολύ άσωτος, είναι υπερβολικά πτωχός. Όστις δε εξοδεύει εις καλά έργα και απολαμβάνει μόνον από δίκαια, ούτε υπέροχος εις τον πλούτον είναι δυνατόν να γίνη ευκόλως ούτε πάλιν πολύ πτωχός. Ώστε ο διισχυρισμός μας είναι ορθός, ότι δεν είναι οι βαθύπλουτοι αγαθοί. Αφού δε δεν είναι αγαθοί, δεν είναι ούτε ευτυχείς. Αλλά η νομοθεσία μας αυτή απέβλεπε, πώς να είναι ευτυχέστατοι οι πολίται και φίλοι μεταξύ των. Δεν ημπορούν όμως ποτέ οι πολίται να είναι φίλοι, όπου υπάρχουν πολλαί δίκαι μεταξύ των και πολλαί αδικίαι, αλλά όταν είναι όσον το δυνατόν ολιγώτεραι. Λοιπόν λέγομεν ότι δεν πρέπει να υπάρχη εις την πόλιν ούτε χρυσός ούτε άργυρος, ούτε πάλιν κερδοσκοπεία μεγάλη με βαναυσότητας και με τόκους, ούτε με ποίμνια άσχημα, αλλά με όσα παράγει η γεωργία, και από αυτά πάλιν όσα δεν θα τον κάμουν να κερδοσκοπή και να παραμελή εκείνα χάριν των οποίων επλάσθησαν τα χρήματα. Αυτά δε είναι η ψυχή και το σώμα, τα οποία χωρίς γυμναστικήν και την άλλην εκπαίδευσιν δεν είναι ποτέ δυνατόν να γίνουν αξιόλογα. Δι' αυτό λοιπόν δεν το είπαμεν μίαν φοράν μόνον, ότι ως τελευταίον πρέπει να εκτιμώμεν την φροντίδα διά τα χρήματα. Διότι τρία είναι όλα όσα επιδιώκει ο άνθρωπος, από αυτά δε τελευταίον και τρίτον είναι η ορθή φροντίς διά τα χρήματα, η δε του σώματος είναι μέση, και πρώτη είναι η φροντίς της ψυχής. Και τόρα λοιπόν και η πολιτεία την οποίαν συζητούμεν, εάν μεν αυτήν την σειράν δίδη εις τας τιμάς, είναι ορθώς νομοθετημένη. Εάν όμως από τους επιβαλλομένους εις αυτήν νόμους αποδειχθή ότι προτιμά από την φρόνησιν την υγείαν ή τον πλούτον από την υγείαν και την φρόνησιν, θα αποδειχθή ότι δεν νομοθετεί ορθώς. Αυτά λοιπόν πρέπει ο νομοθέτης να ερωτά τον εαυτόν του: «Τι επιδιώκω και αν εκτελείται τούτο ή αποτυγχάνω τον σκοπόν μου». Και τότε ίσως και ο ίδιος να αλλάξη την νομοθεσίαν και τους άλλους να ελαφρύνη, κατ' άλλον τρόπον όμως ποτέ δεν είναι δυνατόν απολύτως. Λοιπόν όστις επέτυχε τον κλήρον του ας τον έχη, λέγομεν, συμφώνως με τους όρους που είπαμεν. Και βεβαίως καλόν θα ήτο αν ήρχετο ο καθείς εις την αποικίαν έχων ίσα και όλα τα άλλα. Επειδή όμως δεν είναι δυνατόν, αλλά άλλος μεν θα φέρη μαζί του περισσότερα χρήματα, άλλος δε ολιγώτερα, είναι βεβαίως ανάγκη και διά πολλούς άλλους λόγους και χάριν αναλογίας των παροχών της πόλεως να γίνουν άνισα τιμήματα, ώστε εις τας εξουσίας και τας συνεισφοράς και τας διανομάς να λαμβάνεται υπ' όψιν η αξία εκάστου, όχι μόνον της αρετής των προγόνων και της ιδικής του, ούτε της σωματικής του δυνάμεως και πλαστικότητος, αλλά της χρησιμοποιήσεως του πλούτου και της πτωχείας, και εάν λαμβάνουν τιμάς και αρχάς όσον το δυνατόν ίσας με την άνισον αναλογίαν, να μη φιλονικούν. Διά τούτο πρέπει να ορισθούν ως μεγέθη της περιουσίας τέσσαρα τιμήματα, ο πρώτος βαθμός και ο δεύτερος και ο τρίτος και ο τέταρτος, ή με κανέν άλλο όνομα αν ονομασθούν, είτε μένουν εις το ίδιον τίμημα, είτε γίνονται πλουσιώτεροι από πτωχούς και πτωχοί από πλουσίους και μεταβαίνουν εις το αρμόδιον δι' αυτούς τίμημα. Εκτός τούτων όμως εγώ θεωρώ ως συναφή τον εξής νόμον. Δηλαδή φρονώ ότι πρέπει, όταν μία πόλις δεν θέλη να γνωρίση την μεγαλιτέραν ασθένειαν, η οποία λέγεται στάσις, αλλά θα ήτο ορθότερον να ονομασθή διάστασις (5), να μην υπάρχη ούτε η φοβερά πτωχεία εις μερικούς πολίτας ούτε πάλιν ο πλούτος, διότι και τα δύο αυτά φέρουν εκείνα τα δύο. Τόρα λοιπόν ο νομοθέτης πρέπει να θέση όριον και εις τα δύο αυτά. Και λοιπόν όριον μεν της πτωχείας ας είναι η αξία του κλήρου του, ο οποίος πρέπει να μένη και τον οποίον ποτέ κανείς άρχων δεν θα επιτρέψη να ελαττωθή, αλλά και από τους άλλους κανείς δεν θα το επιτρέψη, όστις έχει φιλοδοξίαν διά την αρετήν, Αφού δε ορίση αυτόν ως μέτρον ο νομοθέτης, θα επιτρέψη να έχη κανείς διπλάσια και τριπλάσια από αυτόν μέχρι του τετραπλασίου. Εάν όμως έχη κανείς περισσότερα από αυτά ή διότι τα εύρε ή διότι του εδόθησαν από κάποιον μέρος, ή διότι εκερδοσκόπησε ή με καμμίαν παρομοίαν τύχην απέκτησε όσα είναι ανώτερα από το ωρισμένον ποσόν, αν αποδώση αυτά εις την πόλιν και εις τους προστάτας της πόλεως θεούς, θα είναι δοξασμένος και ατιμώρητος. Εάν όμως κανείς παρακούη τούτον τον νόμον, τότε θα τον αποκαλύψη όστις θέλει με τον όρον να λάβη τα μισά, όστις δε ενοχοποιηθή, θα πληρώση άλλα τόσα από την ιδιοκτησίαν του, τα δε μισά ανήκουν εις τους θεούς. Η δε ιδιοκτησία όλη του καθενός έξω από τον κλήρον ας καταγραφή εις τα φανερά εις την επιθεωρητικήν εξουσίαν, την οποίαν θα ορίση ο νόμος, διά να γίνωνται ευκόλως και πολύ καθαρά αι δίκαι, όσαι περιστρέφονται εις χρήματα. Κατόπιν δε πρέπει πρώτον μεν η πόλις να κτισθή όσον το δυνατόν εις το κέντρον της χώρας το οποίον να το εκλέξωμεν διά να έχη όλα τα άλλα όσα είναι πρόσφορα διά την πόλιν, τα οποία δεν είναι δύσκολον να τα εννοήσωμεν και να τα ειπούμεν. Έπειτα δε να την χωρίσωμεν εις δώδεκα μέρη, αφού ιδρύσωμεν πρώτον ναόν της Εστίας και του Διός και της Αθηνάς ονομάζοντες αυτό το μέρος ακρόπολιν και περιτειχίζοντες αυτό, από αυτό δε να αρχίσωμεν να χωρίζωμεν τα δώδεκα μέρη και της πόλεως και όλης της χώρας. Πρέπει δε να γίνουν ίσα τα δώδεκα μέρη, εάν τα μεν μερίδια της καλής γης γίνουν μικρά, της δε χειροτέρας μεγαλίτερα. Κλήρους δε να χωρίσωμεν πέντε χιλιάδες σαράντα, έκαστον δε πάλιν από αυτούς να τον χωρίσωμεν εις δύο, διά να είναι ο είς εις τα μακρινά, ο δε άλλος εις τα πλησιέστερα. Και το πλησιέστερον της πόλεως με τα μακρινώτερον να γίνουν είς κλήρος, και πάλιν το δευτεροβαθμίως γειτονικόν εις την πόλιν μαζί με το δευτεροβαθμίως μακρινόν είς κλήρος, και όλα τα άλλα με την ιδίαν αναλογίαν. Να επιδιώξη δε και εις τα δύο τιμήματα να εφαρμοσθή το ίδιον ως προς την ευφορωτέραν και αφορωτέραν χώραν, δηλαδή να επαναφέρη την ισότητα με το περισσότερον και ολιγώτερον της διανομής. Πρέπει δε και τους άνδρας να μοιράση εις δώδεκα μέρη, αφού εκτελέση την απογραφήν όλων και αφού συμποσώση όσον το δυνατόν εξ ίσου τα δώδεκα μέρη. Και μάλιστα κατόπιν να θέση και δώδεκα κλήρους διά τους δώδεκα θεούς και να ονοματίση και να αφιερώση το πληρωθέν μέρος εις έκαστον θεόν, και αυτό να ονομάση φυλήν. Να διαιρέση δε πάλιν τα δώδεκα τμήματα της πόλεως με τον ίδιον τρόπον που εμοίρασε την γην. Και έκαστος να λάβη δύο κατοικίας, μίαν πλησιεστέραν από το μέσον και μίαν μακρινωτέραν. Και ο μεν συνοικισμός να τελειώση ούτω πως. Πρέπει όμως ημείς διά παντός τρόπου να εννοήσωμεν τα εξής, ότι αυτά που λέγομεν τόρα δεν είναι δυνατόν να συμπέσουν εις παρομοίας περιστάσεις, ώστε όλα να συμβούν όπως τα λογαριάζομεν και οι άνδρες να είναι τοιούτοι ώστε να μη δυστροπήσουν δι' αυτόν τον συνοικισμόν, αλλά να υπομείνουν να έχουν ωρισμένον ποσόν χρημάτων και μέτριον εις όλην των την ζωήν και τεκνοποιίαν οποίαν είπαμεν δι' έκαστον και να στερούνται χρυσόν και όσα άλλα είναι φανερόν ότι θα τους διδάξη ο νομοθέτης συμφώνως με τα προηγούμενα, ακόμη δε καθώς είπα τον μέσον όρον της χώρας και της πόλεως και τας κυκλικάς κατοικίας, σχεδόν εντελώς ως να λέγη όνειρα ή να πλάττη πόλιν από κερί και πολίτας. Και βεβαίως αυτά που είπαμεν κάπως δεν είναι εσφαλμένα, πρέπει όμως κανείς να επαναλαμβάνη με τον εαυτόν του τα εξής. Πάλιν ο νομοθέτης φαίνεται ότι μας λέγει το εξής: φίλοι μου, εις αυτήν την συζήτησιν μήτε εγώ να νομίζετε ότι απατώμαι ως προς αυτά που λέγω, ότι δηλαδή διηγούμαι κάπως αληθινά πράγματα. Αλλ' απλώς νομίζω ότι τα εξής είναι δικαιότατον εις όλα όσα πρόκειται να συζητηθούν, δηλαδή όστις παρουσιάζει το πρότυπον συμφώνως προς το οποίον πρόκειται να κατασκευασθή το σχεδιαζόμενον πράγμα, δεν πρέπει να παραλείψη τίποτε από τα κάλλιστα και αληθέστατα εις όποιον όμως είναι αδύνατον να πραγματοποιήση αυτό, να το αφήση και να μη το εκτελέση, να συλλογίζεται όμως πώς να εκτελεσθή ό,τι είναι πλησιέστερον προς αυτό και ομοιότερον από όλα τα συγγενή. Να επιτρέψη δε εις τον νομοθέτην να θέση τέλος εις τον σκοπόν του, και αφού γίνη αυτό, τότε πλέον να σκεφθή μαζί με αυτόν, ποίον από όσα ελέχθησαν συμφέρει και ποίον εις την νομοθεσίαν είναι ανηφορικόν. Δηλαδή εκείνο που συμβιβάζεται προς τον εαυτόν του πρέπει υπό πάσαν έποψιν να τελειοποιή όστις θέλει να φανή άξιος δημιουργός και της χειροτέρας συζητήσεως. Τόρα λοιπόν μετά την παραδοχήν αυτής της διανομής εις δώδεκα μέρη, πρέπει να φροντίσωμεν να νοήσωμεν με ποίον τρόπον πρέπει να χωρίσωμεν αυτά τα δώδεκα μέρη, αφού έκαστον από αυτά θα περιέχη πάρα πολλάς υποδιαιρέσεις και εκείναι πάλιν θα φέρουν άλλας μέχρι των πέντε χιλιάδων σαράντα. Από αυτάς δε πρέπει ο νόμος να ορίση τας συνοικίας και τους δήμους και τα χωρία και πάλιν τας πολεμικάς τάξεις και τας συναθροίσεις, ακόμη δε τα νομίσματα και τα ξηρά και υγρά μέτρα και τα σταθμά και όλα ανεξαιρέτως να είναι συμμετρικά και σύμφωνα μεταξύ των. Εκτός τούτου όμως δεν πρέπει από τον φόβον μήπως νομισθή μικρολογία να οπισθοχωρήση εάν διατάξη να μη μένη τίποτε αμέτρητον από όλα τα σκεύη τα οποία έχουν, και κατά γενικόν κανόνα να παραδεχθή ότι εις όλα είναι χρήσιμοι αι διαιρέσεις και οι συνδυασμοί των αριθμών και καθ' εαυτούς και εις την εφαρμογήν των εις τα μήκη και τα βάθη και τους συνδυασμούς και μάλιστα εις τους τόνους και τας κινήσεις και της ευθυγράμμου καθέτου ανυψώσεως και καταβιβάσεως και διαγραφής κύκλου. Δηλαδή εις όλα αυτά πρέπει να αποβλέψη ο νομοθέτης και όσον του είναι δυνατόν να μη απομακρύνεται από αυτό εις την σύνταξιν των διατάξεων δι' όλους τους πολίτας. Αλλά και διά την οικιακήν οικονομίαν και την πολιτείαν και όλας τας τέχνας ουδέν άλλο μάθημα έχει διδακτικήν δύναμιν, όσην η μελέτη των αριθμών. Και το σπουδαιότερον είναι ότι τον φύσει νυσταλέον και αμαθή τον εξυπνά και τον κάμνει επιδεκτικόν και μνημονικόν και αγχίνουν, προκόπτοντα περισσότερον από την ιδιοφυίαν του με θείαν παιδαγωγικήν μέθοδον. Όλαι αύται λοιπόν αι ασχολίαι ημπορούν να είναι καλαί και ευπρεπείς, όταν κανείς με άλλους νόμους και ασχολίας αφαιρή την ανελευθερίαν και φιλαργυρίαν από τας ψυχάς εκείνων οι οποίοι θέλουν να τας αποκτήσουν επαρκώς και επωφελώς. Ειδεμή χωρίς να το αντιληφθή κανείς, είναι δυνατόν να δημιουργή αντί της σοφίας την πανουργίαν, καθώς λέγουν, καθώς ημπορεί να ιδή τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικας και πολλά άλλα έθνη που κατήντησαν από την ανελευθερίαν των άλλων ασχολιών και κτημάτων των, είτε διότι ανεφάνη εις αυτούς κάποιος μηδαμινός νομοθέτης και τα έκαμε αυτά, είτε κακή τύχη τους έπεσε, είτε και κάποια παρομοία φύσις. Και βεβαίως, καλέ Μέγιλλε και Κλεινία, ας μη σας διαφύγη ούτε τούτο περί των γεωγραφικών τοποθεσιών, ότι τάχα δεν υπάρχουν άλλοι τόποι διαφορετικοί από άλλους ως προς το να παράγουν ανθρώπους καλλιτέρους και χειροτέρους και ότι η νομοθεσία δεν πρέπει να αντιβαίνη εις αυτούς. Και άλλων μεν οι κάτοικοι από τους διαφόρους ανέμους και τα καύματα γίνονται χυδαίοι και εξωφρενικοί, άλλων δε από τα νερά και την σχετικήν τροφήν την παραγομένην από την γην όχι μόνον τα σώματα είναι καλλίτερα ή χειρότερα, αλλά και η ψυχή των ημπορεί να πάθη τα ίδια. Από αυτούς πάλιν πολύ ανωτέρα είναι η τοποθεσία της χώρας εις την οποίαν έτυχε κάποια θεία έμπνευσις και λαχνός θεοτήτων, και δέχονται με ευμένειαν πάντοτε τους αποικιζομένους εις αυτούς ή αντιθέτως. Τα οποία όλα πρέπει να τα εξετάση ο νοήμων νομοθέτης όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον, και τότε να δοκιμάση να θέση τους νόμους. Αυτό λοιπόν πρέπει να κάμης και συ, Κλεινία. Πρώτον πρέπει εις αυτά να στραφής, αφού σκοπεύεις να συνοικίσης αυτήν την χώραν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ξένε Αθηναίε, και συ ωραιότατα ομιλείς και εγώ ομοίως πρέπει να κάμω. ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Κατόπιν όμως από όσα είπαμεν τόρα, σχεδόν πρέπει να γίνουν αι εγκαταστάσεις των αρχών εις την πόλιν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως αυτό είναι ορθόν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτά τα δύο πράγματα υπάρχουν διά την διακόσμησιν της πολιτείας. Πρώτον μεν η εγκατάστασις των αρχών και των προσώπων τα οποία θα τας αναλάβουν, και πόσαι πρέπει να είναι και με ποίον τρόπον να είναι και με ποίον τρόπον να διορίζονται. Έπειτα πρέπει εις εκάστην αρχήν να ορίσωμεν πάλιν πόσοι και ποίοι νόμοι αρμόζουν εις εκάστην. Ας σταματήσωμεν όμως ολίγον προ της εκλογής των και ας ειπούμεν μίαν εξήγησιν, η οποία αρμόζει να λεχθή δι' αυτήν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποία είναι αυτή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Η εξής. Είναι βεβαίως εις τον καθένα φανερόν ότι, ενώ το έργον της νομοθεσίας είναι μέγα εις την καλήν διοργάνωσιν της πόλεως, όμως, εάν εις τους καλώς θεσπισθέντας νόμους διορισθούν άρχοντες ανεπιτήδειοι, όχι μόνον δεν ωφελούν αυτοί οι καλοί νόμοι, αλλά εκτός του ότι ημπορούν να γίνουν εντελώς άξιοι εμπαιγμού, σχεδόν ημπορούν να φέρουν την μεγαλιτέραν βλάβην και συμφοράν εις τας πόλεις. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν, φίλε μου, τούτο ας φαντασθώμεν ότι συμβαίνει τόρα εις εσέ ως προς το πολίτευμά σου και την πόλιν. Δηλαδή βλέπεις ότι όσοι αναλαμβάνουν ορθώς τας εξουσίας πρέπει πρώτον μεν να δώσουν προηγουμένως απόδειξιν αρκετήν και οι ίδιοι και τα γένος των από την παιδικήν ηλικίαν μέχρι της εκλογής των. Έπειτα πάλιν όσοι πρόκειται να εκλεγούν πρέπει να έλαβαν ανατροφήν σύμφωνον με τους νόμους ως προς το να είναι δύστροποι ή εύκολοι εις την ορθήν κρίσιν και απόφασιν περί των ικανών ή μη ικανών. Τόρα όμως οι νεοσύλλεκτοι, αυτοί οι οποίοι δεν γνωρίζονται μεταξύ των, και ακόμη είναι και απαίδευτοι, πώς είναι δυνατόν να εκλέξουν αμέμπτως τους άρχοντας; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Σχεδόν ποτέ δεν είναι δυνατόν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αλλά βεβαίως η παροιμία λέγει ότι ο αγών δεν επιτρέπει προφάσεις. Και λοιπόν και συ τόρα και εγώ το ίδιον πρέπει να κάμωμεν, αφού συ μεν τόρα ανέλαβες προθύμως να κτίσης την πόλιν διά την φυλήν των Κρητών επί κεφαλής δέκα αντιπροσώπων, καθώς το λέγεις μόνος σου, εγώ δε πάλιν ανέλαβα να σε συνδράμω με την τορινήν μας διήγησιν. Λοιπόν βεβαίως δεν πρέπει να αφήσω τον λόγον ακέφαλον. Διότι οπουδήποτε και αν υπάγη, αν είναι τοιούτος, θα φανή εντελώς χωρίς γόητρον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ωραία ωμίλησες, φίλε Ξένε. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Όχι μόνον ωμίλησα, αλλά και θα εκτελέσω ομοίως, όσον εξαρτάται από τας δυνάμεις μου. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως ας εκτελούμεν, καθώς λέγομεν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτό θα γίνη, αν θέλη ο θεός και υπερνικήσωμεν το γήρας, το τόσον υπερβολικόν βεβαίως. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Είναι ορθόν να έχωμεν προθυμίαν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Βεβαίως ορθόν. Συμφώνως δε με αυτήν ας έχωμεν υπ' όψει μας και το εξής. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι πράγμα; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ότι με ανδρείαν και τόλμην θα κτισθή προς το παρόν η πόλι. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Εις τι κυρίως αποβλέπων είπες αυτά τόρα πάλιν; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ότι ευκόλως και αφόβως νομοθετούμεν διά πρωτοπείρους ανθρώπους, χωρίς πολύ πολύ να σκοτισθώμεν πώς θα παραδεχθούν τους θεσπιζομένους αυτήν την στιγμήν νόμους. Είναι δε φανερόν, καλέ Κλεινία, εις έκαστον, και αν δεν είναι πολύ σοφός, ότι αυτοί ποτέ δεν θα τους δεχθούν με ευκολίαν εις την αρχήν, αλλά μόνον εάν κάπως περιμείνωμεν έως ότου οι λαβόντες την μόρφωσιν των νόμων και ανατραφέντες με αυτούς και συνηθίσαντες αυτούς έλαβαν μέρος εις τας αρχαιρεσίας όλης της πόλεως. Εάν όμως γίνη αυτό που λέγομεν, εάν βεβαίως υπάρχη καμμία μέθοδος διά να εκτελεσθή ορθώς, εγώ νομίζω ότι θα υπάρχη πολλή ασφάλεια και εις το μέλλον να διατηρηθή η διαπαιδαγωγηθείσα πόλις. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτό φαίνεται τουλάχιστον λογικόν. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν ας ιδούμεν αν προμηθεύομεν δι' αυτά καμμίαν ευκολίαν με τα εξής. Δηλαδή φρονώ, φίλε Κλεινία, ότι περισσότερον από όλους τους Κρήτας οι Κνώσιοι πρέπει όχι μόνον να ιερουργήσουν χάριν της χώρας, η οποία τόρα αποικίζεται, αλλά και συντόνως να επιμεληθούν να αναγορεύσουν τους πρώτους άρχοντας όσον το δυνατόν ασφαλέστερα και καλλίτερα. Διά μεν τας άλλας λοιπόν είναι κάπως συντομώτερος ο κόπος, οι νομοφύλακες όμως είναι μεγάλη ανάγκη να εκλεχθούν πρώτοι με μεγάλην βίαν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποίαν λοιπόν ευκολίαν και εξήγησιν έχομεν να ειπούμεν κατόπιν από αυτήν; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Την εξής. Εγώ φρονώ, παιδιά της Κρήτης, ότι οι Κνώσιοι, επειδή πρωτοστατούν όλων των άλλων πόλεων εκ συμφώνου με όλους τους συμμετέχοντας εις τον συνοικισμόν τούτον, πρέπει να εκλέξουν από τους ιδικούς των και από εκείνους άρχοντας εν συνόλω τριάντα επτά, δεκαεννέα όμως από τας προσθέτους πόλεις, τους δε άλλους από αυτήν την Κνωσόν. Αυτούς δε ας τους δώσουν χάριν της πόλεως αυτής οι Κνώσιοι, και σε τον ίδιον ως πολίτην αυτής της αποικίας, ίνα από τους δέκα οκτώ, αφού σε καταπείσουν ή σου το επιβάλουν με μέτριον εξαναγκασμόν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι δηλαδή; Τάχα και συ, καλέ ξένε, και ο Μέγιλλος δεν λαμβάνετε μέρος εις αυτήν την πολιτείαν; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Φίλε Κλεινία, και αι Αθήναι και η Σπάρτη είναι πολύ υπερήφανοι, εξ άλλου όμως και αι δύο ευρίσκονται πολύ μακράν. Διά σε όμως είναι καθ' όλα αρμονικόν, ομοίως δε και διά τους άλλους αποικιστάς, καθώς φαίνεται από όσα λέγεις τόρα. Λοιπόν ας ειπούμεν όσον το δυνατόν καλλίτερον πώς είναι δυνατόν να γίνη τελειότερον προς το παρόν. Αφού δε παρέλθη καιρός και στερεωθή το πολίτευμα, ας γίνη εκλογή μεταξύ αυτών ως εξής κάπως. Ας λάβουν μέρος εις την υποψηφιότητα των αρχόντων όλοι όσοι ακριβώς φέρουν όπλα ιππικά και πεζικά και έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον κατά την σειράν της ηλικίας των. Να γίνεται δε η εκλογή εις εκείνον τον ναόν, τον οποίον η πόλις θα θεωρήση σεμνοπρεπέστερον, να φέρη δε έκαστος επάνω εις τον βωμόν του θεού τα όνομά του γραμμένον εις ψηφοδέλτιον με το όνομα του πατρός του και της φυλής του και του δήμου του, όπου είναι εγγεγραμμένος, να προσθέση δε συμφώνως με αυτά και το ιδικόν του όνομα. Να επιτρέπεται δε εις οποιονδήποτε, όποιον ψηφοδέλτιον φρονεί ότι δεν είναι καθώς πρέπει γραμμένον, να το σηκώση και να το εκθέση εις την αγοράν όχι ολιγώτερον από τριάντα ημέρας. Όσα δε ψηφοδέλτια εκλεχθούν πρώτα μέχρι των τριακοσίων, αυτά οι άρχοντες να τα παρουσιάσουν εις όλην την πόλιν να τα ιδή, η δε πόλις από αυτά πάλιν να εκλέγη όποιον προτιμά έκαστος, και τους εκατόν εξ αυτών που θα εκλεχθούν διά δευτέραν φοράν να τους δείξουν εις όλους. Και τρίτην δε φοράν ας εκλέγη από τους εκατόν όποιον θέλει έκαστος προχωρών έως εις τας τελευταίας υποδιαιρέσεις. Αφού δε εκλέξουν τους τριανταεπτά, οι οποίοι συνεκέντρωσαν τας περισσοτέρας ψήφους, ας τους αναγορεύσουν άρχοντας. Λοιπόν, φίλε Κλεινία και Μέγιλλε, ποίοι θα εκτελέσουν εις την πόλιν μας όλα αυτά όσα περιστρέφονται εις τους άρχοντας και την έγκρισιν αυτών; Άραγε εννοούμεν ότι εις τας πόλεις αι οποίαι διά πρώτην φοράν διοργανώνονται πρέπει να υπάρχουν κάποιοι, αλλά ότι δεν είναι δυνατόν αυτοί να προηγούνται από όλους τους άρχοντας; Και όμως οπωσδήποτε είναι ανάγκη και μάλιστα να είναι όχι μηδαμινοί αλλά όσον το δυνατόν υπέροχοι. Διότι η αρχή λέγεται μεν το ήμισυ του παντός εις τας παροιμιώδεις εκφράσεις και βεβαίως όλοι εγκωμιάζομεν μίαν καλήν αρχήν Αλλ' αυτή μου φαίνεται ότι είναι περισσότερον από ήμισυ και κανείς δεν την εγκωμίασε αρκούντως όταν γίνεται καλά. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ ορθά ομιλείς. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν, αφού την γνωρίζομεν, ας μη το αποσιωπήσωμεν, χωρίς να την εξετάσωμεν σαφώς μεταξύ μας, με ποίον τρόπον θα γίνη. Εγώ λοιπόν δεν έχω άλλο τίποτε πρόχειρον παρά να ειπώ προς το παρόν ένα αναγκαίον και συμφέροντα λόγον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποίον δηλαδή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Φρονώ ότι εις την πόλιν αυτήν, την οποίαν σκοπεύομεν να συνοικίσωμεν, δεν υπάρχει άλλη ως μήτηρ και πατήρ της παρά η πόλις η οποία την συνοικίζει, αν και γνωρίζω ότι πολλαί αποικίαι κάποτε εφάνησαν και θα φαίνωνται ασύμφωνοι με τας μητροπόλεις των. Τόρα όμως προς το παρόν καθώς το παιδί, έστω και αν αργότερα θα γίνη διαφορετικόν από τους γονείς του, μέσα όμως εις την προσωρινήν έλλειψιν ανατροφής αγαπά τούς γονείς του και αγαπάται από αυτούς, και πάντοτε καταφεύγει εις τους συγγενείς του και τους ευρίσκει ως μόνους ασφαλείς συμμάχους. Αυτά λοιπόν φρονώ ότι θα υπάρξουν ευχαρίστως εις τους Κνωσίους, διά να περιποιηθούν την νέαν πόλιν και από την νέαν πόλιν εις την Κνωσόν. Εννοώ δε καθώς το είπα προ ολίγου (και βεβαίως το καλόν δεν είναι ζημία, αν το ειπούμεν δύο φοράς), ότι οι Κνώσιοι πρέπει ομού να φροντίσουν δι' όλα αυτά, αφού εκλέξουν όσον το δυνατόν τους γεροντοτέρους και τους καλλιτέρους από όσους θα έλθουν εις την αποικίαν, όχι ολιγωτέρους δε από εκατόν άνδρας. Και από τους ιδίους Κνωσίους ας είναι άλλοι εκατόν. Αυτοί δε φρονώ ότι πρέπει να έλθουν μαζί εις την νέαν πόλιν και να φροντίσουν, πώς να εκλεχθούν οι άρχοντες συμφώνως με τους νόμους και να επικυρωθούν. Αφού δε γίνουν αυτά, οι μεν Κνώσιοι να κατοικούν εις την Κνωσόν, η δε νέα πόλις μόνη της να προσπαθή να διατηρήται και να ευτυχή. Οι δε τριάντα επτά που είπαμεν και τόρα και κατόπιν εις αιώνα τον άπαντα ας ακλέγωνται υπό τους εξής όρους. Πρώτον μεν να είναι φύλακες των νόμων, έπειτα δε των αρχείων, όπου θα δηλώση έκαστος πολίτης εις τους άρχοντας το ποσόν της περιουσίας του, εκτός του τιμήματος του, το οποίον διά την πρώτην τάξιν είναι τέσσαρες μναι (6), διά δε την δευτέραν τρεις, διά την τρίτην δύο και διά την τετάρτην μία μνα· εάν όμως κανείς αποδειχθή ότι κατέχει και άλλο τίποτε έξω από τα δηλωθέντα, αυτό ας δημευθή ολόκληρον, εκτός αυτού δε ας τον εναγάγη εις δίκην όποιος θέλει όχι καλήν ούτε εύφημον, αλλά ατιμωτικήν, εάν αποδειχθή ότι χάριν του κέρδους περιφρονεί τους νόμους. Λοιπόν ας τον καταγγείλη δι' αισχροκέρδειαν όστις θέλει και ας διεξαγάγη την δίκην εμπρός εις τους ιδίους τους νομοφύλακας. Εάν δε καταδικασθή ο εγκαλούμενος, ας μη μετέχη των κοινών κτημάτων, και όταν γίνη εις την πόλιν καμμία διανομή, ας μη λάβη μερίδων, εκτός του κλήρου του, ας γραφή δε η καταδίκη του, ενόσω ζη, εις μέρος όπου θα την αναγνώση όστις θέλει. Να μη μένη δε εις την εξουσίαν περισσότερον από είκοσι έτη ο νομοφύλαξ, και να μη απολαμβάνη την αρχήν, εάν δεν γίνη πενήντα ετών. Εάν δε την αναλάβη εξήντα ετών, τότε ας την διατηρήση μόνον δέκα έτη, και με αυτήν την αναλογίαν, όσα έτη κανείς επέρασε το εξηκοστόν έτος της ηλικίας, ας μη φρονή ότι θα διατηρήση μεταξύ αυτών των αρχόντων την τόσον σπουδαίαν εξουσίαν. Λοιπόν περί των νομοφυλάκων αυτά τα τρία προστάγματα ας είναι αρκετά, όσον δε οι νόμοι προχωρούν θα προστάξη ο καθείς μας εις αυτούς τους άνδρας τι άλλο πρέπει να επιμεληθούν εκτός αυτών που λέγομεν τόρα. Τόρα όμως ας ομιλήσωμεν περί της εκλογής άλλων αρχών. Δηλαδή κατόπιν από αυτούς πρέπει να εκλέξωμεν στρατηγούς, και χάριν αυτών ως άλλους υποβοηθούς εις τον πόλεμον τους ιππάρχους και φυλάρχους και κοσμήτορας των τάξεων των πεζών φυλών, εις τους οποίους προ πάντων αυτό το όνομα αρμόζει, καθώς οι περισσότεροι το αποδίδουν και τους ονομάζουν ταξιάρχους. Από όλους δε αυτούς τους μεν στρατηγούς ας τους υποδείξουν από μέσα από αυτήν την πόλιν οι νομοφύλακες, ας εκλεχθούν δε από τους υποδειχθέντας όσοι έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον κατά σειράν ηλικίας και λαμβάνουν πάντοτε. Εάν δε βεβαίως νομισθή κανείς από τους μη υποδειχθέντας ότι είναι καλλίτερος από κανένα υποδειχθέντα, ας δηλώση ποίον εις την θέσιν ποίου προτείνει, και βεβαιώσας αυτό με όρκον ας προτείνη ως αντικαταστάτην τον άλλον, όποιος δε προτιμηθή διά χειροτονίας ας εγκριθή διά την υποψηφιότητα. Οι τρεις δε, οι οποίοι θα συγκεντρώσουν τας περισσοτέρας ψήφους, να είναι στρατηγοί και επιμεληταί των πολεμικών υποθέσεων, και ας επικυρωθούν καθώς οι νομοφύλακες. Ταξιάρχους δε να προτείνουν δώδεκα οι ίδιοι εκλεχθέντες στρατηγοί, ανά ένα δι' εκάστην φυλήν. Η δε αντιπρότασις να γίνεται καθώς εις τους στρατηγούς, ομοίως δε και η χειροτονία και η επικύρωσις. Αυτήν δε την συνάθροισιν προς το παρόν πριν να εκλεχθούν οι πρυτάνεις και η βουλή ας την συγκεντρώσουν οι νομοφύλακες εις τόπον όσον το δυνατόν ιερόν και ευρύχωρον και ας τοποθετήσουν χωριστά τους οπλίτας και χωριστά τους ιππείς, τρίτον δε, κατόπιν από αυτούς, όλους όσοι είναι δι' επιστράτευσιν. Ας χειροτονούν δε τους μεν στρατηγούς και τους ιππάρχους όλοι, τους δε ταξιάρχους όσοι φέρουν ασπίδα, τους φυλάρχους δε πάλιν αυτών ας τους εκλέγη ολόκληρον το ιππικόν, των δε ψιλών ή των τοξοτών ή κανενός άλλου σώματος τους αρχηγούς ας τους διορίζουν οι στρατηγοί. Τόρα μένει πλέον να ομιλήσωμεν περί της εκλογής των ιππάρχων. Αυτούς λοιπόν ας τους προτείνουν μεν εκείνοι οι οποίοι επρότειναν και τους στρατηγούς, η δε εκλογή και η αντιπρότασις αυτών να γίνη ομοίως, καθώς των στρατηγών, ας τους χειροτονή δε το ιππικόν εμπρός εις τα όμματα των πεζών, οι δύο δε οι οποίοι θα συγκεντρώσουν τας περισσοτέρας ψήφους (χειροτονίας) ας είναι αρχηγοί όλων των ιππέων. Αι δε ισοψηφίαι εις τας χειροτονίας να διαφιλονικούνται μέχρι δευτέρας εκλογής, Την τρίτην φοράν, εάν δεν μείνουν σύμφωνοι, να αποφασίζουν οι προεδρεύοντες εις εκάστην χειροτονίαν. Η δε βουλή ας αποτελείται από τριάντα δωδεκάδας βουλευτών, ήτοι το όλον να είναι τριακόσιοι εξήντα, αριθμόν ο οποίος είναι πολύ αρμόδιος διά τας υποδιαιρέσεις. Και πρώτον θα διαιρεθή εις τέσσαρα μέρη ανά ενενήντα και έκαστον τίμημα πρέπει να φέρη ενενήντα βουλευτάς. Και πρώτον μεν από τα ανώτερα τιμήματα όλοι να φέρουν ψηφοδέλτια υποχρεωτικώς, ειδεμή να τιμωρήται με το ανάλογον πρόστιμον όστις δεν συμμορφώνεται. Όταν δε δοθούν τα ψηφοδέλτια, να σφραγισθούν. Την δε άλλην ημέραν να φέρουν κατά τον ίδιον τρόπον από τα δεύτερα τιμήματα καθώς την προηγουμένην, την τρίτην δε ημέραν να φέρη από τα τρίτα τιμήματα, όστις θέλει· να είναι όμως τούτο υποχρεωτικόν και εις τα τρία τιμήματα, από δε το τέταρτον και μικρότερον να είναι απηλλαγμένος από το πρόστιμον όποιος δεν θέλει να φέρη ψηφοδέλτιον. Την τετάρτην δε ημέραν όλοι μεν να φέρουν ψηφοδέλτια, από το τέταρτον και μικρότερον τίμημα, να μη δίδη όμως πρόστιμον όστις από το τέταρτον και τρίτον τίμημα δεν θέλει να φέρη. Όστις όμως δεν θέλει να φέρη από το δεύτερον και το πρώτον να τιμωρήται, ο μεν του δευτέρου με τριπλάσιον πρόστιμον από το πρώτον, ο δε του πρώτου με τετραπλάσιον. Την δε πέμπτην ημέραν να παρουσιάσουν οι άρχοντες τα σφραγισμένα ονόματα εις όλους τους πολίτας, διά να τα ιδούν, από αυτά δε πάλιν υποχρεούται έκαστος πολίτης να εκλέξη, αλλέως τιμωρείται με το πρώτον πρόστιμον. Αφού δε εκλέξουν από έκαστον τίμημα εκατόν ογδώντα, κατόπιν θα επικυρώσουν τους ημίσεις από αυτούς διά κλήρου, αυτοί δε θα είναι οι βουλευταί του έτους εκείνου. Η εκλογή λοιπόν, εάν γίνη ούτω πως, θα αποτελή μέσον βαθμόν μεταξύ μοναρχικού και δημοκρατικού πολιτεύματος, μεταξύ των οποίων πάντοτε πρέπει να ευρίσκεται εις το μέσον το πολίτευμα. Διότι οι δούλοι και οι κυρίαρχοι ποτέ δεν είναι δυνατόν να γίνουν φίλοι, ούτε όταν ανυψώνονται εις ίσας τιμάς οι μηδαμινοί και οι σπουδαίοι. Διότι εις ανίσους ανθρώπους τα ίσα έρχονται άνισα, εάν δεν επιτύχουν το μέτρον των. Και βεβαίως δι' αυτά τα δύο είναι φορτωμένα τα πολιτεύματα από φατριασμούς. Διότι βεβαίως η παλαιά και αληθής παροιμία που λέγει ότι η ισότης είναι αδελφότης, πολύ ορθά και αρμονικά ελέχθη. Ποία όμως είναι αυτή η ισότης, η οποία φέρει αυτήν την αδελφότητα, επειδή δεν είναι πολύ σαφής, μας φέρει ταραχάς. Δηλαδή δύο ισότητες υπάρχουν, αι οποίαι έχουν μεν το ίδιον όνομα, αλλά εις την πραγματικότητα είναι σχεδόν αντίθετοι εις πολλά, και την μεν μίαν ημπορεί πάσα πόλις και πας νομοθέτης να την εφαρμόση εις τας τιμάς, δηλαδή, εκείνην η οποία συνίσταται εις τα μέτρα και τα βάρη και τους αριθμούς, εάν την αποδώση με τον κλήρον εις όλους εξ ίσου. Αλλά την αληθεστάτην και αρίστην ισότητα δεν είναι εύκολον να την αντιληφθή ο καθείς. Διότι η κρίσις αυτής ανήκει εις τον Δία, εις δε τους ανθρώπους πάντοτε ολίγη δίδεται, αλλά όση δοθή εις τας πόλεις ή εις τους ιδιώτας προξενεί παντός είδους αγαθά. Δηλαδή εις τον μεγαλίτερον μοιράζει περισσότερα και εις τον μικρότερον ολιγώτερα, διότι δίδει ανάλογα με το φυσικόν του εις έκαστον, και το κυριώτερον τιμάς μεν πάντοτε μεγαλιτέρας δίδει εις τους ανωτέρους ως προς την αρετήν, εις όσους δε είναι το αντίθετον ως προς την αρετήν και την παιδείαν μοιράζει το αρμόδιον εις έκαστον αναλόγως. Και βεβαίως αυτό είναι πάντοτε και το πολιτικόν μας δίκαιον. Το οποίον και ημείς τόρα πρέπει να το ποθούμεν, και προς αυτό το είδος της ισότητος αποβλέποντες, φίλε Κλεινία, να ιδρύσωμεν την σήμερον συνοικιζομένην πόλιν. Και αν κανείς κάποτε ιδρύση άλλην πρέπει εις αυτό το ίδιον να αποβλέπη, και να νομοθετή, και όχι προς ολίγους τυράννους ή προς ένα ή ακόμη και προς την υπεροχήν του δήμου, αλλά πάντοτε προς το δίκαιον. Τούτο δε είναι αυτό ακριβώς που είπαμεν προ ολίγου, το ίσον το σύμφωνον με την φύσιν, το οποίον αποδίδεται με ανισότητα. Είναι δε βεβαίως ανάγκη και τοιαύτα παρανόματα να μεταχειρισθή όλη η πόλις, εάν θέλη να μην ιδή εντός της φατριασμούς εις κανέν μέρος. Διότι η ευπρέπεια και η παραχωρητικότης του τελείου και του ακριβούς είναι παράκαμψις της (αυστηράς) δικαιοσύνης, όταν γίνεται. Διά τούτο είναι ανάγκη να μεταχειρίζεται την ισότητα του κλήρου ένεκα της δυστροπίας των πολλών, και μόνον τον θεόν και την αγαθήν τύχην να επικαλούνται, διά να επανορθώση τον κλήρον συμφώνως με το πλήρες δίκαιον. Και λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον πρέπει να μεταχειρίζονται και τα δύο είδη της ισότητος, αλλά όσον το δυνατόν ολιγώτερον το είδος εκείνο το οποίον χρειάζεται τύχην. Αυτά, φίλοι μου, πρέπει δι' αυτούς τους λόγους να τα εκτελέση ούτω πως η πόλις, η οποία θέλει να διατηρήται. Επειδή δε και το πλοίον, όταν πλέη εις την θάλασσαν, χρειάζεται φρουράν πάντοτε, και την ημέραν και την νύκτα, ομοίως δε και η πόλις η απειλουμένη από την τρικυμίαν των άλλων πόλεων και η οποία ευρίσκεται εις διαφόρους εποφθαλμιάσεις και κινδυνεύει να κυριευθή, δι' αυτό χρειάζεται από την ημέραν έως την νύκτα και από την νύκτα έως την ημέραν να έρχωνται κατά σειράν οι άρχοντες, διαδεχόμενοι πάντοτε οι φρουροί τους φρουρούς και παραδίδοντες εις τους άλλους χωρίς να παύουν ποτέ. Ο υπερβολικός αριθμός όμως δεν ημπορεί να κάμη ποτέ τοιούτον τι. Λοιπόν είναι ανάγκη τους περισσοτέρους βουλευτάς τον περισσότερον καιρόν να τους αφήσωμεν να μείνουν εις τας ιδιωτικάς των υποθέσεις και να τακτοποιούν τα οικογενειακά των, το δε δωδέκατον μέρος των να το μοιράσωμεν εις έκαστον από τους δώδεκα μήνας και να τους καθιστώμεν κατά σειράν επί ένα μήνα φύλακας, ώστε, και όταν έρχεται κανείς από καμμίαν εξωτερικήν πόλιν είτε