By Author | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Title | [ A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z | Other Symbols ] |
By Language |
Download this book: [ ASCII | HTML | PDF ] Look for this book on Amazon Tweet |
Title: The Chancellor Author: Verne, Jules, 1828-1905 Language: Greek As this book started as an ASCII text book there are no pictures available. *** Start of this LibraryBlog Digital Book "The Chancellor" *** Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Words in italics are included in _. Footnotes have been converted to endnotes and are included in (). I have also added explanation of words in endnotes. These are included in []. Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με πλαγίους χαρακτήρες έχουν σημειωθεί με _. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και περικλείονται σε (). Έχω προσθέσει στο τέλος του βιβλίου επεξηγήσεις λέξεων. Αυτές έχουν σημειωθεί με []. Ο ΣΑΝΣΕΛΛΩΡ _____ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ Ο ΣΑΝΣΕΛΛΩΡ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΦΕΡΜΠΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΜΕΤΑ 45 ΕΙΚΟΝΩΝ ΘΗΣΕΥΣ Κ. ΛΙΒΕΡΙΟΣ ΕΚΔΟΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΑ ΤΑΞΕΙΔΙΑ _____ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΒΡΑΒΕΥΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΦΕΡΜΠΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΜΕΤΑ 45 ΕΙΚΟΝΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ Εκδότης Θησεύς Κ. Λιβέριος 1892 _____ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΙΒΑΤΟΥ I. Ρ. ΚΑΖΑΛΛΟΝ _____ Α' — Κάρλεστον. — _Τη 27 Σεπτεμβρίου 1869._ — Καταλείπομεν την προκυμαίαν του Πυροβολείου τη 3 μ.μ., εν τη ακμή της παλιρροίας, η δε άμπωτις εκφέρει ημάς ταχέως εις το πέλαγος. Ο πλοίαρχος Χόντλυ εκέλευσε να εκπετάσωσι τα ανώτερα ιστία και τα κατώτερα, η δε πνοή του Βορρά ωθεί τον _Σάνσελλορ_ ανά τον κολπίσκον. Μετ' ου πολύ κάμπτομεν το φρούριον Σόντερ, και αφίνομεν αριστερά τα μετωποβόλα πυροβολεία της παραλίας. Την τετάρτην ώραν το στόμιον του λιμένος, εξ ού εκφεύγει ταχύ ρεύμα αμπώτιδος, παρέχει δίοδον εις το πλοίον. Αλλά το πέλαγος είνε εισέτι μακράν· ίνα δε φθάσωμεν αυτό, οφείλομεν να παρακολουθήσωμεν τους στενούς πόρους, ούς το κύμα έσκαψε μεταξύ των όχθων της άμμου. Ο πλοίαρχος Χόντλυ εκπίπτει λοιπόν εις την ΝΔ αύλακα, κάμπτων τον φάρον της άκρας διά της αριστεράς γωνίας του φρουρίου Σόντερ. Τότε δε τα ιστία του _Σάνσελλορ_ ηυθετίσθησαν προς τον άνεμον, και την 7 μ. μ. το πλοίον ημών, παραπλεύσαν την εσχάτην αμμώδη άκραν της παραλίας, διά μιας εισβάλλει εις τον Ατλαντικόν. Ο _Σάνσελλορ_, εύμορφον πλοίον τρίστηλον [1], ενεακοσίων τόννων, ανήκει τω πλουσίω οίκω των Αδελφών Ληρδ εκ Λιβερπούλης. Είνε δύο ετών, έχει επιχάλκωσιν μετά γόμφων [2] χαλκών και είνε ηρμολογημένον εξ αρίστης ξυλείας των Ινδιών· οι κατώτεροι αυτού ιστοί, πλην του επιδρόμου [3], είνε σιδηροί ως και η εξαρτία [4]. Το στερεόν τούτο και κομψόν σκάφος, καταγεγραμμένον εκ των πρώτων εν τω _Νηιγνώμονι_, εκτελεί την στιγμήν ταύτην τον τρίτον αυτού πλουν μεταξύ Κάρλεστον και Λιβερπούλης. Εξερχόμενον των πόρων του Κάρλεστον αναπεταννύει την βρεττανικήν σημαίαν αλλ' όμως ναυτικός τις βλέπων αυτό δεν θα ηδύνατο να απατηθή περί της καταγωγής του, είνε ακριβώς οποίον φαίνεται, τούτ' έστιν είνε Αγγλικόν από της ισάλου αυτού γραμμής [5] μέχρι των επιμήλων [6]. Ιδού δε ο λόγος δι' όν επεβιβάσθην επί του _Σάνσελλορ_ καταπλέοντος εις Αγγλίαν. Ουδεμία υπάρχει κατ' ευθείαν ατμοπλοϊκή γραμμή μεταξύ της Νοτίου Καρολίνης και του Ηνωμένου βασιλείου· ίνα δε λάβη τις γραμμήν υπερωκεάνειον, οφείλει είτε να ανέλθη προς βορράν των Ηνωμένων Πολιτειών, εις Νέαν Υόρκην, είτε να κατέλθη προς νότον, εις Νέαν Αυρηλίαν. Μεταξύ δε της Νέας Υόρκης και της παλαιάς ηπείρου υπάρχουσι πολλαί γραμμαί, Αγγλική, Γαλλική, Αμβουργική και μία _Σκωτία_, είς _Περέρ_, μία _Ολσατία_ θα με έφερον τάχιστα εις τον προς όν όρον. Μεταξύ δε Νέας Αυρηλίας και Ευρώπης τα ατμόπλοα της _Εθνικής ατμοπλοϊκής Εταιρείας_, άτινα συνεχίζουσι την υπερατλάντειον Γαλλικήν από Κολόν μέχρι Ασπινουάλ, εκτελούσι ταχείς πλους. Αλλά διατρέχων τας προκυμαίας του Κάρλεστον είδον τον _Σάνσελλορ_· Ο _Σάνσελλορ_ μοι ήρεσε και ουκ οίδα οποίον τι ένστιγμά με ώθησεν εις το πλοίον τούτο, ού τινος τα πάντα ήσαν άνετα. Άλλως τε η ιστιοφόρος ναυτιλία όταν ευνοήται υπό τε του ανέμου και της θαλάσσης — ταχεία σχεδόν όσον και η ατμήρης — είνε προτιμητέα κατά πάντα: Αρχομένου του φθινοπώρου, υπό τα γεωγραφικά ταύτα πλάτη, τα νότια ήδη, ο καιρός είνε ακόμη καλός. Λοιπόν απεφάσισα να επιβιβασθώ επί του _Σάνσελλορ_. Καλώς εποίησα ή κακώς; Άρα γε θα μετανοήσω διά την απόφασίν μου; Το μέλλον θα με το διδάξη. Συντάσσω καθ' ημέραν τας σημειώσεις ταύτας, και καθ' ήν στιγμήν γράφω, δεν ειξεύρω περισσότερα των αναγινωσκόντων το ημερολόγιον τούτο, — αν ίσως και εύρη ποτέ αναγνώστας. Β' — _28 Σεπτεμβρίου_. — Είπον ότι ο πλοίαρχος του _Σάνσελλορ_ επονομάζεται Χόντλυ — τα κύρια δε ονόματα αυτού Τζων Σάιλας. Είνε Σκώτος εκ Δούνδης, πεντηκοντούτης, φημιζόμενος ως επιδέξιος του Ατλαντικού γνώστης. Ανάστημα έχει μέτριον, ώμους στενούς, κεφαλήν μικράν και εκ συνηθείας ολίγον τι κεκλιμένην προς αριστερά. Δεν είμαι πρώτης τάξεως φυσιογνώμων, μοι φαίνεται όμως ότι δύναμαι ήδη να κρίνω τον πλοίαρχον Χόντλυ, ει και από τινων μόνον ωρών γινώσκω αυτόν. Ότι ο Σάιλας Χόντλυ φημίζεται ως καλός ναυτικός και ότι γινώσκει εντελώς το επάγγελμά του, δεν αντιλέγω· αλλ' ότι όμως ενυπάρχει εν τω ανθρώπω τούτω χαρακτήρ σταθερός, δραστηριότης φυσική τε και ηθική, ουχί! τούτο δεν είνε παραδεκτόν. Και όντως, η στάσις του πλοιάρχου Χόντλυ είνε βαρεία, το δε σώμα του εμφαίνει τινά ατονίαν. Είνε νωχελής, ως δηλοί το ασταθές του βλέμματός του, η παθητική των χειρών του κίνησις, και η ταλάντωσις η φέρουσα αυτόν βραδέως από του ετέρου ποδός εις τον έτερον. Δεν είνε, δεν δύναται να είνε ανήρ δραστήριος, ουδέ επίμονος, διότι οι οφθαλμοί του δεν συσπώνται, η σιαγών του είνε μαλακή, και αι πυγμαί του δεν έχουσι συνήθη τάσιν να κλείωνται. Προς δε τούτοις ανευρίσκω εν αυτώ ήθος αλλόκοτον, περί ού δεν δύναμαι ακόμη να εξηγηθώ, αλλά θα τον παρατηρήσω μετά προσοχής, ής είνε άξιος ο κυβερνήτης πλοίου, ο καλούμενος «ο μετά Θεόν κύριος!» Αλλ' όμως, αν μη απατώμαι, μεταξύ Θεού και Σάιλα Χόντλυ υπάρχει εν τω πλοίω έτερος ανήρ, όστις μου φαίνεται προωρισμένος, τυχούσης περιστάσεως, να καταλάβη θέσιν αξίαν λόγου. Είνε ο δεύτερος του _Σάνσελλορ_, όν ακόμη δεν εσπούδασα επαρκώς και περί ού επιφυλάσσομαι να λαλήσω βραδύτερον. Το πλήρωμα του _Σάνσελλορ_ αποτελείται εκ του πλοιάρχου Χόντλυ, του δευτέρου Ροβέρτου Κόρτις, του υποπλοιάρχου Ουάλτερ, του αρχιναύτου και δεκατεσσάρων ναυτών, Άγγλων ή Σκώτων, τούτ' έστιν εκ δεκαοκτώ ναυτικών, — όσοι εξασκούσιν εις τον χειρισμόν πλοίου τριστήλου ενεακοσίων τόνων. Πάντες δε οι άνδρες ούτοι φαίνονται γινώσκοντες το έργον των. Τούτο δε μόνον δύναμαι να βεβαιώσω μέχρι τούδε ότι, διευθύνοντος του δευτέρου, εξετέλεσαν επιδεξίως τους χειρισμούς εν τοις πόροις του Κάρλεστον. Συμπληρών την απαρίθμησιν των επιβαινόντων του _Σάνσελλορ_, αναφέρω τον τροφοδότην Χόμμπαρτ, τον μαύρον μάγειρον Γύγξτροπ, και παρέχω τον κατάλογον των επιβατών. Οι επιβάται είνε οκτώ τον αριθμόν και εμού συμπεριλαμβανομένου. Μόλις γινώσκω αυτούς, αλλ' η μονοτονία του διάπλου, τα συμβαίνοντα καθ' εκάστην, ο καθημερινός διαγκωνισμός ανθρώπων συνεσφιγμένων εν διαστήματι στενώ, η χρεία εκείνη η τοσούτον φυσική της ανταλλαγής ιδεών, η έμφυτος τη ανθρωπίνη καρδία περιεργία, πάντα ταύτα θα προσελκύσωσι μετ' ου πολύ πάντας ημάς προς αλλήλους, διότι μέχρι τούδε ο θόρυβος της επιβιβάσεως, η κατάληψις των θαλάμων, η διευθέτησις πάντων των χρειωδών εις ταξείδιον μέλλον να διαρκέση είκοσιν ίσως ημέρας μέχρι είκοσι πέντε, ασχολίαι διάφοροι, εκράτησαν ημάς απομεμακρυσμένους απ' αλλήλων. Χθες δε και σήμερον πάντες οι δαιτυμόνες ουδέ καν εφάνησαν ακόμη εις την τράπεζαν, ίσως δε τινες αυτών κατατρύχονται υπό της ναυτίας. Όθεν δεν τους είδον πάντας, αλλά γινώσκω όμως ότι μεταξύ των επιβατών συγκαταριθμούνται δύο κυρίαι έχουσαι τους πρυμναίους θαλάμους, ών τα παράθυρα ήσαν επί του άβακος [7] του πλοίου. Περί πλέον ιδού και ο κατάλογος των επιβατών απαράλλακτος ως τον αντέγραψα εκ του επιβατολογίου του _Σάνσελλορ_: Ο Κος και η Κα Κηρ, Αμερικανοί, εκ Βουφφάλου. Μις Χέρμπυ, Αγγλίς, ακόλουθος της Κας Κηρ. Κος Λετουρνέρ και ο υιός του Ανδρέας Λετουρνέρ, Γάλλοι, εκ Χάβρης. Ουίλλιαμ Φάλστεν, μηχανικός εκ Μαγχεστρίας, και Τζων Ρώμπυ μεγαλέμπορος εκ Κάρδιφ, αμφότεροι Άγγλοι. Ι. Ρ. Κάζαλλον, εκ Λονδίνου, — ο συγγραφεύς του ημερολογίου τούτου. Γ' — _29 Σεπτεμβρίου_. — Η φορτωτική του πλοιάρχου Χόντλυ, τούτ' έστιν η πράξις η βεβαιούσα την φόρτωσιν των εμπορευμάτων επί του _Σάνσελλορ_ και τους όρους της μεταφοράς αυτών, έχει ώδε: ΒΡΟΝΣΦΙΛΔ ΚΑΙ ΣΑ., ΠΑΡΑΓΓΕΛΕΙΟΔΟΧΟΙ ΚΑΡΛΕΣΤΟΝ «Εγώ, Τζων Σάιλας Χόντλυ, εκ Σούνδης (Σκωτία), πλοίαρχος του πλοίου _Σάνσελλορ_, τόνων ενεακοσίων ή ως έγγιστα, ηγκυροβολημένον επί του παρόντος εν Κάρλεστον, διά να αποπλεύσω καιρού επιτρέποντος και με την βοήθειαν του Θεού και μέχρι προ της πόλεως Λιβερπούλης εκεί όπου θα εκφορτώσω, — ομολογώ ότι παρέλαβον εν τω ειρημένω πλοίω μου και υπό το ελεύθερον αυτού κατάστρωμα παρ' υμών των κκ. Βρόνσφιλδ και Σα, παραγγελειοδόχων εν Κάρλεστον, χίλια επτακόσια δέματα βάμβακος, αξίας εικοσιέξ χιλιάδων λιρών, σώα και εν καλή καταστάσει, επιγεγράμμένα διά των εν τω περιθωρείω στοιχείων και αριθμών. Ταύτα δε υπισχνούμαι να κομίσω καλώς έχοντα, πλην των θαλασσίων κινδύνων και ατυχημάτων, εις Λιβερπούλην, και εκεί να παραδώσω αυτά εις τους κκ. Αδελφούς Ληρδ ή εις την διαταγήν αυτών, λαμβάνων ως ναύλον μου το ποσόν δισχιλίων λιρών, άνευ τινός προσθήκης, κατά το συμφωνητικόν, προς δε τούτοις και τας ναυφθορίας [8] κατά τα θαλάσσια έθιμα. Προς εκπλήρωσιν δε των ανωτέρω εγγυήθην και εγγυώμαι προσωπικώς και διά των υπαρχόντων μου και του ειρημένου πλοίου μετά πάντων των εξαρτημάτων αυτού. »Εις πίστωσιν τούτου υπέγραψα τρεις ομοίας φορτωτικάς, εξ ών της μιας των όρων εκπληρωθέντων, αι λοιπαί δύο θα είνε άκυροι. » Εγένετο εν Κάρλεστον τη 13 Σεπτεμβρίου 1850. Τ. Σ. ΧΟΝΤΛΥ» Όθεν λοιπόν ο _Σάνσελλορ_ κομίζει εις Λιβερπούλην χίλια επτακόσια δέματα βάμβακος, ών αποστολείς μεν οι Βρόνσφιλδ και Σα εν Κάρλεστον, παραλήπται δε οι Αδελφοί Ληρδ εκ Λιβερπούλης. Η φόρτωσις δε αύτη εγένετο μετά μεγίστης επιμελείας, διότι το πλοίον είχεν εξεπίτηδες ναυπηγηθή προς μεταφοράν βάμβακος. Τα δέματα κατέχουσιν όλον το κύτος, πλην μικρού τινος μέρους προωρισμένου ιδία εις τας αποσκευάς των επιβατών. Τα δέματα δε ταύτα, ών η συμπίεσις κατωρθώθη διά μηχανής, αποτελούσι μίαν μάζαν συμπαγεστάτην. Λοιπόν ουδείς τόπος του κύτους έμεινεν άχρηστος, — πλεονέκτημα σημαντικόν εις πλοίον δυνάμενον ούτω να περιλάβη όσα χωρεί εμπορεύματα. Δ' — _Από της 30 Σεπτεμβρίου μέχρι της 6 Οκτωβρίου_. — Ο _Σάνσελλορ_ είνε ταχύς δρομεύς, όστις παν άλλο ισομέγεθες πλοίον ακόπως [δεν θα] ηδύνατο να υπερβή· αφ' ότου δ' εδρόσισεν ο άνεμος, μακρά αύλαξ ευκρινέστατα κεχαραγμένη εκτείνεται έξω βολής οφθαλμών εκ της πρύμνης, ως λευκόν τρίχαπτον [9] ηπλωμένον επί της θαλάσσης, ως επί πεδίου κυανού. Ο Ατλαντικός Ωκεανός δεν ταράσσεται πολύ υπό των ανέμων. Ουδείς των εν τω πλοίω, καθ' όσον γινώσκω, ενοχλείται πλέον ούτε υπό του παρακυλίσματος [10] του πλοίου ούτε υπό του προνευστασμού [11]. Άλλως τε ουδείς των επιβατών είνε πρωτοτάξειδος, και πάντες έχουσι κατά το μάλλον ή ήττον εξοικειωθή προς την θάλασσαν. Όθεν ουδεμία θέσις κενή πέριξ της τραπέζης την ώραν του φαγητού. Αι των επιβατών προς αλλήλους σχέσεις άρχονται συναπτόμεναι, και ο επί του πλοίου βίος γίνεται ήττον μονότονος. Ο Γάλλος, κ. Λετουρνέρ, και εγώ συνδιαλεγόμεθα συχνάκις. Ο κ. Λετουρνέρ είνε ανήρ πεντηκοντούτης, υψηλός το ανάστημα, πολιός [12] την κόμην, και το γένειον μιξοπόλιος, φαίνεται δε πρεσβύτερος της ηλικίας του — αποτελέσματα του πολυπαθούς βίου του. Υπό δεινών εδοκιμάσθη θλίψεων και, προσθέτω, δοκιμάζεται ακόμη. Ο ανήρ ούτος φέρει προδήλως εν εαυτώ πηγήν ακένωτον δυσθυμίας, ως φαίνεται εκ του καταβεβλημένου πως σώματός του, εκ της κεφαλής της συχνότατα κεκλιμένης προς το στήθος. Ουδέποτε γελά, μειδιά μόλις, και μόνον προς τον υιόν του. Οι οφθαλμοί του είνε γλυκείς, αλλά μοι φαίνεται ότι το βλέμμα του διαφαίνεται διά μέσου σκέπης υγράς. Το πρόσωπόν του ενέχει τι μετέχον πικρίας και αγάπης, η δε καθ' όλου έκφρασις της φυσιογνωμίας του είνε έκφρασις προσηνείας και αγαθότητος. Θα έλεγέ τις ότι ο κ. Λετουρνέρ κατατρύχεται υπό των ελέγχων της συνειδήσεως, ένεκα ακουσίου τινός δυστυχήματος. Και όντως! Αλλά τις δεν θα συγκινηθή βαθύτατα μανθάνων οποίοι τινες είνε οι έλεγχοι ούτοι οι υπερβολικοί, βεβαίως, ών ένεκα ο «πατήρ» ούτος ελέγχει αυτός εαυτόν; Ο κ. Λετουρνέρ είνε μετά του υιού του Ανδρέου, νεανίου είκοσι περίπου ετών όψεως γλυκείας και συμπαθητικής. Είνε δε η εικών, ολίγον τι εσβεσμένη, του κ. Λετουρνέρ, αλλά — και αύτη είνε η ανίατος του πατρός του λύπη — ο Ανδρέας είνε ανάπηρος. Ο αριστερός αυτού πους, ελεεινώς διεστραμμένος προς τα έξω, τον αναγκάζει να χωλαίνη, και δεν δύναται να βαδίζη, αν μη στηρίζεται επί της ράβδου του. Ο πατήρ λατρεύει το παιδίον τούτο και πας τις αισθάνεται ότι όλος αυτού ο βίος είνε εν τη ατυχή ταύτη υπάρξει. Πάσχει διά την εκ γενετής ασθένειαν του υιού έτι μάλλον ή αυτός ο υιός, και ίσως ζητεί παρ' αυτού συγγνώμην. Η προς τον Ανδρέαν αφοσίωσις αυτού είνε αδιάλειπτος. Ουδέποτέ τον εγκαταλείπει, και τας ελαχίστας αυτού επιθυμίας προλαμβάνων και τας ελαχίστας πράξεις επιτηρών. Οι βραχίονές του ανήκουσι μάλλον τω υιώ ή εαυτώ και περιβάλλουσι και υποβαστάζουσι τον νεανίαν περιπατούντα επί του καταστρώματος του _Σάνσελλορ_. Ο κ. Λετουρνέρ είνε ιδία μάλλον συνδεδεμένος μετ' εμού και αείποτέ μοι ομιλεί περί του τέκνου του. Σήμερον είπον προς αυτόν: «Τώρα δα ήμην μετά του κ Ανδρέα. Μα έχετε αξιόλογον υιόν, κύριε Λετουρνέρ. Είνε νέος ευφυής και ευπαίδευτος. — Μάλιστα, κύριε Κάζαλλον, μοι αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ, ου τα χείλη υποχαράσσουσι μειδίαμα, είνε ψυχή καλή εν αθλίω σώματι, — η ψυχή της ταλαίνης μητρός του, ήτις απέθανε φέρουσα αυτόν εις τον κόσμον! — Σας αγαπά, κύριε Λετουρνέρ. — Αι, το καϊμένον! ψιθυρίζει ο κ. Λετουρνέρ κύπτων την κεφαλήν. Α! επαναλαμβάνει, υμείς δεν δύνασθε να νοήσετε τι πάσχει ο πατήρ βλέπων το τέκνον του ανάπηρον . . . ανάπηρον εκ γενετής! — Κύριε Λετουρνέρ, απεκρίθην, της συμφοράς ήτις έπληξε το τέκνον σας και, κατ' ακολουθίαν, υμάς, δεν μετέχει εξ ίσου έκαστος υμών. Ο κύριος Ανδρέας είνε αξιολύπητος, αναμφιβόλως· αλλ' όμως ολίγον είνε εις αυτόν το να αγαπάται υφ' υμών, όπως αγαπάται; Ασθένειαν φυσικήν υπομένει ο άνθρωπος ευκολώτερον ή λύπην ηθικήν, εις υμάς δε μάλιστα έλαχεν η ηθική λύπη. Παρατηρώ μετά προσοχής τον υιόν σας, και νομίζω ότι δύναμαι να διαβεβαιώσω, ότι, αν είνε πράγμα όπερ ιδία τον λυπεί, είνε η ιδία υμών θλίψις . . . — Δεν τον αφίνω να καταλάβη τίποτε! απεκρίθη ζωηρώς ο κ. Λετουρνέρ. Μίαν και μόνην έχω ενασχόλησιν, να τον διασκεδάζω κατά πάσαν στιγμήν του βίου του. Ανεγνώρισα δε ότι, παρά την ασθένειάν του, το τέκνον μου είχε μανίαν εις τα ταξείδια. Το πνεύμα του έχει πόδας, πτερά μάλιστα, και από πολλών ετών συνταξειδεύομεν. Επεσκέφθημεν όλην την Ευρώπην, κατά πρώτον, και προ μικρού διήλθομεν τας κυριωτάτας Πολιτείας της Ενώσεως. Εγώ αυτός εξεπαίδευσα τον Ανδρέαν, διότι δεν ήθελον να τον στείλω εις σχολείον, και την εκπαίδευσίν του ταύτην συμπληρώ διά των περιηγήσεων. Ο Ανδρέας είνε κεκοσμημένος δι' οξείας διανοίας και ζωηράς φαντασίας· είνε ευαίσθητος, και ενίοτε μετά χαράς συλλογίζομαι ότι λησμονεί, περιπαθώς διακείμενος προ των μεγάλων θεαμάτων της φύσεως! — Μάλιστα, κύριε, . . . αναμφιβόλως . . . , είπον. — Αλλ' εάν λησμονή, υπέλαβεν ο κ. Λετουρνέρ θλίβων μου την χείρα, εγώ όμως δεν λησμονώ, ουδέ θα λησμονήσω ποτέ! Κύριε, κύριε, νομίζετε ότι ο υιός μου συγχωρεί την μητέρα του και εμέ διότι τον εγεννήσαμεν ασθενή;» Η λύπη του πατρός τούτου κατηγορούντος εαυτόν διά δυστύχημα, ού η ευθύνη ουδένα εβάρυνε, με καταλυπεί δεινώς! Θέλω να τον παρηγορήσω, αλλ' επιφαίνεται ο υιός του την στιγμήν εκείνην. Ο κ. Λετουρνέρ τρέχει προς αυτόν και τον βοηθεί να αναβή την κλίμακα, ολίγον τι ορθίαν, την καταλήγουσαν εις το επίστεγον [13]. Εκεί δε ο Ανδρέας Λετουρνέρ κάθηται επί τινος των θρανίων των διατεθειμένων επί των κλωβών των ορνίθων, και παρ' αυτώ κάθηται ο πατήρ. Αμφότεροι συνδιαλέγονται, και εγώ αναμιγνύομαι εις την συνδιάλεξιν. Το υποκείμενον δε της συνδιαλέξεως είνε ο πλους του _Σάνσελλορ_, αι περιπέτειαι του ταξειδίου, το πρόγραμμα του εν τω πλοίω βίου. Ο κ. Λετουρνέρ είχεν, ως και εγώ, μετρίαν γνώμην περί του πλοιάρχου Χόντλυ. Το αμφίρροπον του ανδρός τούτου, η υπναλέα αυτού όψις, αηδώς εκίνησαν την ψυχήν του. Η γνώμη του κ Λετουρνέρ είνε τουναντίον ευνοϊκωτάτη προς τον δεύτερον πλοίαρχον, τον Ροβέρτον Κόρτις, νέον τριακοντούτη, ευεκτικόν [14], μυικής δυνάμεως μεγάλης, αείποτε εν κινήσει διατελούντα, και ού τινος η ζωηρά θέλησις φαίνεται αδιαλείπτως ετοίμη διά πράξεων να εκδηλωθή. Ο Ροβέρτος Κόρτις την στιγμήν ταύτην ανήλθεν εις το κατάστρωμα. Τον παρατηρώ μετά προσοχής και εκπλήττομαι εκ των συμπτωμάτων, άτινα εμφαίνουσι την ισχύν αυτού και την ζωικήν ανάπτυξιν. Είνε εκεί, ευθυτενής, ευκίνητος, υπερήφανος το βλέμμα και μόλις συσπών τους οφρυαίους μυς. Είνε ανήρ δραστήριος και θα έχη το απαθές εκείνο θάρρος το απαραίτητον εις τον αληθή ναυτικόν. Αλλ' εν ταυτώ είνε ψυχή αγαθή, διότι φαίνεται συμπαθών προς τον νέον Λετουρνέρ και προθυμείται να τω φανή χρήσιμος εν πάση περιστάσει. Εξετάσας την κατάστασιν του ουρανού και την ιστιοφορίαν του πλοίου, έρχεται προς ημάς και μετέχει της συνδιαλέξεως. Βλέπω δε ότι ο νέος Λετουρνέρ ευαρεστείται συνομιλών μετ' αυτού. Ο Ροβέρτος Κόρτις δίδει ημίν λεπτομερείς τινας πληροφορίας περί των επιβατών προς ούς ατελεστάτας έτι σχέσεις έχομεν συνάψη. Και ο μεν Μίστερ και η Μίσσιζ Κηρ είνε Αμερικανοί εκ της Βορείου Αμερικής, ωφεληθέντες μεγάλως εκ της καλλιεργείας πηγών πετρελαιοφόρων. Γνωστόν όντως ότι αύτη είνε η αρχή των νεωτέρων μεγάλων περιουσιών εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις. Αλλ' ο κύριος ούτος Κηρ, ανήρ πεντηκοντούτης, φαινόμενος ως πλουτήσας μάλλον ή ως πλούσιος, είνε οχληρός ομοτράπεζος, ουδέν άλλο επιζητών και θέλων, ή τας αναπαύσεις του. Ήχος μεταλλικός εξέρχεται κατά πάσαν στιγμήν εκ των θυλακίων του, εν οίς αι δύο του χείρες είνε αδιαλείπτως βεβυθυσμέναι. Αλαζών και μάταιος, θαυμάζων εαυτόν και καταφρονών τους άλλους, προοσποιείται αδιαφορίαν προς παν ό τι δεν είνε εαυτού. Βρενθύεται [15] ως ταώς [16], «οσφραίνεται εαυτόν, εντρυφά εαυτώ, απογεύεται εαυτόν», ίνα μεταχειρισθώμεν τους όρους του σοφού φυσιογνώμονος Γρατιολέτου. Τέλος είνε μωρός και φίλαυτος. Δεν εξηγούμαι δε διατί επεβιβάσθη επί του _Σάνσελλορ_, απλού εμπορικού πλοίου, όπερ δεν δύναται να παράσχη αυτώ τας ανέσεις των Υπερατλαντείων σκαφών. Η δε μίσσιζ Κηρ είνε γυνή άσημος, νωχελής, αδιάφορος, τεσσαρακοντούτις, αφυής, άνευ αναγνώσεως, άνευ συνδιαλέξεως. Κυττάζει μεν, αλλά δεν βλέπει, ακροάται, αλλά δεν ακούει. Σκέπτεται; δεν δύναμαι να το βεβαιώσω. Μόνη ασχολία της γυναικός ταύτης είνε να υπηρετήται κατά πάσαν στιγμήν υπό της ακολούθου αυτής Αγγλίδος μις Χέρμπυ, νεάνιδος εικοσαέτιδος γλυκείας και πράου, κερδαινούσης άνευ ταπεινώσεως τας ολίγας τινάς λίρας άς τη ρίπτει ο βαθύπλουτος Πετρέλαιος. Η νεάνις αυτή είνε κομψοτάτη, και ξανθή μετά βαθυκυάνων οφθαλμών, η δε χαρίεσσα αυτής όψις δεν έχει το άσημον εκείνο όπερ απαντά παρά τισι των ομοφύλων αυτής. Το στόμα της θα ήτο θελκτικόν, εάν είχε ποτε καιρόν ή αφορμήν να μειδιάση. Αλλά προς τίνα και διατί ήθελε μειδιάση η τάλαινα κόρη, υποκειμένη εις τας αδιαλείπτους προσβολάς και τας γελοίας ιδιοτροπίας της κυρίας; Αλλ' όμως ει και πάσχει ενδομύχως, υποτάσσεται, τουλάχιστον, και φαίνεται υπείκουσα εις την τύχην της. Ο δε Ουίλλιαμ Φάλστεν είνε μηχανικός εκ Μαγχεστρίας, έχων ήθος αγγλικώτατον. Διευθύνει μέγα υδραυλικόν εργαστήριον εν τη Μεσημβρινή Καρολίνη και απέρχεται εις Ευρώπην αναζητών τας νεωτάτας συσκευάς, και πλην άλλων τους μύλους μετά φυξικέντρου [17] δυνάμεως του οίκου Κάιλ. Είνε δε ανήρ τεσσαράκοντα πέντε ετών, τρόπον τινά σοφός τις, μόνον αυτού μέλημα έχων τας μηχανάς και απορροφώμενος υπό της μηχανικής και των υπολογισμών· πέρα δε τούτων δεν βλέπει τίποτε. Ο μετ' αυτού συνδιαλεγόμενος είνε των αδυνάτων να απαλλαχθή ευκόλως, περιπλέκεται όλος ως εν τροχώ γιγγλυμωτώ [18]. Ό δε κυρ Ρόμπυ εκπροσωπεί τον κοινόν μεγαλέμπορον άνευ τινός μεγαλείου, άνευ πρωτοτυπίας. Από εικοσαετίας ο ανήρ ούτος πωλεί μόνον και αγοράζει. Επειδή δε ανεξαιρέτως επώλησεν ακριβότερον παρ' όσον ηγόρασεν, έγινε κάτοχος περιουσίας. Τι θα την κάμη, ουδ' αυτός δύναται να είπη. Ο Ρόμπυ ούτος, ού όλος ο βίος απεκτηνώθη εν τω κατά μέρος εμπορίω, δεν σκέπτεται, δεν διανοείται πλέον. Ο εγκέφαλός του είνε του λοιπού κλειστός εις πάσαν εντύπωσιν, και κατ' ουδένα τρόπον δικαιολογεί το υπό του Πασχάλ ειρημένον: «Προδήλως ο άνθρωπος επλάσθη ίνα σκέπτεται· εν τούτω πάσα αυτού η αξιοπρέπεια και η αξία.» Ε' — _7 Οκτωβρίου_. — Ιδού παρήλθον δέκα ημέραι αφ' ότου απεπλεύσαμεν εκ του Κάρλεστον, και μοι φαίνεται ότι διηνύσαμεν την οδόν καλώς και ταχέως. Πολλάκις μοι συμβαίνει να συνδιαλέγομαι μετά του δευτέρου πλοιάρχου και μεταξύ ημών κατέστη ποια τις οικειότης. Σήμερον δε ο Ροβέρτος Κόρτις με πληροφορεί ότι δεν πρέπει να είμεθα πολύ απομεμακρυσμένοι του συμπλέγματος των Βερμούδων νήσων, τούτ' έστιν απέναντι του ακρωτηρίου Χαττεράς. Γενομένης δε παρατηρήσεως ευρέθη πλάτος βόρειον 32°20', μήκος δε 64°50' προς δυσμάς του μεσημβρινού του Γρηνουιχίου. «Θα γνωρίσωμεν τας Βερμούδας νήσους, ιδία δε την νήσον του Αγίου Γεωργίου, προ της νυκτός, μοι είπεν ο δεύτερος πλοίαρχος. — Πώς, απεκρίθην εγώ, προσεγγίζομεν εις τας Βερμούδας; Αλλ' εγώ ενόμιζον ότι ο _Σάνσελλορ_ εκπλέων εκ της Κάρλεστον εις Λιβερπούλην, ώφειλε να πλεύση προς βορράν και να παρακολουθήση το ρεύμα Γελφ Στρημ [19]! — Αναμφιβόλως, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, αύτη είνε η διεύθυνσις ήν συνήθως λαμβάνουσι τα πλοία, αλλά φαίνεται ότι σήμερον ο πλοίαρχος δεν ήτο της γνώμης να την λάβη. — Και διατί; — Δεν ειξεύρω, αλλ' έδωκε την διεύθυνσιν προς ανατολάς, και ο _Σάνσελλορ_ πλέει προς ανατολάς. — Και δεν τω παρετηρήσατε ότι . . . . — Μάλιστα, τω παρετήρησα ότι δεν ήτο η συνήθης οδός, αλλά μ' απεκρίθη ότι «αυτός ειξεύρει τι θα κάμη!» Και ούτω λαλών ο Ροβέρτος Κόρτις συνοφρυούται, πολλάκις φέρει αυτομάτως την χείρα εις το μέτωπον, και νομίζω ότι καταλαμβάνω ότι δεν λέγει παν ό τι ήθελε να είπη. «Εν τούτοις, κύριε Κόρτις, υπέλαβον εγώ, έχομεν ήδη 7 Οκτωβρίου και δεν είνε κατάλληλος η περίστασις να δοκιμάζωμεν οδούς νέας. Δεν πρέπει να χάσωμεν ουδέ μίαν ημέραν, εάν θέλωμεν να καταπλεύσωμεν εις Ευρώπην προ του χειμώνος. — Όχι, κύριε Κάζαλλον, ουδέ μίαν ημέραν! — Κύριε Κόρτις, θα ήμην πολύ αδιάκριτος εάν σας ηρώτων τι φρονείτε περί του πλοιάρχου Χόντλυ; — Φρονώ, μ' αποκρίνεται ο δεύτερος πλοίαρχος, φρονώ ότι . . . είνε πλοίαρχός μου!» Η δι' υπεκφυγής αύτη απόκρισις εξακολουθεί εμβάλλουσά με εις φροντίδας. Ο Ροβέρτος Κόρτις δεν ηπατήθη. Περί ώραν τρίτην ο φρουρός ναύτης αναγγέλλει γην προς Μέσην (ΒΑ), αλλ' η γη αύτη φαίνεται έτι ως ατμός. Την έκτην ώραν αναβαίνω εις το κατάστρωμα μετά του κ. Λετουρνέρ και βλέπομεν το σύμπλεγμα των Βερμούδων, νήσων σχετικώς ολίγον υψηλών, άς υπερασπίζει σειρά φοβερά βράχων. «Ιδού λοιπόν το εξαίσιον αρχιπέλαγος, είπεν ο Ανδρέας Λετουρνέρ, το γραφικόν τούτο σύμπλεγμα, το οποίον ο ποιητής σας Θωμάς Μουρ, κύριε Κάζαλλον, εξύμνησε διά των ωδών του. Ήδη τω 1643, ο εξόριστος Ουάλτερ ένθους περιέγραψε τας νήσους ταύτας, και, αν μη απατώμαι, αι Αγγλίδες κυρίαι επί τινα χρόνον δεν ήθελον να φορώσι πλέον άλλους πίλους, παρά τους κατασκευαζομένους έκ τινος φύλλου φοίνικος βερμουδείου. — Έχετε δίκαιον, αγαπητέ μοι Ανδρέα, το αρχιπέλαγος των Βερμούδων ήτο πολύ του συρμού κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα, αλλά την σήμερον κατέπεσεν εις εντελή λήθην. — Άλλως τε, κύριε Ανδρέα, είπε τότε ο Ροβέρτος Κόρτις, οι ποιηταί οι ομιλούντες ενθουσιωδώς περί των νήσων τούτων, δεν θα ευρεθώσι σύμφωνοι μετά των ναυτικών, διότι η διαμονή αύτη, της οποίας η θέα εγοήτευσεν αυτούς είνε δυσπρόσιτος εις τα πλοία, οι δε σκόπελοι δύο ή τρεις λεύγας από της γης αποτελούσι ζώνην ημικυκλικήν, κατακλυζομένην υπό των υδάτων, ήν εξαιρέτως φοβούνται οι θαλασσοπόροι. Θα προσθέσω δε ότι το αίθριον του ουρανού, το οποίον επαινούσιν οι Βερμούδειοι, συχνότατα συνταράσσεται υπό των θυελλών. Αι νήσοι των δέχονται την ουράν των καταιγίδων τούτων, αι οποίαι αφανίζουσι τας Αντίλλας, η δε ουρά αύτη, ως ουρά φαλαίνης, είνε ίσα ίσα η μάλιστα επίφοβος. Ουδόλως λοιπόν υποχρεώνω τους οδοιπόρους του Ωκεανού να έχωσι πεποίθησιν εις τα παραμύθια του Ουάλτερ και του Θωμά Μουρ! — Κύριε Κόρτις, υπολαμβάνει μειδιών ο Ανδρέας Λετουρνέρ, θα έχετε δίκαιον αλλ' οι ποιηταί είνε ως αι παροιμίαι, ο είς αντικρούει τον άλλον. Εάν ο Θωμάς Μουρ και ο Ουάλτερ εξύμνησαν το αρχιπέλαγος τούτο ως θαυμαστήν διαμονήν, τουναντίον ο μέγιστος των ποιητών σας, ο Σαιξπείρος, γινώσκων αυτό κάλλιον βεβαίως, ενόμισε πρέπον να θέση ενταύθα τας φοβερωτάτας σκηνάς της _Τρικυμίας_ του!» Και όντως, κινδυνωδέστατοι είνε αι ακταί αύται αι γειτνιάζουσαι προς το βερμούδειον αρχιπέλαγος. Οι Άγγλοι, οίτινες πάντοτε κατείχον αυτό αφ' ότου ανεκαλύφθη, το χρησιμοποιούσιν απλώς ως σταθμόν στρατιωτικόν ερριμμένον μεταξύ των Αντιλλών και της Νέας Σκωτίας. Άλλως τε προώρισται να αυξηθή και πιθανώς επί ευρείας κλίμακος. Συν τω χρόνω — τη αρχή ταύτη του έργου της φύσεως, — το αρχιπέλαγος αποτελούμενον ήδη εξ εκατόν πεντήκοντα νήσων ή νησυδρίων, θα έχη έτι μείζονα αριθμόν, διότι τα οστρακώδη ζωόφυτα εργάζονται αδιαλείπτως εις κατασκευήν νέων Βερμούδων, αίτινες θα συνδεθώσι προς αλλήλας και θα αποτελέσωσι, κατά μικρόν, νέαν ήπειρον.» Ούτε οι τρεις έτεροι επιβάται ούτε η μίσσιζ Κηρ έλαβον τον κόπον να ανέλθωσιν εις το κατάστρωμα να εξετάσωσι το περίεργον τούτο αρχιπέλαγος. Η δε μις Χέρμπυ μόλις ήρχετο εις το επίστεγον και παρευθύς η συρομένη φωνή της μίσσιζ Κηρ ηκούετο καλούσα την νεάνιδα, και αναγκάζουσα αυτήν να επανέλθη και καθίση πλησίον της. ΣΤ' — _Από της 8 μέχρι της 13 Οκτωβρίου._ — Ο άνεμος άρχεται πνέων από του Μέσου (ΒΑ) μετά τινος βίας, ο δε _Σάνσελλορ_ υπό τους δόλωνας [20] αυτού συνεσταλμένους και το ακάτιον ιστίον [21] , εδέησε να ανακωχεύση δι' αντιμονής [22] οιακιστής [23]. Η θάλασσα είνε πολύσαλος και το πλοίον καταπονείται, θόρυβος πολύς γίνεται, οι δ' επιβάται ίστανται ως επί το πολύ υπό το επίστεγον. Εγώ δε προτιμώ να μείνω επί του καταστρώματος καί τοι βροχή λεπτοτάτη με διαπερά διά των υπό του άνεμου εις κόνιν μεταβαλλομένων μοριδίων αυτής. Επί δύο ημέρας τρέχομεν ούτω πως ο άνεμος βαθμηδόν γίνεται σφοδρότερος, τα επιστήλια [24] καταβιβάζονται· την στιγμήν ταύτην ο άνεμος διανύει μίλια πεντήκοντα μέχρι εξήκοντα την ώραν (25). Ει και ο _Σάνσελλορ_ είνε πλοίον εξαίρετον, η έκπτωσις όμως αυτού είνε σημαντική και παρεσύρθημεν προς Νότον. Η κατάστασις του ουρανού, σκοτισθέντος υπό των νεφών, δεν επιτρέπει να αναχθώμεν. Επειδή δε η διεύθυνσις του πλοίου δεν είχεν ορισθή, ανάγκη να υπολογίσωμεν κατά προσέγγισιν. Οι συμπλωτήρες μου προς ούς ο δεύτερος πλοίαρχος ουδέν είπε, δεν είνε δυνατόν να μάθωσιν ότι πλέομεν κατά διεύθυνσιν όλως ανεξήγητον. Η Αγγλία είνε προς Μέσην (ΒΑ), και όμως ημείς τρέχομεν προς Εύρον (ΝΑ)! Ο Ροβέρτος Κόρτις δεν δύναται να νοήση την επιμονήν του πλοιάρχου, όστις ώφειλε τουλάχιστον να μεταβάλη τους προτόνους [26] και σπεύδων προς Σκίρωνα (ΒΑ) να επιτύχη ευνοϊκά ρεύματα. Αλλ' ουχί! Αφ' ότου ο άνεμος εξηκολούθει ενάντιος, ο _Σάνσελλορ_ έτι μάλλον βυθίζεται εις τον Νότον. Την ημέραν εκείνην ευρεθείς μόνος εν τω επιστέγω μετά του Ροβέρτου Κόρτις, τω είπον: «Μα είνε λοιπόν τρελός ο πλοίαρχός σας; — Και εγώ ήθελον να σας ερωτήσω, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, αφ' ού και υμείς το παρετηρήσατε ήδη. — Μα το ναι δεν ειξεύρω τι να σας αποκριθώ, αλλ' ομολογώ ότι η αλλόκοτος φυσιογνωμία του, οι βλοσυροί οφθαλμοί του! . . . Συνεταξειδεύσατε και άλλοτε μετ' αυτού; — Όχι, τώρα πρώτην φοράν. — Και τω επανελάβετε τας παρατηρήσεις σας περί της διευθύνσεως προς την οποίαν πλέομεν; — Μάλιστα, αλλά μ' απεκρίθη ότι αύτη η διεύθυνσις είνε η καλή. — Κύριε Κόρτη, επανέλαβον, τι λέγουσιν οι άλλοι του πλοίου; — Ό τι και εγώ. — Και αν ο πλοίαρχος Χόντλυ ήθελε να διευθύνη το πλοίον του εις την Κίναν; — Θα υπακούσωμεν εις το θέλημά του. — Αλλ' όμως έχει και η υπακοή τα όριά της. — Ουχί, εφ' όσον η διαγωγή του πλοιάρχου δεν φέρει το πλοίον εις απώλειαν. — Αλλ' αν είνε τρελός; — Εάν είνε τρελός, κύριε Κάζαλλον, τότε θα ίδω τι πρέπει να κάμω.» Πού να ήλπιζον εγώ τοιαύτην περιπλοκήν, ότε επεβιβαζόμην επί του _Σάνσελλορ_! Εν τούτοις ο άνεμος εγίνετο κατ' ολίγον χειρότερος και αληθής καταιγίς ενσκήπτει επί του μέρους τούτου του Ατλαντικού. Το πλοίον ηναγκάσθη να ανακωχεύση [27] υπό τα συνεσταλμένα ιστία, τούτ' έστιν αντιμετωπίζει τον άνεμον πάση δυνάμει. Αλλ', ως είπον, η έκπτωσις είνε μεγίστη και μάλλον καταφερόμεθα προς Νότον. Τούτο δε είνε προδηλότατον, ότε την νύκτα της 11 προς την 12 ο _Σάνσελλορ_ εμπίπτει εις την θάλασσαν των Σαργασσών. Η θάλασσα αύτη περισφιγγομένη υπό του χλιαρού ρεύματος του Γελφ Στρημ είνε ευρεία έκτασις υδάτων, κεκαλυμμένη υπό των φυκών του είδους εκείνου του υπό των Ισπανών ονομαζομένου «σαργάσσο» τα δε πλοία του Κολόμβου μετά πλείστης δυσχερείας διέπλευσαν αυτήν κατά τον πρώτον αυτών διάπλουν του Ωκεανού. Ότε εξημέρωσεν, ο Ατλαντικός παρίσταται προ των οφθαλμών ημών αλλόκοτος την θέαν, και οι κκ. Λετουρνέρ έρχονται να παρατηρήσωσιν αυτόν, ει και οι μετάλλινοι πρότονοι ηχούσι θορυβωδώς πληττόμενοι υπό του καταιγίζοντος ανέμου, ως αυτόχρημα χορδαί άρπης. Τα ενδύματα ημών, κολλητά επί του σώματος, θα εγίνοντο ράκη, εάν τυχόν παρείχον την ελαχίστην λαβήν εις τον άνεμον. Το πλοίον επήδησεν επί ταύτης της θαλάσσης, ήν η γόνιμος αύτη οικογένεια των φυκών καθιστά πυκνοτέραν, ως ευρείαν χορτοσκεπή πεδιάδα, ήν η τρόπις [28] διασχίζει ως το υννίον του αρότρου. Εκ διαλειμμάτων δε μακραί ίνες υπό του ανέμου αναρπαζόμεναι περιελίσσονται εις τα σχοινία ως αι έλικες της αμπέλου και σχηματίζουσι σκιάδα χλοεράν εκτεταμένην από ιστού εις ιστόν. Εκ των μακρών δε τούτων φυκών — ταινιών ατελευτήτων μήκους τριακοσίων τουλάχιστον ή τετρακοσίων ποδών — πολλά περιελίσσονται και εις αυτά έτι τα επίμηλα ως επισείοντες κυμαινόμενοι. Επί τινας δε ώρας ανάγκη να αγωνισθώμεν κατά της εισβολής ταύτης των φυκών, και κατά τινας στιγμάς ο _Σάνσελλορ_, έχων πάντας τους ιστούς κεκαλυμμένους υπό των υδροφύτων των περιπεπλεγμένων διά των ιδιοτρόπων τούτων κλιματίδων, θα ομοιάζη προς άλσος κινητόν εν τω μέσω λειμώνος απεράντου. Ζ' — _14 Οκτωβρίου._ — Ο _Σάνσελλορ_ κατέλιπε τέλος τον φυτικόν τούτον Ωκεανόν, και η σφοδρότης του ανέμου ηλαττώθη κατά πολύ, μετατραπείσα εις άνεμον εύδιον [29], και ήδη βαδίζομεν ταχέως μετά δύο σειρών εις τους δόλωνας. Ο ήλιος ανεφάνη σήμερον και λάμπει ζωηρώς, η θερμοκρασία γίνεται ήδη θερμοτάτη· η δε μαγνητική βελόνη διευθετηθείσα καλώς δεικνύει 21° 33' βορείου πλάτους και 50° 17' δυτικού μήκους. Λοιπόν ο _Σάνσελλορ_ κατήλθε πλέον ή δέκα μοίρας προς Νότον. Και εξακολουθεί κατευθυνόμενος προς Εύρον (ΝΑ)! Θέλων να πληροφορηθώ περί της ακαταλήπτου ταύτης ισχυρογνωμοσύνης του πλοιάρχου Χόντλυ, πολλάκις συνδιελέχθην μετ' αυτού. Έχει σώας τας φρένας ή ου; Αγνοώ τι να πιστεύσω. Καθ' όλου ειπείν ομιλεί λογικώς. Υπόκειται λοιπόν εις μερικήν παραφροσύνην, εις είδος τι «απροσεξίας», αναφερομένης ακριβώς εις τα του επαγγέλματός του; Παρετηρήθησαν ήδη τινές των φυσιολογικών τούτων περιπτώσεων, και λέγω περί τούτου προς τον Ροβέρτον Κόρτις, όστις με ακροάται απαθώς, λέγων μοι και επαναλαμβάνων ότι δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνη εις τα του πλοιάρχου του, εφ' όσον το πλοίον δεν κινδυνεύει να απολεσθή ένεκα πράξεώς τινος αυτού αποδεικνυούσης ότι είνε παράφρων. Και όντως τούτο είνε μέτρον σπουδαίον, και σπουδαίαν ήθελε καταστήση την ευθύνην αυτού. Επανήλθον εις τον θάλαμόν μου περί την ογδόην εσπερινήν ώραν, και εις το φως της κρεμαστής λυχνίας μου διήλθον μίαν ώραν αναγινώσκων, αλλά και σκεπτόμενος. Έπειτα δε κατακλιθείς απεκοιμήθην. Αφυπνίσθην μετά τινας ώρας υπό θορύβου ασυνήθους. Βήματα βαρέα αντηχούσιν επί του καταστρώματος και ζωηραί παρακελεύσεις ακούονται. Μοι φαίνεται ότι οι άνδρες του πληρώματος τρέχουσι μετά τινος σπουδής. Τις άρα γε η αιτία της εκτάκτου ταύτης ταραχής; Αναμφιβόλως χειρισμός τις ένεκα στροφής τινος του πλοίου . . . Αλλ' ουχί! Δεν είνε ίσως τούτο, διότι το πλοίον εξακολουθεί κλίνον προς τον δεξιόν τοίχον, και κατ' ακολουθίαν δεν μετέβαλε διεύθυνσιν. Σκέπτομαι επί στιγμήν να αναβώ εις το κατάστρωμα, αλλ' ο θόρυβος πάραυτα κατέπαυσεν. Ακούω τότε τον πλοίαρχον Χόντλυ εισερχόμενον εις τον θάλαμόν του, κείμενον έμπροσθεν του επιστέγου, και εγώ εχώθην πάλιν εις την κρεμαστήν κλίνην μου. Χειρισμός τις αναμφιβόλως προεκάλεσε τας διαδρομάς εκείνας. Οπωςδήποτε αι κινήσεις του πλοίου δεν ηυξήθησαν, άρα ο άνεμος δεν έπνεε σφοδρός. Την επιούσαν, 14 του μηνός, αναβαίνω εις το επίστεγον την 6 π. μ. και παρατηρώ το πλοίον. Ουδεμία μεταβολή, — φαινομένη. Ο _Σάνσελλορ_ τρέχει έχων τους προτόνους αριστερά, έχων τα κατώτερα αυτού ιστία, τους δόλωνας και τους φώσωνας [30]. Στηρίζεται καλώς και φέρεται θαυμασίως επί της θαλάσσης εκείνης ήν υπεγείρει πνοή ανέμου δροσερά και ευμεταχείριστος. Η ταχύτης του είνε σημαντική την στιγμήν ταύτην, και δεν θα είνε κατωτέρα των ένδεκα μιλίων την ώραν. Μετ' ού πολύ ο κ. Λετουρνέρ και ο υιός επιφαίνονται επί του καταστρώματος. Βοηθώ τον νεανίαν να αναβή εις το επίστεγον. Ο Ανδρέας έρχεται ασμένως να αναπνεύση τον πρωινόν αέρα, τον ούτω ζωογόνον και κατάμεστον θαλασσίων οσμών. Ερωτώ τους κυρίους τούτους εάν αφυπνίσθησαν την νύκτα υπό κρότου βημάτων δηλούντος ταραχήν τινα εν τω πλοίω. «Το κατ' εμέ, όχι, απεκρίθη ο Ανδρέας Λετουρνέρ, εγώ εξύπνησα με ένα ύπνον. — Αγαπητόν μου τέκνον, είπεν ο κ. Λετουρνέρ, συ εκοιμάσο τότε, διότι και εγώ εξύπνησα υπό του κρότου, περί του οποίου λέγει ο κ. Κάζαλλον. Μ' εφάνη μάλιστα ότι διέκρινα τας λέξεις ταύτας «Γρήγορα! γρήγορα! 'ς τα καπάκια! 