είναι και από αυτήν την πόλιν να τους συναντά ευκόλως και εάν κανείς θέλη να αναγγείλη τίποτε ή να ζητήση πληροφορίας δι' όσα αρμόζει να αποκρίνεται μία πόλις προς άλλην πόλιν και να δεχθή δευτέρας ερωτήσεις και απαντήσεις, και μάλιστα και διά τας εσωτερικάς της πόλεως ποικίλας ταραχάς, αι οποίαι συνηθίζουν να γίνωνται κάθε τόσον, κυρίως μεν να φροντίζουν πώς να μη συμβαίνουν, αφού γίνουν όμως, να πληροφορηθή αμέσως η πόλις το συμβάν και να θεραπευθή. Διά τούτο και των συναθροίσεων πληρεξούσιον πρέπει να είναι αυτό το μέρος το προεδρικόν της πόλεως και των διαλύσεων και των νομίμων και των αιφνιδίως επερχομένων εις την πόλιν. Αυτά όλα λοιπόν πρέπει να τα διακοσμή το δωδέκατον μέρος της βουλής, το οποίον θα αναπαύεται κατά τα άλλα ένδεκα μέρη του έτους. Πρέπει δε το μέρος αυτό της βουλής να συνεννοήται πάντοτε με τας άλλας αρχάς διά τας φρουράς αυτάς της πόλεως. Και τα μεν εσωτερικά της πόλεως, εάν γίνουν ούτω πως, θα είναι καλά τακτοποιημένα. Αλλά τόρα όλης της άλλης χώρας ποία πρέπει να είναι η επιμέλεια και η τάξις; Άραγε, αφού όλη η πόλις και ολόκληρος η χώρα είναι διηρημένη εις δώδεκα μέρη, δεν πρέπει να αναγορευθούν κάποιοι επιμεληταί και των οδών της πόλεως και των κατοικιών και των οικοδομών και των λιμένων και της αγοράς και των βρύσεων και μάλιστα των προσκυνημάτων και των ναών και όλων των τοιούτων; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Ας ειπούμεν λοιπόν ότι πρέπει να διορισθούν εις τους ναούς επίτροποι και ιερείς και ιέρειαι. Διά δε τας οδούς και τας οικοδομάς και την περιστρεφομένην εις αυτά τάξιν και διά τους ανθρώπους πώς να μη αδικούν και διά τα άλλα ζώα, και εντός της ιδίας περιοχής της πόλεως και του πρώτου άστεως πώς να γίνωνται όσα αρμόζουν εις τας πόλεις, δι' όλα αυτά πρέπει να εκλέξουν τριών ειδών άρχοντας και τους μεν εκλεχθέντας διά το σχετικόν μέρος με αυτά που είπαμεν να τους ονομάσουν αστυνόμους, τους δε εκλεχθέντας διά την διακόσμησιν της αγοράς αγορανόμους. Όσον δε διά τους ιερείς διά τους ναούς, να μη ανταλλάσσουν άλλους έξω από εκείνους, οι οποίοι έχουν ως πατροπαράδοτον επάγγελμα την ιερωσύνην, ειδεμή, καθώς είναι επόμενον να συμβή ως προς αυτά εις τους διά πρώτην φοράν συνοικιζομένους, ή εις κανένα ή εις ολίγους μόνον από τους μη συνηθισμένους ας επιτρέψουν να γίνουν ιερείς και ιέρειαι ως επίτροποι των θεών. Από όλα δε αυτά άλλα μεν πρέπει να γίνωνται δι' εκλογής και άλλα διά κλήρου, διά να σχετίζωνται φιλικώς μεταξύ των ο δήμος με τους αριστοκράτας εις εκάστην χώραν και πόλιν, διά να έχουν όσον το δυνατόν περισσοτέραν ομόνοιαν. Και λοιπόν τα μεν περιστρεφόμενα εις τους ναούς ας αναθέση εις τον θεόν, διά να γίνουν κατά την αρέσκειάν του, και να τα εκλέγη με κλήρον, διότι ούτω πως τα αποδίδει εις την θεϊκήν τύχην, όστις δε επιτύχη να επικυρώνεται (εγκρίνεται), εάν είναι πρώτον αρτιμελής και γνήσιος, έπειτα όσον το δυνατόν από αμόλυντον οικογένειαν, να είναι δε ακηλίδωτος από φόνον και από όλα τα παρόμοια όσα αποτελούν αμάρτημα κατά των θεών και να έχη ζήσει και αυτός και ο πατήρ του και η μήτηρ του κατά τον ίδιον τρόπον. Πρέπει δε από τους Δελφούς να φέρουν νόμους διά τα θεία πράγματα, και να διορίσουν δι' αυτά ερμηνευτάς. Να διατηρήται δε έν έτος και όχι περισσότερον πάσα ιερωσύνη, να μην είναι δε ηλικίας κατωτέρας των εξήντα ετών όστις θέλει να ιερουργή τελείως συμφώνως με τους ιερούς νόμους. Αυτά δε τα νόμιμα ας ισχύουν και διά τας ιερείας. Τους δε ερμηνευτάς ας τους προτείνουν αι τέσσαρες φυλαί τρεις φοράς τεσσάρας, ανά ένα εκάστη, και αφού εγκρίνουν τους τρεις, οι οποίοι θα συγκεντρώσουν τας περισσοτέρους ψήφους, τους άλλους εννέα να στείλουν εις τους Δελφούς, διά να εκλέξη η Πυθία από εκάστην τριάδα ένα. Η δε έγκρισις αυτών ως προς την ηλικίαν να γίνη καθώς των ιερέων. Αυτοί όμως ας μείνουν ερμηνευταί ισοβίως. Τον δε εκλείψαντα ας τον εκλέξουν συμπληρωματικώς αι τέσσαρες φυλαί από όποιαν εκλείψη. Ως ταμίας δε των ιερών χρημάτων δι' έκαστον ναόν και των προσκυνημάτων, και των καρπών και των μισθώσεων να εκλέξουν τρεις πληρεξουσίους από τα ανώτερα τιμήματα, διά τους μεγαλιτέρους ναούς, δύο δε διά τα μικρότερα προσκυνήματα, διά δε τα πολύ μικρά ένα. Η δε εκλογή και η έγκρισις τούτων να γίνη καθώς έγινε η εκλογή των στρατηγών. Και λοιπόν, επαναλαμβάνομεν, διά τους ναούς αυτά πρέπει να γίνουν. Αφρούρητον δε ας μη μένη τίποτε όσον είναι δυνατόν. Λοιπόν της μεν πόλεως αι φρουραί ας εκτελούνται κατ' αυτόν τον τρόπον, με την επιμέλειαν των στρατηγών και των ταξιάρχων και των ιππάρχων και των φυλάρχων και των πρυτάνεων και μάλιστα των αστυνόμων και των αγορανόμων, όταν εκλεχθούν και εγκατασταθούν όσοι χρειάζονται. Όλην δε την άλλην χώραν να την φυλάττουν κατά τον εξής τρόπον. Ολόκληρος η χώρα διεμοιράσθη εις δώδεκα όσον το δυνατόν ίσα μέρη, μία δε φυλή οριζομένη διά κλήρου εις έκαστον μέρος ας δίδη κατ' έτος πέντε αγρονόμους και φρουράρχους, διά να εκφρασθώ ούτω πως, αυτοί δε ας έχουν δικαίωμα να εκλέξουν από την φυλήν των έκαστος εκ των πέντε ανά δώδεκα νέους, όχι κατωτέρους από το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας των, ούτε άνω του τριακοστού. Εις αυτούς δε ας δοθούν με κλήρον τα μέρη της χώρας ανά έν κατά μήνα εις έκαστον, διά να ημπορέσουν να γίνουν έμπειροι και επιστήμονες όλης ανεξαιρέτως της χώρας όλοι των. Δύο δε έτη να μένη η αρχή και η φρουρά εις τους φρουρούς και άρχοντας. Καθώς δε θα λάβουν με τον κλήρον την πρώτην φοράν τα μέρη των, να αλλάζουν διαρκώς τον άλλον μήνα κατά σειράν τας τοποθεσίας της χώρας υπό την αρχηγίαν του φρουράρχου προχωρούντες δεξιά κυκλικώς. Ως δεξιόν δε ας θεωρηθή το ανατολικόν μέρος. Όταν δε γυρίση το έτος ολόκληρον κατά το δεύτερον έτος διά να γίνουν όσον το δυνατόν περισσότεροι φρουροί όχι μόνον έμπειροι της χώρας, εις μίαν ώραν του έτους, αλλά εκτός της εμπειρίας όλης της χώρας διά να είναι έμπειροι όσον το δυνατόν περισσότεροι εις εκάστην ώραν του έτους δι' όσα συμβαίνουν εις έκαστον τόπον, οι τοτινοί αρχηγοί των ας τους οδηγούν πάλιν εις τα αριστερά διαρκώς μετατοπιζόμενοι, έως ότου να περάσουν το δεύτερον έτος. Το τρίτον δε έτος ας εκλέξουν άλλους πέντε αγρονόμους και φρουράρχους ως επιμελητάς των δώδεκα. Και λοιπόν κατά την διαμονήν εις έκαστον τόπον η επιμέλεια ας γίνη ως εξής: Πρώτον μεν διά να είναι περιφρουρημένη η χώρα όσον το δυνατόν καλλίτερα από τους εχθρούς, να κάμουν τάφρους όσον είναι ανάγκη και δι' εκσκαφής και δι' επιτειχίσεως, διά να εμποδίζουν όσον είναι δυνατόν τους προσπαθούντας να βλάψουν την χώραν και τα κτήματα έστω και ολίγον, να μεταχειρισθούν δε διαμετακομιστικά φορτηγά εις αυτά και αυτούς τους δούλους του τόπου εκείνου και με εκείνα μεν να εκτελούν, εις αυτούς δε να επιστατούν, εκλέγοντες όσον το δυνατόν την στιγμήν της αργίας από τας οικιακάς των εργασίας. Να καταστήσουν δε δύσβατα τα πάντα εις τους εχθρούς, εις δε τους φίλους όσον το δυνατόν ευπρόσιτα όχι μόνον τους ανθρώπους, αλλά και τα φορτηγά και τα βοσκήματα και να φροντίζουν διά τους δρόμους, ώστε να είναι όσον το δυνατόν ασφαλείς και διά τα νερά της βροχής, ώστε να μη καταστρέφουν την χώραν, αλλά μάλλον να την ωφελούν καταρρέοντα από τας υψηλάς κατωφερείας των ορέων, όσαι είναι ως κοιλότητες, και να εμποδίζουν την εκροήν αυτών με οικοδομάς και με υδραυλικά έργα, διά να χωνεύουν και πίνουν τα βρόχινα νερά, και να δίδουν εις όλους τους χαμηλοτέρους αγρούς και τόπους νάματα και βρύσεις, και καταστήσουν και αυτούς τους διψασμένους τόπους δροσισμένους και ποτισμένους. Και τα νερά των πηγών και των ποταμών και των βρύσεων εάν υπάρχουν, να τα στολίζουν με δένδρα και οικοδομάς ωραίας, και διοχετεύοντας με υπονόμους όλας τας πηγάς να τα καταστήσουν άφθονα διά την ύδρευσιν εις όλας τας εποχάς του έτους, και αν υπάρχη κανέν ιερόν δάσος ή προσκύνημα πλησίον εις αυτά παρημελημένον, να διοχετεύουν τα ρεύματα εις αυτά και να τακτοποιούν των θεών τα ιερά. Εις όλα δε αυτά τα μέρη πρέπει οι νέοι να κατασκευάζουν γυμνάσια διά τον εαυτόν των και με θερμά λουτρά διά τους γέροντας με καύσιμον ξυλείαν στεγνήν και ξηράν, διά να ωφελήσουν και τους πάσχοντας από ασθενείας και τους κουρασμένους από την γεωργίαν, τους οποίους να δέχωνται ευμενώς ως άλλοι ιατροί όχι μεν τόσον σοφοί, πολλάκις όμως καλλίτεροι από εκείνους. Αυτά λοιπόν και όλα τα παρόμοια θα είναι στολισμός και ωφέλεια εις τας τοποθεσίας με διασκέδασιν όχι διόλου δυσάρεστον. Η δε σοβαρά εργασία δι' αυτά ας είναι η εξής. Έκαστον σώμα των εξήντα να φυλάττη τον τόπον του όχι μόνον εξ αιτίας των εχθρών, αλλά και των προσποιουμένων φιλίαν. Από δε τους γείτονας και τους άλλους πολίτας, εάν αδική ο είς τον άλλον, είτε δούλος είτε ελεύθερος, να αποδίδουν το δίκαιον εις τον αδικούμενον, διά μεν τας μικράς υποθέσεις οι πέντε άρχοντες, διά δε τας μεγαλιτέρας μέχρι τριών μνων εν όλω δέκα επτά μαζί με τους δώδεκα να δικάζουν οτιδήποτε ο είς καταγγέλλει εναντίον του άλλου. Δικαστής δε και άρχων ανεύθυνος δεν πρέπει να δικάζη και άρχη ποτέ εκτός των επισφραγιζόντων το τέλος καθώς είναι οι βασιλείς. Και ωρισμένως αυτοί οι αγρονόμοι, εάν παραβούν κάτι τι ως προς εκείνους τους οποίους προστατεύουν, είτε επιβάλλοντες άνισα προστάγματα είτε δοκιμάζοντες, να δέχωνται και να παίρνουν από τα προϊόντα της γης χωρίς την συγκατάθεσίν των, και εάν δέχωνται κάτι από εκείνους οι οποίοι το δίδουν διά κολακείας ή αποδίδουν αδίκως την δικαιοσύνην, διά μεν την υποχώρησιν εις τας περιποιήσεις ας εξευτελίζωνται ονειδιστικώς εις όλην την πόλιν, διά δε τα άλλα άδικα αποκτήματα οτιδήποτε αδικήσουν τους μένοντας εις το διαμέρισμά των, εάν φθάση έως μίαν μναν, ας δικασθούν εκουσίως εμπρός εις τους χωριανούς και γείτονας, διά δε τα μεγαλίτερα αδικήματα ή και τα μικρότερα, εάν δεν θέλουν να δικασθούν βασιζόμενοι εις το ότι με την κατά μήνα μετάθεσίν των θα φεύγουν πάντοτε εις άλλο διαμέρισμα και θα αποφεύγουν την δίκην, δι' όλα αυτά ο παθών ας τους καταγγέλλη εις τα κοινά δικαστήρια, εάν δε κερδίση την δίκην, ας εισπράξη το τριπλάσιον πρόστιμον από τον προσπαθούντα να διαφύγη και μη υφιστάμενον εκουσίως την τιμωρίαν. Ας ζουν δε οι άρχοντες και οι αγρονόμοι κατά τα δύο αυτά έτη κατά τον εξής τρόπον. Πρώτον μεν να υπάρχουν εις όλα τα διαμερίσματα συσσίτια, εις τα οποία όλοι να τρέφωνται μαζί, όστις δε απουσιάση έστω και μίαν ημέραν ή ξενοκοιμηθή μίαν νύκτα χωρίς την διαταγήν των αρχόντων ή χωρίς να παρουσιασθή κάποια έκτακτος ανάγκη, εάν τον καταγγείλουν οι πέντε άρχοντες και εκθέσουν το όνομά του εις την αγοράν ως καταλύοντα την φρουράν, ας εξευτελισθή ως προδότης της πολιτείας ως προς το ανάλογον μέρος του, και ας βασανισθή με ραβδισμούς από τον τυχόντα και τον θέλοντα, ο οποίος να μη τιμωρήται. Εάν δε από τους ιδίους άρχοντας κανείς κάμνη κάτι παρόμοιον, ας φροντίζουν δι αυτό όλοι οι εξήντα, όστις δε το εννοήση και πληροφορηθή, εάν δεν τον καταγγείλη, ας υπόκειται εις την ιδίαν ενοχήν με εκείνον και ας τιμωρήται με περισσότερον πρόστιμον από τους νέους, ακόμη δε ας στερηθή όλα τα αξιώματα των νέων. Δι' αυτά δε ας είναι αυστηροί επιθεωρηταί οι νομοφύλακες, ώστε ή να μη γίνωνται εξ αρχής ή, αφού γίνουν, να εύρουν την ανταξίαν τιμωρίαν. Πρέπει λοιπόν πας άνθρωπος να φρονή δι' όλους ότι όστις δεν υπηρετήση, δεν ημπορεί να γίνη ούτε κύριος επαίνου, και πρέπει να υπερηφανεύεται μάλλον διότι υπηρέτησε καλά παρά διότι εκυριάρχησε, και πρώτον μεν εις τους νόμους, διότι αυτό είναι υπηρεσία εις τους θεούς, έπειτα δε εις τους γεροντοτέρους και τους εντίμως ζήσαντας όστις είναι νέος. Κατόπιν δε πρέπει να έχη δοκιμάσει αυτήν την καθημερινήν ταπεινήν και στερημένην δίαιταν εις αυτά τα δύο έτη όστις εκλεχθή αγρονόμος. Δηλαδή μόλις εισαχθούν οι δώδεκα θα συναντηθούν με τους πέντε και θα συνεννοηθούν ότι ως άλλοι υπηρέται δεν θα έχουν πλησίον των άλλους υπηρέτας και δούλους, ούτε από τους άλλους γεωργούς και τους συγχωριανούς εκείνων θα μεταχειρίζωνται ως υπαλλήλους διά τας ιδικάς των υπηρεσίας, αλλά μόνον δι' όσας αναφέρονται εις τα δημόσια. Όλας δε τας άλλας πρέπει να σκεφθούν ότι διαρκώς θα τας εκτελούν μόνοι των υπηρετούντες και υπηρετούμενοι μεταξύ των, εκτός δε τούτου θα ερευνούν καλώς την χώραν χειμώνα καλοκαίρι με τα όπλα και χάριν φυλακής και διά να γνωρίζουν πάντοτε όλας τας τοποθεσίας. Διότι σχεδόν δεν είναι από κανέν άλλο κατώτερον το μάθημα του να γνωρίζουν όλοι την χώραν των με ακρίβειαν. Λοιπόν πρέπει οι νέοι όχι ολιγώτερον δι' αυτό να ασχολούνται εις τα κυνήγια και τα άλλα είδη της θηρευτικής όσον και διά την άλλην ηδονήν και ωφέλειαν, η οποία προέρχεται από αυτά. Αυτούς λοιπόν και τας ασχολίας των, είτε θέλει κανείς να τους ονομάζη κρυπτούς είτε αγρονόμους είτε οτιδήποτε άλλο, ας τους αναλαμβάνη έκαστος προθύμως όσον του είναι δυνατόν, από εκείνους όσοι θέλουν να διατηρηθή αρκετά η πόλις των. Κατόπιν δε είπαμεν ότι έρχεται το ζήτημα της εκλογής αγορανόμων και αστυνόμων. Καλόν δε θα ήτο να ακολουθούν τρεις αστυνόμοι τους αγρονόμους, οι οποίοι είναι εξήντα μοιρασθέντες εις τρία τα δώδεκα μέρη της πόλεως, και κατά μίμησιν εκείνων και διά τας οδούς φροντίζοντες της πόλεως και των λεωφόρων, αι οποίαι από την χώραν προχωρούν εις την πόλιν, και των οικοδομών, διά να γίνωνται όλαι συμφώνως με τους νόμους, και μαλιστα και διά τα νερά, όσα αποστέλλουν και παραδίδουν εις αυτούς οι φρουροί περιποιημένα, διά να έρχωνται άφθονα και καθαρά εις τας βρύσεις και στολίζουν και ωφελούν συγχρόνως την πόλιν. Πρέπει λοιπόν και αυτοί να έχουν ικανότητα και καιρόν να φροντίζουν διά τα κοινά. Διά τούτο ας προτείνη μεν πας άνθρωπος όποιον θέλει ως αστυνόμον από τα ανώτερα τιμήματα, όταν δε χειροτονηθούν και γίνουν έξ οι συγκεντρώσαντες περισσοτέρας ψήφους, ας εκλέξουν με κλήρον τους τρεις από αυτούς, εκείνοι οι οποίοι έχουν αυτήν την φροντίδα. Αφού δε επικυρωθούν ας αναλάβουν τα καθήκοντά των συμφώνως με τους τεθέντας δι' αυτούς νόμους. Κατόπιν δε από αυτούς να εκλέξουν πέντε αγορανόμους από τα δεύτερα και πρώτα τιμήματα, κατά τα άλλα δε η εκλογή αυτών να γίνεται καθώς των αστυνόμων, δηλαδή να χειροτονηθούν από τα άλλα τιμήματα δέκα και να εκλεχθούν οι πέντε διά κλήρου, και αυτοί, αφού επικυρωθούν, να αναγορευθούν άρχοντες. Ας προτείνη δε διά ανυψώσεως της χειρός πας πάντα. Όστις δε δεν θέλει, αφού καταγγελθή εις τους άρχοντας, ας τιμωρηθή με πενήντα δραχμάς και εκτός τούτου ας θεωρήται και κακός. Ας πηγαίνη δε εις την εκκλησίαν και την κοινήν συνέλευσιν όποιος θέλει, να είναι όμως υποχρεωτικόν εις τους ανήκοντας εις τα δεύτερα και πρώτα τιμήματα, με πρόστιμον δέκα δραχμών, εάν αποδειχθή ότι δεν παρευρίσκεται εις τας συνελεύσεις. Διά δε το τρίτον και τέταρτον τίμημα δεν είναι υποχρεωτικόν, αλλά αφήνεται ατιμώρητος, εκτός εάν κάποτε παραγγείλουν οι άρχοντες εις όλους να συνεδριάσουν διά κάποιαν ανάγκην. Οι αγορανόμοι λοιπόν αυτοί πρέπει να διατηρούν την τάξιν εις την αγοράν συμφώνως με τους νόμους και να φροντίζουν διά τους ναούς και τας βρύσεις της αγοράς, διά να μη βλάπτη κανείς τίποτε, τον δε βλάπτοντα να τον τιμωρούν με ξύλον μεν και δέσιμον, όταν είναι δούλος και ξένος, εάν δε είναι εντόπιος όστις παρεκτρέπεται ως προς τα τοιαύτα, μέχρι μεν του ποσού των εκατόν δραχμών να είναι οι ίδιοι πληρεξούσιοι να τον δικάσουν, μέχρι δε του διπλασίου από αυτό μαζί με τους αστυνόμους να επιβάλλουν πρόστιμον δικάζοντες τον βλάπτοντα. Αι ίδιαι δε επιβολαί προστίμων και τιμωρίαι ας επιτρέπωνται και εις τους αστυνόμους, όταν είναι εις την εξουσίαν, και μέχρι μεν μιας μνας οι ίδιοι να τιμωρούν, διά δε το διπλάσιον μαζί με τους κληρονόμους. Κατόπιν δε θα είναι πρέπον να διορίσουν άρχοντας της μουσικής και της γυμναστικής, διπλούς δι' εκάστην, εκείνους μεν διά την διδασκαλίαν αυτών, αυτούς δε διά τον ανταγωνισμόν. Και ως προς μεν την διδασκαλίαν εννοεί ο νόμος τους επιμελητάς των γυμναστηρίων και των σχολείων και ως προς την τάξιν και ως προς την μόρφωσιν και ως προς την φροντίδα της φοιτήσεως εις αυτά και της ασκήσεως των αρρένων τέκνων και των θηλέων, ως προς δε τον ανταγωνισμόν εννοεί και διά τους γυμνικούς αγώνας και διά την μουσικήν τους αθλοθέτας των αθλητών, οι οποίοι είναι επίσης διπλοί, άλλοι διά την μουσικήν και άλλοι διά την γυμναστικήν. Και διά μεν την γυμναστικήν των ανθρώπων και των ίππων να είναι οι ίδιοι, διά δε την μουσικήν, άλλοι μεν να είναι διά την μονωδίαν και την μιμητικήν, καθώς θα ήτο πρέπον να γίνωνται αθλοθέται και διά τους ραψωδούς και κιθαρωδούς και αυλητάς και όλους τους τοιούτους, άλλοι δε διά την χορωδίαν. Πρώτον λοιπόν ως προς την διασκέδασιν εις τον χορόν των παίδων και των ανδρών και των κορών με χοροπηδήματα και όλον τον ρυθμόν, ο οποίος συνοδεύεται με μουσικήν, πρέπει βεβαίως να εκλέξουν τους άρχοντας. Είναι δε αρκετός είς άρχων εις αυτούς, όχι κατωτέρας ηλικίας των σαράντα ετών, επίσης δε και εις την μονωδίαν είναι αρκετός είς, όχι κατωτέρας ηλικίας των τριάντα ετών, διά να εγκρίνη ποίοι θα εισάγωνται και διά να αποδίδη την υπεροχήν μεταξύ των συναγωνιζομένων. Ο χορός δε τόρα πρέπει να εκλέγη άρχοντα και δοκιμαστήν με τον εξής τρόπον. Όσοι μεν έχουν κλίσιν εις τα τοιαύτα ας συναντηθούν εις την συνέλευσιν, εάν δε δεν υπάγουν, ας τιμωρηθούν. Αυτό δε θα το κρίνουν οι νομοφύλακες. Οι άλλοι όμως, εάν δεν θέλουν, δεν είναι υποχρεωμένοι. Και την πρότασιν περί εκλογής λοιπόν πρέπει ο εκλογεύς να την κάμνη μεταξύ των εμπείρων, και εις την επικύρωσιν ας επικρατή η εξής μόνον επιδοκιμασία και αποδοκιμασία, ή ότι είναι άπειρος ο εκλεχθείς ή ότι είναι έμπειρος. Ο είς δε όστις θα επιτύχη διά κλήρου εκ των δέκα χειροτονηθέντων, αφού επικυρωθή, ας προΐσταται καθ' όλον το έτος εις τους χορούς συμφώνως με τον νόμον. Ομοίως δε με αυτά και κατά τον ίδιον τρόπον όστις κληρωθή εκείνο το έτος από τους ελθόντας εις έγκρισιν ας προΐσταται εις τας μονωδίας και τας συναυλίας, την δε επικύρωσιν την αναθέτει ο κληρωθείς εις τους κριτάς. Κατόπιν δε πρέπει να εκλέξουν αθλοθέτας των αγωνισμάτων διά την γύμνασιν των ίππων και των ανθρώπων από τα τρίτα και από αυτά ακόμη τα τέταρτα τιμήματα. Εις δε την εκλογήν ας είναι υποχρεωτικόν να συνέρχωνται τα τρία τιμήματα, το δε κατώτερον ας μείνη ατιμώρητον. Ας είναι δε τρεις οι κληρούμενοι, και είκοσι μεν ας προχειροτονηθούν, αλλά ας κληρωθούν από τους είκοσι οι τρεις, όποιους εγκρίνει η ψήφος των επικυρωτών. Εάν δε κανείς αποδοκιμασθή εις οποιανδήποτε κλήρωσιν και επικύρωσιν αρχής, να εκλέγουν άλλους εις την θέσιν των κατά τον ίδιον τρόπον και η επικύρωσις αυτών να γίνεται ομοίως. Υπολείπεται ως άρχων σύμφωνος με όσα είπαμεν ο επιμελητής της εκπαιδεύσεως όλης των θηλέων και των αρρένων. Λοιπόν ας είναι είς και όστις μέλλει να προΐσταται αυτών κατά τους νόμους, ηλικίας μεν όχι κατωτέρας των πενήντα ετών, πατήρ δε γνησίων τέκνων, και κυρίως μεν και υιών και θυγατέρων, ειδεμή του ενός από τα δύο. Ας φρονή δε και ο ίδιος ο εκλεχθείς και όστις τον εκλέγει ότι αυτή η αρχή είναι από όλας τας ανωτάτας αρχάς της πόλεως πολύ σπουδαιοτέρα. Διότι βεβαίως παντός φυτού η πρώτη βλάστησις, εάν προτραπή καλώς εις την πρόοδον της φύσεώς του, είναι η κυριωτέρα αιτία, διά να προστεθή τέλος κατάλληλον, και εις τα άλλα φυτά και εις τα ζώα και τα ήμερα και τα άγρια και τους ανθρώπους. Ο δε άνθρωπος, καθώς νομίζομεν, είναι ήμερος, και όμως, εάν μεν λάβη ορθήν εκπαίδευσιν και φυσικά επιτυχημένην, γίνεται συνήθως θειότατον και ημερώτατον από όλα τα ζώα, εάν όμως δεν ανατραφή αρκετά ή καλά, τότε γίνεται το αγριώτερον από όσα τρέφει η γη. Δι' αυτό δεν πρέπει ο νομοθέτης να αφήση να γίνη ως δεύτερον ή πάρεργον η ανατροφή των παίδων. Πρώτον δε πρέπει να αρχίση καλώς εις την πόλιν η εκλογή αυτού, ο οποίος θα επιμεληθή αυτούς τους νέους, όστις δε είναι ο καλλίτερος εις όλα όσον το δυνατόν, αυτόν πρέπει να διορίσουν προϊστάμενον εις αυτούς και επιμελητήν. Όλαι λοιπόν αι αρχαί εκτός της βουλής και των πρυτάνεων, ας συνέλθουν εις τον ναόν του Απόλλωνος και ας δώσουν μυστικήν ψήφον εις εκείνον εκ των νομοφυλάκων, διά τον οποίον έκαστος νομίζει ότι θα ευδοκιμήση ως προϊστάμενος εις την εκπαίδευσιν. Όστις δε συγκεντρώση τας περισσοτέρους ψήφους, ας επικυρωθή από τους άλλους εκλέκτορας άρχοντας εκτός των νομοφυλάκων, και ας προΐσταται επί πέντε έτη, το δε έκτον κατά τον ίδιον τρόπον ας εκλέγουν άλλον εις αυτήν την αρχήν. Εάν δε αποθάνη κανείς κατέχων δημοσίαν αρχήν, ενώ χρειάζεται περισσοτέρας των τριάντα ημερών, διά να τελειώση η διορία του, κατά τον ίδιον τρόπον να διορίζουν άλλον εις την θέσιν, όσοι είχαν την φροντίδα αυτήν ορθώς. Και εάν αποθάνη κανείς επίτροπος ορφανών, οι παρόντες συγγενείς του πατρός και της μητρός μέχρι των τέκνων των εξαδέλφων ας διορίσουν άλλον εντός δέκα ημερών, άλλως ας τιμωρήται έκαστος με μίαν δραχμήν την ημέραν, έως ότου να διορίσουν τον επίτροπον. Πάσα δε πόλις βεβαίως θα ήτο κάθε άλλο παρά πόλις, εάν δεν υπάρχουν εις αυτήν δικαστήρια καθώς πρέπει. Εάν δε πάλιν είναι σιωπηλός ο δικαστής