'ς τα καπάκια!» [31] — Αχ! είπον, και τι ώρα ήτο; — Τρεις περίπου, αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ. — Και δεν ειξεύρετε την αιτίαν του θορύβου; — Δεν την ειξεύρω, κύριε Κάζαλλον, αλλά δεν θα ήτο σπουδαία, αφ' ού ουδείς ημών προσεκλήθη εις το κατάστρωμα. Παρατηρώ τους καθέκτας [32] τους έμπροσθεν και όπισθεν του μεγάλου ιστού δι' ών γίνεται η κατάβασις εις το κύτος του πλοίου. Είνε κλειστοί, ως συνήθως, αλλά βλέπω ότι τους καλύπτουσιν υποβλήματα πυκνά, και ότι έχουσι ληφθή πάσαι αι αναγκαίαι προφυλάξεις όπως η κλείσις γίνη στεγανή. Αλλά διατί κατέκλεισαν ούτως επιμελώς τα ανοίγματα ταύτα; Ενυπάρχει αιτία, ήν δεν δύναμαι να μαντεύσω, και αναμφιβόλως ο Ροβέρτος Κόρτις θα μοι την είπη. Περιμένω λοιπόν να έλθη η σειρά της τετραωρίας του, και κρατώ δι' εμαυτόν τας παρατηρήσεις μου, προτιμήσας να μη τας ανακοινώσω τω κ. Λετουρνέρ. Η ημέρα θα είνε καλή, διότι ο ήλιος ανατέλλων είνε μεγαλοπρεπέστατος και φαίνεται ξηρός, — όπερ είνε αίσιος οιωνός. Φαίνεται έτι υπεράνω του αντιθέτου ορίζοντος ο δίσκος της σελήνης ημίβρωτος [33], όστις δεν θα δύση προ της δεκάτης ώρας και πεντήκοντα επτά λεπτά προ μεσημβρίας. Εντός τριών ημερών είνε το τελευταίον τέταρτον της σελήνης, την δε 24 θα έχωμεν νέαν σελήνην. Παρατηρώ την επετηρίδα και βλέπω ότι την ημέραν εκείνην θα έχωμεν λαμπράν παλίρροιαν συζυγίας. Ολίγον διαφέρει ημίν, οίτινες κυμαινόμενοι εν μέσω Ωκεανώ δεν θα δυνηθώμεν να ίδωμεν ταποτελέσματα της παλιρροίας ταύτης· αλλά κατά πάσας τας ακτάς των τε ηπείρων και των νήσων το φαινόμενον θα είνε αξιοπαρατήρητον, διότι η νέα σελήνη θα ανεγείρη τους υδατίνους όγκους εις ύψος σημαντικόν. Είμαι μόνος επί του επιστέγου, διότι οι κκ. Λετουρνέρ κατέβησαν εις το τέιον, και περιμένω τον δεύτερον πλοίαρχον. Τη ογδόη ώρα ο Ροβέρτος Κόρτις έρχεται να αναλάβη την τετραωρίαν, ήν παραχωρεί αυτώ ο Ουάλτερ, και προχωρώ να τον δεξιωθώ. Πριν μοι είπη την καλημέραν, ο Ροβέρτος Κόρτις εξακοντίζει ταχέως έν βλέμμα επί του καταστρώματος και συνοφρυούται ελαφρώς. Έπειτα δε εξετάσας την κατάστασιν του ουρανού και την ιστιοφορίαν, ήλθε προς τον Ουάλτερ και τον ηρώτησεν: «Και ο πλοίαρχος Χόντλυ; — Δεν τον είδον ακόμη, κύριε. — Ουδέν νεώτερον; — Ουδέν.» Έπειτα δε ο Ροβέρτος Κόρτις και ο Ουάλτερ συνδιελέχθησαν ολίγον ταπεινή τη φωνή. Ερωτήσαντος του Ροβέρτου ερώτησίν τινα, ο Ουάλτερ αποκρίνεται ανανεύων. «Στείλε μου τον αρχιναύτην,» είπεν ο δεύτερος προς τον Ουάλτερ απερχόμενον. Μετ' ου πολύ φαίνεται ο αρχιναύτης, ο δε Ροβέρτος Κόρτις ερωτά αυτόν, εκείνος δε αποκρίνεται ταπεινή τη φωνή, αλλά σείων την κεφαλήν. Έπειτα δε κελεύσαντος του δευτέρου, ο αρχιναύτης προσκαλεί τους ναύτας της τετραωρίας και παραγγέλλει να καταβρέξωσι τα υποβλήματα τα καλύπτοντα τον μέγαν καθέκτην. Μετ' ολίγας στιγμάς έρχομαι προς τον Ροβέρτον Κόρτις, και η συνδιάλεξις ημών περιστρέφεται πρώτον μεν περί ασήμαντά τινα· βλέπων δε ότι ο δεύτερος δεν άπτεται του θέματος όπερ εγώ θέλω να πραγματευθώ, τω είπον: «Αλήθεια, κύριε Κόρτις, τι συνέβη την νύκτα;» Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις με παρατηρεί μετά προσοχής και δεν αποκρίνεται. «Μάλιστα, εξηκολούθησα εγώ, εξύπνησα υπό θορύβου ασυνήθους, όστις διέκοψε και του κ. Λετουρνέρ τον ύπνον. Τι συνέβη; — Τίποτε, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις. Σφαλερός οιακισμός του πηδαλιούχου μικρού δειν ανέκοψε την πορείαν του πλοίου, και εδέησε να κερουλκήσωμεν παρευθύς, ως εκ τούτου δε επήλθε κίνησις επί του καταστρώματος. Αλλά το κακόν τάχιστα διωρθώθη, και ο _Σάνσελλορ_ επανέλαβε αμέσως τον δρόμον του.» Μοι φαίνεται ότι ο Ροβέρτος Κόρτις, ο συνήθως ευθύς, δεν μοι λέγει την αλήθειαν. Η' — _Από της 15 μέχρι της 18 Οκτωβρίου_ — Ο πλους εξακολουθεί επί ταις αυταίς συνθήκαις, πνέοντος πάντοτε του ανέμου Μέσου (ΒΑ). Πας δε μη προκατειλημμένος νομίζει ότι ουδεμία συνέβη εν τω πλοίω ανωμαλία. Και όμως «κάτι τι τρέχει!» Οι ναύται πολλάκις συναθροιζόμενοι συνδιαλέγονται, και ευθύς ως ημείς πλησιάσωμεν, σιωπώσι. Πολλάκις ήρπασα, ούτως ειπείν, την λέξιν «τα καπάκια», ήτις είχεν ήδη εκπλήξη την νύκτα τον κ. Λετουρνέρ. Τι είνε λοιπόν εν τω κύτει του _Σάνσελλορ_, όπερ απαιτεί προφυλάξεις; Διατί τα «καπάκια» τούτ' έστιν οι καθέκται είνε ούτω στεγανώς κλειστοί; Αληθώς έχομεν ίσως πλήρωμα πολέμιον, καθειργμένον υπό το κατάστρωμα, και περί αυτού ελαμβάνομεν μέτρα μάλλον και μάλλον αυστηρότερα ίνα το φυλάττωμεν στενώς! Τη 15 του μηνός περιπατών επί του πρωραίου καταστρώματος ακούω τον ναύτην Όουεν λέγοντα προς τους συνναύτας: «Παιδιά, 'ξέρετε και ένα πράγμα; Εγώ δεν θα περιμένω ως 'ς την τελευταίαν ώραν. Ο καθένας διά τον εαυτόν του. — Μα τι θα κάμης, Όουεν; τον ηρώτησεν ο μάγειρος Γύγξτροπ. — Αι, καλά! απεκρίθη ο ναύτης. Η βάρκες τάχα έγιναν διά τες φώκες;» Ο διάλογος ούτος αποτόμως διεκόπη, και δεν ηδυνήθην να μάθω περισσότερον. Τεκταίνεται λοιπόν συνωμοσία τις κατά των αξιωματικών του πλοίου; Ο Ροβέρτος Κόρτις παρετήρησε συμπτώματα στάσεως; Πάντοτε είνε επίφοβος κακή θέλησίς τινων ναυτών, και οφείλει τις να επιβάλη πειθαρχίαν σιδηράν. Τρεις ημέραι παρήλθον, καθ' άς ουδέν νέον έχω κατά το φαινόμενον να παρατηρήσω. Αλλ' από χθες παρατηρώ ότι ο πλοίαρχος και ο δεύτερος έχουσι συχνάς πυκνάς συνδιαλέξεις. Κινήσεις αγανακτήσεως διαφεύγουσι τον Ροβέρτον Κόρτις — εκπλήττομαι δε βλέπων ούτω πως νέον, όστις γινώσκω ότι είνε κύριο εαυτού, — αλλά μοι φαίνεται ότι ένεκα των συνδιαλέξεων τούτων ο πλοίαρχος Χόντλυ εξακολουθεί επιμένων υπέρ ποτε εις τας γνώμας του. Πλην δε τούτου, μοι φαίνεται κατατρυχόμενος υπό υπερερεθισμού, ού η αιτία με διαφεύγει. Οι κκ. Λετουρνέρ και εγώ παρετηρήσαμεν κατά τας ώρας του φαγητού το σιωπηλόν του πλοιάρχου και την ταραχήν του Ροβέρτου Κόρτις. Ενίοτε ο δεύτερος αποπειράται να παρατείνη την συνδιάλεξιν, αλλά σχεδόν παρευθύς χαλαρούται, και ούτε ο μηχανικός Φάλστεν, ούτε ο μίστερ Κηρ, είνε άνθρωποι να την αναστηλώσωσι, πολύ δε μάλλον ο Ρόμπυ. Εν τούτοις οι επιβάται ούτοι παραπονούνται ήδη, ουχί αλόγως, διά το μήκος του διάπλου. Ο δε μίστερ Κηρ, ως άνθρωπος αξιών να κλίνωσιν ενώπιον αυτού τα στοιχεία, φαίνεται καθιστών τον πλοιάρχον Χόντλυ υπεύθυνον διά τας βραδύτητας ταύτας και φέρεται προς αυτόν αγερώχως. Κατά την ημέραν της 17 του μηνός και από της στιγμής ταύτης, κατά παραγγελίαν του δευτέρου πλοιάρχου, καταβρέχουσι το κατάστρωμα πολλάκις της ημέρας. Συνήθως δε η εργασία αύτη γίνεται την πρωίαν, αλλ' αναμφιβόλως αιτιολογείται νυν διά της υψωμένης θερμοκρασίας ήν υφιστάμεθα, διότι είχομεν ριφθή πολύ προς Νότον. Τα υποβλήματα τα καλύπτοντα τους καθέκτας διατηρούνται εν διαρκεί υγρά καταστάσει, το δε ύφασμα αυτών πυκνωθέν κατέστησεν αυτά αδιάβροχα. Έχει δε ο _Σάνσελλορ_ αντλίας καθιστώσας εύκολον την πλύσιν ταύτην δι' ύδατος αφθόνου. Πιστεύω μάλιστα ότι το κατάστρωμα και των πολυτελεστάτων ιδιωτικών ημιολιών [34] δεν υποβάλλεται εις τελειοτέραν καθαριότητα. Και μέχρι μεν τινος σημείου, το πλήρωμα ηδύνατο να παραπονήται επί τη προσθέτω ταύτη εργασία, αλλ' όμως «δεν παραπονείται». Την νύκτα της 23 προς την 24 του μηνός η θερμοκρασία των θαλάμων και της κοινής αιθούσης μ' εφάνη σχεδόν πνιγηρά. Ει δε και η θάλασσα εταράσσετο υπό σφοδρού σάλου, εδέησε να αφήσω ανοικτήν την παραφωτίδα [35] του θαλάμου μου κειμένην επί του δεξιού τοίχου του πλοίου. Οριστικώς είνε πρόδηλον ότι είμεθα υπό τους τροπικούς! Ανέβην εις το κατάστρωμα άμα τη ημέρα. Φαινόμενον ικανώς ανεξήγητον, δεν εύρον την εξωτερικήν θερμοκρασίαν ανάλογον της εσωτερικής του πλοίου. Η πρωία είνε δροσερά μάλλον, διότι ο ήλιος μόλις ανέτειλεν υπέρ τον ορίζοντα, και όμως δεν ηπατήθην, ήτο όντως μεγίστη θερμότης εν τω επιστέγω. Τότε δε οι ναύται ασχολούνται εις την αδιάλειπτον πλύσιν του καταστρώματος και αι αντλίαι αντλούσι το ύδωρ, όπερ, παρακολουθούν την κλίσιν του πλοίου, διεκφεύγει διά των οπών των δύο τοίχων του πλοίου. Οι ναύται ανυπόδητοι τρέχουσιν εν τη διαυγεί οθόνη, ήτις αφρίζει κυμαινομένη. Δεν ειξεύρω διατί μοι επήλθεν όρεξις να τους μιμηθώ. Εκβάλλω λοιπόν τα υποδήματά μου και τα περιπόδια, και ιδού πλαταγίζω εν τω δροσερώ τούτω θαλασσίω ύδατι. Σφόδρα δ' εξεπλάγην αισθανόμενος το κατάστρωμα του _Σάνσελλορ_, επαισθητώς θερμόν υπό τους γυμνούς πόδας μου, και δεν δύναμαι να συγκρατήσω κραυγήν εκπλήξεως. Ο Ροβέρτος Κόρτις μ' ακούει, στρέφεται, έρχεται προς με και αποκρινόμενος εις ερώτησίν μου, ήν δεν δύναμαι ακόμη να διατυπώσω, μοι λέγει: «Λοιπόν, μάλιστα! Πυρκαϊά εν τω πλοίω!» Θ' — _19 Οκτωβρίου_. — Τα πάντα, εξηγούνται, τα διαβούλια των ναυτών, το τεταραγμένον αυτών ήθος, οι λόγοι του Όουεν, το κατάβρεγμα του καταστρώματος όπερ θέλουσι να διατηρήσωσιν εν διαρκεί υγρασία, και τέλος η θερμότης αύτη, ήτις διαχέεται νυν εν τη αιθούση και καθίσταται σχεδόν αφόρητος. Οι επιβάται ενοχλούνται υπ' αυτής ως και εγώ, αλλ' ουδέν δύνανται να νοήσωσιν εκ της ακανονίστου ταύτης θερμοκρασίας. Ο Ροβέρτος Κόρτις μετά την σπουδαίαν ανακοίνωσίν του εσίγησεν, αναμένων ερωτήσεις μου. Αλλ' ομολογώ ότι κατ' αρχάς φρικίασις με κατέλαβεν όλον. Ενώπιόν μου είχον το φοβερώτατον των ενδεχομένων να συμβώσιν εν διάπλω, ουδείς δε ανήρ, όσον και αν είνε κύριος εαυτού, θακούση άνευ φρίκης τας απαισίας ταύτας λέξεις: «Πυρκαϊά εν τω πλοίω.» Εν τούτοις αναλαμβάνω την αταραξίαν μου πάραυτα σχεδόν, και πρώτη μου ερώτησις είνε ήδε: «Και από πότε η πυρκαϊά; . . . — Από έξ ημερών! — Από έξ ημερών! ανεφώνησα. Ώστε και την νύκτα; — Μάλιστα, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, την νύκτα, καθ' ήν η ταραχή έγινε μεγάλη επί του καταστρώματος του _Σάνσελλορ_. Οι ναύται της τετραωρίας είχον παρατηρήση ελαφρόν καπνόν εξερχόμενον εκ των σχισμάδων του μεγάλου καθέκτου. Ο πλοίαρχος και εγώ ελάβομεν είδησιν παρευθύς. Ουδεμία αμφιβολία δυνατή! Τα εμπορεύματα ήναψαν εντός του κύτους του πλοίου, και ουδείς πλέον τρόπος ήτο να φθάσωμεν εις την εστίαν της πυρκαϊάς. Εξετελέσαμεν δε το μόνον όπερ ηδύνατο να γίνη εν τοιαύτη περιστάσει, τούτ' έστι κατεκλείσαμεν τους καθέκτας, εμποδίσαντες την είσοδον του αέρος εις τα ένδον του πλοίου. Ήλπιζον δε ότι ηθέλομεν κατορθώση ούτω να καταπνίξωμεν την έναρξιν τοιαύτης πυρκαϊάς, και όντως τας πρώτας ημέρας ενόμισα ότι την κατεστείλαμεν! Αλλ' από τριών ημερών εβεβαιώθη δυστυχώς ότι το πυρ εκ νέου προώδευεν. Η θερμότης η αναπτυχθείσα υπό τους πόδας μας αυξάνει ακαταπαύστως, και άνευ των προφυλακτικών μέσων τα όποια έλαβον, του να διατηρήται το κατάστρωμα υγρό ημέρας και νυκτός, το πυρ θα ήτο ήδη ακατάσχετον. — Προτιμώ τέλος πάντων, να τα ειξεύρετε όλα υμείς, κύριε Κάζαλλον, προσέθηκεν ο Ροβέρτος Κόρτις, και ιδού ο λόγος δι' όν σας τα λέγω.» Ήκουσα εν σιγή την διήγησιν του δευτέρου πλοιάρχου. Κατανοώ όλην την βαρύτητα της καταστάσεως ενώπιον πυρκαϊάς, ής η έντασις αυξάνει οσημέραι [36], και ίσως ουδεμία δύναμις ανθρωπίνη δύναται να την εξαλείψη. «Ειξεύρετε πόθεν προήλθεν η πυρκαϊά; ηρώτησα τον Ροβέρτον Κόρτις. — Πιθανώτατα, μοι αποκρίνεται, προέρχεται εξ αυτομάτου αναφλέξεως του βάμβακος. — Και συμβαίνει τούτο συχνάκις; — Συχνάκις, όχι· αλλ' ενίοτε, διότι όταν ο βάμβαξ δεν είνε εντελώς στεγνός την ώραν της φορτώσεως, η ανάφλεξις δύναται να γίνη αυτομάτως, όπως ευρίσκεται εντός υγρού κύτους, όπερ είνε δύσκολον να αερίζεται. Άρα, κατ' εμέ τουλάχιστον, είνε βέβαιον ότι η πυρκαϊά δεν έχει άλλην αιτίαν. — Και έπειτα τι σημαίνει η αιτία; απεκρίθην. Είνε δυνατόν να γίνη τίποτε, κύριε Κόρτις; — Όχι, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, σας είπον και σας επαναλαμβάνω ότι ελάβομεν τας εν τοιαύτη περιστάσει απαιτουμένας προφυλάξεις. Εσκέφθην να θαλασσώσω το πλοίον μέχρι της ισάλου στάθμης διά να εισέλθη ύδωρ αρκετόν, το οποίον έπειτα αι αντλίαι ήθελον αντλήση· αλλ' ενομίσαμεν ότι ανεκαλύψαμεν ότι η πυρκαϊά διεδόθη μεταξύ των μεσολαβούντων στρωμάτων του φορτίου, και διά να το φθάσωμεν, θα έπρεπε να κατακλύσωμεν εντελώς το κύτος. Εν τούτοις παρήγγειλα να διατρυπήσωσι το κατάστρωμα εις διάφορα μέρη, και την νύκτα χύνουσιν ύδωρ διά των ανοιγμάτων τούτων, αλλά τούτο είνε ανεπαρκές. Όχι, έν μόνον πράγμα υπολείπεται να πράξωμεν, — όπερ πράττουσιν εν παρομοία περιστάσει, να ενεργήσωμεν διά του πνιγμού, κλείοντες πάσαν είσοδον εις τον εξωτερικόν αέρα, και αναγκάζοντες την πυρκαϊάν, ελλείψει οξυγόνου, να σβεσθή αφ' εαυτής. — Και η πυρκαϊά εξακολουθεί αυξανομένη; — Μάλιστα! απόδειξις ότι ο αήρ εισδύει εις το κύτος διά τινος σχισμάδος, ήν επανειλημμένως αναζητήσαντες, δεν κατωρθώσαμεν να ανακαλύψωμεν. — Αναφέρονται παραδείγματα πλοίων, τα οποία ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εν τοιαύτη περιστάσει ευρεθέντα, κύριε Κόρτις; — Αναμφιβόλως, κύριε Κάζαλλον, και δεν είνε σπάνιον, πλοία έχοντα φορτίον βάμβακα, να καταπλεύσωσιν εις Λιβερπούλην ή εις Άβρην μετά μέρους του φορτίου των απηνθρακωμένου. Αλλ' όμως εν τη περιπτώσει ταύτη η πυρκαϊά είχε κατορθωθή να σβεσθή, ή τουλάχιστον να περιορισθή κατά τον διάπλουν. Εγνώρισα πολλούς πλοιάρχους καταπλεύσαντας εις τον λιμένα μετά καταστρώματος καίοντος υπό τους πόδας των. Η εκφόρτωσις εξετελείτο τότε όσον τάχιστα, και το αβλαβές μέρος των εμπορευμάτων εσώζετο μετά του πλοίου. Αλλ' ως προς ημάς το πράγμα διαφέρει, και αισθάνομαι καλώς ότι το πυρ αντί να ανασταλή, τουναντίον οσημέραι προοδεύει. Αναγκαίως θα υπάρχει που οπή ήτις διέφυγε τας ερεύνας μας, και δι' αυτής ο έξωθεν αήρ συντηρεί την πυρκαϊάν. — Και δεν είνε τρόπος να επανέλθωμεν οπίσω όθεν εξεκινήσαμεν, και να προσεγγίσωμεν εις την πλησιεστάτην ξηράν; — Ίσως, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, και το ζήτημα τούτο θα συζητήσωμεν σήμερον μετά του πλοιάρχου. Αλλά, κύριε Κάζαλλον, εις υμάς το λέγω μόνον, εγώ ήδη ανέλαβον επ' ευθύνει μου να μεταβάλω την διεύθυνσιν την οποίαν έχομεν μέχρι τούδε, και πλέομεν, έχοντες ούριον τον άνεμον, προς τον Σκίρωνα (ΝΔ), ό έστι προς την ακτήν. — Οι επιβάται δεν ειξεύρουσι καθόλου τον κίνδυνον όστις τους απειλεί; — Τίποτε, και σας παρακαλώ να φυλάξετε μυστικήν την ανακοίνωσίν μου. Δεν πρέπει ο τρόμος των γυναικών και των μικροψύχων ανδρών να αυξήση έτι μάλλον την αμηχανίαν μας. Και το πλήρωμα έλαβε την παραγγελίαν να μη είπη τίποτε.» Κατανοώ τους σπουδαίους λόγους τους αναγκάζοντας τον δεύτερον πλοίαρνον να λαλή ούτω πως, και τω υπισχνούμαι άκραν εχεμυθίαν. Ι' — _20 και 21 Οκτωβρίου_. — Επί τοις όροις τούτοις ο _Σάνσελλορ_ εξακολουθεί τον πλουν, έχων ανεπτυγμένα όσα ιστία δύναται να φέρη η εξαρτία του. Ενίοτε τα επιστήλια κάμπτονται ούτως, ώστε επίκειται η θραύσις των, αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις γρηγορεί. Διαμένων παρά το οιακοστρόφιον [37], δεν θέλει να καταλίπη τον οίακα [38] εις μόνον τον πηδαλιούχον. Διά μικρών δε παροιακισμών, επιδεξίως γινομένων, υποχωρεί προς την πνοήν του ανέμου, ότε η ασφάλεια του πλοίου θα ηδύνατο να κινδυνεύση, και, κατά το δυνατόν, ουδ' ελάχιστον μέρος της ταχύτητος του _Σάνσελλορ_ απόλλυται υπό την κυβερνώσαν αυτόν χείρα. Την ημέραν ταύτην της 20 Οκτωβρίου οι επιβάται ανέβησαν πάντες εις το επίστεγον. Θα παρετήρησαν πιθανώς την ανώμαλον ύψωσιν της ατμοσφαίρας εν τη μεγάλη αιθούση, αλλ' όμως, αδυνατούντες να υποπτεύσωσι την αλήθειαν, ουδόλως ταράσσονται. Άλλως τε οι πόδες των, αρμοδίως υποδεδεμένοι, δεν ησθάνθησαν την θερμότητα την διαπερώσαν τας σανίδας του καταστρώματος, καίπερ αδιαλείπτως σχεδόν καταβρεχομένας. Ο χειρισμός ούτος των αντλιών ηδύνατο τουλάχιστον να προκαλέση την έκπληξιν αυτών αλλ' ουδέν τοιούτον εγένετο, και οι πλείστοι εξηπλωμένοι επί των θρανίων όλως αμέριμνοι ελικνίζοντο υπό του διατοιχισμού [39] του πλοίου. Μόνος ο κ. Λετουρνέρ φαίνεται εκπληττόμενος και παρατηρών ότι το πλήρωμα επιδίδεται εις υπερβολικήν καθαριότητα ολίγον συνήθη εις τα εμπορικά πλοία. Μοι λέγει δε λέξεις τινάς περί τούτου, και εγώ αποκρίνομαι μετ' αδιαφορίας. Και όμως ο Γάλλος ούτος είνε ανήρ δραστήριος, και ηδυνάμην τα πάντα να τω είπω, αλλά σιγώ, υποσχεθείς εις τον Ροβέρτον Κόρτις ότι θα σιγήσω. Έπειτα δε, καθήμενος και αναλογιζόμενος τα επακολουθήματα της ενδεχομένης καταστροφής, αισθάνομαι την καρδίαν μου θλιβομένην. Είμεθα εικοσιοκτώ ψυχαί εν τω πλοίω, εικοσιοκτώ θύματα ίσως, εις ά η φλοξ μετ' ου πολύ ουδέ μίαν σανίδα θα αφήση άθικτον! Σήμερον εγένετο η σύσκεψις του πλοιάρχου, του δευτέρου, του υποπλοιάρχου και του αρχιναύτου, εξ ής κρέμαται η σωτηρία του _Σάνσελλορ_, των επιβατών και του πληρώματος. Ο Ροβέρτος Κόρτις μοι ανεκοίνωσε τα εν αυτή αποφασισθέντα. Ο πλοίαρχος Χόντλυ απώλεσεν όλον το ψυχικόν αυτού σθένος, — όπερ ευκόλως ηδύνατό τις να προΐδη· ούτε αταραξίαν πλέον έχει, ούτε δραστηριότητα, και καταλείπει σιωπηλώς την κυβέρνησιν του πλοίου τω Ροβέρτω Κόρτις. Αι πρόοδοι της πυρκαϊάς εν τοις ένδον του πλοίου είνε νυν αδιαφιλονίκητοι, και ήδη εν τη θέσει του πληρώματος, κειμένη εν τη πρώρα, είνε δύσκολος η διαμονή. Πρόδηλον ότι το πυρ δεν δύναται να καταδαμασθή, και ότι ευθύς ή ύστερον θα εκραγή μετά σφοδρότητος. Εν δε τη περιστάσει ταύτη τι ποιητέον; μία και μόνη απόφασις είνε δυνατή, ο κατάπλους εις την εγγυτάτην γην. Η γη δε αύτη, παρατηρήσεως γενομένης, είνε η των Μικρών Αντιλλών, και δυνάμεθα να ελπίζωμεν ότι θα τας φθάσωμεν ταχέως διά του επικρατούντος τούτου ανέμου, του Μέσου (ΒΑ). Της γνώμης ταύτης αποδεκτής γενομένης, ο δεύτερος ουδέν άλλο υπελείπετο να πράξη, ή να διατηρήση την από εικοσιτέσσαρων ωρών διεύθυνσιν του πλοίου. Οι δε επιβάται, ουδέν σημείον διαγνωστικόν έχοντες επί του απείρου τούτου ωκεανού, και ολίγον εξωκειωμένοι προς τας ενδείξεις της πυξίδος, δεν ηδυνήθησαν να αναγνωρίσωσι την μεταβολήν της διευθύνσεως του _Σάνσελλορ_, όστις, έχων υψωμένους τους τε σιπάρους [40] και τα παρίστια [41], σπεύδει προς τας ακτάς των Αντιλλών, ών έτι απέχει πλέον ή εξακόσια μίλια. Εν τούτοις ο Ροβέρτος Κόρτις, προς τον κ. Λετουρνέρ επερωτήσαντα περί της μεταβολής της διευθύνσεως του πλου, αποκρίνεται ότι, επειδή δεν δύναται να παλαίση κατά του ανέμου, θα ζητήση προς Ζέφυρον (Δ) ρεύματα ευνοϊκώτερα. Αύτη δε ήτο η μόνη παρατήρησις, ήν προεκάλεσεν η μεταρρύθμισις η επενεχθείσα εις την διεύθυνσιν του _Σάνσελλορ_. Την επιούσαν, 21 Οκτωβρίου, η κατάστασις είνε η αυτή. Κατά τους επιβάτας ο διάπλους τελείται ως συνήθως, όθεν κατ' ουδέν μετέβαλον το πρόγραμμα του εν τω πλοίω βίου των. Άλλως τε αι πρόοδοι της πυρκαϊάς δεν εκδηλούνται εις τα έξω, σημείον καλόν. Τα δε ανοίγματα εφράχθησαν τόσον στεγανώς, ώστε ουδείς καπνός προδίδει την εσωτερικήν καύσιν. Ίσως θα γίνη δυνατόν να συγκεντρώσωσι το πυρ εν τω κύτει, και ίσως τέλος, δι' έλλειψιν αέρος θα σβεσθή ή θα εξακολουθή εμφωλεύον, και δεν θα διαδοθή καθ' όλον το φορτίον. Τούτο ελπίζει και ο Ροβέρτος Κόρτις, και προς πλείονα προφύλαξιν εκέλευσε μάλιστα να φράξωσιν επιμελώς το στόμιον των αντλιών, ών ο σωλήν, παρατεινόμενος μέχρι του πυθμένος του κύτους, ηδύνατο να παράσχη δίοδον εις λεπτά τινα μόρια αέρος. Είθε να επέλθη ημίν ουρανόθεν βοήθεια, διότι, αληθώς, ουδέν δυνάμεθα ημείς αυτοί! Η ημέρα αύτη θα διήρχετο άνευ τινός συμβάντος, αν μη τυχαίως ήκουον λέξεις τινάς συνδιαλέξεως, εξ ών προκύπτει ότι η κατάστασις ημών, η τοσούτον ήδη σοβαρά, μέλλει να δεινωθή. Περί τούτου θα κρίνωσιν οι αναγνώσται. Εκαθήμην εν τω επιστέγω, δύο δε των επιβατών συνδιελέγοντο ταπεινή τη φωνή, ουδόλως υποπτεύοντες ότι λέξεις τινές αυτών ηδύναντο να έλθωσιν εις τα ώτα μου. Ήσαν δε ούτοι ο μηχανικός Φάλστεν και ο μεγαλέμπορος Ρόμπυ, συχνά πυκνά συνδιαλεγόμενοι κατ' ιδίαν. Εν πρώτοις επισπώσι την προσοχήν μου έν ή δύο νεύματα εκφραστικά του μηχανικού, όστις φαίνεται ελέγχων σφόδρα τον μεθ' ού συνδιαλέγεται. Δεν δύναμαι να κρατηθώ να μη παραβάλω το ους, και ακούω τους λόγους τούτους. » Αλλ' όμως είνε άτοπον! επαναλαμβάνει ο Φάλστεν! Δεν υπάρχει μεγαλητέρα απερισκεψία! — Πα! αποκρίνεται ο Ρόμπυ αμέριμνος, δεν θα συμβή τίποτε! — Τουναντίον μάλιστα, δυνατόν να συμβώσι δεινά δυστυχήματα! επαναλαμβάνει ο μηχανικός. — Αι, καλά! άπαντα ο έμπορος, δεν είνε δα και η πρώτη φορά όπου το κάμνω. — Αλλ' όμως μικρά σύγκρουσις δυνατόν να προκαλέση έκρηξιν. — Το έχω στερεά περιτυλιγμένον το δοχείον, κύριε Φάλστεν, και επαναλαμβάνω ότι δεν είνε φόβος καθόλου. — Και διατί δεν το είπες εις τον πλοίαρχον; — Αι! διότι δεν θα ήθελε να το παραλάβη.» Του ανέμου επ' ολίγον κοπάσαντος, δεν ακούω πλέον τίποτε· αλλ' όμως είνε φανερόν ότι ο μεν μηχανικός εξακολουθεί επιμένων, ο δε Ρόμπυ απλώς ανυψοί τους ώμους. Και όντως μετ' ου πολύ νέοι λόγοι έρχονται μέχρι εμού. «Ναι! ναι! λέγει ο Φάλστεν, πρέπει να γίνη γνωστόν εις τον πλοίαρχον! πρέπει να ρίψωμεν το δοχείον εις την θάλασσαν! Δεν έχω όρεξιν να ανατιναχθώ εις τον αέρα!» Να ανατιναχθώ εις τον αέρα! Ανατινάσσομαι ακούσας τας λέξεις ταύτας! Τι άρα γε νοεί ο μηχανικός; Τι υπαινίσσεται; Και όμως δεν γινώσκει την κατάστασιν του _Σάνσελλορ_, και αγνοεί ότι πυρκαϊά νέμεται το φορτίον! Αλλά λέξις τις — λέξις «φοβερά» ως έχουσι τα παρόντα πράγματα — μοι φέρει σφοδρόν τιναγμόν. Και η λέξις αύτη ή μάλλον αι λέξεις αύται «πικρικόν κάλι» επαναλαμβάνονται πολλάκις. Εν ριπή οφθαλμού είμαι πλησίον των δύο επιβατών και ακουσίως, μετά δυνάμεως ανανταγωνίστου, αρπάζω τον Ρόμπυ από του περιλαιμίου. «Υπάρχει πικρικόν εντός του πλοίου; — Ναι! αποκρίνεται ο Φάλστεν, έν δοχείον περιέχον τριάκοντα λίτρας. — Και πού; — Εις το κύτος, μαζί με τα εμπορεύματα!» ΙΑ' — _Συνέχεια της 21 Οκτωβρίου._ — Ακούω την απόκρισιν του Φάλστεν και δεν δύναμαι να διηγηθώ τι συμβαίνει εν εμαυτώ! το συναίσθημά μου δεν είνε κατάπληξις, αλλά μάλλον ώσπερ τις υποταγή εις το θέλημα του Θεού! Μοι φαίνεται δε ότι το απρόοπτον τούτο συμπληροί την κατάστασιν ημών, και μάλιστα ότι δυνατόν να είνε και η καταστροφή αυτής! Όθεν μετά πάσης αταραξίας πορεύομαι εις συνάντησιν του Ροβέρτου Κόρτις επί του πρωραίου καταστρώματος. Μαθών ότι δοχείον περικλείον τριάκοντα λίτρας πικρικού, — τούτ' έστιν όσον αρκεί να ανατινάξη όρος, — κείται εν τω πλοίω, εν τω πυθμένι του κύτους, εν αυτή τη εστία της πυρκαϊάς, και ότι ο _Σάνσελλορ_ δυνατόν να εκραγή όσον ούπω, ο Ροβέρτος Κόρτις δεν συνοφρυούται, μόλις δε το μέτωπόν του ρυτιδούται και των οφθαλμών του η κόρη διαστέλλεται. «Έχει καλώς! μοι αποκρίνεται. Μηδέ γρυ περί τούτου. Και πού είνε ο Ρόμπυ; — Εις το επίστεγον. — Ελάτε μαζί μου, κύριε Κάζαλλον.» Μεταβαίνομεν ομού εις το επίστεγον, ένθα συζητούσιν έτι ο μηχανικός και ο έμπορος. Ο Ροβέρτος Κόρτις κατευθύνεται προς αυτούς και ερωτά τον Ρόμπυ: «Το εκάμετε σεις αυτό; — Αι, μάλιστα! το έκαμα!» αποκρίνεται ησύχως ο Ρόμπυ, νομίζων εαυτόν ένοχον το πολύ πολύ δόλου και απάτης. Μοι φαίνεται μίαν στιγμήν, ότι ο Ροβέρτος Κόρτις θα κατασυντρίψη τον άθλιον επιβάτην, όστις δεν δύναται να κατανοήση το σπουδαίον της ασυνεσίας του! Αλλά κατορθοί να συγκρατήση εαυτόν, και τον βλέπω σφίγγοντα τας χείρας οπίσω των νώτων, ίνα μη τω επέλθη ο πειρασμός να αρπάση τον Ρόμπυ από του λαιμού. Έπειτα δε μετά φωνής ησύχου ερωτά τον Ρόμπυ. Ούτος δε βεβαιοί τα γεγονότα, ών ανωτέρω εμνημόνευσα. Μεταξύ των δεμάτων των παρεμπορευμάτων του υπάρχει δοχείον περικλείον τριάκοντα περίπου λίτρας της κινδυνώδους ουσίας. Ο επιβάτης ούτος προσηνέχθη εν τη περιστάσει ταύτη μετά της ασυνεσίας, ήτις, ομολογητέον, είνε έμφυτος ταις αγγλοσαξωνικαίς φυλαίς, και εισήγαγε το εκρηκτικόν τούτο μίγμα εις το κύτος του πλοίου ως Γάλλος τις ήθελε εισαγάγη απλήν φιάλην οίνου. Δεν εδήλωσε δε το είδος του περιεχομένου, διότι εγίνωσκε κάλλιστα ότι ο πλοίαρχος ήθελεν αποποιηθή να το παραλάβη. «Και τέλος πάντων, προσθέτει υψών τους ώμους, δεν είνε δα και πράξις αξία αγχόνης. Και αν το δοχείον μου σας ενοχλή τόσον πολύ, δύνασθε κάλλιστα να το ρίψετε εις την θάλασσαν. Διότι τα εμπορεύματά μου τα έχω ησφαλισμένα!» Την απόκρισιν ταύτην ακούσας, δεν δύναμαι να κρατηθώ, διότι δεν έχω την αταραξίαν του Ροβέρτου Κόρτις. Παραφερόμενος υπό της οργής, εφορμώ κατά του Ρόμπυ, πριν δυνηθή ο δεύτερος να με αναχαιτίση, και αναφωνώ: «Άθλιε! Δεν ειξεύρεις λοιπόν ότι είνε πυρκαϊά εντός του πλοίου;» Άμα εκστομίσας τας λέξεις ταύτας, ευθύς μετενόησα, αλλ' είνε πλέον πολύ αργά! Απερίγραπτον αποτέλεσμα παράγουσιν επί του Ρόμπυ. Ο τάλας καταλαμβάνεται υπό φόβου νευρικού. Το σώμα έχων παράλυτον υπό τετανικής ακαμψίας, φρίσσουσαν την κόμην, το όμμα υπερμέτρως ανοικτόν, την αναπνοήν πνευστιώσαν ως ασθματικού, δεν δύναται να λαλήση, και ο φόβος αυτού ανήλθεν εις το έπακρον. Αίφνης οι βραχίονες αυτού κινούνται, παρατηρεί το κατάστρωμα τούτο του _Σάνσελλορ_, όπερ από στιγμής εις στιγμήν δυνατόν να ανατιναχθή εις τον αέρα. Εφορμά κάτω του επιστέγου, ανεγείρεται, διατρέχει το πλοίον, χειρονομών ως παράφρων. Έπειτα αναλαμβάνει τον λόγον, και από του στόματός του εξέρχονται αι απαίσιαι αύται λέξεις: «Πυρκαϊά! πυρκαϊά!» Το πλήρωμα, ακούσαν την κραυγήν ταύτην, σπεύδει επί του καταστρώματος, διότι ενόμισεν αναμφιβόλως ότι η πυρκαϊά εξώρμησεν εκ των ένδον, και ότι επήλθεν η ώρα να φύγωσι διά των εφολκίων [42]. Επέρχονται και οι επιβάται, ο μίστερ Κηρ, η σύμβιός του μίσιζ Κηρ, η μις Χέρμπυ και οι δύο Λετουρνέρ. Ο Ροβέρτος Κόρτις θέλει να επιβάλη σιγήν εις τον Ρόμπυ, αλλ' αυτός δεν έχει πλέον σώας τας φρένας. Την στιγμήν ταύτην η αταξία είνε εσχάτη. Η μίσιζ Κηρ κατέπεσεν επί του καταστρώματος αναίσθητος, ο δε σύμβιος ουδόλως φροντίζει περί αυτής, καταλείπων την μις Χέρμπυ να την περιποιηθή. Οι δε ναύται έχουσιν ήδη ενάψη τα σύσπαστα [43] της ακάτου, ίνα την καταβιβάσωσιν εις την θάλασσαν. Κατά τον χρόνον δε τούτον γνωστοποιώ τοις κκ. Λετουρνέρ ό τι αγνοούσι, τούτ' έστιν ότι το φορτίον πυρπολείται, ο δε νους του πατρός παρευθύς φέρεται προς τον Ανδρέαν, όν περιβάλλει διά των βραχιόνων του· αλλ' ο νέος διατελεί ατάραχος και απαθής, και θαρρύνει τον πατέρα του, επαναλαμβάνων ότι ο κίνδυνος δεν είνε άμεσος. Εν τούτοις ο Ροβέρτος Κόρτις βοηθούμενος υπό του υποπλοιάρχου, κατώρθωσε να αναχαιτίση τους άνδρας, βεβαιών αυτούς ότι η πυρκαϊά δεν εποίησε νέας προόδους, ο δ' επιβάτης Ρόμπυ δεν έχει συνείδησιν ούτε του τι πράττει, ούτε του τι λέγει, ότι δεν πρέπει να σπεύδωσι και ότι, όταν έλθη ο καιρός, θα καταλίπωσι πάντες το πλοίον . . . Οι πλείστοι των ναυτών ίστανται ακούοντες την φωνήν του δευτέρου, όν αγαπώσι και σέβονται. Ούτος επιτυγχάνει παρ' αυτών ό τι ο πλοίαρχος Χόντλυ δεν ήθελε δυνηθή να κατορθώση, η δε άκατος διαμένει επί των υποστατών. Ευτυχώς πάνυ [44] ο Ρόμπυ ουδέν είπε περί του πικρικού εκείνου, του εγκεκλεισμένου εν τω κύτει του πλοίου. Εάν το πλήρωμα εγίνωσκε την αλήθειαν, εάν εμάνθανεν ότι το πλοίον είνε αύτο δη τούτο ηφαίστειον έτοιμον να διαρραγή υπό τους πόδας του, το πλήρωμα, λέγω, ήθελεν απολέση παν ηθικόν σθένος, δεν θα ήτο δυνατόν να το κρατήσωσι και θα έφευγεν εξ άπαντος. Ο δεύτερος ο μηχανικός Φάλστεν και εγώ, οι τρεις μόνοι γινώσκωμεν τίνι φοβερώ τρόπω ήτο περιπεπλεγμένη η πυρκαϊά του πλοίου, και επάναγκες είνε ημείς μόνοι να το γινώσκωμεν. Της τάξεως αποκαταστάσης, ο Ροβέρτος Κόρτις και εγώ ερχόμεθα εις το επίστεγον προς συνάντησιν του Φάλστεν, όν ευρίσκομεν εσταυρωμένας έχοντα τας χείρας και σκεπτόμενον ίσως περί τινος προβλήματος της μηχανικής εν τω γενικώ εκείνω φόβω και τρόμω. Συνιστώμεν δε αυτώ να μη είπη τίποτε περί της νέας ταύτης περιπλοκής, της οφειλομένης εις την απερισκεψίαν του Ρόμπυ. Και ο μεν Φάλστεν υπισχνείται να τηρήση το απόρρητον. Προς δε τον πλοίαρχον Χόντλυ, όστις αγνοεί έτι την εσχάτην σοβαρότητα της καταστάσεως, αναλαμβάνει ο Ροβέρτος Κόρτις να την καταστήση γνωστήν. Αλλά προ τούτου πρέπει να ληφθή πρόνοια περί του Ρόμπυ, διότι ο τάλας διατελεί εν παντελεί παραφροσύνη. Δεν έχει πλέον συναίσθησιν των πράξεών του, και τρέχει ανά το κατάστρωμα κραυγάζων αδιαλείπτως: Πυρκαϊά! πυρκαϊά!» Ο Ροβέρτος Κόρτις κελεύει τους ναύτας να συλλάβωσι τον επιβάτην, όν κατορθούσι να φιμώσωσι και προσδέσωσι στερεώς. Έπειτα μεταφέρεται εις τον θάλαμόν του, ένθα του λοιπού θα φυλάσσεται φυλακή αδέσμω. Η φοβερά λέξις δεν εξέφυγε του στόματός του! ΙΒ' — _22 και 23 Οκτωβρίου_. — Ο Ροβέρτος Κόρτις εγνωστοποίησε τα πάντα τω πλοιάρχω Χόντλυ. Ο δε πλοίαρχος Χόντλυ, δικαιώματι, αν μη πράγματι, είνε προϊστάμενός του και δεν ηδύνατο να τον αποκρύψη την κατάστασιν των πραγμάτων. Γρυ δεν απήντησεν ο πλοίαρχος εις την ανακοίνωσιν ταύτην και αφ' ού έφερε την χείρα επί του μετώπου, ως τις θέλων να αποσοβήση σκέψιν τινά οχληράν, εισήλθεν ησύχως εις τον θάλαμόν του ουδέν παραγγείλας. Ο Ροβέρτος Κόρτις, ο υποπλοίαρχος, ο μηχανικός Φάλστεν και εγώ συσκεπτόμεθα, και εκπλήσσομαι επί τη απαθεία ήν έκαστος ημών έχει εν τη περιστάσει ταύτη. Πάσαι αι πιθανότητες της σωτηρίας συνεζητήθησαν, ο δε Ροβέρτος Κόρτις συνοψίζει την κατάστασιν των πραγμάτων ωδέ πως. «Η πυρκαϊά δεν δύναται να ανασταλή, και ήδη η θερμοκρασία κατά την πρώραν κατέστη αφόρητος. Θα επέλθη λοιπόν στιγμή, μετ' ου πολύ ίσως, καθ' ήν η έντασις του πυρός θα είνε τοιαύτη, ώστε αι φλόγες θα εξέλθωσι διά του καταστρώματος. Εάν δε προ της νέας ταύτης όψεως της καταστροφής η κατάστασις της θαλάσσης επιτρέπη να χρησιμοποιήσωμεν τα εφόλκιά μας, θα αφήσωμεν το πλοίον και θα φύγωμεν. Αλλ' εάν όμως τουναντίον δεν είνε δυνατόν να αφήσωμεν τον _Σάνσελλορ_, θα αγωνισθώμεν κατά του πυρός μέχρι εσχάτων. Τις οίδεν εάν δεν το καταβάλωμεν όταν θα προβάλη έξω! Ίσως θα κατανικήσωμεν ευκολώτερον τον φανερόν εχθρόν ή τον κρυπτόμενον. — Τούτο φρονώ, αποκρίνεται ησύχως ο μηχανικός. — Και εγώ, είπον εγώ. Αλλά, κύριε Κόρτις, δεν υπολογίζετε και την περίπτωσιν ταύτην, ότι τριάκοντα λίτραι εκρηκτικής ουσίας εγκλείονται εν τω πυθμένι του κύτους; — Όχι, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, διότι είνε απλή τις λεπτομέρεια, και διά τούτο ουδόλως την υπολογίζω! Και διατί τάχα να κάθημαι και να μεριμνώ περί τούτου; Δύναμαι να αναζητήσω την ουσίαν ταύτην εντός φορτίου πυρπολουμένου και εντός κύτους, όπου οφείλομεν να μη επιτρέψωμεν την είσοδον του αέρος; Όχι! Λοιπόν ουδέ καν το συλλογίζομαι! Πριν τελειώση η φράσις την οποίαν προφέρω, δύναται το πικρικόν τούτο να επιφέρη το αποτέλεσμά του; Ναι. Λοιπόν το πυρ ή θα το φθάση ή δεν θα το φθάση. Κατ' ακολουθίαν, την περίπτωσιν περί ής λέγετε εγώ την θεωρώ ως μη υπάρχουσαν. Εις τον Θεόν και ουχί εις εμέ, εναπόκειται πλέον η απαλλαγή ημών από της εσχάτης ταύτης καταστροφής! Ο Ροβέρτος Κόρτις απήγγειλε τους λόγους τούτους σοβαρώς, ημείς δε κλίνομεν την κεφαλήν άναυδοι. Αφ' ού, τοιαύτης ούσης της θαλάσσης, η άμεσος φυγή είνε αδύνατος, οφείλομεν να λησμονήσωμεν την περίπτωσιν ταύτην. «Η έκρηξις δεν είνε αναγκαία, θα έλεγε λεπτολόγος τις, αλλά μόνον ενδεχομένη.» Την παρατήρησιν ταύτην εποίησεν ο μηχανικός μετά απαραμίλλου απαθείας. «Μίαν ερώτησιν, κύριε Φάλστεν, εις την οποίαν παρακαλώ να μ' απαντήσετε, είπον εγώ προς αυτόν. Δύναται να αναφλεχθή το πικρικόν κάλι αν δεν προηγηθή σύγκρουσις; — Βεβαίως, αποκρίνεται ο μηχανικός. Υπό τας συνήθεις περιστάσεις το πικρικόν κάλι δεν είνε μεν περισσότερον εύφλεκτον της κοινής πυρίτιδος, αλλ' όμως είνε όσον και εκείνη. Άρα ...» Ο Φάλστεν είπεν «Άρα». Δεν ηθέλετε νομίση ότι λέγει απόδειξίν τινα διδάσκων χημείαν; Έπειτα αναβαίνομεν πάλιν εις το κατάστρωμα. Εν ώ δε εξηρχόμεθα της αιθούσης, ο Ροβέρτος Κόρτις λαβών με από της χειρός, μοι είπεν ουδόλως επιχειρών να κρύψη την συγκίνησίν του: «Κύριε Κάζαλλον, τον _Σάνσελλορ_, τον οποίον τόσον αγαπώ, να τον βλέπω βοράν του πυρός και να μη δύναμαι τίποτε, τίποτε! . . — Κύριε Κόρτις, η συγκίνησίς σας . . . — Κύριε, λέγει εκείνος, δεν δύναμαι να την καταδαμάσω. Υμείς μόνος θα έχετε παρατηρήση τι υποφέρω. — Αλλά τετέλεσται, προσέθηκε προσπαθών βιαίως να καταστείλη εαυτόν. — Η κατάστασις λοιπόν είνε απελπιστική; ηρώτησα τότε. — Η κατάστασις, ιδού, αποκρίνεται απαθώς ο Ροβέρτος Κόρτις. Ευρισκόμεθα επί υπονόμου και η άπτρα είνε αναμμένη. Υπολείπεται να μάθωμεν πόσον είνε το μήκος της άπτρας!» Και ταύτα ειπών απέρχεται. Όπως δήποτε το τε πλήρωμα και οι λοιποί επιβάται αγνοούσι μέχρι πόσου έχει δεινωθή η κατάστασις ημών. Αφ' ότου έγινε γνωστή η πυρκαϊά, ο μίστερ Κηρ καταγίνεται συναθροίζων τα πολυτιμότατα των πραγμάτων του και, ως εικός, ουδόλως έχει τον νουν του εις την γυναίκα του. Αφ' ού δε ανεκοίνωσεν επισήμως τω δευτέρω πλοιάρχω ότι οφείλει να προβή εις την κατάσβεσιν της πυρκαϊάς, και κατέστησεν αυτόν υπεύθυνον παντός ενδεχομένου, εισήλθε πάλιν εις τον παρά την πρύμναν θάλαμόν του και ουδέποτε πλέον εξήλθε. Η δε μίσιζ Κηρ εκβάλλει στεναγμούς και η τάλαινα γυνή, ει και γελοία, εμποιεί οίκτον. Η μις Χέρμπυ, εν τοις καιροίς τούτοις, νομίζει εαυτήν ολιγώτερον παρά ποτε απηλλαγμένην των προς την κυρίαν αυτής καθηκόντων, και την περιποιείται μετ' άκρας αφοσιώσεως. Θαυμάζω καθ' υπερβολήν την διαγωγήν της κόρης ταύτης, ήτις θεωρεί το καθήκον ως πάντων ανώτατον. Την επιούσαν, 23 Οκτωβρίου, ο πλοίαρχος Χόντλυ προσκαλεί τον δεύτερον εις τον θάλαμόν του και γίνεται μεταξύ αυτών ο εξής διάλογος, όν μοι ανεκοίνωσεν έπειτα ο Ροβέρτος Κόρτις. «Κύριε Κόρτις, λέγει ο πλοίαρχος, ού το βλοσυρόν όμμα δηλοί διατάραξιν των διανοητικών δυνάμεων, είμαι ναυτικός, δεν είν' αλήθεια; — Μάλιστα, κύριε. — Λοιπόν, φαντάσθητε ότι δεν ειξεύρω πλέον το επάγγελμά μου, αγνοώ τι συμβαίνει εν εμοί . . . αλλά λησμονώ . . . δεν ειξεύρω πλέον . . . Δεν πλέομεν προς Μέσην (ΒΑ), αφ' ότου απεπλεύσαμεν εκ του Κάρλεστον; — Όχι, κύριε, αποκρίνεται ο δεύτερος, πλέομεν προς Εύρον (ΝΑ) κατά τας οδηγίας σας. — Και όμως εφορτώσαμεν διά Λιβερπούλην! — Αναμφιβόλως. — Και ο; . . . πώς ονομάζεται το πλοίον, κύριε Κόρτις; — _Σάνσελλορ_. — Α, ναι! ο _Σάνσελλορ_! Και ευρίσκεται τώρα; — Προς νότον του Τροπικού. — Λοιπόν, κύριε, δεν αναλαμβάνω να τον επαναφέρω προς βορράν! . . . Όχι! . . . δεν θα δυνηθώ . . . Επιθυμώ να μη εξέλθω πλέον εκ του θαλάμου μου . . . Η θέα της θαλάσσης με βλάπτει! . . . — Κύριε, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, ελπίζω ότι διά των περιποιήσεων . . . — Ναι, ναι, βλέπομεν αργότερα. — Εν τοσούτω θα σας δώσω μίαν διαταγήν, αλλά θα είνε η τελευταία την οποίαν θα λάβετε παρ' εμού. — Σας ακούω, αποκρίνεται ο δεύτερος. — Κύριε, επαναλαμβάνει ο πλοίαρχος, από της στιγμής ταύτης δεν είμαι πλέον τίποτε εν τω πλοίω, και λαμβάνετε υμείς την κυβέρνησιν του _Σάνσελλορ_. Αι περιστάσεις είνε ισχυρώτεραι εμού, και αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι να ανθέξω ... Η κεφαλή μου είνε άνω κάτω! — Πάσχω πολύ, κύριε Κόρτις,» προσθέτει ο Σάιλας Χόντλυ θλίβων το μέτωπόν του δι' αμφοτέρων των χειρών. Ο δεύτερος εξετάζει μετά προσοχής τον τέως κυβερνώντα το πλοίον και αρκείται μόνον αποκρινόμενος: «Έχει καλώς, κύριε.» Έπειτα δε ανελθών εις το κατάστρωμα, μοι διηγείται τα διατρέξαντα. «Μάλιστα, λέγω, ο άνθρωπος ούτος έχει τουλάχιστον ασθενή τον εγκέφαλον, αν δεν είνε παράφρων, και προτιμότερον ότι παρητήθη μόνος του. — Τον αντικαθιστώ εις περιστάσεις σοβαράς, μοι αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις· αλλ' αδιάφορον, θα πράξω το καθήκον μου.» Ταύτα ειπών ο δεύτερος, καλεί ναύτην τινά και τω λέγει να υπάγη να εύρη τον αρχιναύτην, όστις πάραυτα έρχεται. «Να προσκληθή το πλήρωμα, λέγει προς τον αρχιναύτην, παρά την πτέρναν του μεγάλου ιστού.» Ο αρχιναύτης αποχωρεί και μετά τινας στιγμάς οι άνδρες του _Σάνσελλορ_ είνε συνηγμένοι εν τω υποδειχθέντι τόπω. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις προσελθών προς αυτούς λέγει μετά φωνής γαληνιαίας: «Παιδιά, εις την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα, και διά λόγους οι οποίοι είνε εις εμέ γνωστοί, ο κύριος Σάιλας Χόντλυ ενόμισε καθήκον του να παραιτηθή του πλοιαρχικού αξιώματος. Όθεν από της ημέρας ταύτης εγώ είμαι ο κυβερνήτης.» Ούτω πως εξετελέσθη η μεταβολή αύτη, ήτις εξ άπαντος θα αποβή εις καλόν πάντων. Έχομεν αρχηγόν άνδρα δραστήριον και ασφαλή, όστις προ ουδενός μέσου θα υποχωρήση, τείνοντος εις την κοινήν σωτηρίαν. Οι κκ. Λετουρνέρ, ο μηχανικός Φάλστεν και εγώ συγχαίρομεν παρευθύς τω Ροβέρτω Κόρτις, ο δε υποπλοίαρχος και ο αρχιναύτης προσθέτουσι τα συγχαρητήριά των εις τα ημέτερα. Ο πλους του _Σάνσελλορ_ εξακολουθεί προς Λίβα (ΝΔ), ο δε Ροβέρτος Κόρτις βιάζων, επιζητεί να προσεγγίση εν τω βραχυτάτω διαστήματι χρόνου εις την εγγυτάτην των Μικρών Αντιλλών. ΙΓ' — _Από της 24 μέχρι 29 Οκτωβρίου_. — Κατά τας πέντε επομένας ημέρας η θάλασσα είνε αγρία. Ο δε _Σάνσελλορ_, ει και δεν παλαίει πλέον κατ' αυτής και τρέχει συν τω ανέμω και τω κύματι, κινείται όμως καθ' υπερβολήν. Κατά τον διάπλουν τούτον, τον επί πυρπολικού, ουδ' επί στιγμήν έχομεν ησυχίαν. Παρατηρούμεν μετά πόθου το ύδωρ τούτο όπερ, περιβάλλον το πλοίον, έλκει, κατακηλεί. «Αλλά, είπον προς τον Ροβέρτον Κόρτις, διατί να μη τρυπήσωμεν το κατάστρωμα; διατί να μη χύσωμεν τόννους ύδατος εις το κύτος; Και όταν το πλοίον γεμίση, πού έγκειται το κακόν; Της πυρκαϊάς σβεσθείσης αι αντλίαι θα χύσωσι πάλιν όλον το ύδωρ εις την θάλασσαν! — Κύριε Κάζαλλον, μοι αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, σας το είπον και σας το επαναλαμβάνω, εάν αφήσωμεν τον αέρα να διέλθη, έστω και όσον δήποτε και ολίγον, το πυρ θα διαδοθή εν ακαρεί καθ' όλον το πλοίον, αι δε φλόγες θα το περιβάλωσιν από της τρόπιδος μέχρι του επιμήλου των ιστίων. Είμεθα καταδεδικασμένοι εις απραξίαν και υπάρχουσι περιστάσεις, καθ' άς οφείλει ο άνθρωπος να έχη την γενναιότητα του απρακτείν!» Μάλιστα! Ο μόνος τρόπος του να καταπολεμηθή η πυρκαϊά είνε να φραχθή στεγανώς πάσα είσοδος. Εν τούτοις αι πρόοδοι του πυρός είνε ακατάπαυστοι και ίσως ταχύτεραι ή όσον υποθέτομεν. Κατά μικρόν η θερμότης καθίσταται αρκούντως ισχυρά, ώστε οι επιβάται εδέησε να καταφύγωσιν επί της γεφύρας οι δε πρυμναίοι θάλαμοι ευρέως φωτιζόμενοι διά των παραθύρων του άβακος, είνε έτι κατοικήσιμοι. Αλλ' εκ τούτων τον μεν δεν εγκαταλείπει η μίσιζ Κηρ, τον δ' έτερον διέθεσεν ο Ροβέρτος Κόρτις τω εμπόρω Ρόμπυ. Πολλάκις μετέβην εις επίσκεψιν του ταλαιπώρου τούτου, όστις είνε όλως παράφρων, και ανάγκης να τον κρατώσι δέσμιον, αν μη θέλωσι να θραύση την θύραν του θαλάμου του. Πράγμα παράδοξον! Διετήρησεν εν τη παραφροσύνη του αίσθημα φρικαλέου τρόμου, και εκβάλλει φρικώδεις κραυγάς, ως εάν υπό την επίδρασιν φαινομένου φυσιολογικού, ησθάνετο αληθή καύματα. Και τον τέως πλοίαρχον πολλάκις επισκέπτομαι και ευρίσκω εν αυτώ άνδρα ηρεμώτατον και λαλούντα λογικώς πλην των αναφερομένων εις τα ναυτικά. Ως προς τούτο δεν έχει πλέον τον κοινόν νουν. Προσφέρομαι να τον περιποιηθώ, διότι πάσχει, αλλά δεν θέλει να δεχθή τας περιποιήσεις μου και δεν εξέρχεται πλέον εκ του θαλάμου του. Σήμερον εισεπήδησεν εις την θέσιν του πληρώματος καπνός δριμύς και ναυτιώδης διηθούμενος διά των σχισμάδων του φράγματος. Είνε δε βέβαιον ότι η πυρκαϊά προοδεύει προς το μέρος τούτο, παραβάλλοντες δε το ους, ακούομεν υπόκωφον βόμβον. Αλλά πόθεν λοιπόν το πυρ λαμβάνει όλον τούτον τον αέρα όστις το τρέφει; Ποία τις η ρωγμή η διαφυγούσα τας ερεύνας ημών; Η φρικώδης καταστροφή δεν θα ηδύνατο νυν να αποσοβηθή! Ίσως είνε ζήτημά τινων μόνον ημερών, ωρών τινων, και δυστυχώς η θάλασσα κυμαίνεται ούτως ώστε δεν είνε δυνατόν να σκεφθώμεν περί φυγής διά των εφολκίων. Κατά παραγγελίαν του Ροβέρτου Κόρτις το φράγμα της θέσεως καλύπτεται διά υποβλήματος διαβρεχομένου απαύστως. Αλλά, μάταιαι φροντίδες, ο καπνός εξακολουθεί εξερχόμενος εν μέσω θερμότητος υγράς, ήτις διαχεομένη επί της πρώρας καθιστά τον αέρα σχεδόν ανεπιτήδειον εις αναπνοήν. Ευτυχώς ο μέγας ιστός και ο ακάτιος είνε σιδηροί· ει δε μη, καιόμενοι από της πτέρνης θα είχον ήδη καταπέση, και ημείς θα είχομεν απολεσθή. Ο Ροβέρτος Κόρτις λοιπόν βιάζει όσον οίον τε, και υπό τον άνεμον τούτον, τον Μέσην (ΒΑ), όστις επιτείνεται, ο _Σάνσελλορ_ βαδίζει μετά πολλής ταχύτητος. Ιδού ήδη δεκατέσσαρες ημέραι από της εμφανίσεως της πυρκαϊάς και αι πρόοδοι αυτής είνε ακατάπαυστοι, διότι δεν ηδυνήθημεν να καταπαύσωμεν αυτάς. Ήδη ο χειρισμός εν τω πλοίω είνε μάλλον και μάλλον δυσχερής. Επί του επιστέγου, ού το σανίδωμα δεν συνέχεται αμέσως προς το κύτος δυνάμεθα έτι να σταθώμεν αλλά επί του καταστρώματος μέχρι του πρωραίου είνε των αδυνάτων να βαδίσωμεν ουδέ μετά χονδρών υποδημάτων. Το ύδωρ δεν εξαρκεί πλέον ίνα δροσίζη τας σανίδας ταύτας, άς το πυρ λέχει και ανακυρτούνται επί των ράβδων των. Η ρητίνη του ελατίνου τούτου ξύλου κροτεί πέριξ των όζων ως πίπτουσα χάλαζα, οι αρμοί διανοίγονται, η δε πίσσα, ρευστοποιουμένη υπό της θερμότητος διαρρέει σχεδιάζουσα παμποίκιλα ιδιόρρυθμα σχήματα επί του καταστρώματος κατά τας απαιτήσεις του διατοιχισμού του πλοίου. Το δ' έσχατον της συμφοράς, αίφνης αναπηδά αποτόμως άνεμος Σκίρων (ΒΔ), πνέων μετά μανίας! Αυτόχρημα τυφών, οποίος ενίοτε παράγεται εν ταις ακταίς ταύταις, και μας απομακρύνει από της γης των Αντιλλών, εις ήν προσπαθούμεν να προσεγγίσωμεν! Ο Ροβέρτος Κόρτις θέλει να αντισταθή αντιμένων[45], αλλ' ο άνεμος είνε ούτω βίαιος, ώστε ο _Σάνσελλορ_ δεν δύναται να αντιμείνη, και ανάγκη είνε μετ' ου πολύ να παραδοθή τω ανέμω, ίν' αποφύγη τους κλύδωνας, οίτινες είνε φοβεροί όταν πλήττωσι πλοίον κατά το ισχίον. Τη 29 η τρικυμία είνε εν όλη αυτής τη βία. Ο Ωκεανός είνε τεταραγμένος και η λεπτή βροχή η εκ της συγκρούσεως των κυμάτων κατακαλύπτει τον _Σάνσελλορ_ καθ' ολοκληρίαν. Των αδυνάτων να καταβιβασθή εφόλκιον εις την θάλασσαν χωρίς πάραυτα να καταποντισθή. Ημείς δε έχομεν καταφύγη οι μεν εις το επίστεγον, οι δε εις το πρυμναίον κατάστρωμα. Αποβλέπομεν προς αλλήλους, αλλά δεν τολμώμεν να λαλήσωμεν. Περί δε του δοχείου του πικρικού ουδέ καν διανοούμεθα. Ελησμονήσαμεν «την λεπτομέρειαν ταύτην» ίνα κατά Ροβέρτον Κόρτις είπω. Δεν ειξεύρω μα το ναι, αν μη ήτο ευκταία η έκρηξις του πλοίου, ήτις έμελλε διά μιας να διαλύση την κατάστασιν των πραγμάτων. Την φράσιν ταύτην αναγράφω, διότι θέλω να παραστήσω ακριβώς την κατάστασιν των πνευμάτων μας. Ο άνθρωπος επί πολύν χρόνον επαπειλούμενος υπό τινος κινδύνου, επιθυμεί τέλος να επέλθη ο κίνδυνος όσον τάχιστα, διότι η προσδοκία καταστροφής αναποδράστου είνε φρικωδεστέρα της πραγματικής αληθείας! Εν όσω δε ήτο καιρός, ο πλοίαρχος Κόρτις παρήγγειλε την εξαγωγήν μέρους των τροφών των αποτεταμιευμένων εν τω διανομείω, εις ό δεν θα ήτο πλέον δυνατόν να εισέλθη τις. Η θερμότης έχει ήδη βλάψη μέγα ποσόν προμηθειών αλλ' όμως βυτία τινά διπυρίτου [46] και κρέατος παστού, είς κόρος ρακής και βυτία ύδατος ετέθησαν επί του καταστρώματος, προς δε τούτοις καλύμματα, όργανα, πυξίς, ιστία, ίνα, εάν τύχη, δυνηθώμεν να εγκαταλίπωμεν πάραυτα το πλοίον. Την ογδόην εσπερινήν ώραν, ει και ο πάταγος του τυφώνος είνε μέγας, όμως ακούεται βόμβος θορυβώδης. Οι καθέκται του καταστρώματος υπεγείρονται πιεζόμενοι έσωθεν υπό του θερμού αέρος, και δίναι καπνού μαύρου διαφεύγουσι διά των καθεκτών, ως ο ατμός διαφεύγει υπό την πλάκα της επιστομίδος λέβητος. Το πλήρωμα σπεύδει προς τον Ροβέρτον Κόρτις και ζητεί τας διαταγάς του. Μία και μόνη γνώμη κατέχει πάντας, να φύγωμεν δήλα δή το ηφαίστειον τούτο, όπερ μέλλει να εκραγή υπό τους πόδας ημών. Ο Ροβέρτος Κόρτις παρατηρεί τον Ωκεανόν ού τα τεράστια κύματα εκχύνονται. Ουδέ δύναται τις πλέον να προσεγγίση εις την άκατον την κειμένην επί των υποστατών εν τω μέσω του καταστρώματος· αλλ' είνε έτι δυνατόν να χρησιμοποιήσωμεν την λέμβον την ανακρεμαμένην από των επωτίδων [47] του δεξιού τοίχου του πλοίου, ως και την φαλαινίδα [48] κρεμαμένην κατά την πρύμναν. Οι ναύται ορμώσι προς την λέμβον. «Όχι, αναφωνεί ο Ροβέρτος Κόρτις, όχι! Μη θυσιάσωμεν και την τελευταίαν μας ελπίδα!» Τινές όμως των ναυτών κατεπτοημένοι, προεξάρχοντος του Όουεν, θέλουσι να καταβιβάσωσι το εφόλκιον. Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις σπεύδει εις το επίστεγον και αρπάσας πέλεκυν αναφωνεί: «Ο πρώτος όπου θα εγγίση το σύσπαστα, του σχίζω την κεφαλήν!» Οι ναύται αποχωρούσι. Καί τινες μεν τούτων αναβαίνουσιν εις τας κλιμακίδας των επιτόνων [49], τινές δε καταφεύγουσι μέχρι των θωρακίων.[50] Την ενδεκάτην της νυκτός ακούονται εν τω κύτει σφοδροί κρότοι εκρήξεως· συντρίβονται τα φράγματα και αφίνουσι διέξοδον εις τον θερμόν αέρα και εις τον καπνόν. Πάραυτα χείμαρροι ατμού εκθρώσκουσιν από του στομίου της πρωραίας θέσεως και γλώσσα φλογός μακρά λείχει τον ακάτιον ιστόν. Κραυγαί ακούονται τότε. Η μίσιζ Κηρ υποβασταζομένη υπό της μις Χέρμπυ καταλείπει εσπευσμένως τους θαλάμους, ούς το πυρ κατέφθασεν ήδη. Έπειτα ο Σάιλας Χόντλυ επιφαίνεται, το πρόσωπόν του είνε κατάμαυρον υπό του καπνού και ησύχως, αφ' ού εχαιρέτισε τον Ροβέρτον Κόρτις, κατευθύνεται προς τους επιτόνους, αναβαίνει τας κλιμακίδας και εγκαθιδρύεται επί του θωρακίου του επιδρόμου. Ιδών τον Σάιλας Χόντλυ, ευθύς ενθυμούμαι ότι έτερός τις διαμένει καθειργμένος υπό το επίστεγον εν τω θαλάμω εκείνω, όν αι φλόγες μέλλουσιν ίσως να καταβροχθίσωσι. Πρέπει λοιπόν να αφήσωμεν να αποθάνη τον ταλαίπωρον Ρόμπυ; Ορμώ προς την κλίμακα . . . . Αλλ' ο παράφρων θραύσας τα δεσμά του φαίνεται την στιγμήν εκείνην, έχων την κόμην κεκαυμένην και τα ενδύματα φλεγόμενα. Ουδέν λέγων περιπατεί επί του καταστρώματος και οι πόδες του δεν καίονται! Ρίπτεται εις τας συστροφάς του καπνού, και ο καπνός δεν τον πνίγει. Ως ανθρωπίνη σαλαμάνδρα διατρέχει αναμέσον των φλογών! Νέος κρότος εκρήγνυται τότε και η άκατος διεσκορπίζεται εις τεμάχια, ο μεσαίος καθέκτης ανατινάσσεται διασχίσας το υπόβλημά του, και πίδαξ πυρός επί πολύ συμπεπιεσμένος αναπηδά μέχρι του ημίσεος του ιστού. Την στιγμήν εκείνην ο παράφρων εκβάλλει κραυγάς δυνατάς και εκ του στόματός του εκφεύγουσιν αι λέξεις αύται: «Το πικρικόν! το πικρικόν! Όλοι θα πηδήσωμεν εις τον αέρα! εις τον αέρα! εις τον αέρα!» Έπειτα δε πριν λάβωμεν καιρόν να τον αναχαιτίσωμεν κατακρημνίζεται διά του καθέκτου εις την φλεγομένην κάμινον. ΙΔ' — _Την νύκτα της 29 Οκτωβρίου_. — Η σκηνή αύτη υπήρξε φοβερά, έκαστος δε, ει και έβλεπε την άνευ τινος ελπίδος κατάπτωσιν εν ή διετέλει, συνησθάνθη όμως όλην αυτής την φρίκην. Ο Ρόμπυ δεν ζη πλέον, αλλ' οι τελευταίοι λόγοι του θα έχωσιν επακολουθήματα ολεθριώτατα· διότι οι ναύται τον ήκουσαν κράζοντα: «Το πικρικόν! το πικρικόν!» Ενόησαν δε ότι το πλοίον δύναται να ανατιναχθή εις τον αέρα από στιγμής εις στιγμήν, και ότι δεν τους απειλεί πλέον μόνον πυρκαϊά, αλλά και φοβερά έκρηξις. Τινές των ανδρών, ακράτητοι ήδη, θέλουσι να φύγωσιν εξ άπαντος και άνευ αναβολής. «Την λέμβον! την λέμβον!» ανακράζουσι. Δεν βλέπουσι δε, δεν θέλουσι να ίδωσιν οι άφρονες, ότι η θάλασσα είνε εις άκρον τεταραγμένη και ότι ουδέν εφόλκιον δύναται να καταφρονήση τα κύματα εκείνα τα ανατινασσόμενα εις ύψος τεράστιον! Ουδέν δύναται να τους συγκρατήση, και δεν ακούουσι πλέον την φωνήν του πλοιάρχου των. Ο Ροβέρτος Κόρτις ρίπτεται εις το μέσον του πληρώματός του, αλλά μάτην, διότι ο ναύτης Όουεν εξερεθίζει τους συνναύτας του. Οι δεσμοί της λέμβου χαλαρούνται, και η λέμβος ωθείται προς τα έξω. Το εφόλκιον αιωρείται μίαν στιγμήν εν τω αέρι, και υπακούον εις το παρακύλισμα του πλοίου, προσκόπτει επί του τροπού [51], και μετά τελευταίαν προσπάθειαν των ναυτών αποσπάται και ήδη άπτεται της θαλάσσης· αλλά αίφνης κύμα τεράστιον την καλύπτει, την απομακρύνει μίαν στιγμήν και μετά δυνάμεως ακρατήτου την κατασυντρίβει επί της πλευράς του _Σάνσελλορ_. Η τε άκατος και η λέμβος κατεστράφησαν ήδη και μόνον υπολείπεται ημίν μία εύθραυστος και στενή φαλαινίς. Οι ναύται κατάπληκτοι ίστανται ακίνητοι, και μόνον ακούονται οι συριγμοί του ανέμου μεταξύ των αρμένων του πλοίου, και ο βόμβος της πυρκαϊάς. Η κάμινος προχωρεί μεγεθυνομένη βαθέως προς το κέντρον του πλοίου, και χείμαρροι ατμών λιγνυωδών [52] εκθρώσκοντες εκ του καθέκτου ανέρχονται προς τον ουρανόν. Από του πρωραίου καταστρώματος μέχρι του επιστέγου δεν βλεπόμεθα πλέον, και φραγμός φλογός διαχωρίζει εις δύο τον _Σάνσελλορ_. Οι επιβάται και δύο ή τρεις των του πληρώματος κατέφυγον εις το όπισθεν του επιστέγου. Η μίσιζ Κηρ είνε εξηπλωμένη αναίσθητος επί τινος των κλωβών των ορνίθων, και παρ' αυτή κάθηται η μις Χέρμπυ. Ο κ. Λετουρνέρ ήρπασε τον υιόν του και τον κρατεί εν ταις αγκάλαις του, θλίβων αυτόν επί του πατρικού στήθους του. Εμέ κατέλαβε νευρική ταραχή και δεν δύναμαι να την κατανικήσω. Ο δε μηχανικός Φάλστεν παρατηρεί απαθώς το ωρολόγιόν του και σημειοί την ώραν εν τω σημειωματαρίω του. Τι δε συμβαίνει κατά την πρώραν, ένθα ευρίσκονται αναμφιβόλως ο υποπλοίαρχος, ο αρχιναύτης και το υπόλοιπον του πληρώματος, ούς ημείς δεν δυνάμεθα πλέον να ίδωμεν; Πάσα συγκοινωνία διεκόπη μεταξύ των δύο ημίσεων του πλοίου, και ουδείς ηδύνατο να διέλθη το εκ φλογών παραπέτασμα, όπερ ανέρχεται εκ του μεγάλου καθέκτου. Έρχομαι προς τον Ροβέρτον Κόρτις και τον ερωτώ: «Τα πάντα τετέλεσται; — Όχι, μ' αποκρίνεται. Επειδή ο καθέκτης είνε ανοικτός, θα επιχύσωμεν χείμαρρον ύδατος εις την κάμινον, και θα κατορθώσωμεν ίσως να την κατασβέσωμεν. — Αλλά πώς θα γίνη ο χειρισμός των αντλιών επί του καίοντος τούτου καταστρώματος, κύριε Κόρτις; Πώς θα δοθώσι διαταγαί εις τους ναύτας διά μέσου των φλογών τούτων; Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις δεν μ' αποκρίνεται. «Τετέλεσται τα πάντα; ηρώτησα και εκ δευτέρου. — Όχι! κύριε, μοι λέγει ο Ροβέρτος Κόρτις, όχι! Και εφ' όσον μία μόνη σανίς του πλοίου τούτου μένει υπό τους πόδας μου, δεν θα απελπισθώ.» Και όμως η δύναμις της πυρκαϊάς διπλασιάζεται και τα θαλάσσια ύδατα βάφονται διά λάμψεως υπερύθρου. Άνωθεν δε τα χαμηλά νέφη αντανακλώσι μεγάλας φλόγας ξανθάς. Μακροί πίδακες πύρινοι αναπηδώσι διά των καθόδων, ημείς δε κατεφύγομεν εις την κορώνην [53], όπισθεν του επιστέγου. Η δε μίσιζ Κηρ κατετέθη εν τη φαλαινίδι ήτις κρέμαται από των επωτίδων της, και παρ' αυτή έλαβε θέσιν η μις Χέρμπυ. Ποία νυξ φοβερά! και οποία τις γραφίς θα ηδύνατο να γράψη το φρικαλέον αυτής; Ο τυφών τότε εν όλη αυτού τη σφοδρότητι πνέει επί της ανθρακιάς ταύτης ως υπερμέγεθες αεριστήριον. Ο _Σάνσελλορ_ τρέχει εν τω σκότει ως πυρπολικόν γιγαντιαίον. Δυοίν δε θάτερον [54] ή πρέπει να ριφθώμεν εις την θάλασσαν ή να γίνωμεν παρανάλωμα των φλογών! Αλλά το πικρικόν δεν θα ανάψη λοιπόν; Το ηφαίστείον τούτο δεν θα ανοιχθή υπό τους πόδας ημών; Λοιπόν εψεύσθη ο Ρόμπυ; Δεν υπάρχει λοιπόν ουσία εκρηκτική εγκεκλεισμένη εν τω κύτει; Την ενδεκάτην και ημίσειαν, καθ' ήν στιγμήν η θάλασσα είνε φοβερά όσον ουδέποτε άλλοτε, προστίθεται εις τον κρότον των μαινομένων στοιχείων βρόμος [55] ιδιάζων, όν οι ναυτικοί σφόδρα φοβούνται· αντηχεί δε κατά την πρώραν η κραυγή αύτη· «Σκόπελοι! σκόπελοι δεξιά!» Ο Ροβέρτος Κόρτις πηδά επί του παραρρύμματος, ρίπτει βλέμμα ταχύ επί των λευκών κυμάτων, και στρεφόμενος προς τον πηδαλιούχον αναφωνεί μετά φωνής επιτακτικής: «Τον οίακα δεξιά, πάντη!» Αλλ' είνε λίαν αργά. Αισθάνομαι ότι ανηρπάγημεν επί των νώτων κυμάτων τεραστίων, και αίφνης γίνεται σύρραξις. Το πλοίον ψαύει κατά την πρύμναν, πτερνοκοπεί πολλάκις και ο ιστός του επιδρόμου, θραυσθείς σύρριζα επί του καταστρώματος, πίπτει εις την θάλασσαν. Ο _Σάνσελλορ_ είνε ακίνητος. ΙΕ' — _Συνέχεια της νυκτός της 29 Οκτωβρίου_. — Δεν είνε ακόμη μεσονύκτιον, σελήνη δεν υπάρχει και το σκότος είνε βαθύ. Δεν δυνάμεθα να γινώσκωμεν πού εκάθισε το πλοίον. Βιαίως απωθούμενον προσήγγισεν άρα γε εις την Αμερικανικήν ακτήν και άρα γε φαίνεται η γη; Είπον ότι ο _Σάνσελλορ_, αφ' ού επ' ολίγον επτερνοκόπησε, απέμεινεν όλως ακίνητος. Μετ' ολίγον κρότος αλύσεων αντηχήσας εν τη πρύμνη, δίδει είδησιν τω Ροβέρτω Κόρτις ότι αι άγκυραι εποντίσθησαν. «Καλά! καλά! είπεν. Ο υποπλοίαρχος και ο αρχιναύτης επόντισαν τας δύο αγκύρας. Πρέπει να ελπίζωμεν ότι θα εστερεώθησαν!» Βλέπω τότε τον Ροβέρτον Κόρτις προχωρούντα επί των παραρρυμμάτων μέχρι του ορίου όπερ αι φλόγες δεν επιτρέπουσι να υπερβή. Ολισθαίνει επί του δεξιού επιτόνου προς το μέρος όπου το πλοίον είχε κλίνη, και ίσταται εκεί επί τινας στιγμάς πληττόμενος υπό των βαρέων κυμάτων. Τον βλέπω παραβάλλοντα το ους, ως εάν ήκουε ιδιάζοντά τινα θόρυβον εν τω μέσω του θορύβου της τρικυμίας. Τέλος ο Ροβέρτος Κόρτις επανέρχεται εις το επίστεγον και μοι λέγει: «Τα νερά εισέρχονται εις το πλοίον, και τα νερά αυτά, Θεού ευδοκούντος, θα καταβάλουν ίσως την πυρκαϊάν! — Και έπειτα; είπον εγώ. — Κύριε Κάζαλλον, μοι αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, το «έπειτα» είνε μέλλον και απόκειται εις το θέλημα του Θεού. Ημείς ας μεριμνώμεν περί του παρόντος!» Και ήδη πρώτον πάντων έπρεπε να καταφύγωμεν εις τους σίφωνας, αλλά την στιγμήν εκείνην δεν δύνανται να τους φθάσωσιν εν τω μέσω των φλογών! Πιθανώς σανίς τις εθραύσθη εν τω πυθμένι του πλοίου, και δι' αυτής εισέρχεται ύδωρ άφθονον, διότι μοι φαίνεται ότι η βία του πυρός ήδη ελαττούται. Ακούονται συριγμοί εκκωφωτικοί, τεκμήριον ότι τα δύο στοιχεία παλαίουσι. Βεβαίως δε η βάσις της εστίας είνε ήδη κατάκλυστος, και η πρώτη σειρά των δεμάτων του βάμβακος είνε εν τω ύδατι. Λοιπόν, το ύδωρ τούτο ας πνίξη την πυρκαϊάν, και ημείς πάλιν έπειτα θα το πολεμήσωμεν, και ίσως θα είνε ολιγώτερον φοβερόν του πυρός, διότι το ύδωρ είνε το στοιχείον του ναυτικού και αυτός είνε συνηθισμένος να το νικά. Κατά τας τρεις άλλας ώρας καθ' άς διήρκεσεν έτι η τόσον μακρά αύτη νυξ, αναμένομεν μετ' αγωνίας απεριγράπτου. Πού είμεθα; Το μόνον βέβαιον είνε ότι το ύδωρ αποσύρεται κατ' ολίγον, και η σφοδρότης των κυμάτων καταπαύει. Ο _Σάνσελλορ_ πρέπει να έψαυσε μίαν ώραν μετά την πλημμυρίδα, αλλ' είνε δύσκολον να γνωσθή ακριβώς άνευ υπολογισμών και άνευ παρατηρήσεων. Εάν δε είνε τούτο, δυνάμεθα να ελπίζωμεν, επί τω λόγω όμως ότι η πυρκαϊά εσβέσθη, ότι ο _Σάνσελλορ_ ταχέως θα απαλλαχθή κατά την προσεχή παλίρροιαν. Περί ώραν τετάρτην και ημίσειαν προ μεσημβρίας το εκ φλογών παραπέτασμα, το μεταξύ πρώρας και πρύμνης ηπλωμένον, διασκορπίζεται κατ' ολίγον, και εκείθεν διακρίνομεν τέλος όμιλον μαύρον, το πλήρωμα, όπερ είχε καταφύγη εις το πρωραίον στενόν κατάστρωμα . . Μετ' ου πολύ αι συγκοινωνίαι αποκαθίστανται αύθις μεταξύ των δύο άκρων του πλοίου, και ο υποπλοίαρχος και ο αρχιναύτης έρχονται προς ημάς, εις το επίστεγον, βαδίζοντες επί των τροπών, διότι δεν είνε ακόμη δυνατόν να πατήσωσιν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος Κόρτις, ο υποπλοίαρχος και ο αρχιναύτης παρόντος μου συσκέπτονται και συμφωνούσιν ως προς τούτο, ότι δήλα δή ουδέν πρέπει να επιχειρήσωμεν πριν γίνη ημέρα. Και εάν μεν η γη είνε πλησίον, η δε θάλασσα προσιτή, θα αποβιβασθώμεν εις την παραλίαν είτε διά της φαλαινίδος είτε διά σχεδίας. Αλλ' εάν όμως μηδεμία γη φαίνεται και ο _Σάνσελλορ_ έχη εξοκείλη επί σκοπέλου απομεμονωμένου, θα καταβληθή προσπάθεια να τον ανασύρωμεν, ώστε να τον καταστήσωμεν ικανόν να καταπλεύση εις τον εγγύτατον λιμένα. «Αλλά, ο Ροβέρτος Κόρτις, ού την γνώμην συμμερίζεται ο υποπλοίαρχος και ο αρχιναύτης, είνε δύσκολον, λέγει, να μαντεύσω που είμεθα, διότι διά των βορειοδυτικών τούτων ανέμων ο _Σάνσελλορ_ θα ερρίφθη αρκετά μακράν προς νότον. Ιδού ότι επί πολύν χρόνον δεν ηδυνήθην να μετρήσω το ύψος, και όμως επειδή δεν γνωρίζω σκόπελόν τινα κατά το μέρος τούτο του Ατλαντικού Ωκεανού, δυνατόν να εξοκείλαμεν επί τινος γης της Νοτίου Αμερικής. — Αλλά, είπον εγώ, εξακολουθούμεν απειλούμενοι υπό της εκρήξεως. Δεν θα ήτο δυνατόν να εγκαταλίπωμεν τον _Σάνσελλορ_ και να καταφύγωμεν . . . — Επί του σκοπέλου τούτου; απαντά ο Ροβέρτος Κόρτις. Αλλ' οποία τις είνε η κατασκευή του; δεν καλύπτεται υπό της πλημμυρίδος; Δυνάμεθα να τον αναγνωρίσωμεν εντός του σκότους τούτου; Ας αφήσωμεν να γίνη ημέρα, και βλέπομεν.» Τους λόγους τούτους του Ροβέρτου Κόρτις αναφέρω πάραυτα προς τους άλλους επιβάτας. Και ναι μεν δεν είνε απολύτως θαρρυντικοί, αλλ' ουδείς θέλει να ίδη τον νέον κίνδυνον, όν δημιουργεί η κατάστασις του πλοίου, εάν κατά δυστυχίαν έχη ριφθή επί αγνώστου σκοπέλου, εκατοστύας μιλίων μακράν πάσης γης. Μία δε μόνη παρατήρησις επικρατεί, ότι δήλα δή το ύδωρ νυν μάχεται υπέρ ημών και παλαίει επωφελώς κατά της πυρκαϊάς, και κατ' ακολουθίαν κατά των πιθανοτήτων της εκρήξεως. Τω όντι, τας περιαυγείς φλόγας διαδέχεται κατά μικρόν καπνός πυκνός μαύρος, εκθρώσκων εκ του καθέκτου εις υγράς περιστροφάς. Γλώσσαι τινες φλογεραί ανατινάσσονται έτι μεταξύ σκοτεινών ελίκων, αλλά σβέννυνται σχεδόν παρευθύς. Τον δε βόμβον του πυρός διαδέχονται συριγμοί του ύδατος, εξατμιζομένου επί της εσωτερικής εστίας. Είνε βέβαιον ότι η θάλασσα πράττει εκεί ό τι ούτε αι αντλίαι ημών ούτε οι κάδοι θα ηδύναντο να πράξωσι. Πλημμύρας δε μόνον έργον ώφειλε να είνε η κατάσβεσις της πυρκαϊάς ταύτης, της διαδεδομένης μεταξύ χιλίων επτακοσίων δεμάτων βάμβακος! ΙΣΤ' — _30 Οκτωβρίου_. — Αι πρώται πρωιναί λάμψεις ελεύκαναν τον ορίζοντα, αλλ' αι ομίχλαι του πελάγους κωλύουσι το βλέμμα επί περιφερείας ικανώς περιωρισμένης. Ουδεμία γη φαίνεται ακόμη, και όμως ο οφθαλμός ημών ανερευνά μετ' αγωνίας ανυπομόνως όλον το δυτικόν και το μεσημβρινόν μέρος του Ωκεανού. Κατ' εκείνην την στιγμήν η θάλασσα ειχε σχεδόν όλως αποσυρθή και δεν υπάρχει έξ ποδών ύδωρ πέριξ του πλοίου, όπερ βυθίζεται εις δεκαπέντε περίπου όταν είνε κατάφορτον. Κορυφαί τίνες βράχων προκύπτουσι τήδε κακείσε, και φαίνεται έκ τινων χρωμάτων του πυθμένος, ότι ο σκόπελος ούτος αποτελείται εκ βράχων βασαλτικών. Πώς ηδυνήθη ο _Σάνσελλορ_ να μετενεχθή τοσούτον εμπρός επί της υφάλου ταύτης; Κύμα υπερμέγεθες θα τον ανύψωσεν, αυτό δε τούτο ησθάνθην ολίγας στιγμάς πριν εξοκείλη. Όθεν εξετάσας την γραμμήν των βράχων των περικυκλούντων το πλοίον, ερωτώ εμαυτόν πώς θα κατορθωθή η εκείθεν ανέλκυσις του. Είνε κεκλιμένον από της πρύμνης εις την πρώραν, εξ ού καθίσταται επιπονωτάτη η επί του καταστρώματος πορεία, και πλην τούτου, καθ' όσον η του Ωκεανού επιφάνεια ταπεινούται, φαίνεται έτι μάλλον αποκλίνον προς αριστερά. Ο Ροβέρτος Κόρτις εφοβήθη μάλιστα προς στιγμήν μήπως εξοκείλη εις τα ρηχά. Αλλ' η κλίσις αυτού επαγιώθη τέλος οριστικώς και ουδείς υπάρχει ως προς τούτο φόβος. Την έκτην πρωινήν ώραν συγκρούσεις βίαιαι γίνονται επαισθηταί. Ο ιστός του επιδρόμου, όστις πρότερον είχε παρασυρθή υπό των κυμάτων, επανελθών πλήττει τας πλευράς του _Σάνσελλορ_. Ταυτοχρόνως δε κραυγαί αντηχούσι και το όνομα του Ροβέρτου Κόρτις πλεονάκις ακούεται προφερόμενον. Παρατηρούμεν κατά την διεύθυνσιν εκείσε όθεν έρχονται αι κραυγαί, και εν τω σκιόφωτι της υποφωσκούσης ημέρας βλέπομεν άνθρωπον συγκρατούμερον από του θωρακίου του επιδρόμου, τον Σάιλας Χόντλυ, όστις ειχε συμπαρασυρθή υπό της πτώσεως του ιστού και ως εκ θαύματος διέφυγε τον θάνατον. Ο Ροβέρτος Κόρτις σπεύδει παρευθύς εις βοήθειαν του πρώην πλοιάρχου του, και αψηφών μυρίους όσους κινδύνους, κατορθοί να τον επαναγάγη εις το πλοίον. Ο Σάιλας Χόντλυ ουδέ γρυ ειπών, επορεύθη εις την απωτάτην γωνίαν του επιστέγου και εκάθισεν. Ο άνθρωπος ούτος γενόμενος όν όλως παθητικόν, περί ουδενός μεριμνά. Επετύχομεν έπειτα να υπηνεμώσωμεν τον ιστόν του επιδρόμου και δέσωμεν αυτόν στερεώς εις το πλοίον, ού τας πλευράς δεν απειλεί πλέον. Το διασωθέν τούτο ναυάγιον ίσως, χρησιμεύση εις ημάς, τις οίδε; Ήδη η ημέρα αρκούντως προυχώρησε και η ομίχλη άρχεται υψουμένη. Ήδη το βλέμμα δύναται να διαδράμη επαρκώς την περίμετρον του ορίζοντος πλέον των τριών μιλίων, αλλ' ουδέν ακόμη φαίνεται ομοιάζον προς ακτήν. Η γραμμή των ρηγμίνων [56] διαθέει προς Λίβα (ΝΔ) και προς Μέσην (ΒΑ) επί έν περίπου μίλιον. Προς Βορράν αναδύει ώσπερ τι νησύδριον ακανονίστου σχήματος, ιδιότροπος σύστασις βράχων ύψους πεντήκοντα ποδών υψουμένη διακοσίας το πολύ οργυιάς από του μέρους ένθα εξώκειλεν ο _Σάνσελλορ_. Θα υπέρκειται λοιπόν της επιφανείας των υψίστων παλιρροιών. Ώσπερ τις οδός κτιστή στενοτάτη μεν αλλά ευδιάβατος εν αμπώτιδι, θα επιτρέψη εις ημάς να έλθωμεν εις το νησύδριον τούτο χρείας τυχούσης. Εκείθεν η θάλασσα αναλαμβάνει το σκοτεινόν αυτής χρώμα. Εκεί το ύδωρ είνε βαθύ, εκεί τελευτά ο σκόπελος. Αμηχανία άπειρος, ήν δικαιολογεί η του πλοίου κατάστασις, καταλαμβάνει τα πνεύματα πάντα. Είνε φόβος τω όντι μήπως αι ρηγμίνες αύται δεν συνέχονται προς ουδεμίαν ακτήν. Την στιγμήν ταύτην, ώραν εβδόμην, η ημέρα είνε φωτεινή η δε ομίχλη εξηφανίσθη. Ο ορίζων φαίνεται πέριξ του _Σάνσελλορ_ μετά τελείας διαυγείας, αλλ' η γραμμή του ύδατος και η του ουρανού συγχέονται επί της αυτής περιοχής, η δε θάλασσα πληροί όλον το διάστημα. Ο Ροβέρτος Κόρτις ακίνητος παρατηρεί τον Ωκεανόν κυρίως προς Ζέφυρον (Δ). Ο δε κ. Λετουρνέρ και εγώ όρθιοι πλησίον αλλήλων, εξετάζομεν και τας ελαχίστας αυτού κινήσεις, και αναγινώσκομεν σαφώς τας εννοίας τας συνθλιβομένας εν τω εγκεφάλω αυτού. Η έκπληξις αυτού μεγάλη, διότι ηδύνατο να πιστεύη ότι ήμεθα πλησίον ακτής, αφ' ού σχεδόν πάντοτε εξηκολουθούμεν πλέοντες προς Νότον από της προσορμίσεως του πλοίου παρά τας Βερμούδας νήσους, και όμως ουδεμία γη φαίνεταί που. Την στιγμήν ταύτην ο Ροβέρτος Κόρτις, καταλιπών το επίστεγον, μεταβαίνει διά των παρραρυμμάτων μέχρι των επιτόνων, ανέρχεται ταχέως τας κλιμακίδας, αρπάζει τους επιτόνους του μεγάλου επιστηλίου, υπερβαίνει τα δίζυγα και φθάνει ταχέως το ανώτατον του επιστηλίου. Εκείθεν δε επί τινα λεπτά της ώρας εξετάζει επιμελέστατα όλον το διάστημα. Έπειτα δε αρπάσας σχοινίον τι ωλίσθησε μέχρι των τροπών και επανήλθε πλησίον ημών. Τον ερωτώμεν διά των βλεμμάτων. «Ουδεμία γη» αποκρίνεται απαθώς. Τότε προχωρεί ο μίστερ Κηρ και ερωτά δυσθύμως πως: «Και πού είμεθα, κύριε;» — Δεν ειξεύρω τίποτε, κύριε, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις. — Έπρεπε να ειξεύρης! αποκρίνεται ανοήτως ο Πετρέλαιος. — Έστω, αλλά δεν ειξεύρω. — Λοιπόν, επαναλαμβάνει ο μίστερ Κηρ, μάθε λοιπόν ότε δεν έχω εγώ σκοπόν να μείνω αιωνίως εις το πλοίον σου, κύριε, και . . .» Ο Ροβέρτος Κόρτις αρκείται υψών τους ώμους. Έπειτα δε στρεφόμενος προς τον κ. Λετουρνέρ και εμέ λέγει: «Θα μετρήσω το ύψος, εάν ο ήλιος φανή, και τότε θα μάθωμεν επί τινος σημείου του Ατλαντικού Ωκεανού μας έρριψεν η τρικυμία.» Ο Ροβέρτος Κόρτις τότε ασχολείται εις την διανομήν τροφών εις τους επιβάτας και εις το πλήρωμα, διότι πάντες έχομεν χρείαν τροφής, καταβεβλημένοι υπό του καμάτου και της πείνης. Τρώγομεν διπυρίτην και ολίγον κρέας παστόν. Έπειτα δε ο πλοίαρχος όσον τάχιστα λαμβάνει διάφορα μέτρα προς επαναφοράν του πλοίου εις την πλήμμυραν. Η πυρκαϊά ηλαττώθη πολύ, και ήδη ουδεμία φλοξ εξέρχεται, ο δε καπνός είνε ήττον [57] άφθονος ει και μαύρος έτι. Είνε δε βέβαιον ότι ο _Σάνσελλορ_ έχει εν τω κύτει ικανήν ποσότητα ύδατος, αλλά δεν είνε δυνατόν να βεβαιωθώμεν περί τούτου, διότι το κατάστρωμα δεν είνε προσιτόν. Ο Ροβέρτος Κόρτις κελεύει τότε να καταβρέχωσι τας καιομένας σανίδας, και μετά δύο ώρας οι ναύται δύνανται να βαδίζωσιν επί του καταστρώματος. Πρώτον πάντων γίνεται φροντίς περί βολιδοσκοπήσεως, ήν εκτελεί ο αρχιναύτης. Εξελέγξεως δε γενομένης ευρίσκεται ότι υπάρχει εν τω κύτει ύδωρ πέντε ποδών, αλλ' ο πλοίαρχος δεν παραγγέλλει ακόμη να το αντλήσωσι, διότι θέλει να το αφήση να αποτελειώση το έργον του. Την πυρκαϊάν πρώτον και έπειτα το ύδωρ. Και νυν προτιμότερον είνε να εγκαταλίπωμεν ευθύς το πλοίον και να καταφύγωμεν επί του σκοπέλου; Ο πλοίαρχος Κόρτις δεν έχει ταύτην την γνώμην, συμφωνεί δε ο υποπλοίαρχος και ο αρχιναύτης. Τω όντι, όπως η θάλασσα είνε τρικυμιώδης δεν θα είνε δυνατόν να σταθή τις επί των βράχων τούτων και αυτών έτι των υψίστων, ούς θα σαρώνωσι τα μεγάλα κύματα. Αι δε πιθανότητες της εκρήξεως ηλαττώθησαν ήδη επαισθητώς, διότι το ύδωρ κατέκλυσε βεβαίως το μέρος του κύτους, εν ώ είνε κατατεθειμένον το παρεμπόρευμα του Ρόμπυ, και κατ' ακολουθίαν, κατέκλυσε και το δοχείον του πικρικού. Απόφασις λοιπόν εγένετο μήτε οι επιβάται να εγκαταλίπωσι το _Σάνσελλορ_ μήτε το πλήρωμα. Καταγίνονται δε τότε παρασκευάζοντες εν τη πρύμνη επί του επιστέγου ώσπερ τινά κατασκήνωσιν, και τινά στρώματα άτινα δεν έχει προσβάλη το πυρ, διατίθενται υπέρ των δύο επιβατριών. Οι δε άνδρες του πληρώματος, σώσαντες τους σάκκους των, τοποθετούσιν αυτούς υπό το πρωραίον κατάστρωμα και εγκαθίστανται εκεί, διότι η θέσις των είνε όλως ακατοίκητος. Ευτυχώς πάνυ αι βλάβαι εν τω διανομείω δεν εγένοντο μέγισται, τα τρόφιμα κατά μέγα μέρος διεσώθησαν ως και αι υδροδόκαι. Ωσαύτως δε άθικτος είνε και η ιστιοθήκη κειμένη εν τη πρώρα. Τέλος ίσως είμεθα περί το τέρμα των δοκιμασιών! θα εκινείτο τις να το πιστεύση, διότι από της πρωίας ο άνεμος εξέλιπε κατά το πλείστον, και εν τω πελάγει ο σάλος εκόπασε πολύ. Περίπτωσις ευνοϊκή, διότι κύματα μέλλοντα να προσβάλωσι τον _Σάνσελλορ_ κατ' εκείνην την στιγμήν, θα τον συνέτριβον αφεύκτως επί των σκληρών τούτων βασαλτών. Οι κκ. Λετουρνέρ και εγώ επί πολύ συνδιελέχθημεν περί των αξιωματικών του πλοίου, περί του πληρώματος και περί της διαγωγής πάντων κατά την περίοδον ταύτην των κινδύνων. Πάντες επεδείξαντο θάρρος και δραστηριότητα. Ιδία δε διεκρίθησαν ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ, ο αρχιναύτης, και ο ξυλουργός Δαούλας. Υπάρχουσιν εν αυτώ άνδρες γενναίοι, ναυτικοί καλοί εις ούς δύναται τις να έχη πεποίθησιν. Περί δε του Ροβέρτου Κόρτις, ούτος δεν χρήζει εγκωμίων, είνε δραστηριώτατος και πανταχού παρών. Ουδεμία δυσχέρεια παρίσταται, ήν δεν είνε έτοιμος να διαλύση, παραθαρρύνει τους ναύτας του διά λόγου και διά νεύματος, και κατέστη η ψυχή του πληρώματος τούτου όπερ δι' αυτού και μόνου ενεργεί. Εν τούτοις από της εβδόμης πρωινής ώρας άρχεται η θάλασσα υψουμένη· είνε δε ήδη ενδεκάτη και πάσαι αι κορυφαί των ρηγμίνων εξηφανίσθησαν υπό την πλημμυρίδα. Πρέπει να αναμένωμεν να ίδωμεν την επιφάνειαν του ύδατος ανερχομένην εν τω κύτει του _Σάνσελλορ_, καθ' όσον και της θαλάσσης η επιφάνεια ανέρχεται, όπερ και συμβαίνει. Η βολίς δεικνύει μετ' ου πολύ εννέα πόδας, και νέα στρώματα βάμβακος κατεκλύσθησαν υπό του ύδατος, δι' ό είμεθα άξιοι συγχαρητηρίων. Από της ώρας δε της πλημμυρίδος, το πλείστον των πέριξ του πλοίου βράχων κατεκλύσθη, και μένει μόνον ορατόν το πλαίσιον μικράς λεκάνης κυκλικής, διαμέτρου διακοσίων πεντήκοντα μέχρι τριακοσίων ποδών, ής την βόρειον γωνίαν κατέχει ο _Σάνσελλορ_. Είνε δε εκεί η θάλασσα αρκούντως ήρεμος, τα δε κύματα δεν διαδίδονται μέχρι του πλοίου — Περίπτωσις σφόδρα ευάρεστος, διότι το πλοίον ημών ιστάμενον ακίνητον, θα επλήττετο υπ' αυτών ως τις σκόπελος. Την ενδεκάτην και ημίσειαν ο ήλιος, όν νέφη τινά εκάλυπτον από της δεκάτης, εφάνη επικαιρότατα. Ο δε πλοίαρχος, όστις είχεν ήδη δυνηθή την πρωίαν να υπολογίση μίαν γωνίαν ωρικήν [58], παρασκευάζεται να λάβη ύψος μεσημβρινόν και περί μεσημβρίαν ποιεί παρατήρησιν ακριβεστάτην. Έπειτα δε, κατελθών εις τον θάλαμόν του υπολογίζει τον γενόμενον δρόμον του πλοίου, επανέρχεται εις το επίστεγον και λέγει προς ημάς: «Είμεθα δεκαοκτώ μοίρας και πέντε πλάτους βορείου, και τεσσαράκοντα πέντε μοίρας και πεντήκοντα τρία μήκους δυτικού.» Εξηγήθη δε τότε υπό του πλοιάρχου η κατάστασις προς πάντας όσους οι αριθμοί του μήκους και του πλάτους δεν είνε συνήθεις. Ο Ροβέρτος Κόρτις ευλόγως ουδέν θέλει να κρύψη, και επιμένει όπως πας τις γινώσκη ακριβώς εις τι να αρκεσθή εν τη παρούση καταστάσει. Ο _Σάνσελλορ_ εκάθισε 18" 5' πλάτους βορείου και 45" 53' μήκους δυτικού επί σκοπέλου όν οι ναυτικοί πίνακες δεν δεικνύουσι. Πώς είνε δυνατόν να υπάρχωσι τοιούτοι βράχοι κατά τούτο το μέρος του Ατλαντικού Ωκεανού και να μη είνε γνωστοί; Λοιπόν το νησύδριον τούτο θα εσχηματίσθη αρτίως και θα είνε προϊόν πλουτωνείου τινός εξάρσεως; Δεν βλέπω πώς άλλως δύναται τις να εξηγήση το γεγονός τούτο. Όπως δήποτε το νησύδριον τούτο απέχει οκτακόσια μίλια από των Γουυανών, τούτ' έστι των εγγυτάτων γαιών. Ο _Σάνσελλορ_ λοιπόν παρεσύρθη προς Νότον μέχρι του δεκάτου ογδόου παραλλήλου, κατ' αρχάς μεν ένεκα της ασυνέτου επιμονής του Σάιλας Χόντλυ, έπειτα δε υπό της σφοδρότητος του Σκίρωνος (ΒΔ), όστις τον ηνάγκασε να φύγη. Κατ' ακολουθίαν ο _Σάνσελλορ_ οφείλει να πλεύση έτι υπέρ τα οκτακόσια μίλια πριν φθάση την εγγυτάτην ακτήν. Τοιαύτη η κατάστασις των πραγμάτων. Κατάστασις σπουδαία, αλλ' η εντύπωσις η εκ της ανακοινώσεως ταύτης του πλοιάρχου δεν είνε κακή, — την στιγμήν ταύτην τουλάχιστον. Ποίοι νέοι κίνδυνοι ηδύναντο νυν να συγκινήσωσιν ημάς, τους άρτι διαφυγόντας τον διπλούν κίνδυνον της τε πυρκαϊάς και της εκρήξεως; Λησμονούμεν ότι το κύτος του πλοίου είνε κατάκλυστον υπό του ύδατος, ότι η γη είνε απομεμακρυσμένη, ότι ο _Σάνσελλορ_, όταν αναχθή εις το πέλαγος, δύναται να καταποντισθή κατά τον διάπλουν . . . Αλλά τα πνεύματα είνε έτι υπό τας εντυπώσεις των τρόμων του παρελθόντος, ευρίσκοντα δε ολίγην ηρεμίαν, είνε διατεθειμένα να έχωσι πεποίθησιν. Και νυν τι θα ποιήση ο Ροβέρτος Κόρτις; Απλούστατα ό τι ο ορθός λόγος κελεύει: Να σβεσθή τελείως η πυρκαϊά, να ριφθή εις την θάλασσαν όλον το φορτίον ή μέρος αυτού, εννοείται δε και το δοχείον του πικρικού, να φραχθώσιν αι οπαί δι' ών το ύδωρ εισρέει, και τότε, του πλοίου κουφισθέντος, επωφελούμενοι της πλημμυρίδος, να εγκαταλίπωμεν τον σκόπελον όσον τάχιστα. ΙΖ' — _Συνέχεια της 30 Οκτωβρίου_. — Συνδιαλεχθείς μετά του κ. Λετουρνέρ περί της ημετέρας καταστάσεως, νομίζω ότι ηδυνήθην να τον βεβαιώσω ότι η επί της υφάλου διαμονή ημών θα είνε βραχεία, εάν αι περιστάσεις ηυνόουν ημάς. Αλλ' ο κ. Λετουρνέρ δεν φαίνεται συμφωνών. «Τουναντίον μάλιστα φοβούμαι, μοι αποκρίνεται, μήπως επί πολύ μείνωμεν επί των βράχων τούτων! — Και διατί; υπέλαβον εγώ. Δεν είνε δα και δύσκολον πράγμα να ριφθώσιν εις την θάλασαν ολίγαι εκατοστύες δεμάτων βάμβακος, και δεν θέλει και πολύ, εντός δύο ή τριών ημερών η εργασία τελειώνει. — Αναμφιβόλως, κύριε Κάζαλλον, θα εγίνετο τάχιστα η εργασία αύτη, εάν ηδύνατο το πλήρωμα από σήμερον να την αρχίση. Αλλ' είνε των αδυνάτων να εισδύση άνθρωπος εις το κύτος του _Σάνσελλορ_, διότι ο αήρ είνε εκεί ακατάλληλος εις αναπνοήν, και Κύριος οίδε πόσαι ακόμη ημέραι θα παρέλθωσι πριν κατορθωθή τούτο, αφ' ού το μεταξύ στρώμα του φορτίου ακόμη καίει. Άλλως τε και αν άπαξ καταβάλωμεν το πυρ, θα είμεθα άρα γε εις κατάστασιν να πλεύσωμεν; Όχι! Οφείλομεν να φράξωμεν την διαρροήν του ύδατος, ήτις θα είνε μεγάλη και να την φράξωμεν μετά μεγίστης επιμελείας, εάν δεν θέλωμεν να καταποντισθώμεν, αφ' ού εκινδυνεύσαμεν να καώμεν! Όχι, κύριε Κάζαλλον, δεν κάθημαι εγώ να απατώμαι, και θα το θεωρήσω ως ευτυχή περίπτωσιν, εάν εντός τριών εβδομάδων αποπλεύσωμεν εκ του σκοπέλου τούτου. Είθε δε να μη εγερθή τρικυμία πριν αναχθώμεν εις το πέλαγος, διότι ο _Σάνσελλορ_ ήθελε κατασυντριβή επί της υφάλου ταύτης, ήτις τότε θα εγίνετο τάφος ημών!» Τω όντι απειλούμεθα υπό του μεγίστου των απειλούντων ημάς κινδύνων, διότι την μεν πυρκαϊάν θα καταβάλωμεν, το δε πλοίον θα ανελκύσωμεν, τουλάχιστον τα πάντα πιθανολογούσι τούτο, αλλ' όμως διατελούμεν εν τη εξουσία μιας πνοής σφοδρού ανέμου. Και υποτεθέντος ότι το ύψιστον μέρος του σκοπέλου δύναται να παράσχη ημίν καταφύγιον εν ώρα τρικυμίας, αλλά τι θα γίνωσιν οι επιβάται και το πλήρωμα του _Σάνσελλορ_, όταν εκ του πλοίου των ουδέν άλλο θα υπολείπεται ή απλούν έκβρασμα ναυαγίου; «Κύριε Λετουρνέρ, ηρώτησα τότε, έχετε πεποίθησιν εις τον Ροβέρτον Κόρτις;» — Πεποίθησιν άκραν, κύριε Κάζαλλον, και θεωρώ ως χάριν ουρανόθεν ότι ο πλοίαρχος Χόντλυ ανέθηκεν εις αυτόν την κυβέρνησιν του πλοίου. Παν ό τι απαιτείται να πράξη διά να μας εξαγάγη του κακού τούτου στενού, είμαι βεβαιότατος ότι ο Ροβέρτος Κόρτις θα το πράξη». Ερωτώ τον πλοίαρχον ως πόσην ορίζει την διάρκειαν της διαμονής ημών επί της υφάλου ταύτης, και μοι αποκρίνεται ότι δεν δύναται ακόμη να την υπολογίση, διότι προ πάντων εξαρτάται εκ των περιστάσεων, αλλ' ελπίζει ότι η ατμοσφαιρική κατάστασις δεν θα είνε δύσνους. Τω όντι το βαρόμετρον εξακολουθεί ανερχόμενον αδιαλείπτως και άνευ ταλαντώσεων, όπως ότε τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν είνε ακόμη εν καλή ισορροπία. Εν τούτω λοιπόν υπάρχει σύμπτωμα νηνεμίας διαρκούς, και κατ' ακολουθίαν οιωνός άριστος υπέρ των εργασιών ημών. Άλλως τε ουδεμία ώρα απώλετο, και έκαστος επιλαμβάνεται του έργου μετά δραστηριότητος. Ο Ροβέρτος Κόρτις προ παντός άλλου διανοείται να κατασβέση την πυρκαϊάν, ήτις νέμεται έτι το ανώτερον στρώμα των δεμάτων του βάμβακος υπεράνω της επιφανείας του εν τω κύτει ύδατος. Αλλά δεν πρόκειται να γίνεται απώλεια χρόνου προς διάσωσιν του φορτίου . . Πρόδηλον είνε ότι ο μόνος τρόπος της ενεργείας είνε να καταπνιγή το πυρ μεταξύ δύο στρωμάτων ύδατος. Αι αντλίαι λοιπόν επαναλαμβάνουσι το έργον των. Κατά τας πρώτας ταύτας εργασίας το πλήρωμα εξαρκεί εις τον χειρισμόν των αντλιών. Οι επιβάται δεν προσεκλήθησαν, αλλ' όμως είμεθα πάντες έτοιμοι να προσφέρωμεν τους βραχίονας ημών, η δε επικουρία ημών δεν είνε αξιοκαταφρόνητος, όταν θα προβώμεν εις την εκφόρτωσιν του πλοίου. Όθεν επί του παρόντος οι κκ. Λετουρνέρ και εγώ διερχόμεθα την ώραν είτε συνδιαλεγόμενοι, είτε αναγινώσκοντες, και πλην τούτου εγώ διαθέτω ώρας τινάς εις την σύνταξιν του ημερολογίου μου. Ο δε μηχανικός Φάλστεν ήττον κοινωνικός, ασχολείται ατενώς περί τους αριθμούς του ή χαράσσει σχέδια μηχανών μετά του διαγράμματος, της διατομής και της ορθογραφίας αυτών. Είθε να δυνηθή, να επινοήση ισχυρόν τι μηχάνημα δι' ού να ανελκυσθή ο _Σάνσελλορ_. Οι δε σύζυγοι Κηρ κάθηνται κατά μέρος, και απαλλάσσουσιν ημάς της ανίας του να ακούωμεν τας αδιαλείπτους αυτών αντεγκλήσεις. Δυστυχώς η μις Χέρμπυ είνε ηναγκασμένη να μένη μετ' αυτών, και ολίγον τι ή ουδόλως βλέπομεν την νεάνιδα. Ο δε Σάιλας Χόντλυ ουδαμώς αναμιγνύεται εις τα της σωτηρίας του πλοίου, εν αυτώ δεν υπάρχει πλέον ο ναυτικός, και μόλις σώζεται εν αυτώ ο άνθρωπος, φυτού βίου ζων. Ο τροφοδότης Χόμμπαρτ εκτελεί την συνήθη αυτού υπηρεσίαν, ως εάν το πλοίον διετέλει διαπλέον τον τακτικόν αυτού διάπλουν. Είνε δε ο Χόμμπαρτ ούτος ανήρ καθ' υπερβολήν φιλόφρων, κρυψίνους και καθ' όλου ειπείν ολίγον εν αρμονία προς τον μάγειρον αυτού Γύγξτροπ, μαύρον κακοπρόσωπον, κτηνώδη το ήθος και αναιδή, αναμιγνυόμενον δε μετά των άλλων ναυτών πέρα του πρέποντος. Λοιπόν οία δήποτε τέρψις εν τω πλοίω είνε τι σπανιώτατον. Ευτυχώς μοι επέρχεται όρεξις να εξέλθω εις εξερεύνησιν της αγνώστου υφάλου, εφ' ής εκάθισεν ο _Σάνσελλορ_. Ο περίπατος αναμφιβόλως ούτε μακρός θα είνε ούτε ποικίλος, αλλ' είνε ευκαιρία να καταλίπω το πλοίον επί τινας ώρας, να μελετήσω έδαφος ού η αρχή είνε βεβαίως περίεργος. Άλλως τε είνε επάναγκες να ληφθή μετ' επιμελείας το σχέδιον της υφάλου ταύτης, ήτις δεν δεικνύεται εν τοις ναυτικοίς χάρταις. Νομίζω δε ότι οι κκ. Λετουρνέρ και εγώ δυνάμεθα να εκτελέσωμεν μεθ' ικανής ευκολίας την υδρογραφικήν ταύτην εργασίαν, καταλείποντες τω πλοιάρχω Κόρτις την φροντίδα της συμπληρώσεως, όταν θα υπολογίση εκ νέου το μήκος και το πλάτος του σκοπέλου μετά πάσης της δυνατής ακριβείας. Η πρότασίς μου γίνεται αποδεκτή υπό των κκ. Λετουρνέρ, η δε φαλαινίς κομίζουσα βολίδας, μεθ' ενός ναύτου ίνα την κυβερνά, παρεχωρήθη ημίν, και καταλείπομεν τον _Σάνσελλορ_ την πρωίαν της 31 Οκτωβρίου. ΙΗ' — _Από της 31 Οκτωβρίου μέχρι της 5 Νοεμβρίου_. — Αρχόμεθα κατά πρώτον περιπλέοντες τον σκόπελον, ού το μήκος είνε περίπου τέταρτον μιλίου. Ο «περίπλους» δε ούτος εκτελείται τάχιστα, ημείς δε ανά χείρας έχοντες την βολίδα ανευρίσκομεν ότι αι προσελεύσεις της υφάλου είνε απότομοι και απόκρημνοι, το ύδωρ είνε εσχάτως βαθύ παρά τους βράχους και δεν είνε αμφίβολον ότι έξαρσις αιφνιδία, ώσις σφοδρά, οφειλομένη εις την ενέργειαν των πλουτωνείων δυνάμεων, εξήγαγε τον σκόπελον τούτον έξω της επιφανείας των υδάτων. Άλλως τε η αρχή του νησυδρίου δεν είνε συζητήσιμος, ούσα καθαρώς ηφαιστειακή. Πανταχού υπάρχουσιν όγκοι βασάλτου διατεθειμένοι εν τελεία τάξει, και ών τα κανονικά πρίσματα παρέχουσιν όψιν γιγαντιαίας αποκρυσταλλώσεως. Η θάλασσα, είνε θαυμασίως διαφανής καθέτως της περιμέτρου του σκοπέλου και δεικνύει την περίεργον δέσμην των πρισματικών στύλων ήτις υποβαστάζει την υποβρύχιον ταύτην οικοδομήν. «Ιδού παράδοξον νησύδριον, λέγει ο κ. Λετουρνέρ, και θα ανέδυσε βεβαίως νεωστί.» — Είνε προφανές, αποκρίνεται ο νέος Ανδρέας· προσθέτω δε ότι φαινόμενον απαράλλακτον όπως τα φαινόμενα της νήσου Ιουλίας, επί της ακτής της Σικελίας, και της νήσου Θήρας εν τω Αιγαίω πελάγει, εδημιούργησε το νησύδριον τούτο ακριβώς εις καιρόν κατάλληλον διά να δυνηθή ο _Σάνσελλορ_ να καθίση επ' αυτού! — Τω όντι, προσέθηκα εγώ, πρέπει να συνέβη έξαρσις κατά το μέρος τούτο του Ωκεανού, αφ' ού ο σκόπελος ούτος δεν σημειούται εις τους νεωτάτους ναυτικούς χάρτας· διότι δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη τους οφθαλμούς των ναυτικών, εις το τμήμα τούτο του Ωκεανού το οποίον συχνάζεται τόσον πολύ. Ας τον εξετάσωμεν λοιπόν μετά προσοχής και θα τον φέρωμεν εις γνώσιν των ναυτιλλομένων. — Αλλά τις οίδεν εάν δεν εξαφανισθή μετ' ου πολύ ένεκα φαινομένου ομοίου προς εκείνο το οποίον τον παρήγαγεν, αποκρίνεται ο Ανδρέας Λετουρνέρ. Ειξεύρετε, κύριε Κάζαλλον, των ηφαιστειακών τούτων νήσων η διάρκεια είνε συχνάκις εφήμερος και όταν οι γεωγράφοι θα εγγράψουν το νησύδριον τούτο εις τους νέους των γεωγραφικούς πίνακας, ίσως δεν θα υπάρχη πλέον! — Αδιάφορον, αγαπητέ μοι υιέ, αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ. Προτιμότερον να καταδείξωμεν κίνδυνον μη υπάρχοντα, παρά να παραλείψωμεν κίνδυνον υπάρχοντα. Οι δε ναύται δεν θα έχουν δικαίωμα να παραπονώνται αν δεν ευρίσκουν πλέον σκόπελον εκεί όπου θα υπάρχη σημειωμένος! — Έχετε δίκαιον, λέγει προς τον πατέρα του ο Ανδρέας, και το κάτω κάτω της γραφής είνε λίαν δυνατόν το νησύδριον τούτο να είνε προωρισμένον να διαρκέση όσον και αι ήπειροί μας. Μόνον εάν μέλλη να εξαφανισθή, ο πλοίαρχος Κόρτις θα ήθελε να γίνη τούτο μετά τινας ημέρας, αφ' ού διορθώση τας βλάβας του, διότι ούτω πως θα απηλλάσσετο του κόπου να ανελκύση το πλοίον του. — Αλήθεια, Ανδρέα, ανεφώνησα αστεϊζόμενος, αξιοίς να διαθέτης τα της φύσεως ως άρχων! Θέλεις να αναβιβάζη και να καταβιβάζη ένα σκόπελον κατά την θέλησίν σου, κατά την ιδίαν σου ανάγκην, και αφ' ού εδημιούργησε τους βράχους τούτους εξεπίτηδες διά να βοηθήσωσι να κατασβεσθή η πυρκαϊά του _Σάνσελλορ_, πάλιν να τους εξαφανίση όταν συ κτυπήσης διά της ράβδου σου, διά να τον απαλλάξη; — Τίποτε άλλο δεν θέλλω, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται μειδιών ο νέος, παρά να ευχαριστήσω τον Θεόν διότι τόσον φανερά μας επροστάτευσε· ηθέλησε να ρίψη το πλοίον μας επί της υφάλου ταύτης και πάλιν θα το επαναφέρη εις την θάλασσαν όταν έλθη η ώρα. — Και θα τον βοηθήσωμεν κατά το μέτρον όλων μας των δυνάμεων· δεν έχει ούτω φίλοι μου; — Μάλιστα, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ, διότι νόμος της ανθρωπότητος είνε το βοηθείν αλλήλους. Εν τούτοις ο Ανδρέας έχει δίκαιον αναθέτων την πεποίθησίν του εις τον Θεόν. Βεβαίως ο άνθρωπος ριψοκινδυνών επί της θαλάσσης, ποιείται χρήσιν αξιόλογον των ιδιοτήτων άς έλαβεν εκ φύσεως· αλλά επί του απείρου τούτου Ωκεανού, όταν τα στοιχεία ενσκήπτωσι κατ' αυτού, αισθάνεται πόσον εύθραστον είνε το φέρον αυτόν πλοίον και αυτός πόσον είνε ανίσχυρος και αφοπλισμένος! Όθεν νομίζω ότι το σύμβολον του ναυτικού έπρεπε να είνε: Έχε πεποίθησιν εις σεαυτόν και πίστιν εις τον Θεόν. — Ουδέν αληθέστερον τούτου, κύριε Λετουρνέρ, απεκρίθην εγώ, και πιστεύω ότι πολλά ολίγοι ναυτικοί υπάρχουσι, των οποίων η ψυχή να είνε επιμόνως κλειστή εις τας εντυπώσεις της θρησκείας!» Και ούτω πως συνδιαλεγόμενοι εξερευνώμεν τους βράχους τους αποτελούντας την βάσιν του νησυδρίου, και τα πάντα πείθουσιν ημάς ότι αρτίως ανεφάνη. Και τω όντι ουδέ έν κογχύλιον υπάρχει επ' αυτού, ουδέ θύσανος φυκών είνε προσκεκολλημένος επί των πλευρών του βασάλτου. Εραστής της φυσικής ιστορίας μάτην θα ανεσκάλευε τον σωρόν τούτον των λίθων, ένθα η φυτική και η ζωική φύσις δεν επέθηκεν ακόμη τον τύπον της σφραγίδος της. Τα μαλάκια όλως ελλείπουσιν, ωσαύτως δε και τα υδρόφυτα. Ο άνεμος δεν έφερεν ακόμη ουδέ έν σπέρμα, και τα θαλάσσια πτηνά ουδόλως εζήτησαν εν αυτοίς καταφύγιον. Μόνος ο γεωλόγος δύναται να εύρη ύλην προς αξίαν λόγου μελέτην, εξετάζων την βασαλτικήν ταύτην θεμελιώδη κατασκευήν, ήτις φέρει τα ίχνη πλουτωνείου σχηματισμού. Την στιγμήν ταύτην η λέμβος ημών επανέρχεται εις την νότιον άκραν του νησυδρίου εφ' ής εκάθισεν ο _Σάνσελλορ_ Προτείνω εις τους συντρόφους μου να αποβιβασθώμεν, και δέχονται την πρότασίν μου. «Εάν τυχόν το νησύδριον έμελλε να εξαφανισθή, λέγει ο Ανδρέας γελών, πρέπει τουλάχιστον να το έχουν επισκεφθή ανθρώπινα πλάσματα». Η λέμβος προσεγγίζει εις την ακτήν και αποβαίνομεν επί του βασαλτικού βράχου. Και ο μεν Ανδρέας προηγείται, διότι το έδαφος είνε αρκούντως βατόν και ο νέος δεν έχει χρείαν βραχίονος ίνα τον υποστηρίξη. Ο πατήρ του μένει ολίγον τι οπίσω πλησίον μου, και ιδού αναβαίνομεν εις τον σκόπελον δι' ελαφράς ανωφερείας, αγούσης εις την υψίστην των κορυφών του. Τέταρτον ώρας εξαρκεί ίνα διανύσωμεν το διάστημα τούτο, και καθήμεθα και οι τρεις επί βασαλτικού πρίσματος, όπερ επιστέφει τον ύψιστον βράχον του νησυδρίου. Ο Ανδρέας Λετουρνέρ εξάγει τότε εκ του θυλακίου του σημειωματάριον και σχεδιάζει τον σκόπελον, ού το περίγραμμα φαίνεται καθαρώτατα προ των οφθαλμών ημών εις το πράσινον πεδίον των υδάτων. Ο ουρανός είνε αίθριος, η δε θάλασσα, ταπεινή έτι, αποκαλύπτει τας τελευταίας κορυφάς αίτινες αναδύουσι προς Νότον, καταλείπουσαι μεταξύ αυτών τον στενόν πόρον όν ηκολούθησεν ο _Σάνσελλορ_ πριν καθίση. Το σχήμα του σκοπέλου είνε αρκούντως παράδοξον και υπενθυμίζει καθ' όλου το του «χοιρομηρίου της Υόρκης», ού το κεντρικόν μέρος εξογκούται μέχρι του εξοιδήματος, ού την κορυφήν κατέχομεν. Όθεν ότε ο Ανδρέας εσχεδίασε την περίμετρον του νησυδρίου, λέγει προς αυτόν ο πατήρ: «Αλλά, παιδί μου, συ εσχεδίασες αυτού χοιρομήριον» — Μάλιστα, πάτερ μου, αποκρίνεται ο Ανδρέας, χοιρομήριον βασαλτικόν του οποίου το μέγεθος ήθελεν ευφράνη και τον ακόρεστον Γαργαντούαν. Και εάν ο πλοίαρχος Κόρτις συναινή, θα ονομάσωμεν την ύφαλον ταύτην Βραχοχοιρομήριον. — Βέβαια ανεφώνησα, το όνομα επιτυχέστατον, Βραχοχοιρομήριον! Και είθε οι ναυτιλλόμενοι να μη το πλησιάζουν πάρα πολύ, διότι δεν είνε διά τα δόντια των!» Κατά την νότιον εσχατιάν του νησυδρίου είχε ψαύση ο _Σάνσελλορ_, τούτ' έστι επί της λαβής αυτής του χοιρομηρίου και εν τω ορμίσκω τω σχηματιζομένω υπό της κοιλότητος της λαβής ταύτης. Είνε δε κεκλιμένος επί του δεξιού ισχίου και εις μέγιστον βαθμόν την στιγμήν ταύτην, διότι η παλίρροια είνε καθ' υπερβολήν ταπεινή. Αποπερατωθέντος του σχεδίου του Ανδρέου Λετουρνέρ, καταβαίνομεν δι' ετέρας κλιτύος ηρέμα κατερχομένης προς δυσμάς, και μετ' ού πολύ παρίσταται προ των οφθαλμών ημών άντρον κομψότατον. Βλέπων τις αυτό θα έλεγεν αληθώς ότι είνε έργον αρχιτεκτονικόν, ρυθμού εξ εκείνων ούς η φύσις ίδρυσεν ανά τας νήσους Εβρίδας και ειδικώτερον εν τη νήσω Στάφφα. Οι κκ. Λετουρνέρ οίτινες έχουσιν επισκεφθή το Φιγγάλειον άντρον, ανευρίσκουσιν αυτό ενταύθα, ολόκληρον, αλλά μικροτέρων διαστάσεων. Η αυτή διάθεσις των ομοκέντρων πρισμάτων προερχομένη εκ του τρόπου της ψύξεως των βασαλτών· το αυτό επιστέγασμα εκ μαύρων δοκών, ών αι συναρμογαί είνε πεφραγμέναι διά κίτρινης ύλης· η αυτή ακρίβεια των πρισματικών γωνιών, ών τας κόψεις η γλυφίς κοσμηματοποιού δεν ήθελε καλλιτεχνήση καθαρώτερον, τέλος ο αυτός βρόμος του αέρος διά μέσου των ηχηρών τούτων βασαλτών, εξ ού οι Γαέλσοι, ο αρχαίος ούτος λαός της Ιρλανδίας και Σκωτίας, εδημιούργησαν τας άρπας των Φιγγαλείων σκιών. Κατά τούτο δε μόνον διαφέρει του άντρου της Στάφφας, ότι εκεί μεν το έδαφος είνε σινδών υγρά, ενταύθα δε μόνον τα μεγάλα κύματα δύνανται να προσβάλλωσι το άντρον και το μεταξύ των πρισματικών στύλων αποτελεί στερεόν λιθόστρωτον. «Προς τούτοις, παρατηρεί ο Ανδρέας Λετουρνέρ, το μεν άντρον της Στάφφας είνε ευρύχωρος γοτθική εκκλησία, τούτο δε είνε παρεκκλήσιον μόνον της μητροπόλεως εκείνης! Αλλά τις θα ήλπιζε ποτε να εύρη τοιούτον θαυμάσιον επί αγνώστου υφάλου του Ωκεανού!» Αναπαυθέντες επί μίαν ώραν εν τω άντρω, πορευόμεθα κατά μήκος της παραλίας του νησυδρίου και επανερχόμεθα εις τον _Σάνσελλορ_ Ο Ροβέρτος Κόρτις πληροφορείται περί των ανακαλύψεών μας και εγγράφει το νησύδριον επί του χάρτου του μετά του ονόματος όπερ έδωκεν αυτώ ο Ανδρέας. Κατά τας επομένας ημέρας ουδέποτε παρημελήσαμεν να εξερχώμεθα εις περίπατον μέχρι του άντρου του Βροχοχοιρομηρίου, ένθα διερχόμεθα ώρας τινάς ευαρέστους. Το επεσκέφθη και ο Ροβέρτος Κόρτις, αλλ' ως άνθρωπος απησχολημένος περί παν άλλο ή περί τον θαυμασμόν φυσικού θαυμασίου. Και ο Φάλστεν ήλθεν άπαξ ίνα εξετάση την φύσιν των βράχων και θραύση τεμάχιά τινα μετά της ασπλαγχνίας γεωλόγου. Ο μίστερ Κηρ δεν ηθέλησε να ταραχθή, και έμεινε περιωρισμένος εν τω πλοίω. Είπον τη μίσιζ Κηρ να μας συνοδεύση εν μια των εκδρομών ημών, αλλ' απέκρουσε την πρότασίν μου φοβουμένη μη την ενοχλήση η επιβίβασις εις την λέμβον ή την καταλάβη ο ελάχιστος κάματος. Και ο κ. Λετουρνέρ είπε προς την μις Χέρμπυ εάν ευαρεστήται να επισκεφθή την ύφαλον. Η νεάνις ενόμισεν ότι ηδύνατο να αποδεχθή την πρότασίν ταύτην, ευτυχής διότι έμελλε να λυτρωθή, έστω και επί μίαν ώραν, της ιδιοτρόπου τυραννίας της κυρίας της. Αλλ' ότε παρακάλεσε την μίσιζ Κηρ να τη δώση άδειαν εξόδου, η μίσιζ Κηρ αρνείται διαρρήδην. Πειραχθείς επί τη διαγωγή ταύτη, μεσολαβώ παρά τη μίσιζ Κηρ υπέρ της μις Χέρμπυ. Ανάγκη να αγωνισθώ, αλλ' επειδή ήδη είχον τύχη της ευκαιρίας να παράσχω υπηρεσίας τινάς εις την φίλαυτον επιβάτριαν, και επειδή δυνατόν να λάβη χρείαν εμού εν τω μέλλοντι, υπεχώρησε τέλος εις τας επιμόνους παρακλήσεις μου. Λοιπόν η μις Χέρμπυ συνοδεύει ημάς πολλάκις εν τοις ανά μέσον των βράχων περιπάτοις· πολλάκις ωσαύτως αλιεύομεν εν τη παραλία του νησυδρίου και γευματίζομεν φαιδρώς εν τω άντρω, εν ώ αι βασαλτικαί άρπαι δονούνται υπό της πνοής του ανέμου. Είμεθα όντως ευτυχείς βλέποντες την μις Χέρμπυ ευφραινομένην, διότι αισθάνεται εαυτήν επί τινας ώρας ελευθέραν. Βεβαίως το νησύδριον είνε μικρόν, αλλ' ουδέν εν τω κόσμω ουδέποτε εφάνη τη νεάνιδι ούτω μέγα. Και ημείς δε αγαπώμεν την άγονον ταύτην ύφαλον, και μετ' ου πολύ δεν θα υπάρχη λίθος όστις να μη είνε γνωστός ημίν, ουδέ ατραπός ήν να μη διήλθομεν πολλάκις μετά χαράς. Είνε γη ευρεία παραβαλλομένη προς το στενόν κατάστρωμα του _Σάνσελλορ_, και είμαι βέβαιος ότι την ώραν της αναχωρήσεως θα την καταλίπωμεν ουχί άνευ λύπης. Περί δε της νήσου Στάφφας ο Ανδρέας Λετουρνέρ πληροφορεί ημάς ότι ανήκει τη οικογένεια των Μακ Δόναλδ, οίτινες την εκμισθώνουσιν ετησίως αντί δώδεκα λιρών στερλινών, ό έστι τριακοσίων δραχμών. «Λοιπόν, κύριοι, ερωτά η μις Χέρμπυ, νομίζετε ότι ήθελεν ενοικιάση τις αυτήν εδώ περισσότερον του ημίσεος ταλλήρου; — Ουδέ αντί μιας δεκάρας, μις, είπον εγώ γελών. Μήπως σκοπεύετε να την εκμισθώσετε; — Όχι, κύριε Κάζαλλον, αποκρίνεται η νεάνις καταστέλλουσα στεναγμόν, και όμως εδώ ίσως είνε το μόνον μέρος όπου ησθάνθην ευτυχίαν. — «Και εγώ!» ψιθυρίζει ο Ανδρέας. Πολλά εγκρύπτονται δεινά εν τη αποκρίσει ταύτη της μις Χέρμπυ! Η νεάνις, άπορος, ορφανή, άνευ φίλων δεν εύρεν ακόμη την ευτυχίαν — ολίγων τινών στιγμών ευτυχίαν — , αλλαχού, ή επί αγνώστου βράχου του Ατλαντικού Ωκεανού! ΙΘ' — _Από της 6 μέχρι της 15 Νοεμβρίου_ — Τας πρώτας πέντε ημέρας, αφ' ότου εκάθισεν ο _Σάνσελλορ_, ατμοί δριμείς και πυκνοί εκθρώσκουσιν από του κύτους αυτού, έπειτα κατά μικρόν ηλαττώθησαν, και τη 6 Νοεμβρίου δυνάμεθα να θεωρήσωμεν την πυρκαϊάν ως εσβεσμένην. Εν τούτοις, κατά μέτρον συνετόν ο Ροβέρτος Κόρτις κελεύει να εξακολουθήση ο χειρισμός των αντλιών, ώστε το σκάφος είνε ήδη τεθαλασσωμένον μέχρι του ύψους του μεταφράγματος. Μόνον δε όταν είνε άμπωτις, το ύδωρ ταπεινούται και εν τω κύτει, και αι δύο υγραί επιφάνειαι ισορροπούσιν ένδοθεν και έξωθεν. «Όπερ αποδεικνύει, λέγει ο Ροβέρτος Κόρτις, ότι η διαρροή είνε σημαντική, αφ' ού η εκροή γίνεται μετά τοσαύτης ταχύτητος. Και όντος το ρήγμα το γενόμενον εν τω σκάφει δεν έχει επιφάνειαν ολιγωτέραν των τεσσάρων τετραγωνικών ποδών. Εκ των ναυτών ο Φλαιπόλ ριφθείς εις την θάλασσαν κατά την ώραν της αμπώτιδος ανεγνώρισε την θέσιν και την σπουδαιότητα της ναυφθορίας. Η διαρροή ανοίγεται τριάκοντα πόδας επί του έμπροσθεν του πηδαλίου και τρεις επηγκενίδες [59] συνετρίβησαν υπό της οξείας κορυφής βράχου τινός, δύο σχεδόν πόδας υπεράνω του κανθού της τρόπιδος. Η σύρραξις εγένετο μετ' άκρας σφοδρότητος, διότι και το πλοίον όντως ήτο βαρέως πεφορτισμένον και η θάλασσα εκυμαίνετο. Είνε μάλιστα εκπλήξεως άξιον ότι το σκάφος δεν ερράγη πολλαχού. Ως προς δε την διαρροήν θα είνε άρα γε εύκολον να φραχθή; τούτο θα γνωσθή όταν, του φορτίου εξαχθέντος ή μετατοπισθέντος, θα δυνηθή ο ξυλουργός να εισδύση μέχρι αυτής. Αλλ' απαιτούνται δύο έτι ημέραι πριν γίνη δυνατόν να εισδύση τις εις το κύτος του _Σάνσελλορ_ και να ανελκύση τα δέματα του βαμβακίου ών εφείσθη το πυρ. Εν τούτοις ο Ροβέρτος Κόρτις δεν μένει αργός, τη μετά ζήλου δε βοηθεία του πληρώματος αξιολογώτατα έργα ετελέσθησαν. Ούτως ο πλοίαρχος αναστηλώνει τον ιστόν του επιδρόμου, όστις είχε καταπέση την στιγμήν καθ' ήν εκάθισεν ο _Σάνσελλορ_, και είχον κατορθώση να τον ανελκύσωσιν επί της υφάλου μεθ' όλης αυτού της εξαρτίας. Αμείβοντες ετοποθετήθησαν εν τη πρύμνη και η στήλη του ιστού κατωρθώθη να τεθή πάλιν επί του παλαιού τεθραυσμένου τεμαχίου, όπερ ο ξυλουργός Δαούλας επίτηδες ενέσκαψε. Κατάλληλα δε άμβολα, συγκρατούμενα δι' ισχυρών επιδέσμων και γόμφων σιδηρών, εξασφαλίζουσι την ένωσιν των δύο τεθραυσμένων τεμαχίων. Τούτου δε γενομένου, όλη η εξαρτία εξετάζεται επιμελώς, οι επίτονοι, οι παράτονοι, οι πρότονοι εντείνονται εκ νέου, ιστία τινά αλλάσσονται, και τα σχοινιά των τροχίλων [60] καταλλήλως αποκατασταθέντα θα καταστήσωσι τον πλουν ημών ασφαλέστερον. Πλείστη όση εργασία γίνεται κατά τε την πρύμναν και την πρώραν του πλοίου, διότι το επίστεγον και η θέσις του πληρώματος εβλάβησαν δεινώς υπό των φλογών. Εντεύθεν επάναγκες τα πάντα να αποκατασταθώσιν, όπερ απαιτεί χρόνον και φροντίδας. Χρόνος δεν ελλείπει, και δυνάμεθα μετ' ου πολύ να εισέλθωμεν πάλιν εις τους θαλάμους ημών. Την ογδόην του μηνός μόνον κατωρθώθη να γίνη επωφελώς αρχή της εκφορτώσεως. Επειδή δε τα δέματα του βάμβακος είνε τεθαλασσωμένα εν τω ύδατι, όπερ πληροί το κύτος εν ώρα πλημμυρίδος, τα σύσπαστα ετοποθετήθησαν υπεράνω των καθεκτών, και παρέχομεν χείρα βοηθείας εις τους άνδρας του πληρώματος προς ανέλκυσιν των βαρέων τούτων δεμάτων, άτινα κατά το πλείστον είνε όλως εφθαρμένα. Τα επιβιβάζομεν ανά έν επί της φαλαινίδος — και μεταβιβάζονται επί του νησυδρίου. Αφαιρεθέντος ούτω του πρώτου στρώματος του φορτίου, δέον να φροντίσωμεν όπως αντλήσωμεν, εν μέρει τουλάχιστον, το ύδωρ το πληρούν το κύτος. Εντεύθεν επάναγκες να φράξωμεν όσον οίον τε στεγανώς την οπήν, ήν ο βράχος εποίησεν εν τω σκάφει του πλοίου. Έργον δυσχερές μεν, αλλ' όπερ ο τε ναύτης Φλαιπόλ και ο αρχιναύτης εκτελούσι μετά ζήλου κρείττονος οίου δήποτε επαίνου, κατά την ώραν της αμπώτιδος, βυθιζόμενοι μέχρι υπό το δεξιόν ισχίον, ίνα καθηλώσωσι φύλλον χαλκού επί της οπής· αλλ' επειδή το φύλλον τούτο δεν θα δυνηθή να υπομείνη την πίεσιν, όταν η εν τω πλοίω επιφάνεια του ύδατος θα κατέλθη διά της ενεργείας των αντλιών, ο Ροβέρτος Κόρτις αποπειράται να εξασφαλίση την έμφραξιν της οπής, επισωρεύων δέματα βάμβακος επί των τεθραυσμένων επηγκενίδων. Το υλικόν είνε άφθονον και μετ' ου πολύ ο πυθμήν του _Σάνσελλορ_ είνε ως υπεστρωμένος διά των βαρέων και αδιαβρόχων τούτων δεμάτων, άτινα, ελπίζομεν, θα επιτρέψωσιν εις το φύλλον του χαλκού να ανθέξη έτι μάλλον. Η επίνοια του πλοιάρχου επέτυχεν, ως τούτο καταφαίνεται άμα τη κινήσει των αντλιών, διότι η επιφάνεια του ύδατος εν τω κύτει κατέρχεται κατά μικρόν και οι άνδρες δύνανται να εξακολουθήσωσι την εκφόρτωσιν. «Είνε λοιπόν πιθανόν, λέγει ημίν ο Ροβέρτος Κόρτις, ότι θα δυνηθώμεν να επιτύχωμεν την βλάβην και να την διορθώσωμεν εσωτερικώς. Βεβαίως προτιμότερον θα ήτο να κατακλίνωμεν το πλοίον και να αντικαταστήσωμεν τας επηγκενίδας, αλλά μ' ελλείπουν τα μέσα διά να επιχειρήσω τόσον μέγα έργον. Έπειτα δε θα μ' εμπόδιζεν ο φόβος μήπως επέλθη κακοκαιρία εν ώ το πλοίον θα είνε πλαγιασμένον, και τότε θα εξετίθετο εις την διάθεσιν των κυμάτων. Εν τούτοις νομίζω καθήκον μου να σας διαβεβαιώσω ότι η διαρροή θα φραχθή δεόντως και θα δυνηθώμεν εντός ολίγου να δοκιμάσωμεν να καταπλεύσωμεν εις την ακτήν μετ' ασφαλείας ικανής. Μετά διήμερον εργασίαν το ύδωρ κατά μέγα μέρος είχεν εξαντληθή, και η εκφόρτωσις των τελευταίων δεμάτων του φορτίου εγένετο άνευ δυσχερείας. Εδέησε δε να βοηθήσωμεν και ημείς εις τον χειρισμόν των αντλιών προς ανακούφισιν του πληρώματος, εξετελέσαμεν δε τούτο μετ' ευσυνειδησίας. Και ο Ανδρέας Λετουρνέρ, και φιλάσθενος ών, ηνώθη μεθ' ημών και έκαστος εξετέλεσε κατά δύναμιν το καθήκον του. Και όμως αύτη είνε κοπιώδης εργασία και δεν δυνάμεθα να την εξακολουθήσωμεν πολλήν ώραν άνευ διακοπής προς ανάπαυσιν. Η χειρ και οι νεφροί τάχιστα κατακόπτωνται υπό της διαδρομής των μοχλών της αντλίας και εννοώ ότι οι ναύται δυσχεραίνουσι το έργον τούτο. Προσέτι δε εκτελούμεν αυτό επί όροις ευνοϊκοίς, καθ' όσον το πλοίον κείται επί βυθού στερεού, και δεν είνε υπό τους πόδας ημών βάραθρον. Δεν υπερασπίζομεν την ζωήν ημών εναντίον θαλάσσης εισβαλλούσης, και δεν πρόκειται αγών μεταξύ ημών και ύδατος εισρέοντος καθ' όσον ημείς εξάγομεν αυτό. Είθε να μη υποβληθώμεν ποτε εις τοιαύτην δοκιμασίαν επί πλοίου βυθιζομένου! Κ' — _Από της 15 μέχρι της 20 Νοεμβρίου_. — Σήμερον καθωρθώθη να γίνη η επίσκεψις του κύτους. Τέλος ανεκαλύφθη και το δοχείον του πικρικού κατά την πρύμναν, έν τινι μέρει όπου δεν είχεν ευτυχώς φθάση το πυρ, το δοχείον είνε άθικτον, ουδέ εβλάβη υπό του ύδατος το περιεχόμενον. Απετέθη δε εν ασφαλεί τόπω κατά την εσχατιάν του νησυδρίου. Αλλά διατί δεν το ρίπτουσι παρευθύς εις την θάλασσαν; αγνοώ, αλλά τέλος δεν το έρριψαν. Ο Ροβέρτος Κόρτις και ο Δαούλας κατά την επίσκεψιν αυτών βεβαιούσιν ότι το κατάστρωμα και τα υποστηρίγματα αυτού έχουσι πάθη ολιγώτερον ή όσον ενομίζομεν. Η μεγίστη θερμότης εις ήν αι παχείαι αύται σανίδες και αι ισχυραί δοκοί υπεβλήθησαν, τας εκύρτωσε μεν, αλλά δεν τας έφαγε βαθέως, και η ενέργεια του πυρός φαίνεται ότι ειδικώτερον κατηυθύνθη προς τας πλευράς του σκάφους. Τω όντι επί μέγιστον μήκος η εντερόνεια, τούτ' έστιν αι σανίδες της εσωτερικής επιφανείας του πλοίου, κατεβροχθίσθη υπό των φλογών, άκραι γόμφων ξυλίνων απηνθρακωμένων εξέχουσι τήδε κακείσε, και δυστυχώς τα εγκοίλια είνε τα μάλιστα εφθαρμένα, το στυπείον των γομφώσεων και των αρμών έχει χαλαρωθή, και δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως θαύμα ότι το πλοίον από πολλού δεν διερράγη. Ομολογητέον δυσάρεστοι περιστάσεις είνε αύται. Ο _Σάνσελλορ_ υπέστη βλάβας τοιαύτας, ώστε ο Ροβέρτος Κόρτις δεν δύναται προφανώς να τας θεραπεύση διά των περιορισμένων μέσων ά διαθέτει, και δεν θα ηδύνατο να καταστήση το πλοίον του στερεόν προς μακρόν διάπλουν. Όθεν ο πλοίαρχος και ο ξυλουργός επανέρχονται σφόδρα εμφρόντιδες. Αι βλάβαι είνε αληθώς ούτω σπουδαίαι, ώστε ο πλοίαρχος εάν ήτο επί νήσου και ουχί επί σκοπέλου, όν η θάλασσα δύναται να σαρώση από ώρας εις ώραν, δεν ήθελε διστάση να διαλύση το πλοίον και να ναυπηγήση άλλο μικρότερον, εις ό θα ηδύνατο να έχη τουλάχιστον πεποίθησιν. Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις αποφασίζει τάχιστα, και καλέσας πάντας, επιβάτας τε και πλήρωμα, επί του καταστρώματος του _Σάνσελλορ_, λέγει. «Φίλοι μου, αι βλάβαι είνε σπουδαιότεραι παρ' όσον υπεθέτομεν, και το σκάφος του πλοίου είνε πολύ βεβλαμμένον. Επειδή δε το μεν, ουδέν μέσον έχομεν προς επισκευήν, το δε, όντες επί του νησυδρίου τούτου εις την διάκρισιν της ελαχίστης τρικυμίας, δεν έχομεν τον καιρόν να ναυπηγήσωμεν άλλο, ιδού τι προτίθεμαι να πράξω. Να φραχθή η διαρροή όσον οίον τε στερεώς και να καταπλεύσωμεν εις τον εγγύτατον λιμένα. Απέχομεν οκτακόσια μόνον μίλια από της ακτής του Παραμαρίβου, της βορείου παραλίας της Ολλανδικής Γουυάνης, και εντός δώδεκα ημερών, καιρού βοηθούντος, θα εύρωμεν εκεί καταφύγιον!» Τι άλλο ηδυνάμεθα να πράξωμεν; Όθεν η απόφασις του Ροβέρτου Κόρτις εγένετο αποδεκτή ομοθύμως. Τότε δε ο Δαούλας και οι βοηθοί καταγίνονται να φράξωσιν εσωτερικώς την διαρροήν και στερεώσωσι κατά το δυνατόν τα πυρίβρωτα ζεύγη των εγκοιλίων. Αλλ' είνε πολύ προφανές ότι ο _Σάνσελλορ_ δεν παρέχει ασφάλειαν επαρκή προς μακρόν πως διάπλουν, και ότι θα κηρυχθή άχρηστος άμα προσορμισθείς εις τον πρώτον τυχόντα λιμένα. Ο ξυλουργός διανάπει και τους εξωτερικούς αρμούς των επηγκενίδων εν τω μέρει του σκάφους, όπερ μένει έξω των υδάτων κατά την ώραν της αμπώτιδος· αλλά δεν δύναται να επισκεφθή το μέρος το μένον υπό το ύδωρ και κατά την ώραν της αμπώτιδος, οφείλει δε να αρκεσθή εις εσωτερικήν τινα επισκευήν. Αι διάφοροι αύται εργασίαι διήρκεσαν μέχρι της 20 του μηνός. Την ημέραν δε ταύτην ο Ροβέρτος Κόρτις, ποιήσας ήδη παν ό τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν προς επισκευήν του πλοίου του, αποφασίζει να το εξαγάγη αύθις. Περιττόν δε να είπωμεν ότι, από της στιγμής καθ' ήν το κύτος εκενώθη του τε φορτίου και του περιεχομένου ύδατος, ο _Σάνσελλορ_ δεν έπαυσεν επιπλέων και προ της πλημμυρίδος. Επειδή δε προνοήσαντες είχον αγκυρώση αυτόν κατά τε την πρώραν και την πρύμναν, δεν ενέπεσεν εις την ύφαλον, αλλά διέμεινεν εν τη μικρά εκείνη φυσική λεκάνη, προφυλαττόμενος δεξιόθεν και αριστερόθεν υπό των βράχων ούς δεν κατακλύζει ουδέ η μεγίστη παλίρροια. Αλλ' ευρίσκεται όμως ότι η λεκάνη αύτη κατά το ευρύτατον αυτής δύναται να επιτρέψη τω _Σάνσελλορ_ να εκτελέση ελιγμόν πλήρη, ο δε χειρισμός ούτος γίνεται ευκόλως διά ρυμάτων προσδεθέντων επί του σκοπέλου ούτως, ώστε το πλοίον έχει νυν εστραμμένην την πρώραν προς Νότον. Φαίνεται λοιπόν ότι θα είνε εύκολον να απαλλάξωμεν τον _Σάνσελλορ_ είτε επαιρομένων των ιστίων εάν ο άνεμος είνε ούριος, είτε, εάν είνε εναντίος, προέλκοντες αυτόν μέχρι έξω του πόρου. Εν τούτοις η εργασία παρέχει τινάς δυσχερείας, περί ών θα γίνη ανάγκη να προνοήσωμεν. Τω όντι η είσοδος του πόρου φράσσεται υπό τινος τρόπον τινά καμάρας εκ βασάλτου, ής άνωθεν, εν ώρα πλημμυρίδος, υψούται το ύδωρ μόλις όσον απαιτείται εις το βύθισμα του _Σάνσελλορ_, ει και είνε αφερμάτιστος. Διήλθε δε υπεράνω της καμάρας ταύτης πριν καθίση, διότι, επαναλαμβάνω, επήρθη υπό κύματος υπερμεγέθους και υπ' αυτού ερρίφθη εις την λεκάνην. Άλλως τε την ημέραν ταύτην ήτο ού μόνον παλίρροια νουμηνίας, αλλά και η σημαντικωτάτη του έτους, πολλοί δε μήνες δέον να παρέλθωσι πριν επαναληφθή τοσούτον ισχυρά παλίρροια ισημεριακή. Λοιπόν είνε προφανές ότι ο Ροβέρτος Κόρτις δεν δύναται να αναμένη πλείονας μήνας. Σήμερον είνε μεγάλη παλίρροια συζυγίας και οφείλει να ωφεληθή αυτήν εις απαλλαγήν του πλοίου του. Έπειτα δε, άπαξ εξαχθέν της λεκάνης, θα το ερματίση [61], ώστε να δύναται να φέρη ιστία, και θα αρμενίση. Ακριβώς ο άνεμος είνε καλός, διότι είνε Μέσης (ΒΑ), και κατ' ακολουθίαν, προς την διεύθυνσιν του πόρου. Αλλ' ο πλοίαρχος ελλόγως δεν σπεύδει να καθελκύση πλησίστιον και εναντίον κωλύματος δυναμένου κάλλιστα να το αναχαιτίση, πλοίον ού η στερεότης είνε νυν τα μάλιστα προβληματώδης. Λοιπόν συσκεψάμενος μετά του υποπλοιάρχου Ουάλτερ, του ξυλουργού και του αρχιναύτου, αποφασίζει ίνα ο _Σάνσελλορ_ προελκυσθή. Κατ' ακολουθίαν προστίθεται κατά την πρύμναν άγκυρα, εάν τυχόν, της επιχειρήσεως αποτυχούσης, γίνη χρεία να επαναχθή το πλοίον εις το αγκυροβόλιον έπειτα δε δύο άλλαι άγκυραι φέρονται έξω του πόρου, ού το μήκος δεν υπερβαίνει τους διακοσίους πόδας. Τότε δε αλύσεις προστίθενται εις το βαρουλκόν, το πλήρωμα επιλαμβάνεται των σκυταλών του βαρούλκου, και την τετάρτην ώραν μετά μεσημβρίαν ο _Σάνσελλορ_ άρχεται κινούμενος. Τη 4 ώρα και 23' η παλίρροια θα είνε πλήρης. Όθεν δέκα λεπτά πρότερον το πλοίον ειλκύσθη όσον επέτρετε το βύθισμά του· αλλά το πρόσθιον της τρόπιδος μετ' ου πολύ ήγγισεν ελαφρά επί της καμάρας και εδέησε να σταθή εκεί. Και νυν, επειδή η κατωτέρα άκρα της στείρας [62] υπερέβη το κώλυμα, ουδείς πλέον λόγος υπάρχει ίνα ο Ροβέρτος Κόρτις μη ενώση την ενέργειαν του ανέμου προς την μηχανικήν δύναμιν του βαρούλκου. Όθεν τα τε κατώτερα και τα ανώτερα ιστία αναπτύσσονται και ευθετίζονται προς τον ούριον άνεμον. Και ήδη είνε η κατάλληλος στιγμή, η θάλασσα νηνεμεί. Επιβάται και ναύται επιλαμβάνονται των σκυταλών του βαρούλκου. Και οι κκ. Λετουρνέρ, ο Φάλστεν και εγώ κρατούμεν την προς τα δεξιά σκυτάλην, ο δε Ροβέρτος Κόρτις είνε επί του επιστέγου επιτηρών την ιστιοφορίαν, ο δε υποπλοίαρχος επί του πρωραίου καταστρώματος, ο δε αρχιναύτης επί του πηδαλίου. Ο _Σάνσελλορ_ αισθάνεταί τινας κλονισμούς και η εξοιδουμένη θάλασσα υπεγείρει αυτόν ελαφρά, αλλ' ευτυχώς είνε ήρεμος. «Εμπρός, φίλοι μου, αναφωνεί ο Ροβέρτος Κόρτις διά της ηρεμαίας και πεποίθησιν εμποιούσης φωνής του. Δύναμιν, και όλοι μαζί, εμπρός!» Αι σκυτάλαι του βαρούλκου κινούνται, ακούεται ο οξύς τριγμός των κατακλείδων [63], αι δε αλύσεις εντεινόμεναι κατά μικρόν κατατρίβουσι τους οφθαλμούς της πρώρας. Ο άνεμος επιτείνεται και επειδή το πλοίον δεν δύναται να λάβη ταχύτητα επαρκή, οι ιστοί κάμπτονται ωθούμενοι υπό των ιστίων. Το πλοίον προέβη εικοστύν τινα ποδών. Και τις των ναυτών άδει τι εκ των λαρυγγωδών εκείνων ασμάτων, ών ο ρυθμός επιβοηθεί εις το να καταστήση τας κινήσεις των εργαζομένων ταυτοχρόνους. Αι προσπάθειαι ημών διπλασιάζονται και ο _Σάνσελλορ_ τρέμει . . . Αλλά μάταιαι προσπάθειαι. Ήδη άρχεται η άμπωτις και δεν θα δυνηθώμεν να διέλθωμεν. Αλλά, αφ' ής στιγμής το πλοίον δεν δύναται να διαβή, δεν δύναται να μείνη ταλαντευόμενον επί της καμάρας ταύτης, διότι κατά την άμπωτιν ήθελε συντριβή. Κελεύσαντος του πλοιάρχου, τα ιστία συστέλλονται ταχέως, η δε άγκυρα η κατά την πρύμναν ευθύς ήδη θα χρησιμεύση. Στιγμή δεν πρέπει να παρέλθη μάτην. Στρέφομεν προς ανάκρουσιν και επίκειται στιγμή δεινής αγωνίας . . . Αλλ' ο _Σάνσελλορ_ ολισθαίνει επί της τρόπιδος και επαναπίπτει εις την λεκάνην, ήτις νυν χρησιμεύει ως ειρκτή αυτού. «Λοιπόν, πλοίαρχε, ερωτά τότε ο αρχιναύτης, πώς θα περάσωμεν; — Δεν ειξεύρω, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις, αλλ' όμως θα περάσωμεν.» ΚΑ' — _Από της 21 μέχρι της 23 Νοεμβρίου_ — Τω όντι επάναγκες είνε να εγκαταλίπωμεν την στενήν ταύτην λεκάνην και άνευ αναβολής, διότι ο καιρός ο ευνοήσας ημάς καθ' όλον τον μήνα Νοέμβριον κινδυνεύει να μεταβληθή. Το βαρόμετρον κατήλθε από της χθες και σάλος άρχεται εγειρόμενος περί το νησύδριον, όπερ δεν είνε κατάλληλος και ασφαλής διαμονή εν ώρα τρικυμίας, διότι ο _Σάνσελλορ_ θα κατεκερματίζετο. Την εσπέραν ταύτην μάλιστα κατά την άμπωτιν ο Ροβέρτος Κόρτις, ο Φάλστεν, ο αρχιναύτης, ο Δαούλας και εγώ μετέβημεν εις εξέτασιν της καμάρας, ήτις είνε νυν έξω των υδάτων. Είς μόνος τρόπος διαβάσεως υπάρχει, να φάγωμεν την επιφάνειαν της καμάρας διά σιδηρών μοχλών εις πλάτος δέκα ποδών και μήκος έξ· οκτώ δε ή εννέα δακτύλων ταπείνωσις της επιφανείας θα αρκή εις το βύθισμα το _Σάνσελλορ_· θα διέλθη δε την μικράν ταύτην διώρυχα, βάλλων μετά προσοχής σημεία εντός αυτής, και θα ευρεθή αύθις πέραν των υδάτων, άτινα αμέσως γίνονται βαθέα. «Αλλά ο βασάλτης αυτός ήνε σκληρός σαν γρανίτης, παρατηρεί ο αρχιναύτης, και θα χρειασθή πολύ εργασία, αφ' ού μάλιστα μόνον όταν χαμηλώνουν τα νερά θα ειμπορή να γίνη, ό έστι μόλις δύο ώρας εις τας είκοσιτέσσαρας. — Ίσα ίσα είς λόγος διά να μη χάσωμεν μίαν στιγμήν, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις. — Αι, καπετάνιε, λέγει ο Δαούλας, θα έχωμεν διά ένα μήνα! Τάχα δεν θα ήτο δυνατόν να ανατινάξωμεν τους βράχους; Πυρίτιδα έχομεν εις το πλοίον. — Πολύ ολίγην, αποκρίνεται ο αρχιναύτης!» Η κατάστασις ημών είνε εις άκρον σπουδαία. Ενός μηνός εργασία! Αλλά εντός ενός μηνός το πλοίον θα είνε διαλελυμένον υπό της θαλάσσης! «Έχομεν καλλίτερον παρά πυρίτιδα, λέγει τότε ο Φάλστεν. — Τι; ερωτά ο Ροβέρτος Κόρτις, στρεφόμενος προς τον μηχανικόν. — Πικρικόν κάλι!» αποκρίνεται ο Φάλστεν. Πικρικόν κάλι, τω όντι! Το δοχείον το επιβιβασθέν υπό του μακαρίτου Ρόμπυ, η εκρηκτική ουσία ήτις μικρού δειν ανετίναξε το πλοίον, θα ανατινάξη αξιόλογα το κώλυμα! Μία οπή αρκεί να ανοιχθή επί του βασάλτου και η καμάρα δεν θα υπάρχη πλέον! Το δοχείον του πικρικού, ως είπον ανωτέρω, απετέθη επί της υφάλου εν τόπω ασφαλεί. Ευτυχώς πάνυ, θεία φώτισις ήτο και δεν το ερρίψαμεν εις την θάλασσαν ότε εξήχθη εκ του κύτους. Και οι μεν ναύται μεταβαίνουσιν εις εύρεσιν μοχλών, ο δε Δαούλας οδηγούμενος υπό του Φάλστεν επιχειρεί να ανοίξη οπήν υπονόμου κατά την διεύθυνσιν ήτις οφείλει να παραγάγη το άριστον αποτέλεσμα. Τα πάντα δε επιτρέπουσιν ημίν να ελπίζωμεν ότι η υπόνομος θα αποπερατωθή εντός της νυκτός και ότι αύριον άμα τη ημέρα, της εκρήξεως παραγαγούσης το ποθούμενον αποτέλεσμα, ο πόρος θα κατασταθή ελεύθερος. Γνωστόν ότι το πικρικόν οξύ είνε προϊόν κρυσταλλώδες και πικρόν, εξαγόμενον εκ της ζωπίσσης των γαιανθράκων, συνδυαζόμενον δε μετά του καλίου, ήτοι της ποτάσσης, αποτελεί άλας κίτρινον, όπερ είνε το πικρικόν κάλι, ή άλλως λεγομένη πικρική πότασσα. Η εκρηκτική δε δύναμις της ουσίας ταύτης είνε κατωτέρα μεν της βαμβακοπυρίτιδος και της δυναμίτιδος, αλλ' είνε όμως πολύ ανωτέρα της συνήθους πυρίτιδος, διότι έν γραμμάριον πικρικού παράγει αποτέλεσμα δεκατριών γραμμαρίων συνήθους πυρίτιδος. Την δε ανέφλεξιν αυτής ευκόλως δύναται τις να προκαλέση διά σφοδράς και ξηράς κρούσεως, και θα το κατορθώσωμεν ευκόλως διά καψυλίων πυροκροτικού άλατος. Το έργον του Δαούλα βοηθουμένου υπό των βοηθών αυτού, διεξάγεται μετά ζήλου, αλλ' επήλθεν όμως η ημέρα και εκείνο ακόμη δεν ετελειώθη· τω όντι δεν είνε δυνατόν να εργάζωνται εις την οπήν άλλην ώραν παρά κατά την άμπωτιν, ό έστι επί μίαν μόλις ώραν. Έπεται λοιπόν ότι απαιτούνται να παρέλθωσι τέσσαρες παλίρροιαι ίνα η οπή λάβη το προσήκον βάθος. Μόνον την 23 του μηνός, την πρωίαν, απεπερατώθη τέλος το έργον. Ο εκ βασάλτου όγκος έχει ήδη οπήν πλαγίαν, δυναμένην να περιλάβη δεκάδα λιτρών εκρηκτικού άλατος, ήτις και θα πληρωθή πάραυτα. Είνε περίπου ογδόη ώρα. Την στιγμήν της εισαγωγής του πικρικού εις την οπήν, ο Φάλστεν λέγει ημίν· «Φρονώ ότι έπρεπε να το αναμίξωμεν μετά κοινής πυρίτιδος, διότι τούτο θα μας επιτρέψη να ανάψωμεν την υπόνομον διά άπτρας, αντί διά καψυλίου, του οποίου η έκρηξις πρέπει να γίνη διά κρούσεως, είνε δε και ευκολώτερον. Προς δε τούτοις είνε βέβαιον ότι η ταυτόχρονος χρήσις πυρίτιδος και πικρικού είνε καλλιτέρα εις παραγωγήν εκρήξεως σκληρών βράχων, το πικρικόν φύσει σφοδρότατον θα προλεάνη την οδόν της πυρίτιδος, ήτις βραδύτερον αναφλεγομένη και κανονικώτερον, θα διασπάση έπειτα τον βασάλτην τούτον.» Ο μηχανικός Φάλστεν δεν ομιλεί συχνάκις, αλλ' ομολογητέον όμως ότι οσάκις ομιλεί, ομιλεί καλώς. Εκτελείται η συμβουλή του, αναμιγνύονται αι δύο ουσίαι, και εισαχθείσης προηγουμένως άπτρας μέχρι του πυθμένος της οπής, χύνεται εις την οπήν το μίγμα και πιέζεται προσηκόντως. Ο _Σάνσελλορ_ απέχων αρκούντως από της υπονόμου ουδέν φοβείται εκ της εκρήξεως. Εν τούτοις, χάριν ασφαλείας, επιβάται και πλήρωμα κατεφύγομεν εις την εσχατιάν της υφάλου, εις το άντρον. Και ο μίστερ Κηρ εδέησε να καταλίπη το πλοίον παρά τας αντεγκλήσεις του. Έπειτα δε ο Φάλστεν, ανάψας την άπτραν, ήτις θα καίη επί δέκα περίπου λεπτά της ώρας, έρχεται προς ημάς. Η έκρηξις εγένετο· υπόκωφος δε και μετά πολύ ολιγωτέρου κρότου ή όσον θα υπέθετέ τις. Αλλά τούτο συμβαίνει πάντοτε οσάκις η οπή είνε βαθεία. Σπεύδομεν εις το κώλυμα . . . Το έργον επέτυχε πληρέστατα. Ο εκ βασάλτου βράχος εγένετο κατά γράμμα κόνις, και νυν μικρά αύλαξ πληρουμένη ήδη υπό της πλημμυρίδος, αφαιρεί το κώλυμα και καθιστά τον πόρον ελεύθερον. Επεφημίαι μια φωνή εξερράγησαν. Η θύρα της ειρκτής είνε ανοικτή και οι καθειργμένοι ουδέν άλλο υπολείπεται να πράξωσιν ή να φύγωσι! Κατά την ακμήν της παλιρροίας ο _Σάνσελλορ_, ελκυσθείς επί των αγκύρων του διαβαίνει