και δεν λέγη περισσότερα από τους αντιδίκους εις τας ανακρίσεις του, καθώς συμβαίνει εις τας διαιτησίας, δεν είναι δυνατόν να είναι ικανός εις την κρίσιν του δικαίου. Διά τούτο ούτε αν είναι πολλοί είναι εύκολον να δικάζουν, ούτε ολίγοι και κακοί. Πρέπει δε πάντοτε το φιλονικούμενον να καταστή σαφές και εις τα δύο μέρη, ο δε καιρός και η αργοπορία και η συχνή ανάκρισις είναι συντελεστικά εις την διαφώτισιν της φιλονικίας. Διά τούτο οι εγκαλούμενοι μεταξύ των πρέπει πρώτον να πηγαίνουν εις τους γείτονας και τους φίλους και τους γνωρίζοντας όσον τα δυνατόν καλλίτερον τας φιλονικουμένας πράξεις. Εάν δε πλέον από αυτούς λάβη κανείς αρκετήν γνώμην, ας υπάγη εις άλλο δικαστήριον. Το δε τρίτον δικαστήριον, εάν τα δύο προηγούμενα δεν ημπορέσουν να τον συμβιβάσουν, ας θέση τέλος εις την δίκην. Κατά τινα δε τρόπον επί των δικαστηρίων αι εγκαταστάσεις είναι εκλογαί αρχόντων. Διότι πας άρχων κατ' ανάγκην είναι και δικαστής μερικών, ο δε δικαστής, αν και δεν είναι άρχων, γίνεται όμως άρχων και μάλιστα όχι τόσον μηδαμινός την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν εξακολουθεί να δικάζη την δίκην. Παραδεχόμενοι δε και τους δικαστάς ως άρχοντας ας ειπούμεν ποίοι είναι κατάλληλοι και ποίων υποθέσεων δικασταί και πόσοι εις εκάστην. Και λοιπόν σπουδαιότερον δικαστήριον ας είναι εκείνο το οποίον θα διορίσουν μόνοι των μεταξύ των οι αντίδικοι, εκλέγοντες μερικούς από κοινού. Τα δε άλλα δικαστήρια ας είναι δυο, το έν μεν όταν ο ιδιώτης τον ιδιώτην κατηγορή ότι τον αδικεί, θέλη δε να αποφασισθή η υπόθεσις με την δίκην, το δε άλλο όταν νομίση κανείς ότι το δημόσιον αδικείται από κανένα πολίτην και θέλη να υπερασπισθή το κοινόν συμφέρον. Ας ειπούμεν δε ποίου είδους και ποίοι είναι οι κριταί. Λοιπόν ας παραδεχθώμεν πρώτον ως κοινόν δικαστήριον δι' όλους τους εικαζομένους μεταξύ των εις τρίτην δίκην τα εξής. Όλαι αι αρχαί και αι διαρκούσαι έν έτος και αι διαρκούσαι πλειότερα, εάν πρόκειται να αρχίση νέον έτος κατόπιν από τας θερινάς τροπάς του ερχομένου μηνός, την προηγουμένην ημέραν από αυτήν πρέπει όλοι οι άρχοντες να συνέλθουν εις ένα ναόν και, αφού ορκισθούν εις τον θεόν, να κάμουν ως είδος απαρχής διά πάσαν εξουσίαν ένα δικαστήν, οστισδήποτε εις όλην του την διαχείρισιν εφάνη ότι είναι άριστος και φαίνεται ότι θα δικάζη κάλλιστα και ευσεβέστατα τας δίκας των συμπολιτών του το ερχόμενον έτος. Αφού δε εκλεχθούν αυτοί, να γίνη η επικύρωσις εμπρός εις τους ιδίους εκλέκτορας, εάν δε αποδοκιμασθή κανείς, να εκλέξουν άλλον εις την θέσιν του κατά τον ίδιον τρόπον, οι δε εγκριθέντες να δικάζουν τους κατηγορηθέντας εις τα άλλα δικαστήρια, την δε ψήφον των να την δίδουν φανερά. Να είναι δε ακροαταί και θεαταί τούτων των δικών υποχρεωτικώς οι βουλευταί, και οι άλλοι άρχοντες οι εκλέξαντες αυτούς, από δε τους άλλους όστις θέλει. Εάν δε κανείς κατηγορή κανένα ότι εδίκασε αδίκως την δίκην, ας παρουσιασθή να τον καταγγείλη εις τους νομοφύλακας. Όστις δε καταδικασθή εις τοιαύτην δίκην ας υποχρεωθή να πληρώση το ήμισυ της βλάβης εις τον παθόντα, εάν δε φανή ότι είναι άξιος μεγαλιτέρας τιμωρίας, να ορίσουν οι κρίναντες την δίκην, τι πρέπει να πάθη περιπλέον ή να πληρώση αυτός εις το κοινόν και εις τον δικάσαντα την δίκην. Περί δε των δημοσίων εγκλημάτων είναι ανάγκη πρώτον να λάβη μέρος εις την κρίσιν ο λαός. Διότι όλοι αδικούνται, όταν κανείς αδική την πόλιν, και δικαίως οργίζονται, όταν δεν λαμβάνουν μέρος εις τοιαύτας κρίσεις. Αλλά πρέπει και η αρχή και το τέλος της τοιαύτης δίκης να αποδίδεται εις τον δήμον, η δε εξέλεγξις εις τρεις από τας μεγίστας αρχάς, εις όποιας συμφωνήσουν και ο εγκαλούμενος και ο εγκαλών. Εάν δε δεν συμφωνήσουν εις τούτο, η βουλή να επικρίνη την εκλογήν εκάστου. Πρέπει δε βεβαίως να λαμβάνουν μέρος και εις τας ιδιωτικάς δίκας όλοι εφ' όσον είναι δυνατόν. Διότι όστις δεν μετέχει του δικαιώματος του να δικάζη, νομίζει ότι όλως διόλου δεν ανήκει εις την πόλιν. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει να γίνωνται και κατά φυλάς δικαστήρια και με κλήρον εκλεγόμενοι δικασταί να δικάζουν αμέσως χωρίς να δεκασθούν με παρακλήσεις, το δε τέλος όλων αυτών να το δικάζη εκείνο το δικαστήριον, το οποίον φρονούμεν ότι όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην φύσιν κατηρτίσθη όσον το δυνατόν αδέκαστον διά τους μη δυναμένους να τελειώσουν τας δίκας των ούτε εμπρός εις τους γείτονας ούτε εις τα κατά φυλάς δικαστήρια. Τόρα λοιπόν, επειδή δεν είναι εύκολον να ομιλήσωμεν αλανθάστως διά τα δικαστήρια, τα οποία δεν τα θεωρούμεν ούτε ως αρχάς ούτε ως μη αρχάς, η συζήτησίς μας περί αυτών ως γενικός τύπος και περιεκτικός άλλα μεν τα είπε, άλλα δε σχεδόν τα παραλείπει. Διότι εις το τέλος της νομοθεσίας ημπορεί να γίνη πολύ ορθότερον η ακριβής θέσις και διαίρεσις των περί δικών νόμων. Εις αυτάς λοιπόν ας ειπούμεν να περιμένουν προς το τέλος, αι δε εγκαταστάσεις των άλλων αρχών σχεδόν έλαβαν την περισσοτέραν νομοθεσίαν. Το όλον όμως και η ακρίβεια εις έν και εις όλα τα ζητήματα της πόλεως και την πολιτικήν διοίκησιν δεν είναι δυνατόν να γίνη σαφές, πριν η έρευνα από την αρχήν να λάβη και τα δεύτερα και τα μεσαία μέρη της και να προχωρήση προς το τέλος. Τόρα λοιπόν προς το παρόν μέχρι της εκτελέσεως της εκλογής των αρχόντων, ως τέλος μεν εις όλα τα προηγούμενα ημπορεί να θεωρηθή τούτο αρκετόν, αλλά της θεσπίσεως νόμων είναι αρχή και δι' αυτό δεν χρειάζεται πλέον αναβολάς και δισταγμούς. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Εντελώς σύμφωνα με την γνώμην μου είπες, καλέ ξένε, τα προηγούμενα, και τόρα, που συνέδεσες την αρχήν με το τέλος όσων είπες και με όσα θα ειπής, πολύ ευπροσδεκτότερα είπες αυτά. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τότε λοιπόν ίσως καλά επαίζαμεν ημείς οι γέροντες έως τόρα την διασκέδασίν μας. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Καλά υπαινίττεσαι, καθώς φαίνεται, την μελέτην των ανδρών. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτό φαίνεται πιθανόν. Αλλά το εξής ας σκεφθώμεν, μήπως σου φαίνεται καθώς φαίνεται εις εμέ. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποίον δηλαδή και περί ποίων; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Γνωρίζεις ότι καθώς των ζωγράφων φαίνεται ότι η εξέτασις περί εκάστου ζώου δεν έχει τέλος, αλλά είτε εις το δυνατά χρωματισμένον ή το αποσβυσμένον ή ό,τι δήποτε το ονομάζουν αυτό οι ζωγράφοι ποτέ δεν φαίνεται ότι ημπορεί να παύση να το τελειοποιή, ώστε πλέον να μην επιδέχεται πρόοδον εις το να φαίνωνται καλλίτερα και ζωντανώτερα τα ζωγραφισμένα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Σχεδόν σε εννοώ, διότι και ο ίδιος ακούω όσα λέγεις, άλλως τε δεν είμαι ειδικός εις αυτήν την τέχνην. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και δεν έχασες τίποτε βεβαίως. Ημείς όμως θα χρησιμοποιήσωμεν τον συμπεσόντα τόρα περί αυτής λόγον εις το εξής. Δηλαδή, εάν κανείς σκεφθή να ζωγραφίση εικόνα ζώου και τούτο να μη χειροτερεύη, αλλά να γίνεται καλλίτερον εις το μέλλον διαρκώς, αφού είναι θνητός, εάν δεν αφήση κανένα διάδοχον, ο οποίος θα ημπορή να επιδιορθώνη το ζώον, εάν με τον καιρόν δεικνύη λάθη, και να προσθέτη ό,τι παρέλειψε η τέχνη του, διά να το ζωογονή και να το τελειοποιή, εννοείς ότι τότε διατηρείται πολύ ολίγον καιρόν ο τόσον υπερβολικός του αυτός κόπος; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αυτό είναι αληθές. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και λοιπόν; Άραγε δεν σου φαίνεται ότι τοιούτος είναι κάπως ο σκοπός του νομοθέτου; Πρώτον μεν να γράψη τους νόμους όσον το δυνατόν αρκετούς ως προς την ακρίβειαν. Έπειτα όμως όσον περνά ο καιρός και δοκιμάζει εμπράκτως (!) όσα είχε νομίσει ορθά, άραγε νομίζεις ότι υπάρχει κανείς νομοθέτης τόσον ανόητος, ώστε να μη γνωρίζη, ότι είναι επόμενον να παραλείπωνται πάρα πολλά τοιαύτα, τα οποία πρέπει κάποιος να τα ακολουθή και να τα διορθώνη, διά να μη γίνεται διαρκώς χειροτέρα αλλά καλλιτέρα η πολιτεία και η τάξις εις την συνοικισθείσαν πόλιν; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Βεβαίως είναι επόμενον — πώς όχι; — να επιθυμή οποιοσδήποτε το τοιούτον. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν, εάν είχε κανείς καμμίαν μέθοδον δι' αυτό με έργα και με λόγους, διά να εύρη με ποίον τρόπον θα ημπορούσε να διδάξη άλλον είτε περισσότερον είτε ολιγώτερον να εννοήση τούτο, δηλαδή πώς πρέπει να προσέχη και να διορθώνη τους νόμους, δεν είναι αληθές ότι θα εκουράζετο να ομιλή πριν να φθάση εις το τέλος; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πως όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν προς το παρόν δεν πρέπει και εγώ με σας τους δύο να κάμωμεν το ίδιον; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Τι εννοείς δηλαδή; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Επειδή πρόκειται να νομοθετήσωμεν, εξελέξαμεν δε νομοφύλακας, και επειδή ημείς ευρισκόμεθα εις την δύσιν του βίου μας, αυτοί δε σχετικώς με ημάς είναι νέοι, συγχρόνως μεν, καθώς είπαμεν, πρέπει να νομοθετήσωμεν ημείς, συγχρόνως όμως να προσπαθήσωμεν και αυτούς να τους καταστήσωμεν νομοθέτας και νομοφύλακας όσον είναι δυνατόν. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Αμέ τι άλλο; Εάν βεβαίως έχωμεν αρκετήν ικανότητα. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Όπωσδήποτε πρέπει να προσπαθήσωμεν και να είμεθα πρόθυμοι. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πώς όχι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν ας ειπούμεν εις αυτούς: Φίλοι συντηρηταί των νόμων, ημείς εις κάθε ζήτημα διά το όποιον θέτομεν τους νόμους παρά πολλά θα παραλείψωμεν. Διότι αυτό είναι επόμενον. Μολαταύτα, εις όσα δεν είναι μικρά, και το σύνολον όσον εξαρτάται από τας δυνάμεις μας δεν θα το αφήσωμεν αδιαφώτιστον με κάποιαν σκιαγραφίαν. Τούτο όμως το σκιαγράφημα θα είναι ανάγκη να το συμπληρώσετε σεις. Πού όμως πρέπει να αποβλέπετε, διά να εκτελέσετε αυτό, πρέπει να το μάθετε. Δηλαδή ο Μέγιλλος και εγώ και ο Κλεινίας και τα είπαμεν αυτά μεταξύ μας όχι ολίγας φοράς και συμφωνούμεν ότι τα λέγομεν καλά. Σεις όμως θέλομεν να φανήτε εις ημάς ομόφρονες και μαθηταί αποβλέποντες εις όσα και ημείς εσυμφωνήσαμεν μεταξύ μας ότι πρέπει πάντοτε να προσέχη ο νομοφύλαξ και ο νομοθέτης. Η δε συνάντησις γνωμών είχεν ως κυριώτερον προσόν το εξής. Δηλαδή πώς να γίνη κανείς ανήρ ενάρετος αποκτήσας την αρμόζουσαν εις τον άνθρωπον αρετήν της ψυχής από καμμίαν ασχολίαν ή από ήθος ή από κάποιαν κατάκτησιν ή επιθυμίαν ή γνώμην ή κάποια μαθήματα, είτε είναι η φύσις του αρσενική από όλους τους συνοικιστάς είτε θηλυκή, είτε νέου είτε γέροντος, διά να τείνη όλη του η δραστηριότης εις αυτό το ίδιον εις όλην του την ζωήν, από όλα δε τα άλλα όσα είναι εμπόδια εις αυτό να μη φανή ότι προτιμά κανέν οποιοσδήποτε, εις το τέλος δε, και αν φανή αναγκαίον να αναστατωθή η πόλις, να προτιμήση να υποστή τον ζυγόν της δουλείας και να υποταχθή από κατωτέρους του παρά να αφήση την πόλιν και να φύγη. Επομένως όλα αυτά πρέπει να υπομείνουν να τα πάθουν, παρά να δεχθούν άλλο πολίτευμα, το οποίον είναι προωρισμένον να κάμνη χειροτέρους τους ανθρώπους. Αυτά και ημείς προηγουμένως τα παρεδέχθημεν, και σεις τόρα αποβλέποντες και εις τα δύο αυτά, να επαινήτε και να κατακρίνετε τους νόμους, όσοι δεν είναι ικανοί εις αυτά, τους δε ικανούς να τους ασπάζεσθε και να τους δέχεσθε φιλικώς, διά να ζήτε συμφώνως με αυτούς. Τας δε άλλας ασχολίας και τα νομιζόμενα αγαθά, τα οποία τείνουν προς άλλα, πρέπει να τα αποχαιρετήσετε διά παντός. Η αρχή δε των κατόπιν νόμων μας ας είναι πλέον η εξής, λαμβάνουσα έναρξιν από τα ιερά. Δηλαδή πρέπει πρώτον να εντυπώσωμεν τον αριθμόν των πέντε χιλιάδων σαράντα, πόσας τομάς καταλλήλους είχε και έχει και ολόκληρος και ο χωρισμένος διά τας φυλάς, τον οποίον μάλιστα ωρίσαμεν ως δωδεκατημόριον του όλου σχηματίζον είκοσι φοράς είκοσι ένα. Έχει δε διαιρέσεις δώδεκα μεν ολόκληρος ο αριθμός, δώδεκα δε επίσης και ο αριθμός της φυλής. Λοιπόν έκαστον τμήμα πρέπει να το θεωρώμεν ως ιερόν δώρον του θεού, το οποίον συνοδεύει τους μήνας και την περιστροφήν του σύμπαντος. Διά τούτο και ολόκληρον την πολιτείαν την οδηγεί το θείον έμφυτον και την καθαγιάζει. Ίσως δε άλλοι ορθότερον από άλλους διεμοίρασαν και επιτυχέστερον καθαγίασαν αυτήν την διανομήν. Οπωσδήποτε όμως ημείς τόρα ορθότατα φρονούμεν ότι προτιμώμεν τον αριθμόν πέντε χιλιάδες σαράντα, ο οποίος επιδέχεται όλας τας διαιρέσεις μέχρι των δώδεκα κατά σειράν από το έν εκτός του ένδεκα. Αλλά και αυτός επιδέχεται ελαφράν θεραπείαν. Διότι γίνεται τελείως υγιής, εάν αποχωρισθούν δύο εστίαι (7) Ότι δε αυτά είναι αληθινά, δεν απαιτείται πολύς λόγος, διά να τα αποδείξη με ησυχίαν. Λοιπόν πιστεύσαντες προς το παρόν εις αυτήν την διάδοσιν και τον λόγον ας μοιράσωμεν αυτήν και δι' έκαστον τμήμα ας επικαλεσθώμεν ένα θεόν ή έν τέκνον των θεών και ας του αποδώσωμεν βωμούς και τα σχετικά με αυτούς, και ας εκτελούμεν συγκεντρώσεις διά τας θυσίας των δύο φοράς τον μήνα, ήτοι δώδεκα μεν φοράς το έτος διά την διαίρεσιν της φυλής, δώδεκα δε άλλας διά την όλην διαίρεσιν της πόλεως, πρώτον μεν βεβαίως χάριν των θεών και των σχετικών με τους θεούς, δεύτερον δε χάριν της εξοικειώσεώς μας μεταξύ μας και της γνωριμίας μας, καθώς θα ελέγαμεν, και όλης της επιμιξίας. Διότι διά την συγκοινωνίαν και επιμιξίαν του γάμου είναι ανάγκη να λείψη η άγνοια των προσώπων από τα οποία παίρνει κανείς γυναίκα και εις τα οποία δίδει, και πρέπει προ παντός να φροντίζη κανείς όσον είναι δυνατόν να μην απατάται διόλου εις τα τοιαύτα. Λοιπόν χάριν αυτού του σκοπού πρέπει να κάμνουν και τας διασκεδάσεις, όταν χορεύουν, οι νέοι και αι κόραι, και συγχρόνως να βλέπουν και να βλέπωνται με ώριμον σκέψιν και ηλικίαν, η οποία έχει ευλογοφανείς αφορμάς, γυμνοί και γυμναί έκαστοι έως εις το σημείον της φρονίμου εντροπής. Δι' όλα δε αυτά να γίνωνται επιμεληταί και κοσμήτορες οι άρχοντες των χορών και οι νομοθέται μετά των νομοφυλάκων, εφ' όσον ημείς παραλείψωμεν να ορίσωμεν διατάξεις. Είναι δε επόμενον, καθώς είπαμεν, εις όλα αυτά τα οποία είναι μικρά και πολλά ο μεν νομοθέτης να παραλείψη τίποτε, όσοι δε γίνονται κατ' έτος έμπειροι αυτών από την εφαρμογήν να συνηθίζουν να τα τακτοποιούν και να τα τροποποιούν εις το ορθότερον κατ' έτος, έως ότου να φανή ότι ευρέθη ένας ικανός ορισμός των τοιούτων νομίμων και ασχολιών. Και βεβαίως είναι μέτριον και αρκετόν το δεκαετές διάστημα διά την εμπειρίαν των θυσιών και των χορών διά το όλον και διά τας λεπτομερείας, ενόσω μεν ζη και ο θεσπίσας αυτά νομοθέτης, από κοινού με αυτόν, μετά δε τον θάνατόν του εκάστη αρχή να συνεισφέρη εις την επανόρθωσιν των ελλείψεων της αρχής της, έως ότου να φανή ότι εδόθη πέρας εις την καλήν επεξεργασίαν. Τότε δε πλέον να τους θεσπίσουν ως αμετακινήτους θεσμούς και να τους μεταχειρίζωνται μαζί με τους άλλους νόμους, τους οποίους ώρισε εις την αρχήν ο θέσας τους νόμους εις αυτούς, ώστε να μη τους μεταθέτουν εκουσίως, ποτέ εις τίποτε. Εάν δε εφαίνετό ποτε ότι τους ευρήκε κάποια ανωτέρα βία, τότε να συνέλθουν εις συμβούλιον όλαι αι αρχαί, και όλος ο λαός και όλαι αι μαντείαι των θεών, και, αν μείνουν σύμφωνοι όλοι, τότε μόνον να τους μετακινήσουν, αλλέως όμως ουδέποτε με κανένα τρόπον, αλλά πάντοτε να νικά ο αντιδραστικός συμφώνως με τον νόμον. Λοιπόν οσάκις κανείς από τους εικοσιπενταετείς την ηλικίαν παρατηρών και παρατηρούμενος από άλλους νομίση ότι ευρήκε πρόσωπον καθώς το σκέπτεται και αρμόδιον διά να αποκτήση και γεννήση τέκνα, ας υπανδρευθή οποιοσδήποτε και αν είναι εντός των τριανταπέντε ετών. Πώς όμως πρέπει να ζητή το πρέπον και αρμόδιον πρόσωπον ας το ακούση πρώτον. Δηλαδή, καθώς λέγει ο Κλεινίας, πρέπει να προτάξωμεν εις έκαστον νόμον το σχετικόν προοίμιον. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Πολύ καλά, φίλε Ξένε, το εκράτησες εις την μνήμην σου, και επέτυχες ευκαιρίαν διά τον λόγον πολύ κανονικήν, καθώς μου φαίνεται. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Καλά λέγεις. Λοιπόν ας ειπούμεν: Καλό παιδί γεννημένον από καλούς γονείς, οφείλεις να κάμης γάμους που εγκρίνονται από τους ορθοφρονούντας, οι οποίοι θα σε εσυμβούλευαν να μην αποφεύγης τον γάμον με πτωχούς ούτε να επιδιώκης εξαιρετικώς τον γάμον με τους πλουσίους, αλλά, εάν όλα τα άλλα ισοφαρίζουν, να προτιμάς πάντοτε να έλθης εις επιμιξίαν με τον υποδεέστερον. Διότι τούτο και εις την πόλιν είναι συμφέρον και εις τας συνδεομένας οικογενείας. Διότι το ομαλόν και κανονικόν είναι χιλιάκις προτιμότερον από το ασύμμετρον ως προς την αρετήν. Και πρέπει να φροντίση να γίνη συγγενής με συνετούς πατέρας όστις γνωρίζει διά τον εαυτόν του ότι είναι ακάθεκτος και προβαίνει ορμητικώτερον του δέοντος εις όλας του τας πράξεις. Όστις δε έχει αντίθετα φυσικά πρέπει να επιζητή τα αντίθετα συμπεθερικά. Και γενικώς δι' όλους τους γάμους ας υπάρχη είς κανών. Δηλαδή έκαστος οφείλει να συνάπτη τον συμφέροντα εις την πόλιν γάμον και όχι τον ηδονικώτερον διά το άτομόν του. Αλλά έκαστος ωθείται φυσικά προς τον ομοιότατόν του, και διά τούτο όλη η πόλις γίνεται ανώμαλος και εις τα χρήματα και εις τους χαρακτήρας. Ως εκ τούτου όσα δεν θέλομεν να μας συμβούν, αυτά περισσότερον συμβαίνουν εις όλας τας πόλεις. Λοιπόν το να επιβάλλωμεν αυτά ρητώς διά νόμου, δηλαδή να μην υπανδρεύεται ο πλούσιος με πλουσίαν κόρην, ούτε ο έχων μεγάλην πολιτικήν δύναμιν με κόρην άλλου ομοίου του, τους δε ζωηρούς εις τα ήθη να τους αναγκάζωμεν να ζητήσουν εις γάμον από τους νωθροτέρους, και τους νωθροτέρους από τους ζωηροτέρους, όχι μόνο θα ήτο γελοίον, αλλά πιθανόν και να προκαλέση εμπάθειαν εις πολλούς. Διότι δεν είναι εύκολον να εννοήσουν ότι η πόλις πρέπει να μετριασθή ωσάν κρατήρ, του οποίου ο φλογισμένος μεν οίνος βράζει και χύνεται, ο δε μετριαζόμενος από άλλον νηφάλιον θεόν, αφού λάβη καλήν συμμετοχήν, κατασκευάζει καλόν ποτόν και μετριασμένον. Αυτό λοιπόν, διά να ειπώ ούτω πως, κανείς δεν έχει την ικανότητα να το ιδή ότι συμβαίνει εις την επιμιξίαν της τεκνοποιίας. Δι' αυτό λοιπόν είναι ανάγκη τα τοιαύτα από μεν τον νόμον να παραλειφθούν, διηγούμενος δε κανείς αυτά μαγικώς να προσπαθή να πείση έκαστον να θεωρή πολύ προτιμοτέραν την ομαλότητα των υιών του παρά την ισότητα εις προίκα η οποία είναι ακόρεστος απληστία, και με ονειδισμούς να αποτρέπη τον φροντίζοντα διά χρήματα εις τον γάμον, όχι όμως να τον υποχρεώνη με γραπτόν νόμον. Λοιπόν διά τους γάμους αυτά τα ανακουφιστικά λόγια ας είναι αρκετά, και μάλιστα και όσα ελέχθησαν προηγουμένως από αυτά, ότι δηλ. πρέπει να διατηρούμεν την διαιώνισιν της φύσεώς μας αφήνοντες τέκνα των τέκνων μας και να τα παραδίδωμεν εις τον θεόν ως υπηρέτας εις αντικατάστασίν μας. Λοιπόν όλα αυτά και ακόμη περισσότερα ημπορεί να ειπή κανείς διά το ζήτημα των γάμων, πώς πρέπει να γίνωνται, διά να κάμη ορθόν προοίμιον. Αν δε τυχόν κανείς δεν πείθεται εκουσίως, κρατή δε τον εαυτόν του ξένον και ακοινώνητον μέσα εις την πόλιν και μένων άγαμος φθάση εις το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του, ας πληρώνη πρόστιμον κατ' έτος, και, εάν μεν ανήκη εις το ανώτερον τίμημα, ας πληρώνη εκατόν δραχμάς, εάν δε εις το δεύτερον, εβδομήντα, εάν δε εις το τρίτον, εξήντα, εάν εις δε το τέταρτον, τριάντα. Αυτό δε ας είναι ιερόν χρήμα της Ήρας. Όστις δε δεν πληρώνει κατ' έτος ας χρεωστή δεκαπλάσιον. Ας το εισπράττη δε ο ταμίας της θεάς αυτής, εάν δε δεν το εισπράξη, ας το χρεωστή ο ίδιος, και κατά την παράδοσιν της διαχειρίσεως ας είναι υπόχρεος να δώση λόγον εις όλους δι' αυτό. Ως προς τα χρήματα λοιπόν όστις δεν θέλει να υπανδρευθή ας τιμωρήται κατ' αυτόν τον τρόπον, από πάσαν τιμήν δε προερχομένην από τους νεωτέρους ας είναι άτιμος, και κανείς από τους νέους ας μην υπακούη προθύμως εις αυτόν. Εάν δε δοκιμάση να τιμωρήση κανένα, ας βοηθήση ο καθείς τον αδικούμενον και ας τον υπερασπισθή εάν δε δεν βοηθήση όστις παρευρεθή, ας θεωρήται από τον νόμον ότι είναι δειλός και κακός πολίτης. Περί δε της προικός ωμιλήσαμεν μεν και προηγουμένως, αλλά ας ομιλήσωμεν και πάλιν ότι ίσα απέναντι ίσων ζημιώνεται κανείς, όταν ούτε λαμβάνη γυναίκα ούτε προικίζη κόρην ένεκα ελλείψεως χρημάτων, διά να γηράσκουν άγαμοι οι πτωχοί. Διότι βεβαίως τα απολύτως αναγκαία υπάρχουν εις όλους τους κατοίκους αυτής της πόλεως, εξ άλλου όμως ολιγωτέρα υπερηφάνεια, θα υπάρχη εις τας παροίκους γυναίκας, και πάλιν δουλοπρέπεια ανελεύθερος εις τους υπανδρευθέντας χάριν των χρημάτων. Και όστις μεν πείθεται θα κάμη αυτό το οποίον είναι έν από τα ωραία πράγματα, όστις όμως δεν πείθεται και δίδει ή λαμβάνει άνω των πενήντα δραχμών εις τόπον φορεμάτων, (προικιών) άλλος δε άνω της μνας και άλλος μιάμιση μναν και άλλος δύο μνας από τους ανήκοντας εις το ανώτατον τίμημα, ας χρεωστή εις το δημόσιον άλλο τόσον, το δε δοθέν ή ληφθέν ας είναι ιερόν χρήμα της Ήρας και του Διός, ας το