τον πόρον και πλέει επί της ελευθέρας θαλάσσης. Αλλ' επί μίαν έτι ημέραν δέον να παραμείνη παρά το νησύδριον, διότι δεν δύναται να πλεύση εν ή καταστάσει διατελεί, και είν' επάναγκες να επιβιβάσωμεν έρμα προς εξασφάλισιν της ισορροπίας του. Λοιπόν κατά τας επομένας είκοσι τεσσάρας ώρας το πλήρωμα καταγίνεται επιβιβάζον λίθους και τα ήττον εφθαρμένα εκ των δεμάτων του βάμβακος. Κατά την ημέραν ταύτην οι κκ. Λετουρνέρ, η μις Χέρμπυ και εγώ εξερχόμεθα άπαξ έτι εις περίπατον μεταξύ των βασαλτών της υφάλου ταύτης ήν ουδέποτε θα επανίδωμεν και εφ' ής διετρίψαμεν τρεις εβδομάδας. Το όνομα του _Σάνσελλορ_, το του σκοπέλου, η ημερομηνία της καθίσεως του πλοίου εχαράχθησαν εντέχνως υπό του Ανδρέου επί τινος των τοίχων του άντρου, και προσαγορεύομεν το ύστατον τον βράχον τούτον, εφ' ού διήλθομεν πολλάς ημέρας, ών τινας θα συγκαταριθμώμεν μεταξύ των αρίστων του βίου ημών! Τέλος τη 14 Νοεμβρίου, κατά την πρωινήν παλίρροιαν, ο _Σάνσελλορ_ απαίρει υπό τα κατώτερα αυτού ιστία, τους δόλωνας και τους φώσωνας, και μετά δύο ώρας, η τελευταία κορυφή του Βραχοχοιρομηρίου εξηφανίσθη υπό τον ορίζοντα. ΚΒ' — _Από της 24 Νοεμβρίου μέχρι της 1 Δεκεμβρίου_. — Ιδού λοιπόν είμεθα εν τη θαλάσση, επιβαίνοντες πλοίου ού η στερεότης έπαθε μεν, αλλ' ευτυχώς πάνυ δεν πρόκειται πλέον περί μακρού διάπλου. Έχομεν να διανύσωμεν οκτακόσια μόνον μίλια. Εάν δε ο άνεμος Μέσης (ΒΑ) διατηρηθή επί τινας ημέρας, ο _Σάνσελλορ_ ουριοδρομών [64] θα κοπιάση ολίγον και θα φθάση ασφαλώς την παραλίαν της Γουυάνης. Το πλοίον λαμβάνει διεύθυνσιν προς Λίβα (ΝΔ), και ο εν αυτώ βίος λαμβάνει τον κανονικόν αυτού ρουν. Αι πρώται ημέραι παρέρχονται άνευ τινος συμβάντος. Η διεύθυνσις του ανέμου εξακολουθεί μεν ούσα καλή· αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις δεν θέλει να αυξήση τα ιστία, μήπως επιβάλλων υπερβολικήν ταχύτητα εις το πλοίον, προκαλέση νέον άνοιγμα της διαρροής. Ανιαρός, ενί λόγω, διάπλους ο γινόμενος επί τοιούτοις όροις, όταν δεν έχωμεν πεποίθησιν εις το πλοίον όπερ φέρει ημάς! Έπειτα δε πλέομεν προς τα οπίσω αντί να προχωρώμεν! Όθεν έκαστος ημών κατέχεται υπό των σκέψεων τούτων, και το πλοίον δεν έχει την μεταδοτικήν εκείνην ζωηρότητα ήν προκαλεί ασφαλής και ταχύς πλους. Κατά την ημέραν της 29 του μηνός ο άνεμος ανέρχεται κατά έν τέταρτον προς Βορράν· όθεν η πνοή του ουρίου ανέμου δεν δύναται να διατηρηθή. Δέον να κερουλκήσωσι και να ευθετίσωσι τα ιστία και να ποδώσωσι δεξιά. Τούτου δ' ένεκα το πλοίον τοιχίζει εις μέγιστον βαθμόν. Ο Ροβέρτος Κόρτις αισθανόμενος πόσον καταπονεί η έγκλισις την τρόπιν του _Σάνσελλορ_, συστέλλει τους φώσωνας. Και ευλόγως, αφ' ού δεν πρόκειται τόσον να εκτελέση ταχέως τον διάπλουν, όσον να καταπλεύση άνευ νέου δυστυχήματος εις στερεάν. Η νυξ της 29 προς την 30 είνε σκοτεινή και ομιχλώδης. Ο άνεμος επιτείνεται οσημέραι και δυστυχώς προσεγγίζει προς Σκίρωνα (ΒΔ). Οι πλείστοι των επιβατών επανέρχονται εις τους θαλάμους των, αλλ' ο πλοίαρχος Κόρτις δεν καταλείπει το επίστεγον, το δε πλήρωμα όλον διαμένει επί του καταστρώματος. Το πλοίον εξακολουθεί κεκλιμένον ισχυρώς, ει και δεν φέρει πλέον ουδέν των ανωτέρων αυτού ιστίων. Περί την δευτέραν πρωινήν ώραν ετοιμαζόμενος να καταβώ εις τον θάλαμον, βλέπων ναύτην, τον Βάρκε, ανερχόμενον εσπευσμένως εκ του κύτους και αναφωνούντα· «Δύο πόδας νερά!» Ο Ροβέρτος Κόρτις και ο αρχιναύτης κατέρχονται εις το κύτος και εξακριβούσιν ότι η απαισία είδησις είνε αληθεστάτη. Και ή η διαρροή εκ νέου ήνοιξεν, ει και είχε ληφθή πάσα ασφάλεια, ή αρμοί τίνες κακώς φραχθέντες εχαλαρώθησαν και το ύδωρ εισδύει μεθ' ορμής εις το κύτος. Ο πλοίαρχος επανελθών εις το κατάστρωμα επαναφέρει το πλοίον κατά τον ούριον άνεμον, ίνα ολιγώτερον καταπονήται, και αναμένομεν την ημέραν. Την αυγήν γίνεται καταμέτρησις και ευρίσκονται τρεις πόδες ύδατος. Παρατηρώ τον Ροβέρτον Κόρτις. Ωχρότης παροδική ελεύκανε τα χείλη του, αλλά διατηρεί όλην αυτού την απάθειαν. Οι επιβάται, ών πλείονες έχουσιν αναβή επί του καταστρώματος, μανθάνουσι τι συμβαίνει, άλλως τε ήτο δυσχερές να το αποκρύψη τις. «Νέον δυστύχημα; μοι λέγει ο κ. Λετουρνέρ. — Ήτο επόμενον, απεκρίθην εγώ, αλλά δεν θα είμεθα πολύ μακράν της ξηράς, και ελπίζω ότι θα την φθάσωμεν. — Ο Θεός να δώση! αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ. — Και μήπως ο Θεός είν' εδώ μέσα; αναφωνεί ο Φάλστεν υψών τους ώμους. — «Είνε, κύριε,» αποκρίνεται η μις Χέρμπυ. Ο δε μηχανικός εσίγησε μετά σεβασμού προ της αποκρίσεως ταύτης, της μεστής πίστεως αδιαφιλονικήτου. Εν τούτοις, κελεύσαντος του Ροβέρτου Κόρτις, κατηρτίσθη η υπηρεσία των αντλιών, το δε πλήρωμα εργάζεται μετά μείζονος καρτερίας ή προθυμίας· αλλ' ήδη πρόκειται ζήτημα περί σωτηρίας, οι δε ναύται διηρημένοι εις δύο, μεταλλάσσονται εις τας σκυτάλας των αντλιών. Κατά το διάστημα της ημέρας ο αρχιναύτης εκτελεί νέας καταμετρήσεις και εξακριβούται ότι η θάλασσα εισδύει βραδέως μεν, αλλ' αδιαλείπτως εις τα ένδον του πλοίου. Αλλά δυστυχώς αι αντλίαι εκ της πολλής χρήσεως βλάπτονται και κατ' ανάγκην χρήζουσιν επισκευής. Προσέτι δε φράσσονται είτε υπό τέφρας είτε υπό κλωνίων βάμβακος, ών έτι είνε πλήρες το κάτω μέρος του κύτους· τούτου ένεκα ανάγκη επανειλημμένου καθαρισμού, όστις γίνεται αιτία απωλείας μέρους του εκτελεσθέντος έργου. Την επιούσαν πρωίαν μετά νέαν καταμέτρησιν εβεβαιώθη ότι η επιφάνεια του ύδατος είνε εις ύψος πέντε ποδών. Εάν λοιπόν δι' οίον δήποτε λόγον ο χειρισμός των αντλιών διεκόπτετο, το πλοίον ήθελε πληρωθή ύδατος. Τούτο δε θα ήτο απλούστατον ζήτημα χρόνου βραχυτάτου. Η ίσαλος στάθμη του _Σάνσελλορ_, είνε ήδη τεθαλασσωμένη ένα πόδα και το σκάφος προνευστάζει [65] μάλλον- μάλλον αμβλύτερον, διότι δυσχερέστατα υψούται υπό του κύματος. Βλέπω τον πλοίαρχον Κόρτις συνοφρυούμενον οσάκις ο αρχιναύτης ή ο υποπλοίαρχος κομίζουσιν αυτώ είδησίν τινα. Κακός οιωνός. Ο χειρισμός των αντλιών εξηκολούθησεν όλην την ημέραν και όλην την νύκτα, αλλ' η θάλασσα υπερτερεί ημών. Το πλήρωμα είνε εξησθενωμένον και συμπτώματα αποθαρρύνσεως ακυρούται μεταξύ των ανδρών. Εν τούτοις ο αρχιναύτης και ο δεύτερος δίδουσι το καλόν παράδειγμα και οι επιβάται προσέρχονται και τοποθετούνται προ των σκυταλών των αντλιών. Η κατάστασις ημών δεν είνε πλέον η αυτή και ότε ο _Σάνσελλορ_ είχε καθίση επί του στερεού εδάφους του Βραχοχοιρομηρίου. Το πλοίον ημών επιπλέει επί αβύσου, εις ήν δύναται κατά πάσαν στιγμήν να εξαφανισθή. ΚΓ' — Από της 2 μέχρι της 3 Δεκεμβρίου. — Επί είκοσι και τεσσάρας έτι ώρας αγωνιζόμεθα δραστηρίως και παρακωλύομεν την επιφάνειαν του ύδατος να ανέλθη εν τω εσωτερικώ του πλοίου· αλλ' είνε προφανές ότι θα επέλθη μετ' ου πολύ στιγμή, καθ' ήν αι αντλίαι δεν θα επαρκώσι να αφαιρέσωσι ύδατος ποσότητα ίσην προς το εισρέον διά της διαρραγής του σκάφους. Κατά την ημέραν ταύτην ο πλοίαρχος Κόρτις, ουδ' επ' ελάχιστον αναπαυόμενος, κατέρχεται αυτός εις εξέτασιν του σκάφους και τον ακολουθώ και εγώ μετά του ξυλουργού και του αρχιναύτου. Δέματά τινά βάμβακος εξετοπίσθησαν και εξακριβούμεν παραβάλλοντες το ους, ότι ακούεται ώσπερ κυματισμός τις, «κλου κλου», ακριβέστερον ειπείν. Άρα γε η διαρροή ήνοιξεν εκ νέου ή συνέβη εξάρθρωσις γενική όλου του σκάφους; Αδύνατον είνε να εξακριβωθή. Όπως δήποτε ο Ροβέρτος Κόρτις θα δοκιμάση να καταστήση το σκάφος στεγανώτερον κατά την πρύμναν, περικαλύπτων αυτό έξωθεν διά κεδρωτών ιστίων. Ίσως δε ούτω κατορθώση να διακόψη πάσαν συγκοινωνίαν, προσωρινώς τουλάχιστον, μεταξύ των ένδον και των εκτός. Και εάν η εισροή του ύδατος στιγμιαίως κωλυθή, θα δύνανται να αντλώσι λυσιτελέστερον και αναμφιβόλως να ανορθώσωσι το πλοίον. Αλλ' η εκτέλεσις είνε δυσχερεστέρα παρ' όσον φανταζόμεθα αυτήν διότι πρέπει πρώτον να ελαττωθή ο δρόμος του πλοίου, έπειτα δε, αφ' ού εβυθίσθησαν υπό την τρόπιν ιστία ισχυρά, συγκρατούμενα δι' επαρτών [66], προσωθήθησαν μέχρι της παλαιάς διαρροής, ώστε να καλύψωσι τελείως το μέρος τούτο του σκάφους του _Σάνσελλορ_. Από της στιγμής δε ταύτης αι αντλίαι υπερτερούσιν ολίγον τι και ημείς επιλαμβανόμεθα αύθις του έργου μετά θάρρους. Αναμφιβόλως το ύδωρ εισρέει έτι, αλλά εν ελάσσονι ποσότητι, και περί το τέλος της ημέρας είνε βέβαιον ότι η επιφάνεια του ύδατος κατήλθε τινας δακτύλους. Δακτύλους τινάς μόνον! Αδιάφορον! Αι αντλίαι νυν εκρίπτουσι διά των σωλήνων ύδωρ περισσότερον του εισρέοντος εις το κύτος, και δεν τας εγκαταλείπομεν ουδ' επί στιγμήν. Ο άνεμος επιτείνεται αρκούντως σφοδρός την νύκτα, νύκτα σκοτεινήν. Εν τούτοις ο πλοίαρχος Κόρτις ηθέλησε να διατηρήση όσον οίον τε πλείονα ιστία. Γινώσκει καλώς ότι το σκάφος του _Σάνσελλορ_ είνε ανεπαρκέστατα εξησφαλισμένον και σπεύδει να καταπλεύση απέναντι ξηράς. Εάν πλοίον εφαίνετο πλέον εις το πέλαγος, δεν θα εδίσταζεν ο Ροβέρτος Κόρτις να σημάνη αυτώ σημεία αμηχανίας, να επιβιβάση εις αυτό τους επιβάτας του και αυτό το πλήρωμά του, και εάν έμελλε να μείνη αυτός μόνος εν τω πλοίω μέχρι της στιγμής καθ' ήν ο _Σάνσελλορ_ ήθελε καταποντισθή υπό τους πόδας του. Αλλά πάντα τα μέτρα ταύτα δεν έμελλον να καταλήξωσιν εις τίποτε. Τω όντι την νύκτα το εξ υφάσματος περίβλημα υπεχώρησεν εις την έξωθεν πίεσιν, την δ' επιούσαν, 3 Δεκεμβρίου, ο αρχιναύτης μετά την καταμέτρησιν δεν ηδυνήθη να αναστείλη τας λέξεις ταύτας συνοδευομένας υπό βλασφημιών. «Ακόμη έξ πόδες νερόν εις το κύτος!» Το πράγμα είνε βέβαιον και υπερβέβαιον! Το πλοίον εκ νέου πληρούται, βυθίζεται προφανώς και ήδη η ίσαλος είνε επαισθητώς τεθαλασσωμένη. Εν τούτοις χειριζόμεθα τας αντλίας μετά θάρρους ει πέρ ποτε μείζονος και εξαντλούμεν τας υστάτας ημών δυνάμεις. Οι βραχίονες ημών κατεπονήθησαν, οι δάκτυλοι αιμάσσουσιν, αλλά μάτην κοπιώμεν! καταβαλλόμεθα υπό του ύδατος. Ο Ροβέρτος Κόρτις κελεύει και τοποθετείται άλυσις κατά το άνοιγμα του μεγάλου καθέκτου και οι κάδοι μεταδίδονται τάχιστα από χειρός εις χείρα. Αλλά τα πάντα ανωφελή! Την ογδόην και ημίσειαν προ μεσημβρίας βεβαιούται και νέα αύξησις του ύδατος εν τω κύτει. Ο απελπισμός τότε καταλαμβάνει τινάς των ναυτών, ο Ροβέρτος Κόρτις κελεύει αυτούς να εξακολουθήσωσιν εργαζόμενοι, αλλ' αυτοί αρνούνται. Μεταξύ των ανδρών τούτων είς είνε πνεύμα επιρρεπές εις στάσιν, οχλαγωγός, περί ού είπον ήδη ανωτέρω, ο ναύτης Όουεν. Είνε περίπου τεσσαρακοντούτης, το πρόσωπόν του καταλήγει εις οξύ υπέρυθρον γένειον, αι δε παρειαί του είνε σπαναί ή εξυρημέναι, τα χείλη του αναδιπλούνται προς τα έσω, οι δε υπόξανθοι οφθαλμοί του σημειούνται δι' ερυθρού στίγματος εν τη ενώσει των βλεφάρων. Ρίνα έχει ευθείαν, ώτα λίαν διεστώτα, το δε μέτωπον κατερρυτιδωμένον βαθέως υπό ρυτίδων εμφαινουσών κακεντρέχειαν. Πρώτος αυτός εγκαταλείπει την θέσιν του. Πέντε ή έξ των εταίρων μιμούνται αυτόν, εν οίς παρατηρώ τον μάγειρον Γύγξτροπ, άνθρωπον κακόν και αυτόν. Κελεύσαντος του Ροβέρτου Κόρτις τους ναύτας να επανέλθωσιν εις τας αντλίας, ο Όουεν αποκρίνεται διά ρητής αρνήσεως. Ο πλοίαρχος επαναλαμβάνει το κέλευσμα. Ο δε Όουεν επαναλαμβάνει την άρνησιν. Ο Ροβέρτος Κόρτις προσέρχεται προς τον αποστάντα ναύτην. «Δεν σε συμβουλεύω να εγγίσης επάνω μου!» λέγει απαθώς ο Όουεν ανερχόμενος εις το πρωραίον κατάστρωμα. Ο Ροβέρτος Κόρτις κατευθύνεται τότε προς το επίστεγον, εισέρχεται εις τον θάλαμόν του και εξέρχεται ωπλισμένος διά περιστρόφου. Ο Όουεν παρατηρεί μίαν στιγμήν τον Ροβέρτον Κόρτις, αλλά, νεύσαντος αυτώ του Γύγξτροπ, αναλαμβάνουσι πάντες την εργασίαν των. ΚΔ' — _Τη 4 Δεκεμβρίου_ — Το πρώτον κίνημα της αποστασίας ανεστάλη διά της δραστηρίου στάσεως του πλοιάρχου. Ο Ροβέρτος Κόρτις θα είνε και εν τω μέλλοντι ούτως ευτυχής; Πρέπει να ελπίζωμεν, διότι η απείθεια του πληρώματος ήθελε καταστήση φοβεράν κατάστασιν ήδη ούτω δεινήν. Την νύκτα αι αντλίαι δεν δύνανται πλέον να υπερτερήσωσιν. Αι κινήσεις του πλοίου είνε βαρείαι, και επειδή μετά δυσχερείας υψούται υπό του κύματος, δέχεται όγκους θαλάσσης καταβάλλονται αυτό και εισδύοντας διά των καθεκτών ούτω δε προστίθεται εις το κύτος ύδωρ ίσον προς το εν αυτώ υπάρχον. Η κατάστασις ημών μετ' ου πολύ θα γίνη απειλητική όσον κατά τας υστάτας ώρας της πυρκαϊάς. Οι επιβάται, το πλήρωμα, πάντες αισθάνονται ότι το πλοίον υποχωρεί κατά μικρόν υπό τους πόδας των. Βλέπουσιν απερχόμενα βραδέως μεν αλλ' αδιαλείπτως τα κύματα, άτινα φαίνονται αύτοις φοβερά όσον και αι φλόγες. Και όμως το πλήρωμα εξακολουθεί εργαζόμενον απειλούντος του Ροβέρτου Κόρτις και, εκόντες αέκοντες, οι ναύται αγωνίζονται μετά δραστηριότητος, αλλ' είνε εξηντλημένοι. Άλλως τε δεν δύνανται να εξαντλήσωσι το ύδωρ τούτο, όπερ απαύστως ανανεούται και ού η επιφάνεια υψούται από ώρας εις ώραν. Οι δε χειριζόμενοι τους κάδους αναγκάζονται μετ' ου πολύ να καταλίπωσι το κύτος, εν ώ βεβυθισμένοι ήδη μέχρι της ζώνης κινδυνεύουσι να πνιγώσι και ανέρχονται εις το κατάστρωμα. Μία μόνη καταφυγή υπολείπεται τότε, και την επιούσαν, 4 του μηνός μετά συμβούλιον συγκροτηθέν υπό του υποπλοιάρχου, του αρχιναύτου και του πλοιάρχου Κόρτις, εγένετο αποδεκτή η απόφασις περί εγκαταλείψεως του πλοίου. Αφ' ού η φαλαινίς, το μόνον υπολειπόμενον εφόλκιον δεν δύναται να περιλάβη τους πάντας, σχεδία παρευθύς θα πηχθή. Το πλήρωμα θα εξακολουθήση χειριζόμενον τας αντλίας μέχρι της στιγμής καθ' ήν θα κελεύση ο πλοίαρχος την επιβίβασιν. Ο ξυλουργός Δαούλας έλαβε γνώσιν του πράγματος και συνεφωνήθη να ναυπηγηθή η σχεδία άνευ αναβολής διά των εν τη αποθήκη κεραιών και των διαφόρων ξύλων, πριονισθέντων πρότερον εις το προσήκον μήκος. Η θάλασσα, σχετικώς ήρεμος την ώραν εκείνην θα διηυκόλυνε την εργασίαν ταύτην την αείποτε δύσκολον και όταν αι περιστάσεις είνε ευνοϊκαί. Λοιπόν πάραυτα ο Ροβέρτος Κόρτις, ο μηχανικός Φάλστεν, ο ξυλουργός και δέκα ναύται μετά πριόνων και πελέκεων διαθέτουσι και πελεκώσι τας κεραίας πριν τας ρίψωσιν εις την θάλασσαν. Ούτω δε μόνον θα υπολείπεται να τας δέσωσιν ισχυρώς και να κατασκευάσωσι στερεόν συγκρότημα εφ' ού θα επιτεθή το κρηπίδωμα της σχεδίας, ήτις θα είνε τεσσαράκοντα μεν περίπου ποδών μήκους, είκοσι δε μέχρι εικοσιτέσσαρων πλάτους. Οι δε άλλοι επιβάται και το υπόλοιπον του πληρώματος είμεθα ακόμη επί των αντλιών. Παρ' εμοί ίσταται ο Ανδρέας, όν ο πατήρ αδιαλείπτως παρατηρεί μετά βαθείας συγκινήσεως. Τι θα γίνη ο υιός του, εάν αναγκασθή να παλαίση κατά των κυμάτων, εν περιστάσεσι καθ' άς και ο υγιέστατος δεν θα εσώζετο άνευ δυσχερείας; Όπως δήποτε θα είμεθα δύο οίτινες δεν θα τον εγκαταλίπωμεν. Ουδέν είπομεν περί του επικειμένου κινδύνου προς την μίσιζ Κηρ, ήν μακρά κάρωσις [67] καθιστά σχεδόν αναίσθητον. Πολλάκις η μις Χέρμπυ εφάνη επί του καταστρώματος, αλλ' επί τινας στιγμάς μόνον. Οι κάματοι κατέστησαν αυτήν ωχράν, αλλά διατελεί ακμαιοτάτη, τη συνιστώ δε να είνε έτοιμη προς παν ενδεχόμενον. «Πάντοτε είμαι έτοιμη, κύριε», μοι αποκρίνεται η θαρραλέα νεάνις επανερχομένη πάραυτα πλησίον της μίσιζ Κηρ. Ο Ανδρέας Λετουρνέρ παρακολουθεί διά του βλέμματος την νεάνιδα και συναίσθημα λύπης επιφαίνεται επί του προσώπου του. Περί την ογδόην ώραν μετά μεσημβρίαν το συγκρότημα της σχεδίας σχεδόν απεπερατώθη. Ασχολούνται δε εις την καταβίβασιν βυτίων κενών και στεγανώς κεκλεισμένων, άτινα θα χρησιμεύσωσι να εξασφαλίσωσι την ίσαλον της συσκευής και τα συνδέουσι στερεώς. Μετά δύο ώρας κραυγαί ισχυραί ακούονται εν τω επιστέγω. Ο μίστερ Κηρ επιφαίνεται κράζων: «Καταποντιζόμεθα! καταποντιζόμεθα!» Πάραυτα βλέπω την μις Χέρμπυ και τον Φάλστεν μεταφέροντας την μίσιζ Κηρ άπνουν. Ο Ροβέρτος Κόρτις δραμών εις τον θάλαμόν του επανέρχεται παρευθύς κρατών χάρτην, εξάντα και πυξίδα. Κραυγαί αμηχανίας αντηχούσι, και σύγχυσις επικρατεί εν τω πλοίω. Το πλήρωμα ορμά εις την σχεδίαν, ής το συγκρότημα, ελλείποντος έτι του κρηπιδώματος, δεν δύναται να τους περιλάβη . . . . Αδύνατον να εκθέσω οποίαι τινες σκέψεις διήλθον του νου μου την στιγμήν εκείνην, ουδέ να ζωγραφήσω την εν εμοί ταχείαν οπτασίαν περί του όλου μου βίου! Μοι φαίνεται ότι όλη μου η ύπαρξις συγκεντρούται εν τη υστάτη ταύτη στιγμή, ήτις είνε και το τέρμα αυτής. Αισθάνομαι τας σανίδας του καταστρώματος καμπτομένας υπό τους πόδας μου, βλέπω το ύδωρ ανερχόμενον πέριξ του πλοίου, ως εάν ο Ωκεανός εσκάπτετο κάτωθεν αυτού! Τινές των ναυτών καταφεύγουσιν εις τους επιτόνους κραυγάζοντες εκ τρόμου. Ετοιμάζομαι να τους ακολουθήσω . . Αλλά αισθάνομαι χείρα κωλύουσάν με. Ο κ. Λετουρνέρ μοι δεικνύει τον υιόν του και δάκρυα αδρά ρέουσιν από των οφθαλμών του. «Μάλιστα, λέγω θλίβων τον βραχίονά του σπασμωδικώς. Ημείς οι δύο θα τον σώσωμεν!» Αλλά προ εμού ο Ροβέρτος Κόρτις προσήλθε προς τον Ανδρέαν και θα τον αναβιβάση επί των επιτονίων του μεγάλου ιστού, ότε ο _Σάνσελλορ_ ωθούμενος τότε ταχέως υπό του ανέμου, ίσταται αίφνης και αισθανόμεθα σφοδρόν τιναγμόν. Το πλοίον καταβυθίζεται! Το ύδωρ φθάνει τους πόδας μου. Αυτομάτως αρπάζω σχοινίον τι . . . Αλλά διά μιας ο καταποντισμός αναστέλλεται, και ότε το κατάστρωμα είνε ήδη δύο πόδας υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης, ο _Σάνσελλορ_ μένει ακίνητος. ΚΕ' — _Νυξ της 4 προς την 5 Δεκεμβρίου_. — Ο Ροβέρτος Κόρτις ήρπασε τον νέον Λετουρνέρ, και τρέχων επί του κατακλύστου καταστρώματος, τον αποθέτει επί των δεξιών επιτόνων. Ο δε πατήρ του και εγώ αναρριχόμεθα πλησίον αυτού. Έπειτα, αποβλέπω περί εμαυτόν. Η νυξ είνε ικανώς διαυγής ώστε να δύναμαι να διακρίνω τα συμβαίνοντα. Ο Ροβέρτος Κόρτις, επανελθών εις την θέσιν του, ίσταται όρθιος επί του επιστέγου. Όλως εν τη πρύμνη παρά τη κορώνη, ήτις δεν εβυθίσθη ακόμη, διακρίνω εν τη σκιά τον μίστερ Κηρ, την γυναίκα του, την μις Χέρμπυ και τον Φάλστεν επί δε της εσχατιάς του πρωραίου καταστρώματος τον υποπλοίαρχον και τον αρχιναύτην, επί δε των θωρακίων και των επιτόνων το λοιπόν του πληρώματος. Ο Ανδρέας Λετουρνέρ ανερριχήθη εις το μέγα θωράκιον τη βοηθεία του πατρός του, όστις εδέησε να θέτη τον πόδα του υιού του εφ' εκάστης βαθμίδος, και τέλους ανέβη ο νέος άνευ τινός απευκταίου, καί τοι ο σάλος ήτο μέγας. Αλλά των αδυνάτων να καταπεισθή η μίσιζ Κηρ, ήτις διαμένει εν τω επιστέγω κινδυνεύουσα να σαρωθή υπό των κυμάτων, εάν επιταθή η σφοδρότης του ανέμου. Όθεν και η μις Χέρμπυ απέμεινε παρ' αυτή και δεν ήθελε να την εγκαταλίπη μόνην. Πρώτη φροντίς του Ροβέρτου Κόρτις άμα τη αναστολή του καταποντισμού ήτο να παραγγείλη να υποστείλωσι πάραυτα όλην την ιστιοφορίαν, έπειτα δε να αποστείλη κάτω τας κεραίας και τους ιστούς του φώσωνος ίνα μη διαταραχθή η ευστάθεια του πλοίου. Ελπίζει δε ότι μετά τας προφυλάξεις ταύτας ο _Σάνσελλορ_ δεν θα περιτραπή. Αλλά δεν δύναται να βυθισθή από μιας στιγμής εις άλλην; Έρχομαι πλησίον του Ροβέρτου Κόρτις και τον ερωτώ. «Δεν ειμπορώ να το ειξεύρω, αποκρίνεται μετά φωνής γαληνιαίας, διότι τούτο εξαρτάται προ πάντων εκ της καταστάσεως της θαλάσσης. Το βέβαιον είνε ότι το πλοίον διατελεί εν ισορροπία ως έχουσι νυν τα πράγματα, αλλά ταύτα δυνατόν να μεταβληθώσιν εν ριπή οφθαλμού! — Και δύναται τώρα ο _Σάνσελλορ_ να ταξειδεύση με δύο ποδών ύδωρ εις το κατάστρωμα; — Όχι, κύριε Κάζαλλον, αλλά δύναται να εκπέση, φερόμενος υπό του ρεύματος και του ανέμου, και εάν συγκρατηθή ούτω πως επί τινας ημέρας, να προσγειώση εις σημείον τι της ακτής. Άλλως τε έχομεν ως τελευταίον καταφύγιον την σχεδίαν, ήτις θα αποπερατωθή μετά τινας ώρας, και επί της οποίας θα είνε δυνατόν να επιβιβασθώμεν καθώς εξημερώση. — Λοιπόν δεν εχάσατε πάσαν ελπίδα; ηρώτησα θαυμάζων διά την ηρεμίαν του Ροβέρτου Κόρτις. — Η ελπίς δεν είνε δυνατόν να χαθή εντελώς, κύριε Κάζαλλον, και κατά τας δεινοτάτας έτι περιστάσεις. Παν ό τι δύναμαι να σας είπω είνε ότι, εάν ενενήκοντα εννέα τοις εκατόν είνε καθ' ημών, το εκατοστόν όμως είνε υπέρ ημών. Άλλως τε αν δεν μ' απατά η μνήμη, ο _Σάνσελλορ_, ως ευρίσκεται τώρα σχεδόν βεβυθισμένος, διατελεί ακριβώς υπό τας αυτάς περιστάσεις υπό τας οποίας ευρέθη το τριίστιον Ήρα τω 1795. Επί είκοσιν ημέρας και πλέον έμεινεν η Ήρα κρεμαμένη μεταξύ δύο υδάτων, και επιβάται και πλήρωμα είχον καταφύγη εις τα θωράκια· και τέλος ότε ανεφάνη γη, όσοι των ναυαγών ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εις τας ταλαιπωρίας και την πείναν, εσώθησαν· το γεγονός τούτο είνε γνωστότατον εις τα ναυτικά χρονικά και δεν ήτο δυνατόν να μη το ενθυμηθώ. Λοιπόν ουδείς λόγος υπάρχει ώστε, όσοι επιζήσωσιν εκ των του _Σάνσελλορ_, να μη είνε ευτυχείς όσον και οι της Ήρας.» Και ίσως μεν θα είχε τις πολλά να απαντήση εις τους λόγους του Ροβέρτου Κόρτις, αλλ' όμως εκ της συνδιαλέξεως ταύτης εξάγεται ότι ο πλοίαρχος ημών δεν απώλεσε πάσαν ελπίδα. Εν τούτοις επειδή οι όροι της ισορροπίας δυνατόν κατά πάσαν στιγμήν να διακοπώσιν, επάναγκες είνε τάχιον ή βραδύτερον να εγκαταλίπωμεν τον _Σάνσελλορ_. Όθεν απεφασίσθη ότι αύριον ευθύς ως αποπερατώση ο ξυλουργός την σχεδίαν θα επιβιβασθώμεν επ' αυτής. Αλλά κρίνατε περί του δεινού απελπισμού του πληρώματος, ότε περί το μεσονύκτιον ο Δαούλας παρατηρεί ότι η ξύλωσις της σχεδίας εξηφανίσθη! Τα πείσματα [68], ει και ήσαν στερεά, εκόπησαν ένεκα του καθέτου εκτοπισμού του πλοίου, και το συγκρότημα από μιας και πλέον ώρας αναμφιβόλως, εξέπεσε και παρεσύρθη! Οι ναύται άμα μανθάνοντες την νέαν ταύτην συμφοράν ρηγνύουσι κραυγάς αμηχανίας. «Εις την θάλασσαν! εις την θάλασσαν, τα κατάρτια!» επαναλαμβάνουσιν οι ταλαίπωροι εκμανείς. Και θέλουσι να κόψωσι την εξαρτίαν, διά να ρίψωσι τα επιστήλια και ναυπηγήσωσι πάραυτα νέαν σχεδίαν. Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις παρεμβαίνων αναφωνεί: «Εις την θέσιν σας, παιδιά! Κλωστή να μη κοπή άνευ της διαταγής μου. Ο _Σάνσελλορ_ ισορροπεί! Ο _Σάνσελλορ_ δεν θα καταποντισθή ακόμη!» Εν τη φωνή του πλοιάρχου του, τη ούτω σταθερά, το πλήρωμα ανευρίσκει την απάθειάν του, και παρά την εθελοκακίαν τινών ναυτών έκαστος λαμβάνει την υποδεικνυομένην αυτώ θέσιν. Επελθούσης της ημέρας ο Ροβέρτος Κόρτις ανέρχεται μέχρι των διζύγων και το βλέμμα του διατρέχει μετ' επιμελείας καθ' όλην την θάλασσαν επί μεγάλης ακτίνος περί το πλοίον. Ανωφελής έρευνα! Η σχεδία είνε ήδη αφανής! Πρέπει να ετοιμάσωμεν την φαλαινίδα και να επιχειρήσωμεν έρευναν ίσως μεν μακράν, πάντως δε κινδυνώδη; Αδύνατον, διότι ο σάλος είνε ισχυρότερος ή ώστε να τον αψηφήση εφόλκιον εύθραυστον. Επιχειρητέα λοιπόν η ναυπήγησις νέας σχεδίας, και παραχρήμα επιδίδονται εις το έργον. Των κυμάτων γενομένων ισχυροτέρων, η μίσιζ Κηρ αποφασίζει τέλος να καταλίπη την θέσιν, ήν κατείχεν εν τη εσχατιά του επιστέγου, και ηδυνήθη να έλθη εις το μέγα θωράκιον, εφ' ού κατεκλίθη εν τελεία εκλύσει των δυνάμεών της. Ο δε μίστερ Κηρ ετοποθετήθη μετά του Σάιλας Χόντλυ εν τω θωρακίω του ακατίου ιστού. Παρά δε τη μίσιζ Κηρ και τη μις Χέρμπυ ετέθησαν οι κκ. Λετουρνέρ εν πολλή στενοχωρία, εννοείται, επί του κρηπιδώματος τούτου, ού η μείζων διάμετρος είνε δώδεκα ποδών αλλ' όμως σχοινία εδέθησαν από επιτόνου εις επίτονον, δι' ών προεφυλάσσοντο κατά των κλονισμών του διατοιχούντος πλοίου. Πλην δε τούτου ο Ροβέρτος Κόρτις εμερίμνησε να εκταθή υπεράνω του θωρακίου ιστίον στεγάζον τας δύο γυναίκας. Βυτία τινά επιπλέοντα μεταξύ των ιστών του πλοίου μετά την κατάκλυσιν, και εν καιρώ συλλεγέντα, ανεβιβάσθησαν επί των θωρακίων και εδέθησαν στερεώς επί των προτόνων. Πάσα δε η προμήθεια ημών αποτελείται νυν εκ κιβωτίων ταριχηρών [69] και διπύρων [70] ως και βυτίων ύδατος ποσίμου. ΚΣΤ' — _Τη 5 Δεκεμβρίου_. — Η ημέρα, είνε θερμή. Ο Δεκέμβριος υπό τον δέκατον έκτον παράλληλον δεν είνε πλέον μην φθινοπωρινός, αλλ' αυτόχρημα [71] εαρινός. Οφείλομεν δε να αναμένωμεν ότι θα υπομείνωμεν δεινούς καύσωνας αν μη άνεμος δροσερός μετριάση τας ηλιακάς καυστικάς ακτίνας. Εν τούτοις η θάλασσα διατελεί σαλεύουσα. Το σκάφος τεθαλασσωμένον κατά τα τρία τέταρτα πλήττεται υπό της θαλάσσης ως σκόπελος. Ο αφρός των κυμάτων αναπηδά μέχρι του ύψους των θωρακίων, και τα ενδύματα ημών διαβρέχονται υπό της άχνης ως υπό λεπτής βροχής. Σώζονται δε εκ του _Σάνσελλορ_, τούτ' έστιν εξέχουσιν άνω της επιφανείας της θαλάσσης, μόνον τρεις στήλαι ιστού μετά των επιστηλίων, ο πρόβολος [72] εξ ού κρέμαται η φαλαινίς, ίνα μη συντριβή υπό των κυμάτων, έπειτα δε το επίστεγον και το πρωραίον κατάστρωμα, συνδεόμενα μόνον διά του στενού πλαισίου των αιωροθεσίων. Το δε κατάστρωμα είνε τελείως υποβρύχιον. Η μεταξύ των θωρακίων συγκοινωνία είνε δυσχερεστάτη. Μόνοι δε οι ναύται αναρριχώμενοι διά των προτόνων δύνανται να μεταβώσιν υπό του ετέρου εις το έτερον. Κάτωθεν δε μεταξύ των ιστών, από της κορώνης μέχρι του πρωραίου καταστρώματος η θάλασσα εκχύνεται ως επί ρηγμίνος και αποσπά κατά μικρόν τας παρειάς του πλοίου, ών τας σανίδας καταγίνονται να περισυναγάγωσι. Δεινότατον αληθώς θέαμα εις τους επιβάτας, συνεσπειραμένους επί στενών κρηπιδωμάτων, να βλέπωσι και να ακούωσι τον Ωκεανόν μυκώμενον υπό τους πόδας των! Οι ιστοί ούτοι οι εξέχοντες του ύδατος τρέμουσιν εις εκάστην επίθεσιν της θαλάσσης, και δύναταί τις να πιστεύση ότι θα σαρωθώσι. Βεβαίως προτιμότερον να μη βλέπη τις, να μη σκέπτεται, διότι η άβυσσος αύτη έλκει και επέρχεται όρεξις να κατακρημνισθή τις εις αυτήν! Εν τούτοις το πλήρωμα εργάζεται ανενδότως εις κατασκευήν της δευτέρας σχεδίας. Μεταχειρίζονται επιστήλια και τας κεραίας, και υπό την διεύθυνσιν του Ροβέρτου Κόρτις το έργον εκτελείται μετά πλείστης όσης επιμελείας. Ο _Σάνσελλορ_ δεν φαίνεται μέλλων να καταποντισθή· ως δε είπεν ο πλοίαρχος, πιθανόν επί τινα χρόνον να μείνη ούτω πως ισορροπών μεταξύ δύο υδάτων. Ο Ροβέρτος Κόρτις επιμένει ίνα η σχεδία ναυπηγηθή όσον οίον τε στερεά. Ο διάπλους μέλλει να είνε μακρός, αφ' ού η εγγυτάτη ακτή, η της Γουυάνης απέχει έτι πλείονας εκατοστύας μιλίων. Λοιπόν προτιμότερον να διημερεύσωμεν μίαν έτι ημέραν περισσότερον επί των θωρακίων και να λάβωμεν καιρόν να κατασκευάσωμεν συσκευήν πλωτήν, εφ' ήν να δύναται τις να έχη πεποίθησιν. Ως προς τούτο δε πάντες είμεθα σύμφωνοι. Οι ναύται ανέλαβον πως θάρρος και ήδη η εργασία γίνεται εν τάξει. Μόνος δε γέρων ναυτικός, εξηκοντούτης, ού η γενειάς και η κόμη ελευκάνθησαν εν ταις τρικυμίαις, δεν είνε της γνώμης να εγκαταλίπωμεν τον _Σάνσελλορ_. Είνε δε ούτος Ιρλανδός ονόματι Ο Ρέδυ. Καθ' ήν στιγμήν ήμην επί του επιστέγου ήλθε προς με και είπε μασών την καπνομαστίχην του μετά εξαισίας αδιαφορίας. «Οι σύντροφοι είνε της γνώμης να αφήσωμεν το πλοίον, εγώ όμως όχι. Εννέα φοράς εναυάγησα, τέσσαρες εις το πέλαγος και πέντε εις παράλια. Το αληθινόν επάγγελμά μου είνε να είμαι ναυαγός. Έχω πείραν. Λοιπόν! Ο Θεός να με κολάση αν δεν είδα πάντα να χαθούν κακοί κακώς όλοι όσοι καταφεύγουν εις σχεδίας ή λέμβους. Όσον το πλοίον επιπλέει πρέπει να μένουν μέσα οι άνθρωποι. Ακούστε όπου σας το λέγω εγώ!» Τους λόγους τούτους ειπών μετά τρόπου πειστικωτάτου ο γηραιός Ιρλανδός, όστις εζήτει αναμφιβόλως να ανακοινώση την παρατήρησίν του προς ανακούφισιν της συνειδήσεώς του, περιπίπτει εις τελείαν αφασίαν. Την ημέραν εκείνην περί ώραν τρίτην μετά μεσημβρίαν βλέπω τον μίστερ Κηρ και τον πρώην πλοίαρχον Σάιλας Χόντλυ συνδιαλεγομένους μετά πολλής ζωηρότητος επί του θωρακίου του ιστού. Ο Πετρέλαιος φαίνεται πιέζων σφόδρα των προς όν συνδιαλέγεται, ούτος δε μοι φαίνεται αντιτάσσων παρατηρήσεις τινάς εις πρότασίν τινα του περί ού ο λόγος μίστερ Κηρ. Επανειλημμένως δε ο Σάιλας Χόντλυ παρατηρεί επί μακρόν την τε θάλασσαν και τον ουρανόν σείων την κεφαλήν. Τέλος μετά μιας ώρας συνδιάλεξιν κατέρχεται ολισθαίνων διά του προτόνου μέχρι της εσχατιάς του πρωραίου καταστρώματος, αναμιγνύεται εις τον όμιλον των ναυτών και γίνεται αφανής από των οφθαλμών μου. Άλλως τε ελαχίστην σημασίαν αποδίδω εις το γεγονός τούτο, και ανέρχομαι αύθις εις το μέγα θωράκιον, ένθα οι κκ. Λετουρνέρ, η μις Χέρμπυ, ο Φάλστεν και εγώ διαμένομεν συνδιαλεγόμενοι επί τινας ώρας. Ο ήλιος είνε θερμότατος και άνευ του ιστίου του χρησιμεύοντος ως σκηνή δεν θα ηδυνάμεθα να μείνωμεν εν τη θέσει ταύτη. Την πέμπτην ώραν γευόμεθα από κοινού, το δε φαγητόν απετελείτο εκ διπυρίτου, κρέατος παστού και ημίσεος ποτηρίου ύδατος, κατ' άνθρωπον. Αλλ' η μίσιζ Κηρ σφόδρα καταβεβλημένη υπό του πυρετού δεν τρώγει. Η δε μις Χέρμπυ δεν δύναται να τη παράσχη ανακούφισίν τινα άλλως πως ή βρέχουσα εκ διαλειμμάτων τα καίοντα χείλη της. Η τάλαινα πάσχει πολύ, και αμφιβάλλω εάν θα δυνηθή να υπομείνη πολύν χρόνον τοιαύτας κακοδαιμονίας. Ο σύμβιος ουδέ καν άπαξ ηρώτησε περί αυτής. Εν τούτοις περί ώραν έκτην παρά τέταρτον ερωτώ εμαυτόν εάν καλή τις προαίρεσις συνεκίνησε τέλος την καρδίαν του φιλαύτου τούτου άνθρωπου. Και τω όντι ο μίστερ Κηρ καλεί τινας ναύτας του πρωραίου καταστρώματος, παρακαλών αυτούς να τον βοηθήσωσι να καταβή εκ του θωρακίου. Θέλει λοιπόν να μεταβή εις συνάντησιν της γυναικός του, εις το μέγα θωράκιον; Οι ναύται δεν αποκρίνονται κατ' αρχάς εις την πρόσκλησιν του μίστερ Κηρ· αλλ' αυτός επιμένει ζωηρότερον και υπόσχεται ότι θα «καλοπληρώση» όσους τω παράσχωσι την υπηρεσίαν ταύτην. Πάραυτα δύο ναύται, ο Βάρκε και ο Σάντων, σπεύδουσιν επί των παραρρυμάτων, αναβαίνουσιν εις τους ακατίους επιτόνους και φθάνουσιν εις το θωράκιον. Ελθόντες πλησίον του μίστερ Κηρ συζητούσιν επί μακρόν μετ' αυτού τους όρους της συμφωνίας. Πρόδηλον δε ότι αυτοί μεν απαιτούσι πολλά, ο δε μίστερ Κηρ θέλει να δώση ολίγα. Εγώ δε βλέπω την στιγμήν καθ' ήν οι δύο ναύται θα εγκαταλίπωσι τον επιβάτην εν τω θωρακίω. Τέλος τα διαφερόμενα μέρη συμφωνούσιν, ο δε μίστερ Κηρ εξάγων εκ της ζώνης δέσμην χαρτίνων δολλαρίων, την εγχειρίζει εις τον έτερον των ναυτών. Ούτος δε μετρεί μετά προσοχής το ποσόν και υπολογίζω ότι δεν θα έχη εις χείρας του ολιγώτερα των εκατόν δολλαρίων. Πρόκειται δε τότε να καταβιβάσωσι τον μίστερ Κηρ μέχρι του πρωραίου καταστρώματος διά του ακατίου προτόνου. Ο Βάρκε και ο Σάνδων προσδένουσι περί το σώμα αυτού επιχειρίαν, ήν περιελίσσουσιν έπειτα επί του προτόνου, και αφίνουσιν αυτόν να κατολισθήση ως δέμα, ουχί άνευ τιναγμών τινων ισχυρών, οίτινες προκαλούσι τας βωμολοχίας των συντρόφων των. Αλλ' ηπατήθην. Ο μίστερ Κηρ ουδεμίαν ειχε πρόθεσιν να μεταβή εις συνάντησιν της γυναικός του. Διαμένει εν τω πρωραίω καταστρώματι παρά τω Σάιλας Χόντλυ, όστις τον ανέμενεν εκεί. Το σκότος εξαφανίζει αμφοτέρους μετ' ου πολύ από των οφθαλμών μου. Επανήλθεν η νυξ τελεία, ο άνεμος εκόπασεν, αλλ' η θάλασσα διατελεί έτι σαλεύουσα. Η δε σελήνη ήτις είχεν ανατείλη από της τετάρτης μετά μεσημβρίαν ώρας, διαφαίνεται κατά σπάνια διαλείμματα μεταξύ στενών ταινιών νεφών. Τινές των ατμών τούτων, διατεθειμένοι ανά τον ορίζοντα ως μακραί στοιβάδες, χρωματίζονται ερυθροί, προμηνύοντες ότι αύριον θα έχωμεν σφοδρόν άνεμον. Είθε ο άνεμος ούτος να είνε πάλιν ο Μέσης (ΒΑ) και να μας ωθήση προς την γην! Διότι οία δήποτε μεταβολή της διευθύνσεως αυτού θα ήτο ολεθρία, όταν θα επιβιβασθώμεν επί της σχεδίας, ήτις μόνον δι' ουρίου ανέμου δύναται να πλεύση. Ο Ροβέρτος Κόρτις ανέβη επί του μεγάλου θωρακίου περί την ογδόην εσπερινήν ώραν. Διανοούμαι ότι απασχολεί αυτόν η κατάστασις του ουρανού και ότι θέλει να προσπαθήση να προμαντεύση οποία τις έσται η προσδοκωμένη επιούσα. Επί τέταρτον ώρας ίσταται παρατηρών· έπειτα δε πριν κατέλθη, θλίβει την χείρα μου ουδέ λέξιν εκστομίσας, και απελθών καταλαμβάνει την όπισθεν του επιστέγου θέσιν του. Προσπαθώ να κοιμηθώ επί του στενού διαστήματος, όπερ υπελείπετο εις εμέ εν τω θωρακίω, αλλά δεν δύναμαι όμως να το κατορθώσω. Δυσάρεστα προαισθήματα με περιστοιχίζουσι, και η παρούσα ηρεμία της ατμοσφαίρας μ' εμβάλλει εις φροντίδας, και μοι φαίνεται άγαν ήρεμος· διότι μόλις που εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου εισδύει εις την εξαρτίαν και δονεί το μετάλλινον αυτής σχοινίον. Άλλως τε η θάλασσα «αισθάνεται» τι. Ταράσσεται υπό μακρού σάλου και προφανώς δοκιμάζει τον αντίκτυπον τρικυμίας τινος αφεστώσης. Περί ώραν ενδεκάτην της νυκτός εν τω αραιώματι μεταξύ δύο νεφών η σελήνη λάμπει διά λάμψεως ζωηράς, τα δε κύματα αναλάμπουσιν ως φωτιζόμενα υπό λάμψεως υποβρυχίου. Εγείρομαι και παρατηρώ. Παράξενον πράγμα, μοι φαίνεται ότι διακρίνω επί τινα λεπτά της ώρας σημείον μέλαν ανυψούμενον και ταπεινούμενον εν τω μέσω της επιτεταμένης λευκότητος των υδάτων. Δεν είνε δυνατόν να είνε βράχος, διότι παρακολουθεί τας κινήσεις του σάλου. Τι είνε λοιπόν; Έπειτα η σελήνη καλύπτεται εκ νέου, το σκότος γίνεται αύθις βαθύ και εγώ κατακλίνομαι πλησίον των αριστερών επιτόνων. ΚΖ' — _Τη 6 Δεκεμβρίου_. — Κατόρθωσα να κοιμηθώ επί τινας ώρας, αλλά την τετάρτην πρωινήν ώραν ο συριγμός του ανέμου μ' αφυπνίζει αποτόμως. Ακούω την φωνήν του Ροβέρτου Κόρτις αντηχούσαν εν τω μέσω των συστροφών του ανέμου, ών οι τιναγμοί κλονούσι την εξαρτίαν. Εγείρομαι και συγκρατούμενος ισχυρώς από του νεύρου, προσπαθώ να ίδω τι συμβαίνει υποκάτω μου και πέριξ. Εν τω σκότει βλέπω την θάλασσαν μυκωμένην. Μεγάλαι οθόναι αφρού μολυβδόχροι μάλλον ή λευκαί διέρχονται μεταξύ των ιστών, οίτινες υπόκεινται εις μεγάλας ταλαντώσεις ένεκα του διατοιχούντος πλοίου. Δύο σκιαί μαύραι εν τη πρύμνη διακρίνονται καθαρά επί του υπολεύκου χρώματος της θαλάσσης. Είνε δε αύται ο πλοίαρχος Κόρτις και ο αρχιναύτης. Αι φωναί των, ολίγον διακρινόμεναι μεταξύ του θορύβου των κυμάτων και των συριγμών του ανέμου, έρχονται εις τα ώτα μου ως ασθενής στεναγμός. Την στιγμήν εκείνην ναύτης ανελθών εις το θωράκιον να δέση σχοινίον διέρχεται πλησίον μου. «Τι τρέχεις τον ερωτώ. — Άλλαξ' ο άνεμος.....» Προσέθηκε δε ο ναύτης και άλλας τινάς λέξεις, άς δεν ηδυνήθην να ακούσω καθαρά· αλλά μοι φαίνεται ότι είπεν «αντίπρωρος». Αντίπρωρος! Αλλά τότε ο άνεμος μετετράπη όλως από Μέσου (ΒΑ) εις Λίβα (ΝΔ) και νυν θα μας ωθή προς το πέλαγος! Λοιπόν τα προαισθήματά μου δεν με ηπάτησαν! Τω όντι η ημέρα ανατέλλει κατ' ολίγον και ναι μεν ο άνεμος δεν μετεβλήθη όλως αντίπρωρος, αλλά — περίστασις ωσαύτως ολεθρία εις ημάς, — πνέει Σκίρων (ΒΔ), και λοιπόν μας απομακρύνει από της γης. Προσέτι δε το επί του καταστρώματος ύδωρ είνε νυν πέντε ποδών, ώστε τα παραρρύματα εξηφανίσθησαν τελείως. Το πλοίον εβυθίσθη την νύκτα, και το πρωραίον κατάστρωμα, ως και το επίστεγον, είνε νυν ίσα τη επιφανεία της θαλάσσης, ήτις τα σαρώνει ακαταπαύστως. Υπό τον άνεμον δε ο Ροβέρτος Κόρτις και το πλήρωμά του εργάζεται εις αποπεράτωσιν της σχεδίας, αλλά το έργον δεν δύναται να προβή ταχέως, ένεκα της σφοδρότητος του σάλου και δέον να ληφθώσιν αι σπουδαιόταται προφυλάξεις, ίνα μη το συγκρότημα, εξαρθρωθή, πριν στερεωθή τελείως. Και ήδη οι κκ. Λετουρνέρ είνε όρθιοι πλησίον μου, ο δε πατήρ συγκρατεί τον υιόν κατά της σφοδρότητος του διατοιχούντος πλοίου. «Αλλά το θωράκιον τούτο θα σπάση!» αναφωνεί ο κ. Λετουρνέρ, ακούων τους τριγμούς του στενού κρηπιδώματος όπερ φέρει ημάς. Τους λόγους τούτους ακούσασα η μις Χέρμπυ ανεγείρεται, και δεικνύουσα την μίσιζ Κηρ, εξηπλωμένην προ των ποδών της: «Και τι να κάμωμεν, κύριοι; ερωτά. — Να μείνωμεν εδώ όπου είμεθα, απεκρίθην εγώ. — Μις Χέρμπυ, προσθέτει ο Ανδρέας Λετουρνέρ, και εδώ είνε το ασφαλέστατον καταφύγιόν μας. Μη φοβείσθε τίποτε.» — Δι' εμέ δεν φοβούμαι, αποκρίνεται η νεάνις διά της ηρέμου φωνής της, αλλά δι' εκείνους οι οποίοι έχουν λόγον τινά να θέλουν την ζωήν!» Την ογδόην και τέταρτον ο αρχιναύτης αναφωνεί προς τους άνδρας του πληρώματος: «Ε, από την πρώραν! — Ορίστε, αναφωνεί τις των ναυτών, ο Ο Ρέδυς, πιστεύω. — Την έχετε την φαλαινίδα; — Όχι. — Τότε θα μας έφυγε!» Και όντως η φαλαινίς δεν κρατείται πλέον από του προβόλου, και σχεδόν πάραυτα βεβαιούται η εξαφάνισις του μίστερ Κηρ, του Σάιλας Χόντλυ και τριών ανδρών του πληρώματος, ενός Σκώτου και δύο Άγγλων· τότε κατανοώ οποίον τι ήτο την προτεραίαν το θέμα της συνδιαλέξεως του μίστερ Κηρ και του Σάιλας Χόντλυ. Φοβούμενοι δήλα δή μη ο _Σάνσελλορ_ καταποντισθή προ της αποπερατώσεως της σχεδίας, συνώμοσαν να φύγωσι, και κατέπεισαν διά χρημάτων τους τρεις ναύτας να παραλάβωσι την φαλαινίδα. Εξηγώ τότε τι ήτο το μέλαν εκείνο σημείον όπερ διείδον την νύκτα. Τον άθλιον! εγκατέλιπε την γυναίκα του! Ο ανάξιος πλοίαρχος εγκατέλιπε το πλοίον του! Και μας επήραν την λέμβον, τούτ' έστι το μόνον υπολειπόμενον ημίν εφόλκιον! «Πέντε σωσμένοι! είπεν ο αρχιναύτης. — Πέντε χαμένοι!» αποκρίνεται ο γέρων Ιρλανδός. Τω όντι η κατάστασις της θαλάσσης πληρέστατα δικαιολογεί τους λόγους του γηραιού Ο Ρέδυ. Είκοσι και δυο είμεθα πλέον εν τω πλοίω. Άρα γε κατά πόσους έτι ο αριθμός ούτος θα ελαττωθή; Το πλήρωμα μαθόν την άνανδρον ταύτην λιποταξίαν και την κλοπήν της φαλαινίδος, υβρίζει δεινώς τους δραπέτας. Αν δε η τύχη ήθελεν επαναφέρη αυτούς εις το πλοίον, θα πληρώσωσιν ακριβά την προδοσίαν των. Συνιστώ να κρύψωσι την μίσιζ Κηρ την φυγήν του ανδρός της. Η δυστυχής γυνή κατατρύχεται υπό αδιαλείπτου πυρετού, καθ' ού ουδέν δυνάμεθα, διότι η βύθισις του πλοίου εγένετο τοσούτον ταχεία, ώστε το κιβώτιον των φαρμάκων δεν ηδυνήθη να σωθή. Άλλως τε και φάρμακα αν είχομεν, οποίον τι αποτέλεσμα να προσδοκώμεν εν τη καταστάσει εν η διατελεί η μίσιζ Κηρ; ΚΗ' — _Συνέχεια της 6 Δεκεμβρίου_. — Εν τούτοις ο _Σάνσελλορ_ δεν συγκρατείται πλέον εν ισορροπία εν τω μέσω των στρωμάτων του ύδατος. Πιθανώς το σκάφος του εξαρθρούται και αισθανόμεθα ότι κατ' ολίγον βυθίζεται. Ευτυχώς η σχεδία θα αποπερατωθή εντός της εσπέρας, και θα δυνηθώμεν να εγκαθιδρυθώμεν επ' αυτής, πλην εάν ο Ροβέρτος Κόρτις προτιμά να επιβιβασθώμεν την επιούσαν άμα τη ημέρα. Το συγκρότημα εγένετο στερεόν. Τα δε αποτελούντα αυτήν ξύλα συνεδέθησαν διά σχοινίων δυνατών, και επειδή ταύτα διασταυρούνται μεταξύ των υπεράλληλα, το όλον υψούται κατά δύο πόδας άνω της επιφανείας της θαλάσσης. Το δε κρηπίδωμα είνε κατεσκευασμένον διά σανίδων άς είχον αποσπάση τα κύματα και ημείς εχρησιμοποιήσαμεν επιμελώς. Μετά μεσημβρίαν άρχεται η φόρτωσις των διασωθέντων τροφίμων, ιστίων, οργάνων, εργαλείων. Επάναγκες δε να σπεύσωμεν, διότι την στιγμήν ταύτην το μέγα θωράκιον μόλις δέκα πόδας υπερέχει της θαλάσσης, του δε προβόλου το άκρον μόνον της κεραίας υπολείπεται υψούμενον πλαγίως. Θα εκπλαγώ σφόδρα αν μη είνε η αύριον η εσχάτη ημέρα του _Σάνσελλορ_! Και νυν, εν τίνι ηθική καταστάσει διατελούμεν; Προσπαθώ να ορίσω τι συμβαίνει εν εμοί. Μοι φαίνεται ότι τούθ' όπερ αισθάνομαι είνε αδιαφορία τις ασυνείδητος μάλλον ή συναίσθημα καρτερίας. Ο κ. Λετουρνέρ ζη όλος εν τω υιώ αυτού, όστις και αυτός τον πατέρα του μόνον συλλογίζεται. Ο Ανδρέας δεικνύει καρτερίαν μεστήν γενναιότητος, χριστιανικήν καρτερίαν, ήν δεν δύναμαι κάλλιον να παραβάλω ή προς την καρτερίαν της μις Χέρμπυ. Ο δε Φάλστεν είνε αείποτε Φάλστεν, και, Θεέ μου, συγχώρησόν μοι, ο μηχανικός ούτος εξακολουθεί γράφων αριθμούς εν τω σημειωματαρίω του! Η δε μίσιζ Κηρ αποθνήσκει παρά τας περιποιήσεις της νεάνιδος, παρά τας εμάς. Οι δε ναύται, τούτων δύο ή τρεις είνε ήρεμοι, αλλά οι άλλοι είνε σχεδόν παράφρονες. Τινές αγόμενοι υπό της χυδαίας αυτών φύσεως, φαίνονται διατεθειμένοι να προβώσιν εις υπερβολάς. Θα είνε δυσήνιοι [73] οι άνθρωποι ούτοι οι διατελούντες υπό την φαύλην επίδρασιν του Όουεν και του Γύγξτροπ, όταν συμβιώμεν μετ' αυτών επί στενής σχεδίας! Ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ είνε καταβεβλημένος σφόδρα· ει και γενναίος, αλλ' όμως θα αναγκασθή να απόσχη της υπηρεσίας του. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις και ο αρχιναύτης, δραστήριοι, ακλόνητοι, είνε άνδρες ούς η φύσις «εσφυρηλάτησε δι' όλης αυτών της σκληρότητος». ίνα κατά μεταλλουργούς είπω, χαρακτηρίζει δε αυτούς καλώς η έκφρασις αύτη. Περί ώραν πέμπτην μετά μεσημβρίαν ανεπαύθη είς εκ των εν δυστυχία συναδέλφων μας, η μίσιζ Κηρ απέθανε μετά οδυνηράν αγωνίαν, ίσως ουδεμίαν έχουσα συνείδησιν της καταστάσεώς της. Εξέβαλέ τινας στεναγμούς και τετέλεσται. Μέχρι της τελευταίας στιγμής η μις Χέρμπυ δαψιλώς [74] περιέθαλψεν αυτήν μετ' αφοσιώσεως, ήτις βαθέως μας συνεκίνησε! Παρήλθεν η νυξ άνευ τινός συμβεβηκότος. Την πρωίαν περί τα χαράγματα έλαβον της νεκράς την χείρα, ήτις ήτο ψυχρά και τα μέλη της απεξυλωμένα. Το πτώμα δεν δύναται να διαμείνη πλέον εν τω θωρακίω. Η μις Χέρμπυ και εγώ την περιτυλίσσομεν διά των ενδυμάτων της, έπειτα δε ευχαί τινες απηγγέλθησαν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της ταλαίνης γυναικός, και το πρώτον θύμα τοσούτων συμφορών κατακρημνίζεται εις τα κύματα. Την στιγμήν εκείνην εκστομίζει τις των εν τοις θωρακίοις ανδρών τους φοβερούς τούτους λόγους; «Νά ένα πτώμα . . . κρίμα 'ς το! κρίμα 'ς το!» Στρέφομαι προς την φωνήν. Ο Όουεν είνε ο λαλήσας ούτω. Έπειτα μοι επέρχεται εις τον νουν ότι τω όντι θα έχωμεν ίσως ημέραν τινά έλλειψιν τροφίμων! ΚΘ' — _Τη 7 Δεκεμβρίου_. — Το πλοίον εξακολουθεί βυθιζόμενον, η δε θάλασσα ανήλθε νυν εις το διάδετον [75] του ακατίου θωρακίου. Το δε επίστεγον και το πρωραίον κατάστρωμα είνε όλως υποβρύχια του δε προβόλου το άκρον της κεραίας εξηφανίσθη. Ουδέν δε πλέον σώζεται ή αι τρεις στήλαι των ιστών, εξέχουσαι του Ωκεανού. Αλλ' η σχεδία είνε ετοίμη και φέρει φορτίον παν ό τι ηδυνήθημεν να διασώσωμεν. Μία υποπτερνίς [76] παρασκευασθείσα κατά την πρώραν της σχεδίας, είνε προωρισμένη να δεχθή ιστόν, όν θα υποστηρίξωσιν επίτονοι στερεούμενοι επί των πλευρών του κρηπιδώματος. Το ιστίον του μεγάλου σιπάρου θα αναδεθή και θα μας ωθήση ίσως προς την ακτήν. Τις οίδεν εάν το εύθραυστον τούτο εκ σανίδων συγκρότημα, ήττον ευβύθιστον, κατορθώση ό τι ο _Σάνσελλορ_ δεν ηδυνήθη; Η ελπίς είνε ούτως ερριζωμένη εν τη καρδία του ανθρώπου, ώστε εισέτι ελπίζω! Είνε εβδόμη ώρα προ μεσημβρίας. Εν ώ δε μέλλομεν να επιβιβασθώμεν, αίφνης το πλοίον βυθίζεται ούτω ταχέως, ώστε ο ξυλουργός και οι άνδρες οι απησχολημένοι επί της σχεδίας αναγκάζονται να κόψωσι το πείσμα των ίνα μη παρασυρθώσιν εις την δίνην του ύδατος. Αισθανόμεθα τότε αγωνίαν οξυτάτην, διότι ακριβώς την στιγμήν καθ' ήν το πλοίον κατέρχεται εις την άβυσσον, η μόνη ημών σανίς της σωτηρίας απομακρύνεται εκπίπτουσα! Δύο ναύται και είς μαθητευόμενος έξω φρενών ρίπτονται εις την θάλασσαν, αλλά μάτην προσπαθούσι να παλαίσωσι προς τον σάλον. Μετ' ου πολύ είνε προφανές ότι ούτε εις την σχεδίαν να προφθάσωσι θα δυνηθώσιν, ούτε να επανέλθωσιν εις το πλοίον, έχοντες εναντίον αυτών τα τε κύματα και τον άνεμον. Ο Ροβέρτος Κόρτις δέσας περί την οσφύν σχοινίον σπεύδει εις βοήθειάν των. Αλλ' ανωφελής προθυμία! Διότι πριν δυνηθή να πλησιάση προς αυτούς, οι τρεις ατυχείς ούτοι, ούς βλέπω αγωνιζομένους, εξαφανίζονται, αφ' ού μάτην έτειναν τας χείρας προς ημάς. Αποσύρομεν τον Ροβέρτον Κόρτις όλον μεμωλωπισμένον υπό του είδους εκείνου της ανακοπής των κυμάτων ήτις πλήττει την κορυφήν των ιστών. Εν τούτοις ο Δαούλας και οι ναύται, μεταχειριζόμενοι δύο μακρά ξύλα ως κώπας, προσπαθούσι να επανέλθωσιν εις το πλοίον, αλλά μόνον μετά μιας ώρας προσπαθείας, — ώρας ήτις εφάνη ημίν αιών όλος, ώρας καθ' ήν η θάλασσα ανήλθε μέχρι της επιφανείας των θωρακίων, — η σχεδία, ήτις είχεν απομακρυνθή δύο μόνον στάδια, ό έστι τετρακόσια μέτρα, ηδυνήθη να έλθη παρά την πλευράν του _Σάνσελλορ_. Ο αρχιναύτης ρίπτει πείσμα προς τον Δαούλαν και η σχεδία προσδένεται εκ νέου εις το τραχήλωμα του μεγάλου ιστού. Ουδεμία πλέον στιγμή χρονοτριβής υπολείπεται, διότι σφοδρά δίνη ανοίγεται περί τον εμβεβαπτισμένον σκελετόν του πλοίου, και υπερμεγέθεις φυσαλίδες αέρος ανέρχονται απειροπληθείς εις την επιφάνειαν του ύδατος. «Επιβαίνετε! επιβαίνετε!» αναφωνεί ο Ροβέρτος Κόρτις. Εφορμώμεν μετά σπουδής εις την σχεδίαν. Ο Ανδρέας Λετουρνέρ, αφ' ού επεστάτησεν εις την εγκατάστασιν της μις Χέρμπυ, έρχεται αισίως εις το κρηπίδωμα, μετ' ου πολύ δε και ο πατήρ είνε πλησίον του. Μετά μίαν στιγμήν οι πάντες έχομεν επιβιβασθή, — οι πάντες πλην του πλοιάρχου Κόρτις και του γηραιού ναύτου Ο Ρέδυ. Ο Ροβέρτος Κόρτις όρθιος επί του μεγάλου θωρακίου δεν θέλει να καταλίπη το πλοίον του, αλλά τότε μόνον, όταν το πλοίον του εξαφανισθή εν τη αβύσσω· τούτο δε είνε καθήκον άμα και δικαίωμά του. Τον _Σάνσελλορ_ τούτον όν αγαπά, όν κυβερνά έτι, πας τις αισθάνεται οποία τις συγκίνησις συντρίβει την καρδίαν του καθ' ήν στιγμήν μέλλει να τον εγκαταλίπη! Ο Ιρλανδός έμεινεν επί του ακατίου θωρακίου. «Εμπρός, γέρον, κράζει προς αυτόν ο πλοίαρχος. — Βουλιάζει το πλοίον; ερωτά ο επίμονος γέρων μετά της μεγίστης απαθείας. — Ναι . . . — Εμπρός τότε.» αποκρίνεται ο Ο Ρέδυ, ότε το ύδωρ ανέβη ήδη μέχρι της ζώνης του. Και σείων την κεφαλήν πηδά εις την σχεδίαν. Ο Ροβέρτος Κόρτις διαμένει επί μίαν έτι στιγμήν επί του θωρακίου, περιφέρει το βλέμμα πέριξ αυτού, έπειτα έσχατος αυτός εγκαταλείπει το πλοίον του. Είνε καιρός. Το πείσμα κόπτεται και η σχεδία απομακρύνεται βραδέως. Πάντες αποβλέπομεν προς το μέρος τούτο όπου το πλοίον καταποντίζεται. Το άκρον του ακατίου ιστού εξαφανίζεται κατ' αρχάς, έπειτα το άκρον του μεγάλου ιστού, μετ' ου πολύ δε ουδέν υπολείπεται πλέον του κομψού εκείνου πλοίου όπερ υπήρξεν ο _Σάνσελλορ_. Λ' — _Συνέχεια της 7 Δεκεμβρίου._ — Νέα πλωτή συσκευή φέρει ημάς, ήτις δεν δύναται μεν να καταποντισθή, διότι τα ξύλα ταποτελούντα αυτήν θα επιπλέωσιν ό τι δήποτε και αν συμβή, αλλά η θάλασσα δεν θα την διαλύση; Δεν θα θραύση τους δεσμούς τους συνδέοντας αυτήν; Δεν θα αφανίση τέλος τους ναυαγούς τους επί της επιφανείας αυτής σεσωρευμένους; Εκ των εικοσιοκτώ ψυχών άς είχεν ο _Σάνσελλορ_ αποπλέων εκ του Κάρλεστον, δέκα είχον ήδη απολεσθή. Είμεθα λοιπόν δεκαοκτώ έτι, — δεκαοκτώ επί της σχεδίας ταύτης της αποτελούσης τρόπον τινά τετράπλευρον ακανόνιστον, τεσσαράκοντα περίπου ποδών μήκους και είκοσι πλάτους. Τα δε ονόματα των επιζώντων εκ του _Σάνσελλορ_ είνε τάδε: οι κκ. Λετουρνέρ, ο μηχανικός Φάλστεν, η μις Χέρμπυ και εγώ, επιβάται. — Ο πλοίαρχος Ουάλτερ, ο αρχιναύτης, ο τροφοδότης Χόμμπαρτ, ο μάγειρος Γύγξτροπ ο μαύρος, ο ξυλουργός Δαούλας, — οι επτά ναύται Ώστιν, Όουεν, Ουίλσων, Ο Ρέδυ, Βάρκε, Σάνδων και Φλαίπολ. Ο Ύψιστος εδοκίμασεν ημάς αρκούντως από εβδομήκοντα δύο ημερών, αφ' ής κατελίπομεν την Αμερικανικήν ακτήν, και η χειρ αυτού αρκούντως εβάρυνεν εφ' ημών; Και ουδ' ο μάλιστα εύελπις ήθελε τολμήση να ελπίση. Αλλ' ας αφήσωμεν το μέλλον και περί του παρόντος ας σκεπτώμεθα, και εξακολουθήσωμεν καταγράφοντες τας συμφοράς του δράματος τούτου καθ' όσον εμφανίζονται. Γνωστοί οι επιβάται της σχεδίας, τα δε προς συντήρησιν αυτών έχουσιν ως εξής. Ο Ροβέρτος Κόρτις είχε δυνηθή να επιβιβάση μόνον ό τι υπελείπετο εκ των προμηθειών άς είχον αναβιβάση εκ του διανομείου, ών το πλείστον μέρος ηφανίσθη κατά την στιγμήν της εμβαπτίσεως του καταστρώματος του _Σάνσελλορ_. Είνε δε ολίγον άφθονοι αι προμήθειαι αύται, εάν ληφθή υπ' όψει ότι είμεθα δεκαοκτώ στόματα, και πολλαί ημέραι δυνατόν να παρέλθωσιν έτι πριν φανή πλοίον τι ή γη. Έν βυτίον διπυρίτου, έτερον κρέατος παστού, μικρός κόρος [77] βρανδεβίνου [78], δύο βυτία ύδατος, ταύτα είνε τα περισωθέντα και ουδέν πλέον. Λοιπόν έργον φρονήσεως είνε να ορισθώσιν αι μερίδες ευθύς από της πρώτης ημέρας. Εκ των ενδυμάτων της αποθήκης ουδέν απολύτως έχομεν· ιστία δέ τινα θα χρησιμεύσωσιν ως καλύμματα άμα και ως στέγη. Τα εργαλεία, ανήκοντα εις τον Δαούλαν, ο εκτάς και η πυξίς, είς χάρτης, τα εγκόλπια μαχαίρια ημών, λέβης μετάλλινος, κύπελλον εκ λευκοσιδήρου, ούτινος ουδέποτε αποχωρίζεται ο γέρων Ιρλανδός Ο Ρέδυ, τοιαύτα είνε τα υπολειπόμενα ημίν όργανα και σκεύη. Πάντα δε τα κιβώτια, τα επί του καταστρώματος αποκείμενα και προωρισμένα εις την πρώτην σχεδίαν, κατεποντίσθησαν κατά την επί μέρους εμβάπτισιν του πλοίου, απ' εκείνης δε της στιγμής δεν ήτο πλέον δυνατόν να εισδύση τις εις το κύτος. Αύτη λοιπόν η ημετέρα κατάστασις, σοβαρά μεν, αλλ' ουχί και απελπιστική. Δυστυχώς φόβος είνε μη πλείονες ημών απολέσωμεν το τε ηθικόν σθένος και το φυσικόν. Άλλως τε υπάρχουσι μεταξύ ημών τινες, ών τα φαύλα ενστίγματα θα αποβώσι δυσκράτητα! ΛΑ' — _Συνέχεια της 7 Δεκεμβρίου_. — Την πρώτην ημέραν ουδέν αξιοσημείωτον. Σήμερον δε την ογδόην προ μεσημβρίας ο πλοίαρχος Κόρτις συγκαλέσας πάντας επιβάτας τε και ναυτικούς: «Φίλοι μου, είπε, κατανοήσατε το εξής. Είμαι κυβερνήτης της σχεδίας ως ήμην και του _Σάνσελλορ_. Λέγω λοιπόν ότι θα με υπακούωσι πάντες ανεξαιρέτως. Περί της κοινής σωτηρίας ας σκεπτώμεθα, ας είμεθα ηνωμένοι, και έχει ο Θεός.» Οι λόγοι ούτοι έτυχον καλής αποδοχής. Ο λεπτός άνεμος ο πνέων κατά την στιγμήν ταύτην και ού την διεύθυνσιν ο πλοίαρχος προσδιορίζει διά της πυξίδος, επετάθη προσεγγίζων προς τον Βορράν, περίπτωσις ευοίωνος. Οφείλομεν δε να σπεύσωμεν να επωφεληθώμεν ίνα καταπλεύσωμεν όσον τάχιστα εις τας Αμερικανικάς ακτάς. Ο ξυλουργός Δαούλας τότε καταγίνεται να στήση τον ιστόν, ού την υποπτερνίδα είχομεν παρασκευάση κατά την πρώραν της σχεδίας, προσέθηκε δε και δύο πτερύγια, είδος προώστου, δι' ών θα συγκρατήται στερεώτερον. Εν ώ δε αυτός εργάζεται, ο αρχιναύτης και οι ναύται αναδένουσι το σιπάριον επί της κεραίας ήν προς τούτο έχομεν φυλάξη. Την ενάτην και ημίσειαν ο ιστός ίσταται όρθιος. Επίτονοι εντεταμένοι επί των πλευρών της σχεδίας ασφαλίζουσι την στερεότητα αυτού. Το ιστίον επαίρεται, ποδούται και η συσκευή έχουσα τον άνεμον ούριον εκτοπίζεται επαισθητώς υπό την ενέργειαν του ανέμου, όστις επιτείνεται επαισθητώς έτι. Του έργου τούτου άπαξ περατωθέντος, ο Δαούλας προσπαθεί να εγκαταστήση πηδάλιον, δι' ού να δύναται η σχεδία να έχη ήν θέλει διεύθυνσιν. Διά των συμβουλών δε του Ροβέρτου Κόρτις και του μηχανικού Φάλστεν μετά δίωρον εργασίαν ιδρύεται κατά την πρώραν της σχεδίας ώσπερ τι ουράδιον, παρεμφερές προς τα εν χρήσει παρά τοις Μαλαίοις. Κατά τον χρόνον δε τούτον ο πλοίαρχος Κόρτις εκτελεί τας αναγκαίας παρατηρήσεις προς εύρεσιν ακριβώς του μήκους του, και της μεσημβρίας ελθούσης, λαμβάνει καλόν ύψος του ηλίου. Το δε στίγμα όπερ λαμβάνει μεθ' ικανώς μεγάλης ακριβείας έχει ώδε: Πλάτος, 15° 7' βόρειον Μήκος, 49° 35' προς δυσμάς του Γρηνουίχου. Το στίγμα, τούτο, μετενεχθέν επί του χάρτου, δεικνύει ότι απέχομεν εξακόσια πεντήκοντα μίλια της βορειοανατολικής ακτής του Παραμαρίβου, τούτ' έστι του εγγυτάτου τμήματος της Αμερικής ηπείρου, ήτις, ως ήδη ερρήθη, αποτελεί το παράλιον της Ολλανδικής Γουυάνης. Όθεν, λαμβάνοντες τον μέσον όρον των περιπτώσεων, δεν δυνάμεθα να ελπίζωμεν, και αν διαρκώς βοηθώσιν ημάς οι ετησίοι άνεμοι, ότι θα διανύσωμεν πλείονα των δέκα ή δώδεκα μιλίων την ημέραν, επί συσκευής ούτως ατελούς ως η σχεδία, ήτις δεν δύναται να πλαγιοδρομή προς τον άνεμον. Τούτο λοιπόν θα απαιτήση δίμηνον διάπλουν, επί τη υποθέσει ότι αι περιστάσεις θα είνε αισιώταται, — πλην της περιπτώσεως, της ολίγον πιθανής, ότι ήθελε συναντήση ημάς πλοίον τι. Αλλ' εις τούτο το μέρος του Ατλαντικού Ωκεανού ολιγώτερον φοιτώσι πλοία παρά εις το βορειότερον ή το νοτιώτερον. Ερρίφθημεν δυστυχώς μεταξύ των γραμμών των Αντιλλών και των της Βρασιλίας, ας ακολουθούσιν τα υπερωκεάνεια Αγγλικά ή Γαλλικά, και προτιμότερον να μη αναθέτωμεν τας ελπίδας ημών εις το τυχαίον της συναντήσεως πλοίου. Άλλως τε, εάν αι νηνεμίαι επέλθωσιν, εάν ο άνεμος μεταβληθείς ωθήση ημάς προς Ανατολάς, ουχί πλέον δύο μήνες, αλλά τέσσαρες, αλλά έξ απαιτούνται, αι δε τροφαί ήθελον σωθή προ της λήξεως της τριμηνίας. Η σύνεσις λοιπόν απαιτεί από τούδε να καταναλίσκωμεν το απολύτως αναγκαίον. Ο πλοίαρχος Κόρτις εζήτησε την γνώμην μας περί τούτου, ημείς δε αυστηρώς ωρίσαμεν το πρόγραμμα. Αι μερίδες υπελογίσθησαν εις πάντας αδιακρίτως ούτως, ώστε ή τε πείνα και η δίψα να κορέννυνται κατά το ήμισυ. Ο χειρισμός της σχεδίας δεν χρήζει μεγάλης δαπάνης φυσικών δυνάμεων, όθεν τροφή μεμετρημένη θα είνε επαρκής. Το δε βρανδεβίνον, ού το βυτίον δεν περιέχει πλείονα των πέντε γαλλονίων, ό έστι είκοσι τρεις περίπου λίτρας Γαλλικάς, ήτοι δεκαοκτώ οκάδας, θα διανεμηθή μετά της εσχάτης φειδούς. Ουδείς θα έχη δικαίωμα να το εγγίση άνευ της αδείας του πλοιάρχου. Λοιπόν τα της διαίτης εν τω πλοίω εκανονίσθησαν ώδε: Πέντε ουγκίαι κρέατος και πέντε διπυρίτου καθ' εκάστην και κατ' άνθρωπον. Και ναι μεν είνε ολίγον, αλλ' όμως δεν ήτο δυνατόν η μερίς να είνε περισσοτέρα των πέντε λιτρών εξ εκάστης ουσίας, ό έστι εν μια τριμηνία λίτραι εξακόσιαι. Αλλά εν συνόλω δεν έχομεν πλέον των εξακοσίων λιτρών κρέατος και διπυρίτου, επάναγκες λοιπόν να σταθώμεν εν τω αριθμώ τούτω. Του δε ύδατος η ποσότης δύναται να εκτιμηθή εις εκατόν τριάκοντα δύο γαλλόνια, ό έστι περί τας τετρακοσίας εβδομήκοντα οκάδας, συνεφωνήθη δε να περιορισθή η ημερησία κατανάλωσις εις μίαν πίνταν, τούτ' έστι πεντήκοντα έξ εκατόλιτρα, εκατόν εβδομήκοντα πέντε δράμια κατ' άνθρωπον, όπερ θα εξασφαλίση ημίν και τριών μηνών ύδωρ. Η διανομή των τροφών θα γίνεται κατά πάσαν πρωίαν την δεκάτην ώραν διά του αρχιναύτου. Έκαστος θα λαμβάνη την μερίδα όλης της ημέρας, και διπυρίτην και κρέας, και θα την καταναλίσκη οπόταν και όπως θέλη, το δε ύδωρ, ελλείψει επαρκών σκευών προς διαφύλαξιν αυτού, διότι δεν έχομεν άλλα σκεύη ή την χύτραν και το κύπελλον του Ιρλανδού, το ύδωρ θα διανέμεται δις της ημέρας, την δεκάτην προ μεσημβρίας και την έκτην μετά μεσημβρίαν, έκαστος δε οφείλει να το πίνη αμέσως. Παρατηρητέον δε ότι έχομεν πάντοτε δύο άλλας πιθανότητας, αίτινες δύνανται να επαυξήσωσι τας προμηθείας ημών, την βροχήν προς πόσιν και την αλιείαν προς βρώσιν. Όθεν δύο βυτία κενά διετέθησαν, ίνα περιλάβωσι το βρόχινον ύδωρ. Ως προς δε τα αλιευτικά όργανα, οι ναύται ασχολούνται παρασκευάζοντες αυτά, ίνα ρίψωσιν ορμιάς [79] τινας συρομένας. Τοιαύτα τα ληφθέντα μέτρα. Επεδοκιμάσθησαν και θα τηρώνται αυστηρώς. Μόνον εάν τηρώμεν κανόνα αυστηρόν, δυνάμεθα να ελπίσωμεν ότι θα δυνηθώμεν να αποφύγωμεν τας φρικαλεότητας της πείνης. Πλείστα όσα παραδείγματα εδίδαξαν ημάς να είμεθα προμηθείς, περιήλθομεν δε εις τας εσχάτας των στερήσεων διά τον απλούστατον λόγον ότι η τύχη δεν παύεται πλήττουσα ημάς! ΛΒ' — _Από της 8 μέχρι της 17 Δεκεμβρίου_. — Επελθούσης της νυκτός εχώθημεν υπό τα ιστία. Καταπεπονημένος εκ των μακρών ωρών άς είχον διέλθη επί της εξαρτίας, ηδυνήθην να κοιμηθώ επί τινας ώρας. Η σχεδία σχετικώς ολιγώτερον πεφορτισμένη, υψούται μεθ' ικανής ευχερείας. Επειδή δε η θάλασσα δεν εκχύνεται, δεν μας προσβάλλουσι τα κύματα. Δυστυχώς, εάν ο σάλος κοπάση, θα συμβή τούτο, διότι ο άνεμος πραΰνεται και περί την πρωίαν αναγκάζομαι να σημειώσω εν τω ημερολογίω μου: γαλήνη. Ότε δε ανεφάνη η ημέρα, ουδέν νέον είχον να βεβαιώσω, και οι κκ. Λετουρνέρ εκοιμήθησαν μέρος τι της νυκτός και άπαξ έτι συνεθλίψαμεν τας χείρας αλλήλων, και η μις Χέρμπυ ηδυνήθη να αναπαυθή, οι δε χαρακτήρες αυτής, ήττον κεκμηκότες, ανέλαβον την συνήθη αυτών ηρεμίαν. Είμεθα υπό τον ενδέκατον παράλληλον. Ο καύσων την ημέραν είνε εις άκρον σφοδρός και ο ήλιος λάμπει ζωηρός, και εν τη ατμοσφαίρα είνε αναμεμιγμένος ατμός τρόπον τινά διάπυρος. Επειδή δε ο άνεμος πνέει εκ διαλειμμάτων, το ιστίον κρέμαται επί του ιστού κατά τας ώρας της νηνεμίας αίτινες παρατείνονται λίαν. Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις και ο αρχιναύτης έκ τινων τεκμηρίων, άτινα μόνοι οι ναυτικοί δύνανται να διακρίνωσι, νομίζουσιν ότι ρεύμα δύο ή τριών μιλίων καθ' ώραν παρασύρει ημάς προς δυσμάς. Τούτο βεβαίως θα ήτο περίστασις ευνοϊκή, δυναμένη να βραχύνη σημαντικά τον διάπλουν ημών. Είθε ο πλοίαρχος και αρχιναύτης να μη απατώνται, διότι ευθύς από των πρώτων τούτων ημερών και εν τη υψηλή ταύτη θερμοκρασία, η μερίς του ύδατος μόλις εξαρκεί να πραΰνη την δίψαν! Και όμως αφ' ότου, εγκαταλιπόντες τον _Σάνσελλορ_ ή μάλλον ειπείν τα θωράκια του πλοίου, επεβιβάσθημεν επί της σχεδίας ταύτης, η κατάστασις ημών εβελτιώθη. Ο _Σάνσελλορ_ ηδύνατο κατά πάσαν στιγμήν να καταποντισθή, και τουλάχιστον το κρηπίδωμα τούτο όπερ νυν κατέχομεν, είνε σχετικώς στερεόν. Μάλιστα το επαναλαμβάνω, η κατάστασις επαισθητώς εμετριάσθη και συγκριτικώς έκαστος διατελεί εν κρείσσονι καταστάσει. Είμεθα σχεδόν εν ανέσει, δυνάμεθα να κινώμεθα και να μετατοπιζώμεθα. Και την μεν ημέραν συνερχόμεθα, συνδιαλεγόμεθα, συζητούμεν, παρατηρούμεν την θάλασσαν, την δε νύκτα κοιμώμεθα στεγαζόμενοι υπό των ιστίων. Η δε παρατήρησις του ορίζοντος, η επιτήρησις των ορμιών άς ερρίψαμεν εις την θάλασσαν, τα πάντα διαφέρουσιν ημίν. «Κύριε Κάζαλλον, μοι λέγει ο Ανδρέας Λετουρνέρ ημέρας τινάς μετά την εγκατάστασιν ημών επί της νέας ταύτης συσκευής, μοι φαίνεται ότι ανευρίσκομεν εδώ τας γαληνιαίας εκείνας ημέρας, αι οποίαι παρετηρήθησαν κατά την διαμονήν μας επί του Βραχοχοιρομηρίου. — Τω όντι, αγαπητέ μου Ανδρέα, απεκρίθην. — Αλλ' όμως προσθέτω ότι η σχεδία έχει πλεονέκτημα σημαντικώτατον, το οποίον δεν είχε το νησύδριον, δήλα δή αυτή βαδίζει. — Εφ' όσον ο άνεμος είνε ούριος, Ανδρέα μου, η σχεδία βεβαιότατα πλεονεκτεί, αλλ' εάν ο άνεμος μεταβληθή; . . . — Καλά, κύριε Κάζαλλον! αποκρίνεται ο νέος. Ας προσπαθώμεν να μη καταβαλλώμεθα, και ας έχωμεν πεποίθησιν!» Λοιπόν, την πεποίθησιν ταύτην πάντες την έχομεν! Μάλιστα! Φαίνεται ότι απηλλάγημεν φοβερών δοκιμασιών εις άς δεν θα εμπέσωμεν πλέον! Αι περιστάσεις εγένοντο ευνοϊκώτεραι. Ουδείς μεταξύ ημών υπάρχει όστις να μη αισθάνεται εαυτόν σχεδόν αναθαρρήσαντα! Δεν ειξεύρω τι συμβαίνει εν τη ψυχή του Ροβέρτου Κόρτις, και δεν δύναμαι να είπω εάν συμμερίζεται τας παρούσας ημών ιδέας. Ως επί το πλείστον ίσταται μακράν ημών μόνος. Η ευθύνη αυτού μεγάλη! Είνε ο αρχηγός και έχει να σώση ου μόνον την ζωήν του, αλλά και τας ημετέρας! Γινώσκω ότι ούτω πως νοεί το καθήκον του. Όθεν συχνάκις έχουσιν αυτόν όλον αι σκέψεις του, έκαστος δε ημών αποφεύγει να τον ταράξη. Κατά τας μακράς ταύτας ώρας οι πλείστοι των ναυτών κοιμώνται εν τη πρώρα της σχεδίας. Κατά παραγγελίαν του πλοιάρχου την πρύμναν θα κατέχωσι μόνον οι επιβάται, και ιδρύθη επί κιόνων σκηνή παρέχουσα ημίν ολίγην τινά σκιάν. Εν κεφαλαίω διατελούμεν εν ευαρέστω υγιεινή καταστάσει. Μόνος δε ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ δεν κατορθώνει να επανεύρη τας δυνάμεις του. Αι περιθάλψεις, άς δαψιλώς παρέχομεν αυτώ, εις ουδέν ωφελούσι και οσημέραι ελαττούνται αι δυνάμεις του. Ουδέποτε εξετίμησα κάλλιον τον Ανδρέαν Λετουρνέρ ή κατά τας παρούσας περιστάσεις. Ο αξιέραστος ούτος νέος είνε η ψυχή της μικράς ημών κοινωνίας, έχει πνεύμα πρωτότυπον και αι νέαι αυτού επόψεις και αι απρόοπτοι θεωρίαι αφθονούσιν εν τω ιδίω αυτού τρόπω καθ' όν εξετάζει τα πράγματα. Η συνδιάλεξίς του διασκεδάζει ημάς, συχνάκις δε και διδάσκει. Εν ώ δε ο Ανδρέας λαλεί, η ασθενική πως όψις του εμψυχούται, ο δε πατήρ φαίνεται πίνων τους λόγους του. Ενίοτε δε λαμβάνων την χείρα αυτού ατενίζει προς αυτόν επί ώρας ολοκλήρους. Η μις Χέρμπυ μετέχει ενίοτε των συνδιαλέξεων ημών μετά πολλής όμως επιφυλάξεως. Έκαστος ημών προσπαθεί διά των περιποιήσεων να την κάμη να λησμονήση, ότι απώλεσεν εκείνους, οίτινες θα έμελλον να είνε οι φυσικοί αυτής προστάται. Η νεάνις αύτη εύρεν εν τω κ. Λετουρνέρ φίλον ασφαλή, ως πατέρα, και λαλεί προς αυτόν μετά οικειότητος, ήν η ηλικία του συγχωρεί. Τη επιμόνω αυτού προτροπή διηγήθη τον βίον της, — βίον μεστόν θάρρους και αυταπαρνησίας, οποίου έλαχον οι άποροι ορφανοί. Διέμενεν από διετίας εν τη οικία του μίστερ Κηρ, και νυν απομένει άνευ τινος πόρου εν τω παρόντι, άνευ τύχης εις το μέλλον, αλλά πλήρης πεποιθήσεως, διότι είνε παρεσκευασμένη εις πάσαν δοκιμασίαν. Η μις Χέρμπυ διά του χαρακτήρος της, της ηθικής δραστηριότητος, επιβάλλει σέβας, και ουδέν σχήμα, ουδείς λόγος, δυνάμενος να εκφύγη του στόματός τινος των εν τω πλοίω χυδαίων ανδρών, επείραξεν αυτήν μέχρι τούδε. Η 12, 13 και 14 του μηνός ουδεμίαν επήνεγκον μεταβολήν της καταστάσεως ημών. Εξηκολούθει πνέων άνεμος Απηλιώτης (Α). Ουδέν συμβάν αναφερόμενον εις τον διάπλουν. Χειρισμούς δεν έχομεν να εκτελέσωμεν εν τη σχεδία. Ο οίαξ ή μάλλον το ουράδιον ουδέ χρήζει καν μετακινήσεως. Η συσκευή ουριοδρομεί, και δεν είνε αρκούντως ασταθής, ώστε να στρέφεται προς την ετέραν των πλευρών ή προς την ετέραν. Ναύται τινες της τετραωρίας, διαμένοντες διαρκώς εν τη πρώρα, είνε εντεταλμένοι να επιβλέπωσι την θάλασσαν μετά πάσης της δυνατής προσοχής. Επτά ημέραι παρήλθον αφ' ότου κατελίπομεν τον _Σάνσελλορ_. Παρατηρώ δε ότι συνηθίζομεν εις τον επιβληθέντα ημίν κανονισμόν, — τουλάχιστον ως προς τα της τροφής αλλ' είνε όμως αληθές ότι αι δυνάμεις ημών δεν υπεβάλλοντο εις φυσικόν τινα κόπον. Η μεγίστη των στερήσεων ημών είνε η σχετική στέρησις του ύδατος, διότι κατά τους σφοδρούς τούτους καύσωνας η χορηγουμένη ημίν ποσότης είνε προφανώς ανεπαρκής. Την 15 του μηνός αγέλη ιχθύων εκ του είδους των σπάρων προσήλθε παμπληθής περί την σχεδίαν. Ει και τα αλιευτικά ημών όργανα αποτελούνται μόνον εκ μακρών σχοινίων εχόντων κατά το άκρον καρφίον κεκυρτωμένον μετά τεμαχίου παστού κρέατος ως δέλεαρ, συλλαμβάνομεν μέγαν τινά αριθμόν σπάρων, τοσούτον είνε αδηφάγοι. Ως θαυμαστή αληθώς η αλιεία αύτη! πανήγυρις νομίζει τις ότι τελείται εν τη σχεδία. Των ιχθύων δε τούτων οι μεν εγένοντο οπτοί, οι δε βραστοί εν θαλασσίω ύδατι επί πυράς εκ ξύλων αναφθείσης εν τη πρώρα. Οποία ευωχία! Οποία δε οικονομία των προμηθειών μας! Ούτω δε άφθονοι είνε οι σπάροι ούτοι, ώστε επί δύο ημέρας συλλαμβάνομεν πλέον των διακοσίων λιτρών, ό έστι πλέον των εκατόν πεντήκοντα οκάδων. Μία βροχή να έλθη τώρα πλέον, και τα πάντα θα έχωσι κάλλιστα. Δυστυχώς η αγέλη αύτη των ιχθύων δεν διέμεινε πολύ εν τοις ύδασιν ημών· Την 17 καρχαρίαι τινές μεγάλοι — του τεραστίου εκείνου είδους των στικτών εχόντων μήκος τεσσάρων ή μέχρι πέντε μέτρων, ανεφάνησαν επί της επιφανείας της θαλάσσης. Τα πτερύγια και τα επάνω του σώματος είνε μαύρα μετά στιγμάτων και λοξών ταινιών λευκών. Τα φοβερά ταύτα σκυλόψαρα εμφανιζόμενα, αείποτε είνε επίφοβα ένεκα του ολίγου ύψους αυτών, πολλάκις δε η ουρά των πλήττει τους σφηκίσκους [80] μετά φρικαλέας βίας. Εν τούτοις οι ναύται κατώρθωσαν να τους απομακρύνωσι πλήττοντες διά μοχλών. Θα εκπλαγώ πολύ αν μη ακολουθώσιν ημάς επιμόνως ως βοράν επιφυλασσομένην αυτοίς. Δεν αγαπώ τα τέρατα ταύτα τα προκαλούντα προαισθήσεις. ΛΓ' — _Από της 18 μέχρι 20 Δεκεμβρίου_. — Σήμερον η κατάστασις της ατμοσφαίρας μετεβλήθη και ο άνεμος επετάθη· αλλά μη παραπονώμεθα, διότι είνε εύνους. Προνοούντες όμως σπεύδομεν να στερεώσωμεν τον ιστόν, ίνα μη δύναται η τάσις του ιστίου να τον διαρρήξη. Τούτου δε γενομένου η βαρεία μηχανή εκτοπίζεται μετά ταχύτητος ολίγον τι μείζονος, και καταλείπει όπισθέν της ώσπερ ολκόν [81] τινα μακρόν. Μετά μεσημβρίαν νέφη τινά εκάλυψαν τον ουρανόν, ο δε καύσων κατέστη ολίγον τι μετριώτερος. Ο σάλος εταλάντωσε σφοδρότερον την σχεδίαν και δύο ή τρία κύματα εισήλθον εις αυτήν. Ευτυχώς ο ξυλουργός κατώρθωσε διά τινων επηγκενίδων να στήση δρύφακτα [82] υψηλά δύο ποδών, άτινα μάλλον υπερασπίζουσιν ημάς κατά της θαλάσσης. Στερεούμεν ωσαύτως διά διπλών σχοινίων τα βυτία τα περιέχοντα τας προμηθείας και το ύδωρ. Εάν τα εσάρωνε κύμα θαλάσσης ήθελε καταστήση ημάς εις την φρικωδεστάτην των αμηχανιών. Το ενδεχόμενον τούτο αναλογιζόμενος τις δεν δύναται να μη φρικιάση. Την 18 οι ναύται συνέλεξαν τινα των θαλασίων εκείνων φυτών άτινα λέγονται κοινώς σαργάσα σχεδόν όμοια προς εκείνα ά εύρωμεν εν ταις νήσοις Βερμούνδαις και τω Βραχοχοιρομηρίω. Είνε δε ταύτα ζαχαροφόρα ενέχοντα στοιχείον ζαχαρώδες. Προτρέπω τους συμπλωτήρας μου να μασήσωσι τους βλαστούς, ποιούσι τούτο και η μάσησις δροσίζει επαισθητώς τον λάρυγγα και τα χείλη. Την ημέραν ταύτην ουδέν νέον. Παρατηρώ μόνον ότι τινές των ναυτών, μάλιστα δε ο Όουεν, ο Βάρκε, ο Φλαιπόλ ο Ουίλσων και ο μαύρος Γύγξτροπ συσκέπτονται δις την ώραν, αλλά με λανθάνει περί τίνος συσκέπτονται. Ωσαύτως παρατηρώ ότι σιωπώσιν οσάκις έρχεται πλησίον αυτών αξιωματικός τις ή τις των επιβατών. Αυτό τούτο παρετήρησε προ εμού και ο Ροβέρτος Κόρτις και δεν τω αρέσκουσιν αι μυστικαί αύται συνδιαλέξεις· έχει δε απόφασιν να επιβλέπη μετά προσοχής τους άνδρας τούτους· διότι ο μαύρος Γύγξτροπ και ο ναύτης Όουεν είνε προφανώς δύο αχρείοι, ούς οφείλομεν να φυλαττώμεθα, διότι δύνανται να παρασύρωσι τους συντρόφους των. Την 19 ο καύσων υπήρξεν υπερβολικός, εν δε τω ουρανώ ουδέν νέφος. Ο άνεμος δεν δύναται να πληρώση το ιστίον και η σχεδία μένει στάσιμος. Ναύται τινες ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, το δε λουτρόν ενεποίησεν αυτοίς αληθή ανακούφισιν, ελάττωσαν την δίψαν των έν τινι αναλογία. Αλλά μέγας ο κίνδυνος να ρίπτεται τις παραβόλως [83] εις τα κύματα ταύτα, άτινα λυμαίνονται καρχαρίαι, ουδείς δε ημών εμιμήθη τους ακηδείς [84] τούτους ανθρώπους. Αλλά τις οίδεν όμως εάν βραδύτερον θα διστάσωμεν έτι να τους μιμηθώμεν; Βλέπων τις ακίνητον την σχεδίαν, τας ευρείας κυμάνσεις του Ωκεανού άνευ ουδεμιάς ρυτίδος, το ιστίον αδρανές επί του ιστού, δεν οφείλει να φοβήται μη παραταθή η κατάστασις αύτη; Η υγίεια του υποπλοιάρχου Ουάλτερ αδιαλείπτως απασχολεί ημάς τα μέγιστα. Ο νέος ούτος τήκεται υπό πυρετού βραδέως και ατάκτου. Ίσως η κινίνη θα κατέβαλλε τον πυρετόν τούτον, αλλ', επαναλαμβάνω η κατάκλυσις του επιστέγου εγένετο τοσούτον ταχεία, ώστε το κιβώτιον των φαρμάκων εξηφανίσθη εν τοις κύμασι. Έπειτα ο τάλας ούτος είνε φθισικός και από τινος η ανίατος νόσος προώδευσεν εν αυτώ τεραστίως. Τα εξωτερικά συμπτώματα δεν δύνανται να μας απατήσωσι. Ο Ουάλτερ κατελήφθη υπό μικράς και ξηράς βηχός, η αναπνοή του είνε βραχεία, και οι ιδρώτες άφθονοι, μάλιστα δε την πρωίαν. Γίνεται ισχνός, η ρις λεπτύνεται, τα δε μήλα των παρειών, εξέχοντα, είνε ρόδινα και το χρώμα αυτών ποιεί αντίθεσιν προς την καθ' όλου ωχρότητα του προσώπου, αι παρειαί είνε κοίλαι και τα χείλη συνεσταλμένα, οι επιπεφυκότες υμένες των οφθαλμών λάμποντες και υποκυανίζοντες. Αλλά και εν καλλιτέρα εάν ήτο καταστάσει ο τάλας υποπλοίαρχος, η ιατρική θα ήτο ανίσχυρος προ της αδυσωπήτου ταύτης νόσου. Την 20 η αυτή κατάστασις της θερμοκρασίας, η αυτή ακινησία της σχεδίας. Αι καυστικαί του ήλιου ακτίνες διαπερώσι τα υφάσματα της σκηνής μας και καταβεβλημένοι υπό της θερμότητος ασθμαίνομεν ενίοτε. Μετά πάσης αγωνίας αναμένομεν την στιγμήν καθ' ήν ο αρχιναύτης επιχειρεί την ευτελή διανομήν του ύδατος! Μετά ποίας απληστίας εφορμώμεν κατά των ολίγων τινών σταγόνων υγρού θερμού! Ο ουδέποτε υπό δίψης ταλαιπωρηθείς δεν θα δυνηθή να με νοήση. Ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ κατατρύχεται υπό δίψης και ταλαιπωρείται είπερ τις και άλλος εκ της λειψυδρίας ταύτης. Είδον την μις Χέρμπυ φυλάττουσαν αυτώ όλην αυτής την μερίδα του ύδατος. Συμπαθής και εύσπλαγχνος η νεάνις αύτη πράττει ό τι δύναται, αν μη προς τελείαν κατάπαυσιν, αλλά τουλάχιστον προς ανακούφισιν των αλγηδόνων του ατυχούς ημών εταίρου. Σήμερον η μις Χέρμπυ μοι λέγει: «Ο ατυχής αδυνατίζει καθ' ημέραν, κύριε Κάζαλλον. — Μάλιστα, μις, απεκρίθην, και δεν δυνάμεθα τίποτε υπέρ αυτού, τίποτε! — Ας προσέχωμεν, είπεν η μις Χέρμπυ, ειμπορεί να μας ακούση». Έπειτα υπάγει και κάθηται εις το άκρον της σχεδίας, και την κεφαλήν έχουσα εστηριγμένην επί των χειρών της διαμένει σύννους. Σήμερον συνέβη τι λυπηρόν όπερ οφείλω να καταγράψω. Επί μίαν σχεδόν ώραν οι ναύται Όουεν, Φλαίπολ, Βάρκε και ο μαύρος Γύγξτροπ συνδιελέγοντο ζωηρότατα. Συνεζήτουν ταπεινή τη φωνή, και τα σχήματά των εδήλουν μέγαν υπερερεθισμόν. Μετά τον διάλογον τούτον ο Όουεν εγείρεται και κατευθύνεται θρασέως προς την πρύμναν, εις το μέρος της σχεδίας το προωρισμένον εις τους επιβάτας. «Πού πηγαίνεις, Όουεν; ερωτά ο αρχιναύτης. — Όπου έχω δουλειά.» αποκρίνεται αυθαδώς ο ναύτης. Την χυδαίαν ταύτην απόκρισιν ακούσας ο αρχιναύτης, εγκαταλείπει την θέσιν του, αλλά προλαβών ο Ροβέρτος Κόρτις είνε αντιμέτωπος τω Όουεν. Ο ναύτης υπομένει το βλέμμα του πλοιάρχου του και μετά τρόπου ιταμού λέγει: «Καπετάνιε, έχω να σου 'μιλήσω από μέρος των συντρόφων. — Λέγε, είπε ψυχρώς ο Ροβέρτος Κόρτις. — Για το μπράντεβιν θέλω να ειπώ, επαναλαμβάνει ο Όουεν. 