εισπράττουν δε οι ταμίαι αυτών των θεών, καθώς είπαμεν διά τους αγάμους ότι πρέπει να το εισπράττουν εκάστοτε οι ταμίαι της Ήρας, ειδεμή να το πληρώνουν εξ ιδίων των. Ευθύνη δε πληρωμής έγκυρος ας είναι πρώτη μεν του πατρός, δευτέρα δε του πάππου, τρίτη δε των ομοπατρίων αδελφών εάν όμως δεν υπάρχη κανείς από αυτούς, κατόπιν να είναι έγκυρος επίσης η εγγύησις των αναλόγων συγγενών εκ μέρους της μητρός. Εάν δε συμβή έκτακτος σύμπτωσις ορφανίας, τότε να έχουν κύρος οι σχετικώς πλησιέστεροι εκάστοτε συγγενείς μαζί με τους επιτρόπους. Όσον δε διά τους αρραβώνας προ των γάμων ή διά καμμίαν παρομοίαν ιερουργίαν, η οποία είναι πρέπον να γίνη διά τους μέλλοντας ή γινομένους ή γενομένους γάμους, πρέπει κανείς να ερωτά τους ερμηνευτάς και υπακούων εις εκείνους να φρονή ότι όλα τα κάμνει καθώς πρέπει. Διά δε τα φιλεύματα πρέπει να προσκαλούμεν φίλους και φίλας όχι περισσοτέρους των πέντε από έκαστον φύλον, από τους συγγενείς δε και τους οικιακούς επίσης άλλους τόσους, έξοδα δε να μη γίνωνται περισσότερα από ό,τι επιτρέπει η περιουσία κανενός, και ο μεν ανώτερος εις τον πλούτον ας εξοδεύη μίαν μναν, ο δε δεύτερος το ήμισυ του ποσού αυτού, οι δε άλλοι κατά την ιδίαν αναλογίαν της ελαττώσεως του τιμήματος εκάστου. Και τον μεν πειθόμενον εις τον νόμον όλοι πρέπει να επαινούν, τον δε απειθή ας τον τιμωρούν οι νομοφύλακες ως απειρόκαλον και απαίδευτον ως προς τους νόμους των γαμηλίων Μουσών. Να πίνουν δε διά μέθην ούτε εις άλλας περιστάσεις αρμόζει εκτός εις τας εορτάς του θεού ο οποίος έδωκε τον οίνον (8) ούτε είναι ασφαλές τούτο. Επομένως δεν πρέπει να πίνη ούτε όστις φροντίζει σοβαρώς διά τον γάμον, εις τον οποίον πρέπει προ παντός να είναι νηφάλιος και η νύμφη και ο γαμβρός, αφού υφίστανται όχι επουσιώδη μεταβολήν της ζωής των, συγχρόνως δε διά να γεννηθή και το γεννώμενον όσον το δυνατόν από γονείς φρονιμωτέρους. Διότι σχεδόν είναι αβέβαιον ποία νυξ ή ποίον φως θα γεννήση αυτό με θέλημα θεού. Εκτός τούτου δεν πρέπει η τεκνοποιία να γίνεται με σώματα παραλυμένα από την μέθην, αλλά να δημιουργηθή το φυτευόμενον τέκνον συμπαγές και αδιάσπαστον και φιλήσυχον με καλήν ώραν. Ο δε μεθυσμένος και ο ίδιος σύρεται παντού και σύρει λυσσαλέως και με το σώμα και με την ψυχήν, επομένως είναι ακατάλληλος διά να σπείρη ο μεθυσμένος και συγχρόνως κακός, ώστε θα γεννήση ακανόνιστον και άπιστον και όχι ορθόφρον ήθος ούτε σώμα καλόν καθ' όλα τα φαινόμενα. Διά τούτο και εις το άλλο διάστημα του έτους και την ζωήν, προ πάντων όμως εις το διάστημα της τεκνοποιίας, πρέπει να προσέχη και να μη πράττη ούτε όσα είναι νοσηρά, όσον εξαρτάται από την θέλησίν του, ούτε όσα σχετίζονται με την ατασθαλίαν και την αδικίαν. Διότι τούτο κατ' ανάγκην αποτυπώνεται εις τας ψυχάς και τα σώματα των γεννωμένων και γεννά όλως διόλου μηδαμινώτερα. Εξαιρετικώς δε εκείνην την ημέραν και την νύκτα πρέπει να απέχουν από αυτά τα πράγματα. Διότι η καλή αρχή και ο θεός πρωτοστατούν εις τους ανθρώπους και σώζουν τα πάντα, εάν απολαμβάνουν από έκαστον την αρμόζουσαν εις αυτούς τιμήν. Όστις δε υπανδρεύεται πρέπει να φρονή ότι από τας δύο οικίας του κλήρου του η μία είναι ως άλλη φωλεά προς γέννησιν και ανατροφήν νεοσσών και ότι πρέπει να αποχωρισθή από τον πατέρα του και την μητέρα του και εκεί να κατοικήση και να ανατρέφη τα τέκνα του. Διότι εις τας φιλίας, εάν μεν γίνωνται επιθυμητά τα πρόσωπα από απουσίαν, στερεώνουν και συσφίγγονται τα ήθη των. Όταν όμως η συναναστροφή είναι βαρετή και δεν συνοδεύεται από τον πόθον ένεκα απουσίας, κάμνει αυτήν να εξατμίζεται και από τους δύο, εκ του υπερβολικού κορεσμού. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει να παραιτήσουν εις τον πατέρα των και την μητέρα των και εις τους συγγενείς της γυναικός των τας οικίας αυτών, και αυτοί να έλθουν ως εις αποικίαν εις την άλλην οικίαν και εκεί να είναι οι ίδιοι επιθεωρηταί και επιθεωρούμενοι και να γεννούν και να ανατρέφουν τέκνα, διά να συνεχίζουν την ζωήν ωσάν μεταλαμπαδευόμενον φως από χέρι εις χέρι και να λατρεύουν διαρκώς τους θεούς συμφώνως με τους νόμους. Αλλά τόρα ως προς τα κτήματα, ποία είναι η αρμονικωτέρα περιουσία που πρέπει να έχη κανείς; Και λοιπόν ως προς τα περισσότερα ούτε να εννοήσωμεν είναι δύσκολον, ούτε να αποκτήσωμεν. Το ζήτημα όμως των δούλων είναι εντελώς δύσκολον. Την δε αιτίαν αυτού κάπως ορθώς, αλλά και κάπως όχι ορθώς την λέγομεν συνήθως. Δηλαδή αντιθέτως από την συνήθειαν, και πάλιν συμφώνως με την συνήθειαν που επικρατεί διά τους δούλους πρόκειται να ομιλήσωμεν. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Πώς το εννοούμεν αυτό πάλιν, καλέ Ξένε; Διότι ημείς δεν ενοήσαμεν ακόμη αυτό που λέγεις. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Και πολύ ορθά βεβαίως, φίλε Μέγιλλε. Δηλαδή σχεδόν από όλον τον Ελληνισμόν η ειλωτεία των Λακεδαιμονίων ημπορεί να γεννήση την μεγαλιτέραν απορίαν και φιλονικίαν, εις άλλους μεν ότι είναι καμωμένη καλώς, εις άλλους δε κακώς. Μικροτέραν όμως φιλονικίαν προξενεί η υπό των Ηρακλεωτών υποδούλωσις των Μαριανδυνών, επίσης δε και οι Πενέσται της Θεσσαλίας. Εις αυτά δε και όλα τα παρόμοια ρίπτοντες βλέμμα πρέπει να εξετάσωμεν τι πρέπει να κάμωμεν ως προς τους δούλους. Λοιπόν το εξής είναι αυτό που έθιξα εξωδίκως εις τον λόγον μου και συ με ερώτησες τι εννοώ με αυτό. Είναι γνωστόν ότι όλοι σχεδόν θα έλεγαν ότι πρέπει να έχωμεν δούλους όσον το δυνατόν συμπαθείς και καλούς. Διότι έως τόρα πολλοί δούλοι ανεδείχθησαν διά μερικούς καλλίτεροι από τους αδελφούς και τους υιούς των εις πάσαν αρετήν, και έσωσαν και τους κυρίους και τα κτήματα και τας κατοικίας των όλας. Αυτά βεβαίως γνωρίζομεν ότι λέγονται περί δούλων. ΜΕΓΙΛΛΟΣ Αμέ τι; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν δεν γνωρίζομεν και το αντίθετον, ότι δηλαδή, τίποτε υγιές δεν έχει η δουλική ψυχή, και ότι ποτέ δεν πρέπει διόλου να βασίζεται εις αυτήν την γενεάν όστις έχει νουν; Ο δε σοφώτερος από τους ποιητάς μας εγνωμοδότησε περί του Διός και είπε: Του παίρνει την μισή αρετή ο Ζευς ο παντεπόπτης Του ανθρώπου, που η δουλική ημέρα θα υποτάξη. Από αυτά λοιπόν έκαστος λαμβάνει με την διάνοιάν του διαφοροτρόπως, και άλλοι μεν δεν βασίζονται διόλου εις την γενεάν των δούλων, αλλά, καθώς την φύσιν των ζώων, με κέντρα και με μάστιγας όχι τρεις φοράς μόνον κτυπούν και κάμνουν δουλικάς τας ψυχάς των δούλων. Άλλοι δε πάλιν κάμνουν όλως τα αντίθετα από αυτά. ΜΕΓΙΛΛΟΣ. Αμέ τι; ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Λοιπόν, φίλε Ξένε, τι πρέπει να κάμωμεν ημείς, αφού αυτοί έχουν τόσην ασυμφωνίαν και ως προς την χώραν μας και ως προς την απόκτησιν και τον σωφρονισμόν των δούλων; ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Τι άλλο, φίλε Κλεινία; Είναι προφανές ότι, αφού είναι δύσκολον θρέμμα ο άνθρωπος διά να υποστή ακριβείς όρους, διά τούτο το να ορισθή εμπράκτως ο δούλος και ο ελεύθερος και ο κυρίαρχος δεν ημπορεί να είναι και να γίνη διόλου εύκολον πράγμα. ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Έτσι φαίνεται. ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Λοιπόν είναι βαρύ αυτό το απόκτημα. Διότι εμπράκτως απεδείχθη πολλάκις από τας συχνώς συνηθιζομένας επαναστάσεις των Μεσσηνίων, και από τας πόλεις, αι οποίαι έχουν πολλούς δούλους ομιλούντας την ιδίαν γλώσσαν πόσα κακά συμβαίνουν, ακόμη δε και από τους λεγομένους _περιδίνους_ της Ιταλίας με τας ποικίλας κλοπάς των και τα πάθη των. Εις τα οποία όταν ρίψη κανείς βλέμμα, θα απορήση τι πρέπει να κάμη ως προς όλα αυτά. Λοιπόν μένουν δύο μόνον μέθοδοι. Να μην είναι ούτε πατριώται μεταξύ των όσοι πρόκειται να υπηρετήσουν με ευκολίαν και όσον το δυνατόν να είναι ασυμβίβαστοι εις την δύναμίν των. Έπειτα δε να τρέφουν αυτούς ορθώς όχι μόνον αναλόγως του ατόμου των αλλά και περισσότερον από τον εαυτόν των. Η δε ανατροφή αυτών είναι να μη υβρίζη κανείς τους δούλους, και ολιγώτερον να τους αδική από τους ίσους του, αν είναι δυνατόν. Διότι είναι ολοφάνερος όστις εκ φύσεως και όχι πλαστώς αγαπά την δικαιοσύνην και όστις μισεί την αδικίαν περισσότερον εις το πρόσωπον εκείνων τους οποίους είναι ευκολώτερον να αδικήση. Όστις λοιπόν εις τα σχετικά με τους δούλους ήθη και πράξεις του φανή αμόλυντος εις το να ασεβή και να αδική, αυτός θα είναι ικανώτατος εις την καρποφόρον σποράν της αρετής. Αυτό το ίδιον δε ημπορούμεν να το εφαρμόσωμεν και εις τον απολυταρχικόν και τον ηγεμόνα και εις παντός είδους κυρίαρχον απέναντι του αδυνατωτέρου του. Πρέπει όμως να τιμωρούμεν με το δίκαιον τους δούλους, και όχι να τους συμβουλεύωμεν ως ελευθέρους, και να τους κάμνωμεν να υπερηφανεύωνται. Πάντοτε δε ο λόγος μας προς τον δούλον πρέπει να είναι σχεδόν προσταγή, χωρίς να χαριεντίζεται κανείς ποτέ του με κανένα τρόπον με δούλους, ούτε θηλυκούς ούτε αρσενικούς. Αυτά όμως πολλοί τα συνηθίζουν με τους δούλους και τους καμαρώνουν ανοήτως και δι' αυτό κάμνουν δύσκολον την συμβίωσιν και δι' εκείνους ως προς το να υποτάσσωνται και διά τον εαυτόν των ως προς το να κυριαρχούν. ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β' ΤΟΜΟΥ Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα. Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό. Εδώ δε θα συναντήσουμε περιγραφές χαρακτήρων και επεισόδια, κάθε συζητητής παρουσιάζεται απλά σαν εκπρόσωπος μιας ωρισμένης θεωρίας, για να διατυπωθή τελικά η ώριμη φιλοσοφική αντίληψη του Πλάτωνος σε πολιτικό σύστημα, επιδεχτικό εφαρμογής. Η «Επινομίς», αποτελώντας συνέχεια των «Νόμων» είναι ταυτόχρονα και μια επεξήγησή τους συχνά. Μεταφραστής ο Κ. Ζάμπας. Τόμοι τέσσερις. ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10 1) Ηροδότου III 61. 2) Ο ίδιος ο μύθος υπάρχει εκτενέστατα εις τον Πολιτικόν. 3) Νεωτάτη ετυμολογία μη υπάρχουσα εις τον Κρατύλον. Ιδέ και χορός — χαρά σελ. 43 (Σημείωση: όπου αναφέρει . . . χορούς μεταξύ μας και ωνόμασαν τους χορούς με αυτό το όνομα το φυσικώς παραγόμενον από την χαράν.) 4) Συμφώνως με την διδασκαλίαν του Πυθαγόρα. 5) Γλωσσική παρατήρηση σπουδαιοτάτη περί τελειοποιήσεως των λέξεων υπό έποψιν λογικήν, μη περιεχομένη εις τον Κρατύλον. 6) Μία μνα ισοδυναμεί, ως γνωστόν, με 100 δραχμάς 7) Ο 5.040 διαιρούμενος διά του 11 δίδει υπόλοιπον 2 το οποίον προς εξοικονόμησιν της δυσκολίας το αποκόπτει. 8) Διόνυσος = Δίδοινος ίδ. Κρατύλον, σελ. 48. *** End of this LibraryBlog Digital Book "Laws and Epinomis - Volume B" *** Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.