'Ξέρεις, εκείνο δα το βαρελάκι . . . Τι το φυλάτε; για της φώκες ή για τους αξιωματικούς; — Και έπειτα; λέγει ο Ροβέρτος Κόρτις. — Ζητούμεν να μας μοιράζουν κάθε πρωί το συνηθισμένο μας ποτηράκι όπως και πρώτα. — Όχι, αποκρίνεται ο πλοίαρχος. — Τι είπες; . . αναφωνεί ο Όουεν. — Είπα; όχι.» Ο ναύτης παρατηρεί ατενώς τον Ροβέρτον Κόρτις και μειδίαμα κακεντρεχές αναπτύσσει τα χείλη του. Διστάζει επί στιγμήν, ερωτών εαυτόν εάν οφείλη να επιμείνη, αλλά συγκρατείται, και ουδέ λέξιν ειπών, επανέρχεται προς τους εταίρους, οίτινες διαβουλεύονται ταπεινή τη φωνή. Ο Ροβέρτος Κόρτις καλώς εποίησεν άρα γε αρνηθείς ούτως αυθεντικώς; Το μέλλον θα μας το διδάξη. Ότε δε είπον προς αυτόν περί του συμβάντος τούτου, μοι λέγει: «Ποτόν εις τους ανθρώπους τούτους! Προτιμώ να το ρίψωμεν εις την θάλασσαν!» ΛΔ' — _Τη 21 Δεκεμβρίου_. — Ουδέν ακόμη αποτέλεσμα του ανωτέρω συμβάντος, σήμερον τουλάχιστον. Επί τινας ώρας εκ νέου αναφαίνονται σπάροι κατά μήκος της σχεδίας και δυνάμεθα έτι να συλλάβωμεν μέγιστον αριθμόν. Τους στοιβάζομεν εντός βυτίου κενού, και η επαύξησις αύτη των προμηθειών παρέχει ημίν ελπίδας ότι υπό της πείνης τουλάχιστον δεν θα ταλαιπωρηθώμεν. Η εσπέρα επήλθεν, αλλ' άνευ της συνήθους δροσερότητος. Συνήθως αι νύκτες είνε δροσεραί υπό τους τροπικούς, αλλ' αύτη προμηνύεται ότι θα είνε πνιγηρά. Όγκοι ατμού περιστρέφονται βαρέως υπεράνω των κυμάτων. Την πρώτην δε ώραν και τριάκοντα λεπτά της πρωίας θα έχωμεν νουμηνίαν· όθεν το σκότος είνε βαθύ μέχρι της ώρας καθ' ήν αστραπαί θερμότητος, ών η έντασις θαμβώνει, φωτίζουσα τον ορίζοντα. Είνε δε αύται μακραί και ευρείαι ηλεκτρικαί εκκενώσεις, άνευ ωρισμένου σχήματος πυρπολούσαι μέγα διάστημα. Αλλά περί κεραυνού ουδείς λόγος και δύναταί τις μάλιστα ειπείν ότι η άκρα ηρεμία της ατμοσφαίρας εμποιεί φόβον. Επί δύο ώρας αναζητούντες εν τω αέρι πνοήν τινα ήττον καυστικήν η μις Χέρμπυ, ο Ανδρέας Λετουρνέρ και εγώ, παρατηρούμεν τα προοίμια ταύτα της καταιγίδος, άτινα είνε ως τι δοκίμιον της φύσεως, και λησμονούντες την παρούσαν κατάστασιν, θαυμάζομεν το ύψιστον τούτο θέαμα της μάχης ηλεκτρικών νεφών, άτινα φαίνονται ως φρούρια μετά επάλξεων, ών η οφρύς στέφεται υπό πυρών. Και των αγριωτάτων ανθρώπων η ψυχή είνε ευαίσθητος εις τας μεγάλας σκηνάς, και βλέπω τους ναύτας παρατηρούντας μετά προσοχής την ακατάπαυστον ταύτην των νεφών κατάφλεξιν. Αναμφιβόλως παρατηρούσι δι' οφθαλμού τεταραγμένου τα «σκόρπια» ταύτα ως κοινώς λέγονται, διότι δεν διαμένουσιν επί ουδενός σημείου του διαστήματος, προαναγγέλλοντα προσεχή πάλην των στοιχείων. Τω όντι τι έμελλε να γίνη η σχεδία μεταξύ της μανίας του ουρανού και της θαλάσσης; Μέχρι του μεσονυκτίου μένομεν καθήμενοι εν τη πρύμνη. Αι φωτειναί δε αύται εκροαί, ών την λευκότητα η νυξ διπλασιάζει, διαχέουσιν εφ' ημών βαφήν τινα πελιδνήν, ομοίαν προς το φασματώδες εκείνο χρώμα, όπερ λαμβάνουσι τα αντικείμενα φωτιζόμενα υπό της φλογός οινοπνεύματος περιέχοντος άλας. «Φοβείσθε την καταιγίδα, μις Χέρμπυ; ερωτά ο Ανδρέας Λετουρνέρ την νεάνιδα. — Όχι, κύριε, αποκρίνεται η μις Χέρμπυ, το δε συναίσθημά μου είνε μάλλον σέβας. Δεν είνε εκ των ωραιοτάτων φαινομένων τα οποία δυνάμεθα να θαυμάσωμεν; — Ουδέν αληθέστερον, μις Χέρμπυ, υπολαμβάνει ο Ανδρέας Λετουρνέρ· μάλιστα δε όταν βροντά. Δύναται το ους να ακούση κρότον μεγαλοπρεπέστερον; Τι είνε προς αυτόν αι εκπυρσοκροτήσεις του πυροβολικού, οι ψόφοι εκείνοι οι ξηροί και άνευ βόμβου παρατεταμένου; Η βροντή γεμίζει την ψυχήν και είνε ήχος μάλλον ή κρότος, ήχος όστις αυξάνει και ελαττούται ως λεπτός φθόγγος αοιδού. Και διά να είπω το παν, μις Χέρμπυ, ουδέποτε φωνή καλλιτέχνου με συνεκίνησεν, όσον η μεγάλη αύτη και απαράμιλλος φωνή της φύσεως. — Φωνή βαθυφώνου, είπον εγώ γελών. — Τω όντι, αποκρίνεται ο Ανδρέας, και είθε να την ακούσωμεν εντός ολίγου, διότι αι άκροτοι αστραπαί είνε μονότονοι! — Νομίζεις, αγαπητέ μου Ανδρέα; απεκρίθην. Υπόμενε την καταιγίδα αν έλθη, αλλά μη την ποθής. — Καλά! αλλ' η καταιγίς είνε άνεμος! — Και νερόν, αναμφιβόλως, προσθέτει η μις Χέρμπυ, νερόν του οποίου έχομεν έλλειψιν!» Πολλά θα είχε τις να απαντήση προς τους δύο τούτους νέους, αλλά δεν θέλω να αναμίξω τον λυπηρόν πεζόν λόγον μου προς την ποίησίν των. Θεωρούσι την καταιγίδα εξ ειδικής όλως απόψεως, και επί μίαν ώραν τους ακούω ποιητικώς περί αυτής λαλούντας και επικαλουμένους αυτήν εξ όλης καρδίας. Εν τούτοις το στερέωμα κατά μικρόν εκρύβη όπισθεν του πάχους των νεφών. Τα άστρα σβέννυνται ανά έν εν τω ζενίθ, ολίγον μετά την εξαφάνισιν των ζωδιακών αστερισμών υπό τας ομίχλας του ορίζοντος. Οι μαύροι και βαρείς ατμοί στρογγυλούνται υπεράνω των κεφαλών μας και καλύπτουσι τους τελευταίους αστέρας του ουρανού. Κατά πάσαν στιγμήν ο όγκος ούτος διαχέει μεγάλας λάμψεις υπολεύκους, εφ' ών αποτυπούνται νεφύδρια υπότεφρα. Όλον τούτο το δοχείον του ηλεκτρισμού, το ιδρυμένον εν ταις υψηλαίς χώραις της ατμοσφαίρας, εκενώθη μέχρι της ώρας ταύτης αθορύβως. Αλλ' επειδή ο αήρ είνε ξηρός και ως εκ τούτου μάλιστα, κακός αγωγός, το ρευστόν θα δυνηθή να εκφύγη μόνον διά φοβερών συγκρούσεων, και μοι φαίνεται αδύνατον να μη εκραγή μετ' ου πολύ η καταιγίς μετ' άκρας σφοδρότητος. Την αυτήν γνώμην έχει και ο Κόρτις και ο αρχιναύτης, όστις ως μόνον οδηγόν έχει το ναυτικόν αυτού ένστιγμα όπερ είνε αλάθητον. Ο δε πλοίαρχος προς τω ενστίγματι τούτω του «ουέδερ ουάιζ», του μάντεως του καιρού, έχει και τας γνώσεις πεπαιδευμένου ανδρός. Μοι δεικνύει άνωθεν ημών σωρείαν πυκνών νεφών, άτινα οι μετεωρολόγοι καλούσι «κλουδ ριγγ» ό έστι δακτυλιόσχημα νέφη, σχηματιζόμενα σχεδόν μόνον εν ταις χώραις της διακεκαυμένης ζώνης, κεκορεσμένα δε όλα του ατμού, όν φέρουσιν οι ετησίαι εκ διαφόρων σημείων του Ωκεανού. «Μάλιστα, κύριε Κάζαλλον, μοι λέγει ο Ροβέρτος Κόρτις, είμεθα εν τη χώρα των καταιγίδων, διότι ο άνεμος ώθησε την σχεδίαν μας μέχρι ταύτης της ζώνης, όπου παρατηρητής έχων όργανα ευαίσθητα ήθελεν ακούη συνεχώς τους βόμβους της βροντής. Η παρατήρησις αύτη έχει γίνει προ πολλού ήδη, και εγώ την νομίζω ορθήν. — Μοι φαίνεται, απεκρίθην παραβάλλων το ους, ότι ακούω τους συνεχείς τούτους βόμβους περί ών λέγετε. — Πράγματι, είπεν ο Ροβέρτος Κόρτις, είνε οι πρώτοι βρόντοι της καταιγίδος, ήτις εντός δύο ωρών θα είνε σφοδροτάτη. Λοιπόν, θα είμεθα έτοιμοι εις υποδοχήν της!» Ουδείς ημών διανοείται να κοιμηθή, και δεν θα ηδύνατο, διότι ο αήρ είνε αποπνυκτικός. Αι αστραπαί ευρύνονται, αναπτυσσόμεναι ανά τον ορίζοντα εκτάσεως εκατόν μέχρι εκατόν πεντήκοντα μοιρών, και πυρπολούσι κατά διαδοχήν όλην την περιφέρειαν του ουρανού, εν ώ από της ατμοσφαίρας εκπέμπεται ως τις λάμψις φωσφορίζουσα. Τέλος οι βόμβοι των βροντών επιτείνονται και γίνονται οξύτεροι, αλλ' εάν δύναται τις να εκφρασθή ούτω, είνε έτι κρότοι στρογγύλοι, άνευ γωνιών εκρήξεως, βρόντοι ούς η ηχώ δεν διατρέφει ακόμη, θα ενόμιζέ τις ότι ο ουράνιος θόλος είν' επεστρωμένος διά των νεφών τούτων, ών το ελαστικόν καταπνίγει το εύηχον των ηλεκτρικών εκκενώσεων. Η θάλασσα μέχρι τούδε διατελεί ήρεμος, βαρεία, και μάλιστα στάσιμος. Εν τούτοις εκ των ευρειών διακυμάνσεων αίτινες υπεγείρουσιν ήδη αυτήν, οι ναυτικοί δεν απατώνται. Κατ' αυτούς η θάλασσα είνε «εν τω γίνεσθαι», αισθανομένη τον αντίκτυπον τρικυμίας τινός ενσκηψάσης εις το πέλαγος. Ο δεινός άνεμος δεν είνε μακράν και, κατά μέτρον συνετόν, εάν ήτο πλοίον τι, ήδη θα εστρέφετο πλάγιον, αλλ' η σχεδία δεν δύναται να χειρισθή, και θα καταντήση να παραδοθή τω ανέμω. Την πρώτην πρωινήν ώραν αστραπή ζωηρά συνοδευομένη υπό εκκενώσεως μετά διάλειμμά τινων δευτερολέπτων δεικνύει ότι η καταιγίς σχεδόν υπέρκειται ημών. Ο ορίζων εξαφανίζεται αίφνης εν υγρά ομίχλη και ήθελέ τις νομίση ότι καταπίπτει μεγαλωστί επί της σχεδίας. Πάραυτα φωνή ναύτου ακούεται: «Καταιγίς! καταιγίς!» ΛΕ' — _Νυξ της 21 προς την 22 Δεκεμβρίου_. — Ο αρχιναύτης, ορμά προς την υπέραν την συγκρατούσαν το ιστίον, και η κεραία υποστέλλεται πάραυτα. Ήτο δε καιρός, διότι η καταιγίς διέρχεται ως ανεμοστρόβιλος. Άνευ της κραυγής του ναύτου όστις έδωκεν ημίν είδησιν, θα ανετρεπόμεθα, ίσως δε και θα κατεκρημνιζόμεθα εις την θάλασσαν. Η δε σκηνή η κατά την πρύμναν ανηρπάγη υπό της ορμής της καταιγίδος. Αλλ' η σχεδία αν μη φοβήται αμέσως τον άνεμον, εάν είνε λίαν ταπεινή ώστε να μη δίδη λαβήν εις αυτόν, αλλ' όμως έχει να φοβήται τα τεράστια κύματα τα υπεγειρόμενα υπό της θυέλλης. Τα κύματα δε ταύτα επί τινα λεπτά της ώρας ήσαν πεπλατυσμένα και ως συντεθλιμμένα υπό την πίεσιν των στρωμάτων της ατμοσφαίρας· έπειτα δε ανηγέρθησαν σφοδρότερον, το δε ύψος των αυξάνει κατά λόγον μάλιστα της συμπιέσεως ήν υφίστανται. Πάραυτα η σχεδία ακολουθεί τας ατάκτους κινήσεις του σάλου τούτου και δεν εκτοπίζεται μεν περισσότερον αυτού, αλλ' ακατάπαυστος διαδρομή επιφέρει τουλάχιστον εις αυτήν ταλαντώσεις από της ετέρας πλευράς εις την ετέραν και από των έμπροσθεν εις τα όπισθεν. «Δεθήτε! δεθήτε!» αναφωνεί ο αρχιναύτης ρίπτων προ ημάς σχοινία. Ο Ροβέρτος Κόρτις ήλθεν εις βοήθειαν ημών, και μετ' ου πολύ οι κκ. Λετουρνέρ, ο Φάλστεν και εγώ είμεθα στερεώς προσδεδεμένοι επί του συγκροτήματος, και θα σαρωθώμεν μόνον εάν το συγκρότημα θραυσθή. Η δε μις Χέρμπυ εδέθη από της οσφύος επί τινος των κιόνων, οίτινες συνεκράτουν την σκηνήν. Εν τη λάμψει δε των αστραπών βλέπω το πρόσωπον αυτής γαλήνιον. Ήδη ο κεραυνός αποκαλύπτεται αδιαλείπτως διά του φωτός και της βροντής, οι δε οφθαλμοί ημών και τα ώτα είνε μεστά. Η βροντή δεν αναμένει την βροντήν, και την αστραπήν πριν σβεσθή διαδέχεται ετέρα αστραπή. Εν τω μέσω δε των εξαστραπτουσών τούτων εκλάμψεων, ο εξ ατμών θόλος φαίνεται όλος πυρπολούμενος. Θα ενόμιζε δέ τις ότι και ο Ωκεανός πυρπολείται ως ο ουρανός, και βλέπω πολλάς αστραπάς ανιούσας, αίτινες υψούμεναι από της οφρύος των κυμάτων, διασταυρούνται προς τας των νεφών. Δριμεία δε θειώδης οσμή διαχέεται εν τη ατμοσφαίρα, αλλά μέχρι του νυν ο κεραυνός φειδόμενος ημών έπληξε μόνον τα κύματα. Την δευτέραν πρωινήν ώραν η θύελλα διατελεί εν όλη αυτής τη μανία. Ο άνεμος μετετράπη εις λαίλαπα, ο δε σάλος, φοβερός ών, κινδυνεύει να εξαρθρώση την σχεδίαν. Ο ξυλουργός Δαούλας, ο Ροβέρτος Κόρτις, ο αρχιναύτης, άλλοι ναύται, επιχειρούσι να στερεώσωσιν αυτήν διά σχοινίων. Υπερμεγέθεις όγκοι θαλάσσης πίπτουσι καθέτως, και αι βαρείαι αύται καταιονήσεις διαβρέχουσιν ημάς μέχρι οστέων δι' ύδατος σχεδόν χλιαρού. Ο κ. Λετουρνέρ ρίπτεται προ των μαινομένων τούτων κυμάτων, ως θέλων να προασπίση τον υιόν του εκ συγκρούσεως καθ' υπερβολήν σφοδράς. Η δε μις Χέρμπυ είνε ακίνητος· ήθελεν υπολάβη τις αυτήν ως άγαλμα της καρτερίας. Την στιγμήν δε ταύτην εν τη οξεία των αστραπών λάμψει διακρίνω χονδρά νέφη, τα μάλα εκτεταμένα, και πιθανώς βαθύτατα, την χροιάν υπόπυρρα [85], και κρότος συνεχής ως όπλων εκπυρσοκρότησις αντήχησεν εν τη ατμοσφαίρα. Είνε δε ο κρότος ούτος ιδιάζων τις βρόμος, παραγόμενος εκ σειράς ηλεκτρικών εκκενώσεων, εις άς χονδροί κόκκοι χαλάζης χρησιμεύουσιν ως διάμεσα μεταξύ των αντικειμένων νεφών. Και τω όντι διά της συναντήσεως νέφους θυελλώδους και ρεύματος αέρος ψυχρού σχηματίζεται χάλαζα και καταπίπτει μεθ' υπερβολικής σφοδρότητος. Σφαιροβολούμεθα υπό των κόκκων τούτων της χαλάζης το μέγεθος καρύου, οίτινες πλήττουσι το κρηπίδωμα μετά λαμπρού μεταλλικού ήχου. Το μετέωρον τούτο επιμένει ούτω επί ημίσειαν ώραν και συντελεί εις τον κοπασμόν του ανέμου· αλλ' ούτος, αφ' ού μετεπήδησεν εις πάντα τα σημεία της πυξίδος, αναλαμβάνει έπειτα μετ' απαραμίλλου σφοδρότητος. Ο ιστός της σχεδίας θραυσθέντων των επιτόνων κλίνει πλαγίως, και σπεύδουσι να τον αποσπάσωσι της υποπτερνίδος του, ίνα μη θραυσθή σύρριζα. Το δε πηδάλιον εξαρθρούται υπό κύματος, και το ουράδιον εκπεσόν εκφεύγει και των αδυνάτων να το συγκρατήσωσι. Ταυτοχρόνως δε τα του αριστερού τοίχου δρύφακτα αποσπώνται και τα κύματα εισπίπτουσι διά του ρήγματος τούτου. Ο ξυλουργός και οι ναύται θέλουσι να διορθώσωσι την βλάβην, αλλά κωλυόμενοι υπό των τιναγμών, συγκυλίονται επ' αλλήλους, ότε η σχεδία ανεγειρομένη υπό τεραστίων κυμάτων κλίνει, σχηματίζουσα γωνίαν πλέον των τεσσαράκοντα πέντε μοιρών. Πώς οι άνδρες ούτοι δεν παρεσύρθησαν; Πώς δεν θραύονται τα σχοινία τα συγκρατούντα ημάς; Πώς δεν ερρίφθημεν πάντες εις την θάλασσαν; Ανεξήγητον. Εγώ δε, μοι φαίνεται των αδυνάτων να μη ανατραπή η σχεδία κατά τινα των ατάκτων τούτων κινήσεων, και τότε, ως είμεθα δεδεμένοι επί των σανίδων τούτων, θα αποθάνωμεν εξ ασφυξίας μετά σπασμών! Τω όντι περί την τρίτην πρωινήν ώραν, καθ' ήν στιγμήν η λαίλαψ μαίνεται υπέρ ποτε σφοδρότερον, η σχεδία, ανάρπαστος γενομένη επί των νώτων κύματος, κλίνει προς την ετέραν πλευράν και κραυγαί φρίκης ρήγνυνται! Μέλλομεν να περιτραπώμεν! . . . Όχι . . . Η σχεδία συνεκρατήθη επί της οφρύος του κύματος εις ύψος ακατάληπτον, και υπό την επιτεταμένην λάμψιν των αστραπών, αίτινες πολυτρόπως διασταυρούνται, κατεπτοημένοι, έντρομοι, ηδυνήθημεν να περιλάβωμεν διά του βλέμματος την θάλασσαν ταύτην, την αφρίζουσαν ως εάν εθραύετο επί σκοπέλων. Έπειτα η σχεδία αναλαμβάνει σχεδόν πάραυτα την οριζόντειον αυτής θέσιν, αλλά κατά την πλαγίαν ταύτην εκτόπισιν τα εχμάτια [86] των βυτίων εθραύσθησαν· έν δε των βυτίων τούτων είδον διερχόμενον υπεράνω της σχεδίας, του δ' ετέρου απεσπάσθη ο πυθμήν και εξεχύθη το εν αυτώ ύδωρ. Ναύται ορμώσιν ίνα συγκρατήσωσι το δεύτερον βυτίον το περιέχον το παστόν κρέας· αλλά τινος αυτών ο πους συλλαμβάνεται μεταξύ των αραιωθεισών σανίδων του κρηπιδώματος, αίτινες πάλιν συσφίγγονται, ο δε τάλας ωρύεται υπό των αλγηδόνων. Θέλω να σπεύσω προς αυτόν και κατορθώ να λύσω τα συνέχοντά με σχοινία . . . Αλλά κατόπιν εορτής, και εν αστραπή θαμβούση το βλέμμα μου, βλέπω τον ταλαίπωρον, ού ο πους είχεν απαλλαγή, σαρωνόμενον υπό κύματος όπερ κατεκάλυψεν ημάς εξ ολοκλήρου. Και ο εταίρος αυτού συνεξηφανίσθη συν αυτώ, ουδενός ημών δυνηθέντος να σπεύση εις βοήθειαν αυτών. Εμέ δε το κύμα της θαλάσσης εξήπλωσεν επί του κρηπιδώματος, η κεφαλή μου προσέκρουσεν επί της γωνίας σφηκίσκου και ελιποθύμησα. ΛΣΤ' — _Τη 22 Δεκεμβρίου_. — Η ημέρα ήλθε τέλος, και ο ήλιος εφάνη μεταξύ των τελευταίων νεφών, ά κατέλιπεν η καταιγίς όπισθεν αυτής. Η πάλη αύτη των στοιχείων διήρκεσεν ώρας τινάς μόνον, αλλ' ήτο φρικώδης, αήρ και ύδωρ συνεκρούσθησαν μετ' απαραμίλλου βίας. Τα κυριώτατα των συμβάντων ηδυνήθην να καταδείξω, διότι η μετά την πτώσιν μου λιποθυμία δεν μ' αφήκε να παρατηρήσω το τέλος του κατακλυσμού τούτου. Ειξεύρω δε μόνον ότι, ολίγον μετά το μέγα κύμα, η καταιγίς εκόπασεν υπό βροχής ραγδαίας, και η ηλεκτρική της ατμοσφαίρας έντασις ηλαττώθη, ώστε η καταιγίς δεν παρετάθη πέρα της νυκτός. Αλλά κατά το χρονικόν τούτο διάστημα πόσας βλάβας επήνεγκεν ημίν, ποίας ανεπανορθώτους απωλείας, και κατ' ακολουθίαν πόσαι συμφοραί αναμένουσιν ημάς! Ουδέ καν ηδυνήθημεν να συλλέξωμεν μίαν σταγόνα εκ των χειμάρρων εκείνων της βροχής! Συνήλθον μεν διά των περιθάλψεων των κκ. Λετουρνέρ και της μις Χέρμπυ, αλλ' εις τον Ροβέρτον Κόρτις οφείλω ότι δεν εσαρώθην υπό δευτέρου τινός κύματος. Ο έτερος των απολεσθέντων δύο ναυτών κατά την τρικυμίαν είνε ο Ώστιν, νέος εικοσιοκτώ ετών, χρηστός, φιλόπονος και γενναίος, ο δ' έτερος είνε ο γηραιός Ιρλανδός Ο Ρέδυ, ο επιζήσας τοσούτοις ναυαγίοις. Δεκαέξ μόνον υπολειπόμεθα επί της σχεδίας, τούτ' έστι το ήμισυ σχεδόν των επί του _Σάνσελλορ_ επιβιβασθέντων εξηφανίσθη ήδη! Και νυν τι υπολείπεται ημίν ως προς τας τροφάς; Ο Ροβέρτος Κόρτις ηθέλησε να πληροφορηθή ακριβώς περί των προμηθειών. Εις τι συνίστανται και πόσον θα διαρκέσωσι. Το ύδωρ δεν θα λείψη ακόμη, διότι υπολείπονται έτι εν τω θραυσθέντι βυτίω δεκατέσσαρα γαλλόνια, — εξήκοντα πέντε λίτραι, — ό έστι υπέρ τας πεντήκοντα οκάδας, το δ' έτερον βυτίον είνε άθικτον. Αλλά το περιέχον το παστόν κρέας και τους ιχθύς ούς είχομεν αλιεύση, εσαρώθησαν αμφότερα, ουδενός όλως υπολειφθέντος. Διπυρίτου δε ο Ροβέρτος Κόρτις δεν υπολογίζει πλέον των εξήκοντα λιτρών, τούτ' έστι τεσσαράκοντα επτά οκάδων, το σωθέν εκ των προσβολών της θαλάσσης. Εξήκοντα δε λίτραι διά δεκαέξ ψυχάς, είνε οκτώ ημερών τροφή προς ημίσειαν λίτραν, ό έστι προς εκατόν πεντήκοντα έξ δράμια τον άνθρωπον. Ο Ροβέρτος Κόρτις γνωστοποιεί ημίν όλην την κατάστασιν των πραγμάτων, τον ηκούσαμεν δε εν σιωπή. Εν σιωπή ωσαύτως διήλθεν η ημέρα αύτη της 22 Δεκεμβρίου. Έκαστος διανοείται καθ' εαυτόν, αλλ' είνε προφανές ότι τα αυτά διανοήματα παράγονται εν τω πνεύματι πάντων. Μοι φαίνεται ότι βλέπομεν αλλήλους μετά οφθαλμών διαφόρων, και το φάσμα της πείνης επιφαίνεται ήδη. Μέχρι τούδε δεν εστερήθημεν ακόμη εντελώς πόσεως και βρώσεως· αλλά νυν η μερίς του ύδατος θα ελαττωθή κατ' ανάγκην, η δε του διπυρίτου . . .! Κατά τινα στιγμήν ελθών πλησίον του ομίλου των ναυτών, εξηπλωμένων εν τη πρώρα, ήκουσα τον Φλαίπολ λέγοντα μετά τινος ειρωνείας. «Όσοι έχουν σκοπόν ν' αποθάνουν, θα κάνουν καλά ν' αποθάνουν από τώρα. — Ναι, απεκρίθη ο Όουεν. Το ελάχιστον θ' αφήσουν το μερτικό τους 'ς τους άλλους!». Η ημέρα διήλθεν εν καταπτώσει και αθυμία πάντων. Έκαστος έλαβε το κεκανονισμένον ημίλιτρον του διπυρίτου. Καί τινες μεν κατεβρόχθισαν αυτό παραχρήμα, ούτως ειπείν, μετά λύσσης, τινές δε συνετώς ποιούντες, διέθεσαν αυτό μετά φειδούς. Μοι φαίνεται ότι ο μηχανικός Φάλστεν διήρεσε την μερίδα του εις τόσα μέρη οσάκις συνήθως τρώγει την ημέραν. Εάν τις μέλλη να επιζήση, ούτος θα είνε ο Φάλστεν. ΛΖ' — _Από της 23 μέχρι 30 Δεκεμβρίου_. — Μετά την καταιγίδα ο άνεμος μετετράπη εις Μέσην (ΒΑ) και διατηρείται ως αύρα. Δέον δε να επωφεληθώμεν, διότι τείνει εις το να φέρη ημάς πλησίον της γης. Ο ιστός ιδρυθείς εκ νέου επιμελεία του Δαούλα, στερεούται καλώς, το ιστίον επαίρεται εις το άκρον του ιστού, και η σχεδία ουριοδρομεί προς δυο μίλια μέχρι δύο και ήμισυ, την ώραν. Ενησχολήθησαν ωσαύτως εις το να προσαρμόσωσιν ουράδιον κατασκευασθέν εκ σφηκίσκων και πλατείας σανίδος. Ενεργεί δε το ουράδιον μετρίως πως, αλλ' όμως, ως τρέχει η σχεδία ωθουμένη υπό του ανέμου, δεν είνε χρεία μεγάλης προσπαθείας προς συγκράτησιν αυτής. Και το κρηπίδωμα επεσκευάσθη διά σφηνών και σχοινίων, δι' ών συσφίγγονται αι αποχωρισθείσαι σανίδες, τα δε της αριστεράς πλευράς δρύφακτα τα υπό κύματος ανάρπαστα γενόμενα, αναπληρούνται και σώζωσιν ημάς από των προσβολών της θαλάσσης. Ενί λόγω παν ό τι ήτο δυνατόν να γίνη προς στερέωσιν του εξ ιστών και κεραιών συγκροτήματος τούτου, εγένετο, αλλ' ο χείριστος των κίνδυνων δεν έγκειται εν τούτω. Μετά του αιθρίου ουρανού επανήλθε και ο τροπικός εκείνος καύσων, εξ ού τοσούτον εταλαιπωρήθημεν τας προηγουμένας ημέρας αλλά σήμερον ευτυχώς μετριάζεται υπό της πνοής του ανέμου. Της δε σκηνής αποκατασταθείσης εν τη πρύμνη της σχεδίας, καταφεύγομεν υπό την σκέπην αυτής εξ υπαμοιβής [87]. Εν τούτοις το ανεπαρκές της διατροφής άρχεται γινόμενον μάλλον επαισθητότερον. Προφανώς πάσχομεν υπό πείνης. Αι παρειαί είνε κοίλαι, τα πρόσωπα λελεπτυσμένα. Των πλείστον ημών το κεντρικόν νευρικόν σύστημα προσεβλήθη απ' ευθείας, και η του στομάχου συστολή παράγει αίσθησιν αλγεινήν. Εάν προς φενακισμόν της πείνης ταύτης, εάν προς αποκοίμισιν αυτής είχομεν ναρκωτικόν τι, όπιον, φέρ' ειπείν, ή καπνόν, ίσως θα ήτο μάλλον ανεκτή. Όχι! των πάντων στερούμεθα! Ημών είς μόνος διαφεύγει την επιβάλλουσαν ταύτην ανάγκην, ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ, κατατρυχόμενος υπό σφοδρού πυρετού, όστις και τον «τρέφει», αλλά δίψα φλογερά τον βασανίζει. Η μις Χέρμπυ, εν ώ εφύλαττε μέρος της μερίδος της υπέρ του ασθενούς, επέτυχε παρά του πλοιάρχου και συμπλήρωμα ύδατος· κατά παν δε τέταρτον ώρας εμβρέχει τα χείλη του υποπλοιάρχου. Ο Ουάλτερ μόλις και μετά βίας δύναται να προφέρη λέξιν, και δια του βλέμματος ευχαριστεί την ελεήμονα νεάνιδα. Ο τάλας! είνε καταδεδικασμένος, και αι επιμονώταται δε των περιθάλψεων δεν θα τον σώσωσιν. Εκείνος, τουλάχιστον, δεν μέλλει να ταλαιπωρηθή περισσότερον. Προς δε τούτοις φαίνεται σήμερον έχων συναίσθησιν της καταστάσεώς του, διότι με καλεί διά νεύματος. Έρχομαι και κάθημαι πλησίον του, εκείνος δε συναθροίζων όλας αυτού τας δυνάμεις και διά λέξεων διακεκομμένων μοι λέγει. «Κύριε Κάζαλλον, έχω ακόμη πολύ . .» Όσον ολίγον και αν ενδοιάζω να αποκριθώ, ο Ουάλτερ το παρατηρεί και επαναλαμβάνει; «Την αλήθειαν, όλην την αλήθειαν! — Δεν είμαι ιατρός και δεν δύναμαι. . . Δεν πειράζει! Αποκριθήτε μου σας παρακαλώ! . .» Παρατηρώ επί μακρόν τον άρρωστον, έπειτα θέτω το ους μου επί του στήθους του. Από τινων ημερών η φθίσις επροώδευσε προφανώς γιγαντίοις βήμασιν, είνε δε πολύ βέβαιον ότι ο έτερος των πνευμόνων δεν εργάζεται, ο δ' έτερος μόλις δύναται να επαρκέση εις τας χρείας της αναπνοής. Ο Ουάλτερ κατατρύχεται υπό πυρετού, όστις θα είνε το σημείον προσεχούς θανάτου εν ταις φυματικαίς νόσοις. Τι έχω ν' αποκριθώ εις το ερώτημα του υποπλοιάρχου; Το βλέμμα του όμως είνε τόσον ερωτηματικόν, ώστε αμηχανών επιζητώ υπεκφυγήν τινα! «Φίλε μου, τω λέγω, ουδείς εξ ημών, εν τη καταστάσει εν τη οποία διατελούμεν, δύναται να ελπίζη ότι θα ζήση πολύ. Τις οίδεν εάν εντός οκτώ ημερών πάντες όσους φέρει η σχεδία . . . — Εντός οκτώ ημερών!» ψιθυρίζει ο υποπλοίαρχος, ού το φλογερόν βλέμμα προσηλούται επάνω μου. Έπειτα στρέφει την κεφαλήν και φαίνεται αποκοιμιζόμενος. Τη 24, 25, και 26 Δεκεμβρίου ουδεμία μεταβολή της καταστάσεως ημών. Γυμναζόμεθα δε να μη αποθάνωμεν της πείνης, ει και λεγόμενον τούτο φαίνεται απίθανον. Αι διηγήσεις ναυαγίων συνεχώς αναφέρουσι γεγονότα συμφωνούντα προς όσα παρατηρώ ενταύθα, αλλ' αναγινώσκων εθεώρουν αυτάς υπερβολικάς. Και όμως δεν ήσαν· βλέπω δε καλώς ότι την έλλειψιν τροφής δύναται τις να υπομείνη πλέον ή όσον διενοούμην. Άλλως τε προς τη ημισεία λίτρα του διπυρίτου ο πλοίαρχος ενόμισε δέον να προσθέση τινάς σταγόνας βρανδεβίνου, αύτη δε η δίαιτα στηρίζει τας δυνάμεις ημών πλέον ή όσον θα ηδύνατό τις να φαντασθή. Αν ήμεθα εξησφαλισμένοι δι' ομοίας μερίδος επί δύο μήνας, επί ένα! Αλλ' η προμήθεια εξαντλείται, και έκαστος δύναται ήδη να προΐδη την στιγμήν καθ' ήν η λιτή αύτη διατροφή θα εκλίπη ολοσχερώς. Ανάγκη λοιπόν παντί σθένει να ζητήσωμεν από της θαλάσσης συμπληρωματικήν τροφήν, όπερ πολύ δυσχερές νυν. Εν τούτοις ο αρχιναύτης και ο ξυλουργός κατασκευάζουσι νέας ορμιάς διά σχοινιού εξελιχθέντος, τη προσθήκη καρφίων εξαχθέντων εκ των σανίδων του κρηπιδώματος. Τελειωθέντων των μηχανημάτων τούτων, ο αρχιναύτης φαίνεται αρκούντως ευηρεστημένος εκ του έργου του. «Δεν είνε δα και περίφημα αγκίστρια αυτά τα καρφιά, αλλά τέλος πάντων θα ειμπορούσαν να πιάσουν όπως και κάθε άλλο αγκίστρι, αν δεν μας έλειπε το δόλωμα! Αλλά 'μείς μόνον διπυρίτην έχομεν, και αυτός δεν πιάνει. Το πρώτον ψάρι που θα πιάσωμε, δεν θα δυσκολευθώ να δολώσω το αγκίστρι με το ζωντανό κρέας του. Λοιπόν εδώ είνε όλη η δυσκολία: πώς να πιάσωμε το πρώτο ψάρι!». Ορθώς λέγει ο αρχιναύτης, και πιθανώς η αλιεία θα αποβή άκαρπος. Τέλος αναρρίπτει τον κύβον, αι ορμιαί ρίπτονται, αλλ', ως ηδύνατό τις να προΐδη, ουδείς ιχθύς «δαγκάνει». Είνε δε άλλως τε πρόδηλον ότι αι θάλασσαι αύται ολίγον είνε ιχθυοτρόφοι. Κατά τας ημέρας της 28 και της 29 αι απόπειραι ημών μάτην εξηκολούθησαν διότι τα τεμάχια του διπυρίτου, δι' ών εδολώθησαν αι ορμιαί, διαλύονται εν τω ύδατι, ώστε ανάγκη να παραιτηθώμεν. Άλλως τε και μάτην δαπανώμεν την ουσίαν ταύτην, ήτις αποτελεί την μόνην ημών τροφήν, και ήδη περιήλθομεν εις το σημείον να μετρώμεν και τα ψιχία αυτής. Ο αρχιναύτης, στερούμενος άλλου μέσου, επινοεί τότε να προσαρμόση επί του καρφίου των ορμιών ράκος υφάσματος. Η μις Χέρμπυ τω δίδει τεμάχιον εκ του περικαλύπτοντος αυτήν ερυθρού περιωμίου. Ίσως δε το ράκος τούτο, στίλβον υπό το ύδωρ, ελκύση αδηφάγον τινά ιχθύν. Η νέα αύτη δοκιμή εγένετο την 30 του μηνός. Επί πολλάς ώρας αι ορμιαί είνε βεβυθισμέναι, αλλ' ότε τας ανασύρουσι, το ερυθρόν ράκος διατελεί άθικτον. Ο αρχιναύτης είνε όλως άθυμος, διότι και το δόλωμα τούτο απέτυχε. Τι δεν θα εδίδομεν ίνα συλλάβωμεν τον πρώτον τούτον ιχθύν, όστις θα επέτρεπεν ίσως να αλιεύσωμεν και άλλους! «Άλλο έν μέσον θα εχρησίμευε διά να δολώσωμεν τας ορμιάς μας, μοι είπεν ο αρχιναύτης ταπεινή τη φωνή. — Ποίον; ηρώτησα. — Θα το μάθετε αργότερα!», αποκρίνεται ο αρχιναύτης ατενίζων με μετά παραδόξου τρόπου. Τι να σημαίνωσιν οι λόγοι ούτοι, λεγόμενοι υπ' ανδρός όστις αείποτε μ' εφάνη λίαν επιφυλακτικός; Όλην νύκτα εσκεπτόμην περί τούτου. ΛΗ' — _Από της 1 μέχρι της 5 Ιανουαρίου_. — Τρεις μήνες και πλέον παρήλθον αφ' ότου κατελίπομεν το Κάρλεστον επί του _Σάνσελλορ_, επί είκοσι δε ημέρας φερόμεθα επί της σχεδίας ταύτης, παίγνια των ανέμων και των ρευμάτων. Προέβημεν άρα γε προς δυσμάς προς την Αμερικανικήν ακτήν, ή μάλλον μας έρριψεν η τρικυμία εις το πέλαγος μακράν πάσης γης; Ουδ' είνε καν πλέον δυνατόν να το εξακριβώσωμεν, διότι κατά την τελευταίαν θύελλαν, ήτις εγένετο ημίν ούτως ολεθρία, τα όργανα του πλοιάρχου συνετρίβησαν, ει και κατεβλήθη πάσα πρόνοια περί διαφυλάξεως αυτών. Ο Ροβέρτος Κόρτις δεν έχει πλέον ούτε πυξίδα, ίνα εύρη την διεύθυνσιν ήν έχομεν, ούτε εξάντα ίνα λάβη ύψος. Είμεθα άρα γε πλησίον ακτής ή απέχομεν εκατοστύας μιλίων; Αδύνατον να το ειξεύρωμεν αλλ' αφ' ού πάσαι αι περιπτώσεις είνε εναντίον ημών, είνε πολύς φόβος μήπως είμεθα πολύ απομεμακρυσμένοι. Εν τη άκρα ταύτη άγνοια περί της καταστάσεως ημών ενυπάρχει τι το απελπιστικόν, αναμφιβόλως· αλλ' όμως, επειδή η ελπίς ουδέποτε εγκαταλείπει την ανθρωπίνην καρδίαν, αγόμεθα ενίοτε να πιστεύωμεν, παρά πάντα λόγον, ότι η ακτή είνε εγγύς. Όθεν έκαστος παρατηρεί τον ορίζοντα και αναζητεί να διακρίνη επί της καθαρωτάτης εκείνης γραμμής σχήμα τι γης. Προς τούτο οι οφθαλμοί ημών, ημών των επιβατών, εξαπατώσιν ημάς αδιαλείπτως και καθιστώσι την πλάνην ημών αλγεινοτέραν. Νομίζομεν ότι βλέπομεν. . . αλλά δεν είνε τίποτε, είνε νέφος, είνε ομίχλη, είνε κυματισμός του σάλου. Ουδεμία γη είνε εκεί πέραν, ουδέν πλοίον αποτυπούται επί της υποτέφρου εκείνης περιμέτρου, ένθα συγχέονται θάλασσα και ουρανός. Η σχεδία είνε αείποτε το κέντρον της ερήμου ταύτης περιφερείας. Την 1 Ιανουαρίου εφάγομεν τον τελευταίον ημών διπυρίτην, ή μάλλον ειπείν, τα τελευταία ψυχία του διπυρίτου. Την 1 Ιανουαρίου! Ποίας αναμνήσεις η ημέρα αύτη ενθυμίζει, και εν αντιπαραβολή πόσον μας φαίνεται αξιοθρήνητος! Η ανανέωσις του έτους και αι ευχαί άς η «πρώτη του έτους» προκαλεί, αι οικογενειακαί διαχύσεις άς επιφέρει, η ελπίς ής πληρούται η καρδία, ουδέν τούτων είνε πλέον εις ημάς! Αι δε λέξεις «Σας εύχομαι αίσιον το νέον έτος» άς προφέρει τις μειδιών, τις ημών ήθελε τολμήση να τας εκστομίση; Τις ήθελε τολμήση να ελπίση μίαν και μόνην ημέραν δι' εαυτόν καν; Και όμως ο αρχιναύτης ελθών προς με και ατενίζων με κατά τρόπον αλλόκοτον: «Κύριε Κάζαλλον, μοι είπε, σας εύχομαι να διέλθετε αισίως. . . — Το νέον έτος; — Όχι, την σημερινήν ημέραν και μάλιστα είνε πολύ γενναιότης από μέρους μου, διότι, μάθετε, δεν υπάρχει πλέον τίποτε τρόφιμον, εις την σχεδίαν.» Τίποτε πλέον, πάντες γινώσκομεν τούτο, και όμως την επιούσαν, ότε ήλθεν η ώρα της ημερησίας διανομής, εκπληττόμεθα ως εάν μη είχομεν είδησιν του πράγματος. Δεν δύναταί τις να πιστεύση εις την τελείαν ταύτην σιτοδείαν. Περί την εσπέραν αισθάνομαι στροφούς εν τω στομάχω σφοδροτάτους, οίτινες προκαλούσι χασμήματα αλγεινά. Έπειτα δε πραΰνονται κατά τι μετά δύο ώρας. Την επιούσαν, 3 του μηνός, εκπλήττομαι, διότι δεν πάσχω περισσότερον. Αισθάνομαι δε εν εμοί κενόν άπειρον, αλλά το συναίσθημα τούτο είνε τουλάχιστον ηθικόν τε και φυσικόν. Η κεφαλή μου βαρεία και δυσκόλως ισορροπούσα, μοι φαίνεται σαλεύουσα επί των ώμων μου, και αισθάνομαι τους ιλίγγους εκείνους, ούς γεννά η άβυσσος όταν κύπτωμεν υπεράνω αυτής. Αλλά τα συμπτώματα ταυτά δεν είνε τα αυτά εις πάντας. Τινές των συμπλωτήρων μου πάσχουσιν ήδη δεινώς. Μεταξύ άλλων ο ξυλουργός και ο αρχιναύτης, οίτινες είνε φύσει πολυφάγοι. Αι βάσανοι αναγκάζουσιν αυτούς να κραυγάζωσιν ακουσίως, και είνε αναγκασμένοι να σφιγχθώσι διά σχοινίου. Και είμεθα εν τη δευτέρα μόνον ημέρα! Α! το ημίλιτρον εκείνο του διπυρίτου, την ισχνήν εκείνην μερίδα ήτις εφαίνετο άρτι λίαν ανεπαρκής, πώς την εμεγέθυνεν τότε η επιθυμία ημών! Πόσον ήτο υπερμεγέθης, φαίνεται ημίν νυν ότε ουδέν έχομεν πλέον! Το τεμάχιον εκείνο του διπυρίτου εάν διενέμετο έτι, εάν έδιδον ημίν το ήμισυ, το τέταρτον μόνον, θα επήρκει εις συντήρησιν πολλών ημερών! θα το ετρώγομεν ψίχα ψίχα! Εν πόλει πολιορκουμένη, περιελθούση εν τη εσχάτη σιτοδεία, δύναταί τις έτι εν τοις ερειπίοις, εν τοις ρυακίοις, εν ταις γωνίαις να εύρη οστούν λιπόσαρκον, ρίζαν τινά ερριμμένην, εξαπατώσαν στιγμιαίως την πείναν! Αλλ' επί των σανίδων τούτων, άς τοσάκις τα κύματα εσάρωσαν, ών τα αραιώματα ανεσκελεύθησαν ήδη, ών εξέσθησαν αι γωνίαι, ένθα ο άνεμος πιθανόν να είχεν ωθήση τινά περισσεύματα, τι θα ηδύνατό τις να αναζητήση πλέον; Το μήκος των νυκτών είνε μέγα — μείζον και των ημερών! Μάτην ζητεί τις εν τω ύπνω στιγμιαίαν ανακούφισιν! Ο ύπνος, και εάν κατορθώνη να κλείη τους οφθαλμούς ημών, ουδέν άλλο είνε η πυρετώδης νάρκωσις μεστή εφιαλτών. Εν τούτοις την νύκτα ταύτην, καταβαλλόμενος υπό του καμάτου έν τινι στιγμή καθ' ήν και η πείνα μου εκοιμάτο, ηδυνήθην να αναπαυθώ επί τινας ώρας. Την επιούσαν, ώρα έκτη, αφυπνίσθην υπό αλαλαγμών εξηχούντων επί της σχεδίας. Εξεγείρομαι διά μιας και κατά την πρώραν βλέπω τον μαύρον Γύγξτροπ και τους ναύτας Όουεν, Φλαίπολ Ουίλσων, Βάρκε, Σάνδων συνηθροισμένους εν στάσει επιθετική. Οι άθλιοι ούτοι ήρπασαν εργαλεία του ξυλουργού, πέλεκυν, σφύραν, σμίλην, και απειλούσι τον πλοίαρχον, τον αρχιναύτην και τον Δαούλαν. Πάραυτα δε σπεύδω εκεί ένθα ίστατο ο Ροβέρτος Κόρτις και οι μετ' αυτού, με παρακολουθεί δε και ο Φάλστεν. Ημείς δε μόνα όπλα έχομεν τα μαχαίριά μας, αλλ' ουδέν ήττον έχομεν ακράδαντον απόφασιν να αμυνθώμεν. Ο Όουεν και ο όχλος του βαίνουσιν εναντίον ημών. Οι άθλιοι είνε οινοβαρείς, διότι την νύκτα έθραυσαν τον κόρον του βρανδεβίνου και έπιον κατά κόρον. Αλλά τι θέλουσι; Ο Όουεν και ο μαύρος Γύγξτροπ, οι ήττον μεθύοντες, εξερεθίζουσι τους άλλους να σφάξωσιν ημάς, εκείνοι δε υπείκουσιν εις οινοπνευματώδη τινά μανίαν. «Κάτω ο Κόρτις! αναφωνούσι. 'Σ την θάλασσαν ο πλοίαρχος! Όουεν αρχηγός! Όουεν αρχηγός!» Ηγέτης αυτών είνε ο Όουεν, ο δε μαύρος είνε ο δεύτερος. Το μίσος των δύο τούτων ανθρώπων κατά των ιδίων αξιωματικών εκδηλούται την στιγμήν ταύτην διά βιαιοπραγίας, ήτις και αν επετύγχανε δεν θα έσωζεν όμως την ημετέραν κατάστασιν. Αλλ' οι οπαδοί αυτών, ανίκανοι όντες προς ορθήν σκέψιν και ωπλισμένοι, ημών αόπλων όντων, καθιστώσιν αυτούς επιφόβους. Ο Ροβέρτος Κόρτις βλέπων αυτούς προχωρούντας, έρχεται προς αυτούς και μετά φωνής ισχυράς αναφωνεί: «Κάτω τα όπλα! — Κτυπάτε τον τον πλοίαρχον!» ωρύεται ο Όουεν. Ο άθλιος παροξύνει τους συνενόχους του διά σχήματος, αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις, απωθών τον μεθύοντα όμιλον, πορεύεται κατ' ευθείαν προς τον Όουεν και τον ερωτά: «Τι θέλεις; — Δεν θέλομεν ανώτερον εδώ μέσα! αποκρίνεται ο Όουεν. Όλοι είμαστε ένα πράγμα!» Κτήνος ηλίθιον! Ως εάν μη ήμεθα τάχα πάντες ίσοι ενώπιον της δυστυχίας! «Όουεν, αναφωνεί εκ δευτέρου ο πλοίαρχος, κάτω τα όπλα! — Απάνω τους, παιδιά!» αναφωνεί ο Όουεν. Αγών συνάπτεται. Ο Όουεν και ο Ουίλσων εφορμώσι κατά του Ροβέρτου Κόρτις, όστις αποκρούει τας πληγάς των διά τεμαχίου σφηκίσκου, ο δε Βάρκε και ο Φλαίπολ επιπίπτουσι κατά του Φάλστεν και του αρχιναύτου. Εγώ δε ενώπιόν μου έχω τον μαύρον Γύγξτροπ, όστις κραδαίνων σφύραν θέλει να με πλήξη. Προσπαθώ να τον περιβάλω διά των βραχιόνων μου, ίνα παραλύσω τας κινήσεις του, αλλ' η μυική ισχύς του αχρείου είνε ανωτέρα της εμής. Παλαίσας επί τινας στιγμάς, αισθάνομαι ότι θα καταβληθώ, ότε ο Γύγξτροπ κατακυλίεται επί του κρηπιδώματος συμπαρασύρων και εμέ. Ο Ανδρέας Λετουρνέρ ειχε συλλάβη αυτόν από του ποδός και τον έρριψε κατά γης. Η επέμβασις αύτη μ' έσωσεν. Ο μαύρος πίπτων αφήκε το όπλον του, εγώ δε αρπάσας αυτό κινούμαι να του συντρίψω την κεφαλήν . . . Αλλ' η χειρ του Ανδρέα κρατεί ήδη και εμέ. Τω όντι οι στασιάζοντες κατετροπώθησαν εις την πρώραν της σχεδίας. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις εκκλίνας τας επιθέσεις του Όουεν, αρπάζει πέλεκυν και υψώσας την χείρα καταφέρει αυτόν. Αλλ' ο Όουεν αποσύρεται πλαγίως, ο δε πέλεκυς ευρίσκει τον Ουίλσων κατάστηθα. Ο άθλιος ανατρέπεται, και πεσών εκτός της σχεδίας γίνεται άφαντος. «Σώσατέ τον! σώσατέ τον! αναφωνεί ο αρχιναύτης. — Είνε νεκρός! αποκρίνεται ο Δαούλας. — Αι! ίσα ίσα δι' αυτό. . . . !» αναφωνεί ο αρχιναύτης και δεν συμπληροί την φράσιν του. Αλλ' ο θάνατος του Ουίλσων καταπαύει τον αγώνα. Ο Φλαίπολ και ο Βάρκε εν τω εσχάτω βαθμώ της μέθης αμφότεροι κατάκεινται ακίνητοι· ημείς δε εφορμώμεν επί του Γύγξτροπ και τον δένομεν στερεώς επί της ρίζης του ιστού. Ο δε Όουεν κατεβλήθη υπό του ξυλουργού και του αρχιναύτου. Τότε δε ο Ροβέρτος ελθών πλησίον, λέγει προς αυτόν: «Την προσευχήν σου, διότι θ' αποθάνης! — Έχετε λοιπόν και καλά όρεξιν να με φάτε!» είπεν ο Όουεν μετ' απαραμίλλου αναιδείας. Η σκληρά αύτη απόκρισις σώζει την ζωήν του. Ο Ροβέρτος Κόρτις απορρίπτει τον πέλεκυν, όν είχεν υψώση κατά του Όουεν, και ωχρότατος απέρχεται και κάθηται εν τη πρύμνη της σχεδίας. ΛΘ' — _Τη 5 και 6 Ιανουαρίου_. — Η σκηνή αύτη ενεποίησε βαθείαν εντύπωσιν. Η απόκρισις του Όουεν, εν αις περιστάσεσι διατελούμεν, είνε τοιαύτη, ώστε κατέβαλε και τους δραστηριωτάτους. Ευθύς ως επήλθε τις γαλήνη εις το πνεύμα μου, ηυχαρίστησα ενθέρμως τον νέον Λετουρνέρ, ού η επέμβασίς μοι έσωσε την ζωήν. «Μ' ευχαριστείτε, αποκρίνεται ο Ανδρέας, εν ώ έπρεπεν ίσως να με καταράσθε. — Σε, Ανδρέα; — Κύριε Κάζαλλον, ουδέν άλλο έπραξα ή μόνον παρέτεινα τας ταλαιπωρίας σας! — Δεν πειράζει, κύριε Λετουρνέρ, λέγει τότε η μις Χέρμπυ, ερχομένη πλησίον ημών, επράξατε το καθήκον σας!». Αείποτε το συναίσθημα του καθήκοντος στηρίζει την νεάνιδα ταύτην. Έγινε κάτισχνος υπό των στερήσεων. Τα ενδύματά της εκβαφέντα υπό της υγρασίας, κατεσχισμένα υπό των συγκρούσεων, κυμαίνονται αθλίως, αλλ' ουδέν παράπονον εξέρχεται του στόματός της, και δεν θα καταβληθή ευχερώς. «Κύριε Κάζαλλον, μ' ερωτά, είμεθα προωρισμένοι να αποθάνωμεν της πείνης; — Μάλιστα, μις Χέρμπυ, αποκρίνομαι σκληρώς πως. — Και πόσον ειμπορεί να ζήση ο άνθρωπος χωρίς να τρώγη; — Περισσότερον παρ' όσον νομίζει. Ίσως μακράς ατελευτήτους ημέρας — Οι έχοντες καλήν κράσιν υποφέρουσι περισσότερον, δεν είν' αλήθεια; — Μάλιστα, αλλά και αποθνήσκουσι ταχύτερον, προς αποζημίωσιν τρόπον τινά!». Πώς ηδυνήθην να αποκριθώ ούτω προς την νεάνιδα; Τι! δεν εύρον λόγον τινά παραμυθητικόν να τη είπω! Τη έρριψα κατά πρόσωπον την κτηνώδη αλήθειαν! Άρα γε παν συναίσθημα φιλανθρωπίας απεσβέσθη εν εμοί; Ο Ανδρέας Λετουρνέρ και ο πατήρ του, ακούοντές με, ατενίζουσί με επανειλημμένως διά των μεγάλων λαμπρών οφθαλμών των, ούς η πείνα διαστέλλει. Και ερωτώσιν εαυτούς εάν εγώ τω όντι είμαι ο λαλών ούτω. Μετ' ολίγας στιγμάς ότε είμεθα μόνοι, η μις Χέρμπυ μοι λέγει ταπεινή τη φωνή. «Κύριε Κάζαλλον, μοι κάμνετε, παρακαλώ, μίαν χάριν; — Μάλιστα, μις, απεκρίθην συγκεκινημένος ήδη, και έτοιμος τα πάντα να πράξω χάριν της νεάνιδος. — Αν αποθάνω προ υμών, εξακολουθεί η μις Χέρμπυ, — και τούτο δυνατόν να συμβή αν και είμαι ασθενεστέρα, δότε μοι υπόσχεσιν ότι θα ρίψετε το πτώμα μου εις την θάλασσαν. — Μις Χέρμπυ, έπταισα . . . — Όχι, όχι προσθέτει υπομειδιώσα, επράξατε άριστα και μοι ελαλήσατε όπως ελαλήσατε. Αλλά υπόσχεσθε ότι θα πράξετε ό τι σας ζητώ; Είνε αδυναμία μου. Ζώσα δεν φοβούμαι τίποτε . . , αλλά νεκρά . . . Δότε μοι υπόσχεσιν ότι θα με ρίψετε εις την θάλασσαν». Έδωκα υπόσχεσιν, η δε μις Χέρμπυ μοι τείνει την δεξιάν, και αισθάνομαι τους ισχνούς δακτύλους της θλίβοντας ασθενώς τους εμούς. Μία έτι νυξ παρήλθεν. Εκ διαλειμμάτων αι αλγηδόνες μου είνε ούτω δειναί, ώστε μ' εκφεύγουσι κραυγαί· έπειτα πραΰνονται και μένω βεβυθισμένος τρόπον τινά εν νάρκη. Συνερχόμενος δε εκπλήττομαι ανευρίσκων ζώντας έτι τους συμπλωτήρας μου. Ο μάλιστα πάντων ημών ευχερέστατα υφιστάμενος τας στερήσεις ταύτας είνε ο τροφοδότης Χόμμπαρτ, περί ού ελάχιστος μέχρι τούδε λόγος εγένετο. Ούτος είνε μικρός το ανάστημα, έχων φυσιογνωμίαν κοθόρνου, βλέμμα θωπευτικόν, μειδιών συνεχώς μειδίαμα «όπερ μόνον τα χείλη του κινεί», ημικλείστους συνήθως έχων τους οφθαλμούς, ως θέλων να αποκρύπτη τους διαλογισμούς του, το όλον δε του ανδρός αποπνέει το κίβδηλον αυτού. Είνε υποκριτής, δύναμαι να ομόσω περί τούτου. Και τω όντι, ειπών ότι αι στερήσεις επιδρώσιν επ' αυτού ολιγώτερον, δεν λέγω ότι δεν παραπονείται δι' αυτό, τουναντίον μάλιστα στενάζει αδιαλείπτως, αλλ' ουκ οίδα διατί οι στεναγμοί του μοι φαίνονται προσπεποιημένοι. Θα το ίδωμεν. Θα επιτηρώ τον άνθρωπον τούτον, διότι έχω περί αυτού υποψίας, αίτινες καλόν είνε να διαλευκανθώσι. Σήμερον, 6 Ιανουαρίου, ο κ. Λετουρνέρ λαβών με κατ' ιδίαν, προς την πρύμναν της σχεδίας, φαίνεται επιθυμών να μοι ανακοινώση «ανακοίνωσίν τινα μυστικήν». Επιθυμεί δε ούτε να τον ίδη τις ούτε να τον ακούση. Μεταβαίνομεν εις την γωνίαν του αριστερού τοίχου, και επειδή ήδη άρχεται η νυξ, ουδείς δύναται να μας ίδη. «Κύριε, μοι λέγει ταπεινή τη φωνή ο κ. Λετουρνέρ, ο Ανδρέας είνε πολύ αδύνατος. Ο υιός μου αποθνήσκει της πείνης! Κύριε, δεν ειμπορώ πλέον να βλέπω τούτο το πράγμα, όχι, δεν ειμπορώ να το βλέπω.» Ο κ. Λετουρνέρ λαλεί διά τρόπου, εν ώ αισθάνομαι οργήν καταστελλομένην, και η φωνή του έχει τι το άγριον. Α! κατανοώ τι θα υποφέρη ο πατήρ ούτος! «Κύριε, τω λέγω λαμβάνων την χείρα του, μη απελπιζώμεθα ίσως πλοίον τι . . . — Κύριε, επαναλαμβάνει ο πατήρ διακόπτων με, δεν έρχομαι να σας ζητήσω παραμυθίας τετριμμένας. Δεν θα περάση πλοίον, το ειξεύρετε κάλλιστα. Όχι, περί άλλου πρόκειται. Από πότε ο υιός μου, σεις ο ίδιος και οι άλλοι έχετε να φάγετε;» Εις την ερώτησιν ταύτην ήν ακούω μετ' εκπλήξεως, αποκρίνομαι: «Την 2 Ιανουαρίου εξέλιπεν ο διπυρίτης, και σήμερον έχομεν 6 Ιανουαρίου. Τεσσάρας λοιπόν ημέρας . . . — Έχετε να φάγετε! αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ. Εγώ λοιπόν έχω οκτώ! — Οκτώ ημέρας! — Μάλιστα! οικονόμισα διά τον υιόν μου!» Ως ήκουσα τους λόγους τούτους, δάκρυα εκχύνονται εκ των οφθαλμών μου. Αρπάζω τας χείρας του κ Λετουρνέρ . . . μόλις δυνάμενος να αρθρώσω λέξιν. Τον ατενίζω! . . οκτώ ημέρας! «Κύριε, τω λέγω τέλος, τι θέλετε απ' εμέ; — Σουτ! όχι τόσον δυνατά! Ψυχή να μη μας ακούση! — Λέγετε λοιπόν! . . — Θέλω . ., είπε ταπεινών την φωνήν, . . να προσφέρετε εις τον Ανδρέαν . . . — Αλλά σεις ο ίδιος δεν ειμπορείτε; . . . — Όχι! όχι! . . θα νομίση ότι εγώ εστερήθην χάριν αυτού . . . και θα μ' αποποιηθή . . . Όχι! πρέπει να προέλθη από σας . . . — Κύριε Λετουρνέρ! . . — Εξ οίκτου! κάμετέ μου αυτήν την χάριν . . . την μεγίστην χάριν την οποίαν δύναμαι να σας ζητήσω . . . Άλλως τε . . . διά τον κόπον σας . .» Και λαβών την χείρα μου εθώπευσεν αυτήν ελαφρώς. «Διά τον κόπον σας . . . Ναι . . . θα φάγετε και σεις . . . ολίγον! . .» Ταλαίπωρε πάτερ! Ακούων αυτόν τρέμω ως παιδίον. Το όλον μου φρικιά και η καρδία μου πάλλει σφοδρότατα! Ταυτοχρόνως αισθάνομαι ότι ο κ. Λετουρνέρ παρεισάγει εις την χείρα μου μικρόν τεμάχιον διπυρίτου. «Προσοχή μη σας ίδη ψυχή!, μοι λέγει, διότι τα τέρατα θα σας εδολοφόνουν! Έχω ακόμη δι' άλλην μίαν ημέραν . . . αλλά αύριον . . . θα σας παραδώσω άλλο τόσον!» Ο τάλας δυσπιστεί προς με! και ίσως έχει δίκαιον, διότι, αισθανόμενος εγώ το τεμάχιον του διπυρίτου μεταξύ των χειρών μου, μικρού δειν εκινήθην να το βάλω εις το στόμα μου! Αλλ' αντέσχον· οι δε αναγινώσκοντές με ας νοήσωσι παν ό τι η γραφίς μου αδυνατεί ενταύθα να εκφράση. Επελθούσης της νυκτός μετά της ιδιαζούσης εκείνης ταχύτητος εις τα ταπεινά πλάτη, παρεισδύω πλησίον του Ανδρέου και τω υποβάλλω το μικρόν εκείνο τεμάχιον του διπυρίτου «ως εξ εμού προερχόμενον». Ο νέος ρίπτεται επ' αυτού και έπειτά μοι λέγει: «Και ο πατήρ μου;» Εγώ δε τω αποκρίνομαι ότι και ο κ. Λετουρνέρ έλαβε το μερίδιόν του . . και εγώ το εμόν . . . και ότι αύριον . . . τας επομένας ημέρας, θα δύναμαι αναμφιβόλως να τω παρέχω έτι . . . ας λάβη . . . ας λάβη. . .! Ο Ανδρέας δεν μ' ηρώτησε πόθεν προήρχετο ο διπυρίτης εκείνος, και απλήστως έβαλε το τεμάχιον εις το στόμα του. Και την εσπέραν εκείνην, ει και ο κ. Λετουρνέρ μοι προσέφερεν, δεν έφαγον τίποτε! . . τίποτε! Μ' — _Τη 7 Ιανουαρίου_ — Από τινων ημερών το θαλάσσιον ύδωρ, το σαρώνον αδιαλείπτως σχεδόν το κρηπίδωμα της σχεδίας, άμα εγειρομένου του σάλου, εξηρέθισε το δέρμα των ποδών και των κνημών τινων εκ του πληρώματος. Ο Όουεν, όν ο αρχιναύτης κρατεί δέσμιον εν τη πρώρα από της σκηνής της στάσεως, διατελεί εν οικτρά καταστάσει, κατ' αίτησιν δε ημών λύεται των δεσμών. Και ο Σάνδων δε και ο Βάρκε ωσαύτως διεβρώθησαν υπό της διαβρωτικής δυνάμεως των αλμυρών τούτων υδάτων και ημείς δε οι άλλοι εσώθημεν μέχρι τούδε, μόνον διότι η πρύμνα της σχεδίας ολιγώτερον δέρεται υπό των κυμάτων. Σήμερον ο αρχιναύτης, εκμανείς υπό της πείνης, επέπεσε κατά των ρακών των ιστίων και των τεμαχίων των ξύλων. Ακούω έτι τους οδόντας του εισδύοντας μετά κρότου εις τας ουσίας ταύτας. Ο τάλας, ωθούμενος υπό της δεινής πείνης, προσπαθεί να γεμίση τον στόμαχόν του, όπως διαταθή η βλεννώδης αυτού μεμβράνα. Τέλος μετά πολλάς αναζητήσεις, ευρίσκει επί τινος των ιστών των συγκρατούντων το κρηπίδωμα, τεμάχιον δέρματος. Αποσπά το δέρμα τούτο, επειδή είνε ουσία ζωική, και το καταβροχθίζει μετ' ανεκφράστου απληστίας, φαίνεται δε ότι η κατάποσις της ύλης ταύτης παρέχει αυτώ ανακούφισίν τινα. Πάραυτα πάντες τον μιμούμεθα μετά σπουδής. Πίλος δερμάτινος βρασθείς, τα δερμάτινα γείσα των πηληκίων, παν ό τι είνε ζωική ουσία κατατρώγεται. Ένστιγμα κτηνώδες παρασύρει ημάς, όπερ ουδείς δύναται να καταστείλη. Φαίνεται δε ότι την στιγμήν ταύτην ουδέν ανθρώπινον έχομεν πλέον. Ουδέποτε θα λησμονήσω την σκηνήν ταύτην! Και αν η πείνα μη εκορέσθη, τουλάχιστον οι στρόφοι του στομάχου στιγμιαίως εκόπασαν. Αλλ' όμως τινές ημών δεν ηδυνήθησαν να ανεχθώσι την απεχθή ταύτην τροφήν και κατελήφθησαν υπό ναυτίας. Ας μοι συγχωρηθώσιν αι λεπτομέρειαι αύται! Ουδέν οφείλω να αποκρύψω εξ ών έπαθον οι ναυαγοί του _Σάνσελλορ_! Διά της διηγήσεως ταύτης θα μάθωσιν οι άνθρωποι όσας δυστυχίας ηθικάς τε και φυσικάς δύνανται να υπομείνωσιν ανθρώπινα όντα! Τούτο έστω το δίδαγμα του ημερολογίου τούτου! τα πάντα θα είπω, και δυστυχώς προαισθάνομαι ότι δεν εφθάσαμεν ακόμη εις το ανώτατον σημείον των δοκιμασιών ημών! Κατά την ανωτέρω σκηνήν παρετήρησά τι επικυρούν τας υποψίας μου περί του τροφοδότου. Ο Χόμμπαρτ, δήλα δή, εξακολουθών τους στεναγμούς του, μεγαλοποιών μάλιστα αυτούς, δεν μετέχει του αγώνος. Ακούων τις αυτόν πείθεται ότι αποθνήσκει εξ ασιτίας, βλέπων δε όμως τον νομίζει απηλλαγμένον των κοινών βασάνων. Λοιπόν ο υποκριτής ούτος έχει κρύφιόν τι αποταμίευμα, εξ ού αντλεί έτι; τον επιτηρώ, αλλ' ουδέν ηδυνήθην να ανακαλύψω. Ο καύσων είνε έτι δυνατός και μάλιστα αφόρητος, οσάκις ο άνεμος δεν τον μετριάζει. Η μερίς του ύδατος είνε βεβαίως ανεπαρκής, αλλ' η πείνα καταστέλλει εν ημίν την δίψαν. Λέγω δε ότι η έλλειψις του ύδατος ήθελε ταλαιπωρήση ημάς δεινότερον παρά την της τροφής, δεν δύναμαι να το πιστεύσω, ή τουλάχιστον να το φαντασθώ την στιγμήν ταύτην. Εν τούτοις η παρατήρησις αύτη πολλάκις εγένετο. Είθε να ευδοκήση ο Θεός να μη περιέλθωμεν εις την νέαν ταύτην εσχάτην των αμηχανιών. Ευτυχώς υπολείπονται πίνται τινές ύδατος εν τω ημιθραύστω υπό της τρικυμίας βυτίω, το δε έτερον βυτίον είνε έτι άθικτον. Ει δε και ο αριθμός ημών ηλαττώθη, ο πλοίαρχος όμως, κωφεύων εις τινας διαμαρτυρίας, ηλάττωσε την ημερησίαν μερίδα εις ημίσειαν πίνταν, ενενήκοντα σχεδόν δράμια, κατ' άνθρωπον. Εγώ τον επιδοκιμάζω ως προς τούτο. Του δε βρανδεβίνου υπολείπεται τέταρτον μόνον γαλλονίου, ό έστι τριακόσια πεντήκοντα πέντε μόνον δράμια, άτινα απετέθησαν ασφαλώς εν τη πρύμνη της σχεδίας. Σήμερον, 7 του μηνός, περί ώραν εβδόμην και ημίσειαν μετά μεσημβρίαν, είς εξ ημών έπαυσεν του ζην. Δεκατέσσαρες είμεθα πλέον! Ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ εξέπνευσεν εν ταις αγκάλαις μου, φρούδαι απέβησαν και της μις Χέρμπυ αι περιθάλψεις και αι εμαί . . . Δεν πάσχει πλέον. Ολίγον πριν αποθάνη ο Ουάλτερ ηυχαρίστησε την μις Χέρμπυ και εμέ μετά φωνής ήν μόλις ηδυνάμεθα να ακούσωμεν . . . «Κύριε, είπεν, αφίνων εκ της τρεμούσης χειρός του επιστολήν συμπεπιεσμένην, την επιστολήν ταύτην . . . της μητρός μου . . . . δεν έχω δύναμιν . . . Είνε η τελευταία όπου έλαβα! . . . Μου λέγει: «Σε περιμένω, παιδί μου, θέλω να σ' επανίδω!» Όχι, μητέρα μου, δεν θα μ' επανίδης πλέον! — Κύριε! . . . την επιστολήν ταύτην . . . βάλετε την εις τα χείλη μου . . . Εκεί, εκεί! . . . Να αποθάνω ασπαζόμενος αυτήν . . . Μητέρα μου . . . Θεέ μου! . . .» Θέτω την επιστολήν του υποπλοιάρχου Ουάλτερ εντός της ψυχράς ήδη χειρός του, και την επιθέτω επί των χειλέων του. Το βλέμμα του εμψυχούται επί μίαν στιγμήν και ακούομεν ως ασθενή ήχον φιλήματος! Απέθανεν ο υποπλοίαρχος Ουάλτερ! Ο Θεός αναπαύσαι την ψυχήν του! ΜΑ' — _Τη 8 Ιανουαρίου_ — Καθ' όλην την νύκτα διέμεινα παρά τω νεκρώ του ατυχούς, και η μις Χέρμπυ ήλθεν επανειλημμένως ίνα δεηθή υπέρ αναπαύσεως αυτού. Ότε δε εφάνη η ημέρα, το λείψανον ήτο όλως ψυχρόν. Έσπευδον. . . μάλιστα! έσπευδον να το ρίψω εις την θάλασσαν. Είπον τω Ροβέρτω Κόρτις να με βοηθήση εν τω λυπηρώ τούτω έργω. Αφ' ού περιτυλίξωμεν το λείψανον εντός των αθλίων του ενδυμάτων, θα το βυθίσωμεν εις τα κύματα και επειδή είνε κάτισχνον ελπίζω ότι δεν θα επιπλέη. Όρθρου βαθέως ο Ροβέρτος Κόρτις και εγώ, λαμβάνοντές τινας προφυλάξεις ίνα μη μας ίδωσι, παραλαμβάνομεν εκ των θυλακίων του υποπλοιάρχου πράγματά τινα ά θα παραδοθώσιν εις την μητέρα του, αν τις εξ ημών επιζήση. Εν ώ δε έμελλον να ρίψω επί του λειψάνου τα ενδύματα, άτινα θα τω χρησιμεύσωσιν ως σάβανον, δεν δύναμαι να καταστείλω σχήμα φρίκης. Ελλείπει ο δεξιός πους, η δε κνήμη είνε ηκρωτηριασμένη και αιματόφυρτος. Τις ο εργάτης της βεβηλώσεως ταύτης; Λοιπόν κατεβλήθην υπό του καμάτου την νύκτα ταύτην και ωφεληθέντες εκ του ύπνου μου εκολώβωσαν το λείψανον; Αλλά τις έπραξε τούτο; Ο Ροβέρτος Κόρτις παρατηρεί πέριξ αυτού, είνε δε τα βλέμματά του φοβερά. Αλλά τα πάντα εν τη σχεδία έχουσιν ως συνήθως, η δε σιωπή διακόπτεται μόνον υπό τινων στεναγμών. Ίσως μας παραφυλάττουσι! Σπεύσωμεν να ρίψωμεν το λείψανον εις την θάλασσαν προς αποφυγήν φρικαλεωτάτων σκηνών! Απαγγείλαντες λοιπόν ευχάς τινας, ρίπτομεν το λείψανον εις τα κύματα, αυτό δε πάραυτα καταβυθίζεται. «Να πάρ' η ευχή! Κύτταξε πώς τους τρέφουν τους καρχαρίας!» Τις ελάλησεν ούτω; Στρέφομαι και βλέπω τον μαύρον Γύγξτροπ. Ο αρχιναύτης την στιγμήν εκείνην είνε πλησίον μου. «Τον πόδα, τω λέγω, νομίζεις ότι οι άθλιοι ούτοι . . . — Τον πόδα; . . . Α, ναι! αποκρίνεται ο αρχιναύτης μετά τρόπου φωνής παραδόξου. Και έπειτα ήτο δικαίωμά των! — Δικαίωμά των! ανεφώνησα. — Κύριε, μοι λέγει ο αρχιναύτης, προτιμότερον να φάγη κανείς νεκρόν παρά ζωντανόν!» Εις την απόκρισιν ταύτην την μετ' απαθείας γενομένην, δεν ειξεύρω τι να αποκριθώ, και απελθών εις την πρύμναν της σχεδίας κατακλίνομαι. Περί ώραν ενδεκάτην συμβαίνει τι ευάρεστον. Ο αρχιναύτης, όστις από πρωίας έχει ερριμμένας τας ορμιάς, επέτυχε την φοράν ταύτην. Τω όντι τρεις ιχθύς συνελήφθησαν, τρεις γάδοι μεγάλου μεγέθους και μήκους ογδοήκοντα υφεκατομέτρων, ανήκοντες εις το είδος εκείνο, όπερ αποξηραινόμενον είνε γνωστόν διά του ονόματος «στοκοφίσι». Μόλις ο αρχιναύτης ανέσυρεν επί της σχεδίας τους τρεις τούτους ιχθύς και οι ναύται ρίπτονται επ' αυτών. Ο πλοίαρχος Κόρτις, ο Φάλστεν και εγώ ορμώμεν ίνα τους συγκρατήσωμεν, και πάραυτα η τάξις αποκαθίσταται. Ολίγον είνε τρεις γάδοι εις δεκατέσσαρας ψυχάς, αλλά τέλος έκαστος έλαβε το μέρος του. Και οι μεν καταβροχθίζουσιν τους ιχθύς τούτους ωμούς, δυνατόν ειπείν ζώντας, οι πλείστοι. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις, ο Ανδρέας Λετουρνέρ και η μις Χέρμπυ έχουσι την δύναμιν να προσμένωσιν. Ανάψαντες έν τινι γωνία της σχεδίας πυρ έκ τινων τεμαχίων ξύλων, οπτούσι την μερίδα των. Αλλ' εγώ δεν έσχον την γενναιότητα ταύτην και έφαγον την αιμοσταγή εκείνην σάρκα! Ο κ. Λετουρνέρ δεν εφάνη μάλλον υπομονητικός εμού και τοσούτων άλλων, αλλ' επέπεσεν ως λύκος πειναλέος επί της ιχθυομερίδος του. Ο τάλας ούτος όστις δεν έχει φάγη από τοσούτων ημερών, πώς ζη έτι; Δεν δύναμαι να το νοήσω. Είπον ανωτέρω ότι χαράν μεγάλην ο αρχιναύτης εχάρη ότε ανέσυρε τας ορμιάς του, η δε χαρά αύτη επετάθη μέχρι παραφροσύνης· διότι είνε βέβαιον ότι, εάν η αλιεία ευδοκιμήση έτι, δύναται να σώση ημάς από θανάτου φρικαλέου. Έρχομαι λοιπόν προς τον αρχιναύτην, και λαλών προς αυτόν, τον προτρέπω να επαναλάβω την απόπειράν του. «Ναι! μοι λέγει, ναι . . . αναμφιβόλως . . . θα επαναλάβω! . . . . θα επαναλάβω! . . . — Και διατί δεν ρίπτεις πάλιν τας ορμιάς σου; ηρώτησα. — Όχι τώρα, μ' αποκρίνεται μετά τρόπου υπεκφυγής· την νύκτα διά τα μεγάλα ψάρια η επιτυχία είνε μεγαλητέρα παρά την ημέραν, και πρέπει να κάμνωμεν και οικονομίαν εις το δόλωμά μας. Τι κουτοί άνθρωποι! να μη κρατήσωμεν τίποτε αποφάγια διά δόλωμα!» Αληθώς και το σφάλμα είνε ίσως ανεπανόρθωτον. «Αλλ' όμως, είπον αυτώ, αφ' ού επέτυχες την πρώτην φοράν χωρίς δόλωμα . . . — Είχα . . . — Καλόν; — Εξαίρετον, κύριε, αφ' ού τα ψάρια εδάγκασαν!» Αποβλέπω προς τον αρχιναύτην και αυτός προς με. «Δεν σου επερίσσευσε καθόλου να δολώσης τας ορμιάς σου; — Ναι,» αποκρίνεται ο αρχιναύτης ταπεινή τη φωνή, και ουδέ λέξιν επειπών μ' εγκαταλείπει. Εν τούτοις η γλίσχρα εκείνη τροφή έδωκεν ημίν δυνάμεις και μετ' αυτών μικράν τινα ελπίδα. Λαλούμεν περί της αλιείας του αρχιναύτου και φαίνεται ημίν αδύνατον να επιτύχη και εκ δευτέρου. Η Μοίρα ήθελε τέλος απαυδήση δοκιμάζουσα ημάς; Απόδειξις δε αναντίρρητος ότι επήλθεν εις τα πνεύματα ημών άνεσις, είνε η σπουδή μεθ' ής επαναλαμβάνομεν τας περί του παρελθόντος συνδιαλέξεις ημών. Η διάνοια ημών δεν είνε προσηλωμένη πλέον και μόνον επί του λυπηρού τούτου ενεστώτος και του απειλούντος ημάς φοβερού μέλλοντος. Οι κκ. Λετουρνέρ, Φάλστεν, ο πλοίαρχος και εγώ αναπολούμεν τα από του ναυαγίου ημών συντελεσθέντα, επαναβλέπομεν τους απολωλότας ημών συμπλωτήρας, τα καθ' έκαστα της πυρκαϊάς, το κάθισμα του πλοίου, την ύφαλον του Βραχοχοιρομηρίου, την διαρροήν, τον φοβερόν εν τοις θωρακίοις διάπλουν, την σχεδίαν, την καταιγίδα, πάντα τα απρόοπτα εκείνα συμβάντα, ά νυν φαίνονται ούτως απομεμακρυσμένα. Ναι! Ταύτα πάντα παρήλθον, και ημείς ζώμεν έτι! Ζώμεν! Αλλά τούτο δύναται να ονομασθή ζωή; Εξ εικοσιοκτώ ψυχών δεκατέσσαρες μόνον υπολειπόμεθα, μετ' ου πολύ δε ίσως γίνωμεν και δεκατρείς. «Κακός αριθμός! λέγει ο νέος Λετουρνέρ, αλλά μετά πολλής δυσχερείας θα εύρωμεν τον δέκατον τέταρτον!» Την νύκτα της 8 προς την 9 του μηνός, ο αρχιναύτης έρριψεν εκ νέου τας ορμιάς από της πρύμνης, και έμεινε μόνος φυλάττων αυτάς, εις ουδένα άλλον θελήσας να επιτρέψη την φροντίδα ταύτην. Το πρωί έρχομαι προς αυτόν. Επειδή δε μόλις φέγγει και διά των διαπύρων αυτού οφθαλμών προσπαθεί να διεισδύση εις το σκότος των υδάτων, δεν με είδεν, ουδέ καν με ήκουσεν ερχόμενον. Έψαυσα ελαφρώς τον ώμον του, εκείνος δε στρέφεται προς με. «Ε; τι έχομεν, αρχιναύτα; — Τι νάχωμεν! οι τρισκατάρατοι οι καρχαρίαι μούφαγαν τα δολώματά μου! απεκρίθη μετά φωνής υποκώφου. — Και δεν έχεις άλλα; — Όχι! και ειξεύρετε τι καταλαμβάνω, κύριε, από όλα αυτάς προσθέτει σφίγγων μου τον βραχίονα, ότι δεν πρέπει να κάμνη κανείς τα πράγματά του 'μισά . . .» Φράσσω το στόμα του διά της χειρός μου! Ενόησα . . . Ταλαίπωρε Ουάλτερ! ΜΒ' — _Από της 9 μέχρι της 10 Ιανουαρίου_. — Σήμερον κατελήφθημεν αύθις υπό της νηνεμίας. Ο ήλιος καίει, ο άνεμος εκόπασε τελείως και ουδέ μία ρυτίς αλλοιώνει τους μακρούς κυματισμούς της θαλάσσης, ήτις υπεγείρεται ανεπαισθήτως. Αν δε μη υπάρχη ρεύμα τι, ού την διεύθυνσιν αδύνατον να εξακριβώσωμεν, η σχεδία θα είνε όλως στάσιμος. Είπον ότι η θερμότης είνε αφόρητος σήμερον, κατ' ακολουθίαν δε και η δίψα ημών είνε έτι μάλλον αφόρητος. Το ανεπαρκές του ύδατος ταλαιπωρεί ημάς δεινώς το πρώτον ήδη, προβλέπω δε ότι θα γίνη αιτία βασάνων μάλλον αφορήτων των της πείνης. Ήδη παρά τοις πλείστοις ημών το στόμα, ο λαιμός, η φάρυγξ συστέλλονται υπό της ξηρασίας, αι βλενώδεις μεμβράναι αποξηραίνονται υπό τον θερμόν τούτον αέρα, όν φέρει εις αυτάς η αναπνοή. Εμού λιπαρούντος [88] ο πλοίαρχος μετερρύθμισε την συνήθη δίαιταν. Χορηγεί διπλήν μερίδα ύδατος και ηδυνήθημεν να δροσιζώμεθα όπως δήποτε τετράκις της ημέρας. Λέγω δε «όπως δήποτε», διότι το ύδωρ τούτο φυλαττόμενον εν τω πυθμένι του βυτίου, ει και καλύπτεται δι' υφάσματος, είνε αληθώς χλιαρόν. Εν κεφαλαίω η ημέρα είνε κακή· οι δε ναύται υπό την επήρειαν της πείνης καταλαμβάνονται εκ νέου υπό απελπισμού. Άνεμος δεν ηγέρθη μετά της ανατολής της σελήνης, ήτις είνε σχεδόν πανσέληνος. Εν τούτοις επειδή αι νύκτες των τροπικών είνε δροσεραί, αισθανόμεθ' ανακούφισίν τινα, αλλά την ημέραν η θερμοκρασία είνε αφόρητος. Οφείλομεν να ομολογήσωμεν προ τοιαύτης υψώσεως ούτω σταθεράς, ότι η σχεδία παρεσύρθη λίαν προς Νότον. Περί δε της γης, ουδέ καν επιχειρεί τις να αναζητήση αυτήν, διότι φαίνεται ότι η γηίνη σφαίρα είνε πλέον . . σφαίρα υγρά. Αείποτε και πανταχού ο άπειρος ούτος Ωκεανός! Την 10 του μηνός η αυτή νηνεμία, η αυτή θερμοκρασία. Βροχήν πυρίνην μας βρέχει ο ουρανός, αέρα πυρπολούμενον αναπνέομεν. Η δίψα ημών είνε ακαταμάχητος και καταντά να λησμονώμεν τα δεινά της πείνης, και να προσδοκώμεν μετά μανιώδους επιθυμίας την στιγμήν, καθ' ήν ο Ροβέρτος Κόρτις διανέμει τας ολίγας τινάς σταγόνας ύδατος της μερίδος ημών. Α! να πίωμεν κατά κόρον άπαξ και διά μιας, έστω και εξαντλούντες την προμήθειαν όλην, και έπειτα ας αποθάνωμεν! Την στιγμήν ταύτην, είνε δε μεσημβρία, καταλαμβάνεταί τις των συμπλωτήρων υπό αλγηδόνων οξυτάτων και αναφωνεί. Είνε δε ούτος ο άθλιος Όουεν, όστις, εν τη πρώρας κατακείμενος, συστρέφεται μετά φοβερών σπασμών. Έρπω μέχρι του Όουεν διότι οία δήποτε και αν εγένετο η διαγωγή του, η φιλανθρωπία επιτάσσει να ίδωμεν εάν είνε δυνατόν να τω παράσχωμεν ανακούφισίν τινα. Αλλά ταυτοχρόνως ο ναύτης Φλαίπολ αναφωνεί. Στρέφω και βλέπω αυτόν όρθιον επί των πτερυγίων του ιστού και τείνοντα την χείρα προς ανατολάς προς σημείον τι του ορίζοντος. «Πλοίον!» ανακράζει. Πάντες ανορθούμεθα· σιωπή τελεία επικρατεί επί της σχεδίας. Και ο Όουεν καταστέλλων τας κραυγάς του ανορθούται και αυτός. Κατά την διεύθυνσιν την υποδεικνυομένην υπό του Φλαίπολ φαίνεται αληθώς σημείον λευκόν, αλλά το σημείον εκείνο μετατοπίζεται; Είνε ιστίον; Τι γνώμην έχουσι περί αυτού οι ναυτικοί ούτοι, οι τόσον οξυδερκείς; Παρατηρώ τον Ροβέρτον Κόρτις όστις, τους βραχίονας έχων εσταυρωμένους, εξετάζει το λευκόν σημείον. Αι παρειαί του εξέχουσι, πάντα δε τα μέρη του προσώπου του ανέρχονται ένεκα της συστολής του περιφερούς μυός, συνοφρυούται, καμμύει τους οφθαλμούς, και συγκεντροί εν τω βλέμματί του όλην την οπτικήν αυτού δύναμιν. Εάν το λευκόν εκείνο σημείον είνε ιστίον, δεν θα απατηθή. Αλλ' όμως σείει την κεφαλήν και οι βραχίονες αυτού λύονται και καταπίπτουσι. Παρατηρώ, και δεν είνε πλοίον εκείνο το λευκόν σημείον. Δεν είνε πλοίον, είνε ανταύγειά τις οία δήποτε, οφρύς κύματος εκχυνομένου, ή εάν είνε πλοίον, το πλοίον εξηφανίσθη! Οποία κατάπτωσις επηκολούθησε την στιγμιαίαν εκείνην ελπίδα! Πάντες επανήλθομεν εις την συνήθη ημών θέσιν, ο δε Ροβέρτος Κόρτις ίσταται ακίνητος, αλλά δεν παρατηρεί πλέον τον ορίζοντα. Τότε αι κραυγαί του Όουεν επαναλαμβάνονται μετά σφοδρότητος είπερ ποτέ και άλλοτε μείζονος. Όλον του το σώμα συστρέφεται υπό δεινής αλγηδόνος και η θέα του είνε όντως φοβερά. Ο λαιμός του στενούται υπό συστολής σπασμωδικής, η γλώσσα ξηραίνεται, η κοιλία επαίρεται, ο δε σφυγμός είνε μικρός, συχνός, άτακτος. Ο τάλας υφίσταται σφοδράς σπασμωδικάς κινήσεις άμα δε και τιναγμούς τετανώδεις, Εκ των συμπτωμάτων δε τούτων ουδεμία αμφιβολία ότι ο Όουεν εδηλητηριάσθη υπό οξειδίου του χαλκού. Δεν έχομεν δε τα αναγκαιούντα φάρμακα προς εξουδετέρωοιν των αποτελεσμάτων του δηλητηρίου τούτου. Αλλά δύναταί τις να προκαλέση εμέσεις προς εκκένωσιν των υλών των περιεχομένων εν τω στομάχω του Όουεν διά χλιαρού ύδατος. Ζητώ παρά του πλοιάρχου Κόρτις ολίγον ύδωρ, όντως δε συναινεί, και επειδή το ύδωρ του πρώτου βυτίου εξηντλήθη, μεταβαίνω να αντλήσω εκ του δευτέρου, όπερ είνε άθικτον έτι· αλλ' ο Όουεν ορθούται επί των γονάτων, και διά φωνής ήτις δεν είνε πλέον φωνή ανθρωπίνη, αναφωνεί: «Όχι! όχι! όχι!» Διατί το όχι τούτο; Επανέρχομαι παρά τω Όουεν και τω εξηγώ τι θέλω να πράξω· αλλ' αυτός έτι σφοδρότερον μ' αποκρίνεται ό τι δεν θέλει να πίη εκ του ύδατος τούτου. Επιχειρώ τότε να προκαλέσω εμέσεις γαργαλίζων την σταφυλήν αυτού, και μετ' ου πολύ εξεμεί ύλας υποκυάνους. Είνε δε υπερβέβαιον ότι ο Όουεν εδηλητηριάσθη διά θειούχου χαλκού, διά χαλκάνθου, και ό τι δήποτε πράξη τις, ο Όουεν δεν σώζεται! Αλλά πώς εδηλητηριάσθη; Αι εμέσεις επήνεγκον αυτώ αναψυχήν τινα και τέλος δύναται να λαλήση. Ο πλοίαρχος και εγώ τον ερωτώμεν . . . Δεν θα πειραθώ να περιγράψω την εντύπωσιν, ήν ενεποίησεν ημίν η απόκρισις του ταλαιπώρου τούτου! Ο Όουεν ωθούμενος υπό δίψης δεινής, έκλεψε πίντας τινάς ύδατος εκ του αθίκτου βυτίου! . . . Ώστε το ύδωρ του βυτίου τούτου είνε δεδηλητηριασμένον! ΜΓ' _Από της 11 μέχρι της 14 Ιανουαρίου_. — Ο Όουεν απέθανε την νύκτα μετά τιναγμών τετανωδών, ών η σφοδρότης επετάθη εις βαθμόν σπάνιον. Είνε αληθέστατον! Το δηλητηριώδες βυτίον περιείχεν άλλοτε χάλκανθον. Γεγονός προδηλότατον. Αλλά νυν ποία τινί κακή Μοίρα το βυτίον τούτο μετετράπη εις υδροφόρον δοχείον, και ποία τινί έτι μάλλον αξιοθρηνήτω Μοίρα παρελάβομεν αυτό επί της σχεδίας; . . . Αδιάφορον το βέβαιον είνε ότι ύδωρ πλέον δεν έχομεν. Το πτώμα του Όουεν εδέησε να ριφθή εις την θάλασσαν, διότι πάραυτα αποσυνετέθη. Ουδέ θα ήτο καν δυνατόν να δολώση ο αρχιναύτης τας ορμιάς του διά σαρκός ήτις ουδεμίαν είχε πλέον σύστασιν. Ο θάνατος του αθλίου τούτου εις ουδέν θα ωφελήση ημάς! Πάντες γινώσκομεν την κατάστασιν των πραγμάτων οποία είνε εν τω παρόντι και διατελούμεν σιωπηλοί. Αλλά και τι θα ηδυνάμεθα να είπωμεν; Άλλως τε ο ήχος της φωνής ημών είνε σφόδρα ανιαρός εις την ακοήν. Γενόμενοι ευερέθιστοι, προτιμότερον να μη λαλώμεν πλέον, διότι η ελαχίστη λέξις, έν βλέμμα, έν σχήμα, δύναται κάλλιστα να προκαλέση παραφοράς λυσσώδεις ακατασχέτους. Δεν δύναμαι να νοήσω πώς δεν παρεφρονήσαμεν ήδη! Την 12 Ιανουαρίου ουδεμίαν ελάβομεν μερίδα ύδατος, εξαντληθείσης χθες της τελευταίας σταγόνος. Δεν υπάρχει δε νέφος εν τω ουρανώ δυνάμενον να βρέξη ολίγον, το δε θερμόμετρον θα εδείκνυε εκατόν τεσσάρας βαθμούς (89) εν τη σκιά, εάν υπήρχε σκιά επί της σχεδίας. Την 13 του μηνός η αυτή κατάστασις. Το θαλάσσιον ύδωρ άρχεται κατατρώγον μου τους πόδας, αλλ' εγώ σχεδόν δεν προσέχω. Και των άλλων δε των υπό του αυτού κακού πασχόντων η κατάστασις δεν εδεινώθη. Α! Το περιβάλλον ημάς ύδωρ τούτο, ότε συλλογίζομαι ότι εξατμίζοντες ή στερεοποιούντες ηθέλομεν καταστήση αυτό πόσιμον! Μεταβαλλόμενον εις ατμόν ή εις πάγον, δεν θα περιείχε πλέον ουδέν μόριον άλατος, και θα ηδυνάμεθα να το πίωμεν. Αλλ' αι συσκευαί ελλείπουσιν, ουδέ δυνάμεθα να κατασκευάσωμεν. Σήμερον ο αρχιναύτης και δύο εκ των ναυτών εβυθίσθησαν εις την θάλασσαν μετά κινδύνου να καταβροχθισθώσιν υπό των καρχαριών. Το λουτρόν τούτο ανακουφίζει πως αυτούς και δροσίζει έν τινι μέτρω. Τρεις δε των συμπλωτήρων και εγώ, μόλις γινώσκοντες να κολυμβώμεν, εδέθημεν από σχοινίου και εμείναμεν εν τη θαλάσση επί ημίσειαν σχεδόν ώραν, επιτηρούντος του Ροβέρτου Κόρτις. Αλλ' ευτυχώς πάνυ ουδείς καρχαρίας επλησίασε. Εκλιπαρούμεν την μις Χέρμπυ να μιμηθή το παράδειγμα ημών, αλλ' αυτή, ει και ταλαιπωρείται δεινώς, δεν ηθέλησε. Την 14 του μηνός περί ώραν ενδεκάτην προ μεσημβρίας ο πλοίαρχος ελθών προς με, μοι λέγει σιγά εις το ωτίον: «Μη κινηθήτε και σας νοήσουν, κύριε Κάζαλλον, διότι ενδεχόμενον να απατώμαι, και δεν θέλω να εμβάλω εις τους συντρόφους μας κενάς ελπίδας εκ νέου. Παρατηρώ τον Ροβέρτον Κόρτις. «Τώρα, μοι λέγει, διέκρινα τω όντι πλοίον!» Ο πλοίαρχος καλώς ποιών με προδιέθεσε, διότι δεν θα ηδυνάμην να καταστείλω την πρώτην μου κίνησιν. «Κυττάξατε, προσέθηκε. Εκεί προς τον αριστερόν τοίχον της πρύμνης». Εγείρομαι προσποιούμενος αδιαφορίαν, ήν ουδόλως αισθάνομαι, και διατρέχω το τόξον του ορίζοντος το υποδειχθέν υπό του Ροβέρτου Κόρτις. Οι οφθαλμοί μου δεν είνε οφθαλμοί ναυτικού, αλλ' εν απωτάτω τινί σκιαγραφήματι δυσδιακρίτω αναγνωρίζω πλοίον αρμενίζον. Πάραυτα σχεδόν ο αρχιναύτης, ού τα βλέμματα ήσαν εστραμμένα προς το μέρος τούτο από τινων στιγμών, αναφωνεί: «Πλοίον!» Η παρουσία του σημανθέντος πλοίου δεν παράγει πάραυτα το αναμενόμενον αποτέλεσμα, ουδεμίαν συγκίνησιν προκαλεί είτε διότι δεν πιστεύουσιν, είτε διότι αι δυνάμεις των είνε εξηντλημέναι. Όθεν ουδείς ανεγείρεται. Αλλ' αφ' ού ο αρχιναύτης επανέλαβεν επανειλημμένως «Πλοίον! πλοίον!» πάντων τα βλέμματα προσηλούνται τέλος επί του ορίζοντος. Νυν το γεγονός δεν είνε αρνήσιμον. Το βλέπομεν, το πλοίον τούτο το ανέλπιστον! Αλλ' άρα γε αυτό θα μας ίδη; Εν τούτοις οι ναύται προσπαθούσι να αναγνωρίσωσι το σχήμα και την διεύθυνσιν αυτού, μάλιστα την διεύθυνσιν. Ο Ροβέρτος Κόρτις παρατηρήσας μετά μεγίστης επιμελείας, είπε: «Το πλοίον είνε βρίκιον και πλέει προς τον άνεμον, έχον αυτόν δεξιά. Εάν επί δύο ώρας εξακολουθήση την διεύθυνσιν ταύτην, κατ' ανάγκην θα μας κόψη τον δρόμον». Δύο ώραι! δύο αιώνες! Αλλ' η διεύθυνσις του πλοίου δύναται να μεταβληθή από στιγμής εις στιγμήν, καθ' όσον μάλιστα υπό την εγγυτάτην εκ κεραίας ιστιοδρομίαν [90] ταύτην ενδεχόμενον να πλαγιοδρομή [91] μόνον και μόνον διά να προσηνεμώση [92]. Αλλ' όμως, εάν το πράγμα έχη ούτω, μετά την πλαγιοδρομίαν θα γίνη αριστερήνεμον [93] και θα απομακρυνθή. Α! εάν ουριοδρόμει ή καν έπλεε μετά φορού [94] ανέμου, θα εδικαιούμεθα να ελπίζωμεν! Ανάγκη λοιπόν να γίνωμεν ορατοί υπό του πλοίου, ανάγκη το παν να πράξωμεν ίνα μας διακρίνη! Ο Ροβέρτος Κόρτις παραγγέλλει να γίνη χρήσις πάντων των δυνατών σημείων, διότι ο πάρων [95] είνε έτι μίαν δωδεκάδα μιλίων προς Απηλιώτην (Αν.) και αι κραυγαί ημών δεν θα ήτο δυνατόν να ακουσθώσι. Ουδέν δε πυροβόλον έχομεν ού αι εκπυρσοκροτήσεις να δυνηθώσι να προσελκύσωσι την προσοχήν. Ας άρωμεν λοιπόν σήμα τι οίον δήποτε εις την κορυφήν του ιστού. Το περιώμιον [96] της μις Χέρμπυ είνε ερυθρόν, το χρώμα δε τούτο είνε το μάλιστα άπαδον προς τους ορίζοντας της θαλάσσης και του ουρανού. Το περιώμιον της μις Χέρμπυ επαίρεται και ελαφρός άνεμος, ρυτιδών την στιγμήν εκείνην την επιφάνειαν των κυμάτων αναπτύσσει τας πτυχάς του περιωμίου. Εκ διαλειμμάτων διανεμούται και αι καρδίαι ημών είνε μεσταί ελπίδος. Γνωστόν δε είνε μετά πόσης προθυμίας ο πνιγόμενος προσπαθεί να συγκρατηθή και από του ελαχίστου πράγματος εφ' ού δύναται να στηριχθή, τοιούτον τι είνε εις ημάς η σημαία αύτη! Επί μίαν ώραν διήλθομεν διά μυρίων αποριών. Ο πάρων προφανώς προσήγγιζε προς την σχεδίαν, αλλ' ενίοτε φαίνεται ιστάμενος, και ερωτώμεν καθ' εαυτούς μήπως μέλλει να αναστρέψη. Πόσον βραδέως βαδίζει το πλοίον τούτο! Και όμως έχει αναπετάση πάντα τα ιστία, και τους σιπάρους του, και τα προΐστιά του, το δε σκάφος του είνε σχεδόν ορατόν υπεράνω του ορίζοντος. Αλλ' ο άνεμος είνε αδύνατος, εάν δε έτι μάλλον ελαττωθή! . . . Προθύμως θα εδίδομεν έτη όλα υπάρξεως ίνα ήμεθα πρεσβύτεροι κατά μίαν ώραν! Ο αρχιναύτης και ο πλοίαρχος περί ώραν ημίσειαν μετά μεσημβρίαν υπολογίζουσιν ότι ο πάρων απέχει της σχεδίας εννέα μίλια· λοιπόν εν διαστήματι μιας και ημισείας ώρας διήνυσε τρία μόνον μίλια. Μόλις δε και μετά βίας φθάνει μέχρι αυτού ο άνεμος ο διερχόμενος άνωθεν των κεφαλών ημών. Μη φαίνεται δε νυν ότι τα ιστία του δεν κολπούνται πλέον, αλλά κρέμανται κατά μήκος των ιστών. Παρατηρώ εάν εγείρεται πνοή τις ανέμου, αλλά η θάλασσα είνε ως νεναρκωμένη, η δε πνοή η τοσούτον ευελπίσασα ημάς εκπνέει ανά το πέλαγος. Κάθημαι κατά την πρύμναν παρά τοις κκ. Λετουρνέρ και τη μις Χέρμπυ, και τα βλέμματα ημών φέρονται απαύστως από του πλοίου προς τον πλοίαρχον. Ο Ροβέρτος Κόρτις είνε ακίνητος εν τη πρώρα, εστηριγμένος επί του ιστού, παρ' αυτώ δε ίσταται ο αρχιναύτης, ουδέ στιγμήν αποτρέποντες το βλέμμα των από του πάρωνος. Αναγινώσκομεν δε επί της όψεως αυτών, ήτις δεν δύναται να μείνη απαθής, πάσας τας συγκινήσεις άς αισθάνονται. Ουδέ γρυ δε ηκούσθη εν τη σχεδία μέχρι της στιγμής καθ' ήν ο ξυλουργός Δαούλας ανακράζει μετά τρόπου απεριγράπτου: «Αναστρέφει!» Όλη ημών η ύπαρξις είνε την στιγμήν ταύτην εν τοις οφθαλμοίς! Ανορθούμεθα οι μεν επί των γονάτων, οι δε ορθοί. Βλασφημία δε φοβερά διέφυγε το έρκος των οδόντων του αρχιναύτου. Το πλοίον τούτο απέχει εννέα μίλια, και εκ της αποστάσεως ταύτης δεν ηδυνήθη να διακρίνη τα σήματα ημών! Η δε σχεδία είνε απλώς σημείον τι εν τω διαστήματι, αφανές ένεκα δυνατής ακτινοβολίας των ηλιακών ακτίνων. Είνε αόρατος! δεν εγένετο ορατή! Ο πλοίαρχος του πλοίου τούτου, οίον δήποτε και αν είνε, εάν διέκρινεν ημάς, ήθελε φανή τοσούτον απάνθρωπος, ώστε να φύγη ουδόλως βοηθήσας ημάς! Ουχί. Τούτο είνε απαράδεκτον! Δεν μας είδε! «Φωτιάν! καπνόν! αναφωνεί τότε ο Ροβέρτος Κόρτις. Ας καύσωμεν τας σανίδας της σχεδίας! Φίλοι μου! φίλοι μου! Τούτο είνε το έσχατον μέσον διά του οποίου είνε ελπίς να γίνωμεν ορατοί!» Σανίδες τινές ερρίφθησαν εις την πρώραν και εσχηματίσθη πυρά. Ανάπτονται δε ουχί άνευ κόπου, διότι είνε υγραί, αλλ' η υγρότης αύτη θα καταστήση τον καπνόν πυκνότερον και κατ' ακολουθίαν ορατότερον. Μετ' ου πολύ στήλη υπομέλαινα αναβαίνει κατ' ευθείαν εις τον αέρα. Εάν ήτο νυξ, εάν το σκότος επήρχετο πριν εξαφανισθή ο πάρων, η φλοξ αύτη θα ήτο ορατή και εκ της αποστάσεως της αποχωριζούσης ημάς απ' εκείνου! Αλλ' αι ώραι παρέρχονται, το δε πυρ σβέννυται! . . . Εν τοιαύταις περιστάσεσιν, ίνα φανή τις καρτερικός, ίνα υποταχθή εις το θέλημα του Θεού, επάναγκες να έχη εφ' εαυτού δύναμιν ήν εγώ δεν έχω πλέον! Ουχί! δεν δύναμαι να έχω πεποίθησιν εις τον Θεόν τούτον, όστις καθιστά τας δοκιμασίας ημών δεινοτέρας, αναμιγνύων και εναλλάξ ελπίδας. Βλασφημώ ως εβλασφήμησεν ο αρχιναύτης! . . Χειρ ασθενής στηρίζεται επ' εμού και η μις Χέρμπυ μοι δεικνύει τον ουρανόν! Αλλ' αρκεί πλέον! Δεν θέλω πλέον τίποτε να ίδω, εισδύω υπό το ιστίον, κρύπτομαι και λυγμοί εκφεύγουσιν εκ του στήθους μου . . . Κατά τον χρόνον τούτον το πλοίον μεταβάλλει ποδίσκους [97], έπειτα δε απομακρύνεται βραδέως προς Απηλιώτην ( Αν.) και μετά τρεις ώρας ουδέ ο οξύτατος οφθαλμός θα ηδύνατο να ανακαλύψη υπεράνω του ορίζοντος τα άνω αυτού ιστία. ΜΔ' _Τη 15 Ιανουαρίου_. — Μετά το τελευταίον τούτο ατύχημα, ουδέν πλέον υπολείπεται ή να αναμένωμεν τον θάνατον. Και θα είνε μεν μάλλον ή ήττον βραδύς, αλλά θα επέλθη. Σήμερον νέφη υψώθησαν προς Ζέφυρον (Δ) και έφερον ριπάς τινας ανέμου όθεν και η θερμοκρασία είνε πως ανεκτοτέρα. Ημείς δε ει και εξησθενωμένοι, όμως αισθανόμεθα την μεταβολήν ταύτην. Ο λαιμός μου αναπνέει αέρα ήττον ξηρόν, αλλ' από της αλιείας του αρχιναύτου, τούτ' έστιν από επτά ημερών δεν εφάγομεν, και ουδέν υπάρχει πλέον επί της σχεδίας. Έδωκα χθες τω Ανδρέα Λετουρνέρ το τελευταίον τεμάχιον του διπυρίτου όπερ ο πατήρ είχε φυλάξη και μοι το ενεχείρισε κλαίων. Από της χθες ο μαύρος Γύγξτροπ κατώρθωσε να απαλλαγή των δεσμών του, ο δε Ροβέρτος Κόρτις δεν είπε να τον δέσωσιν εκ νέου. Αλλως τε προς τι; Ο άθλιος ούτος και οι συνένοχοι αυτού είνε εξησθενωμένοι εκ μακράς νηστείας. Τι θα ηδύναντο να επιχειρήσωσι νυν; Σήμερον πολλοί καρχαρίαι μεγάλου μεγέθους εμφανίζονται, και βλέπομεν τα μαύρα αυτών πτερύγια διασχίζοντα τα ύδατα μετ' άκρας ταχύτητος. Δεν δύναμαι να κρατηθώ και να μη τους θεωρήσω ως ζωντανά φέρετρα, μέλλοντα μετ' ου πολύ να καταβροχθίσωσι τα άθλια ημών λείψανα. Δεν με φοβίζουσι πλέον, αλλά μάλλον με έλκουσι. Προσεγγίζουσι δε μέχρι των χειλέων της σχεδίας, η δε χειρ του Φλαίπολ κρεμαμένη έξω, μικρού δειν ηρπάγη υπό τινος των τεράτων τούτων. Αλλ' ο αρχιναύτης το όμμα έχων ατενές και υπερμέτρως διεσταλμένον, τους δε οδόντας συνεσφιγμένους και φαινομένους υπό τα ανυψωμένα αυτού χείλη, θεωρεί τους καρχαρίας τούτους υπό έποψιν όλως αλλοίαν της εμής. Αυτός θέλει να τους καταβροχθίση, ουχί δε να καταβροχθισθή υπ' αυτών. Εάν δε ηδύνατο να συλλάβη ένα, δεν θα εσικχαίνετο την σκληράν αυτού σάρκα· αλλ' ουδέ ημείς. Ο αρχιναύτης θα επιχειρήση. Επειδή δε δεν έχει μέγα άγκιστρον εις ό να δυνηθή να δέση σχοινίον, θα προσπαθήση να κατασκευάση. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις και ο Δαούλας νοήσαντες την πρόθεσιν αυτού συσκέπτονται, ρίπτοντες εν ταυτώ σφηκίσκους ή σχοινία, ίνα συγκρατώσι τους καρχαρίας πέριξ της σχεδίας. Ο Δαούλας πορευθείς έλαβε την ξυλουργικήν αυτού σφύραν, σκοπόν έχων να την μεταχειρισθή ως άγκιστρον. Είτε διά της κόψεως αυτής, είτε διά του αντιθέτου μέρους είνε δυνατόν να εμπηχθή μεταξύ των σιαγόνων τινός καρχαρίου, εάν την καταπίη. Ο δε στειλεός της σφύρας όστις είνε ξύλινος προσεδέθη εις ισχυρόν τόνον, δεθέντα και αυτόν επί τινος των στηριγμάτων της σχεδίας. Αι επιθυμίαι ημών εξεκαύθησαν εκ των παρασκευών τούτων. Ασθμαίνομεν εξ αγωνίας, και διά πάντων των δυνατών μέσων προκαλούμεν την προσοχήν των καρχαριών, οίτινες δεν θα φύγωσι πλέον. Το μέγα άγκιστρον είν' έτοιμον αλλά δεν έχομεν τίποτε να το δολώσωμεν. Ο αρχιναύτης όστις περιπατεί επί της σχεδίας λαλών καθ' εαυτόν, ερευνά κατά πάσας τας γωνίας, και φαίνεται ως αναζητών πτώμα τι μεταξύ ημών! . . . Ανάγκη λοιπόν καταφυγής εις το μέσον ού εγίνετο η χρήσις, και ο σίδηρος της σφύρας περιτυλίσσεται εντός ράκους μαλλίνου ερυθρού, όπερ και πάλιν χορηγεί το περιώμιον της μις Χέρμπυ. Αλλ' ο αρχιναύτης δεν θέλει να επιχειρήση πριν ληφθώσι πάσαι αι αναγκαίαι προφυλάξεις. Το μέγα άγκιστρον είνε στερεώς προσδεδεμένον. Ο επίδεσμος ο προσηλών την ορμιάν επί της σχεδίας θα ανθέξη κατά των τιναγμών; Ο τόνος είνε αρκούντως στερεός ίνα ανθέξη; Ο αρχιναύτης εξελέγχει τα σπουδαία ταύτα ζητήματα, και τούτου γενομένου απολύει το μηχάνημά του υπό την θάλασσαν. Η θάλασσα είνε διαφανής, και θα ήτο ευδιάκριτον πράγμα κείμενον εκατόν πόδας υπό την επιφάνειαν αυτής. Βλέπω κατερχόμενον βραδέως το άγκιστρον περιτετυλιγμένον εντός του ερυθρού ράκους, ού το χρώμα απάδει καθαρά επί του κυανού όγκου των υδάτων. Επιβάται και ναύται πάντες κύπτομεν άνωθεν των δρυφάκτων τηρούντες άκραν σιωπήν. Αλλά, φαίνεται, οι καρχαρίαι αφ' ότου το δέλεαρ τούτο προσηνέχθη εις την αδηφαγίαν των, εξηφανίσθησαν κατά μικρόν. Αλλ' όμως είνε δυνατόν να έχωσιν απομακρυνθή, και πάσα λεία οία δήποτε πεσούσα εις την θέσιν ταύτην θα κατεβροχθίζετο εν ακαρεί! Αίφνης ο αρχιναύτης νεύει διά της χειρός, δεικνύων όγκον υπερμεγέθη ερχόμενον προς την σχεδίαν, και πλέοντα ευθύς υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης. Είνε καρχαρίας το μήκος δωδεκάπους καταλιπών τα βαθέα ύδατα και επιπλέων εφ' ημών κατ' ευθείαν γραμμήν. Ότε δε το ζώον απέχει της σχεδίας ουχί πλέον των τεσσάρων οργυιών, ο αρχιναύτης ανασύρει την ορμιάν ηρέμα, ώστε να τρέχη το άγκιστρον επί της οδού αυτού· μεταδίδει δε εις το ερυθρόν ράκος ελαφράν κίνησιν και φαίνεται ως ζωντανόν. Αισθάνομαι την καρδίαν μου παλλομένην μετ' άκρας σφοδρότητος, ως εάν διεκυβεύετο η ζωή μου. Εν τούτοις ο καρχαρίας προσεγγίζει, οι δε εξέρυθροι αυτού οφθαλμοί λάμπουσιν επί της επιφανείας των υδάτων, αι δε σιαγόνες υπερμέτρως ανοικταί, δεικνύουσιν, ότε το ζώον στρέφεται ολίγον, τον ουρανίσκον αυτού επεστρωμένον δι' οδόντων οξέων. Κραυγή ακούεται! . . Ο καρχαρίας ίσταται και εξαφανίζεται εις το βάθος των υδάτων. Τις εξ ημών εξέβαλε την κραυγήν ταύτην, ακουσίως εννοείται; Την στιγμήν ταύτην ο αρχιναύτης εγείρεται ωχρός υπ' οργής και λέγει: «Ο πρώτος που θα 'μιλήση, τον σκοτώνω!» Και επαναλαμβάνει το έργον του. Και έπειτα, έχει δίκαιον ο αρχιναύτης! Το άγκιστρον καταβιβάζεται εκ νέου· αλλ' επί ημίωρον ουδείς καρχαρίας επιφαίνεται, και εδέησε να βυθισθή το αλιευτικόν μηχάνημα είκοσι οργυιάς. Εν τούτοις μοι φαίνεται ότι εν τω βάθει τούτω τα ύδατα είνε τεθολωμένα, όπερ δεικνύει την παρουσίαν των καρχαριών. Τω όντι η ορμιά υφίσταται αίφνης τιναγμόν σφοδρόν, και το σχοινίον διέφυγε των χειρών του αρχιναύτου, αλλά, στερεώς συγκρατούμενον εκ των στηριγμάτων της σχεδίας, δεν εξέφυγεν εντελώς. Καρχαρίας δάκνει και συλλαμβάνεται. «Βοήθειαν, παιδιά, βοήθειαν! ανακράζει ο αρχιναύτης. Πάραυτα επιβάται και ναυτικοί, πάντες επιλαμβανόμεθα της ορμιάς· αι δυνάμεις ημών ζωογονούνται υπό της ελπίδος, αλλά μόλις και μετά βίας επαρκούσι, διότι το τέρας ανθίσταται βιαίως. Ανέλκομεν πάντες ομού. Κατά μικρόν τα κατώτερα στρώματα της θαλάσσης ταράσσοντα υπό της σφοδράς ριπής της ουράς και των στηθιαίων πτερυγίων του καρχαρίου. Κύψας παρατηρώ το υπερμέγεθες σώμα κινούμενον σπασμωδικώς εν τω μέσω των καθημαγμένων υδάτων. «Θάρρος! Θάρρος!» αναφωνεί ο αρχιναύτης. Τέλος η κεφαλή του ζώου αναδύεται. Διά των ημιανοίκτων σιαγόνων το άγκιστρον εισέδυσε μέχρι των βαθέων του λάρυγγος και ενεπάγη εκεί, ουδενός τιναγμού δυναμένου νυν να το αποσπάση εκείθεν. Ο Δαούλας αρπάζει τον πέλεκύν του ίνα το αποτελειώση, άμα ανασυρθέν μέχρι της επιφανείας του κρηπιδώματος της σχεδίας. Αλλά την στιγμήν ταύτην κρότος ξηρός ακούεται. Ο καρχαρίας έκλεισε βιαίως τας σιαγόνας, αίτινες έκοψαν διά μιας τον στειλεόν της σφύρας, και εξαφανίζεται υπό τα ύδατα. Ωρυγή απελπισμού εξήλθεν εκ του στήθους ημών! Ο αρχιναύτης, ο Ροβέρτος Κόρτις, ο Δαούλας προσεπάθησαν έτι να συλλάβωσί τινα των καρχαριών τούτων, ει και δεν έχουσι πλέον άγκιστρον, ουδ' εργαλεία προς κατασκευήν αγκίστρου. Εκσφενδονίζουσι σχοινία μετά βρόχων, αλλά ταύτα ολισθαίνουσιν επί του ιξώδους δέρματος των ζώων. Ο δε αρχιναύτης επιχειρεί μάλιστα να τους προσελκύση, κρεμών έξω της σχεδίας τον πόδα του γυμνόν, και κινδυνεύων να ακρωτηριασθή διά των οδόντων . . . Αι άγονοι αύται απόπειραι καταπαύουσι τέλος, και έκαστος απέρχεται εις την προτέραν θέσιν του αναμένων θάνατον, όν ουδέν δύναται του λοιπού να αποτρέψη. Αλλ' ει και ταχέως απομακρύνομαι, ακούω όμως τον αρχιναύτην λέγοντα προς τον Ροβέρτον Κόρτις: «Πλοίαρχε, πότε θα βάλωμεν κλήρον;» Και ο μεν Ροβέρτος Κόρτις δεν απεκρίθη, αλλά το ζήτημα όμως προυτάθη εις συζήτησιν. ΜΕ' — _Τη 16 Ιανουαρίου_. — Πάντες είμεθα εξηπλωμένοι επί των ιστίων. Εάν διήρχετο πλοίον τι, το πλήρωμα αυτού θα ενόμιζεν ότι βλέπει ναυάγια κεκαλυμμένα υπό νεκρών. Πάσχω δεινώς· ως έχουσι τα χείλη μου, η γλώσσα μου, ο λάρυγξ μου, θα ηδυνάμην να φάγω; Δεν πιστεύω· και όμως οι συμπλωτήρες μου και εγώ αποβλέπομεν προς αλλήλους μετά βλεμμάτων αγρίων. Ο καύσων σήμερον είνε τοσούτον μάλλον ισχυρός, καθ' όσον ο ουρανός είνε θυελλώδης. Ανυψούνται πυκνοί ατμοί, αλλά μοι φαίνεται αληθώς ότι είνε δυνατόν να βρέξη παντού αλλού, πλην επί της σχεδίας ταύτης. Και όμως πας τις παρατηρεί μετ' απλήστων οφθαλμών τα νέφη ανυψούμενα, και τα χείλη ημών τείνουσι προς αυτά. Ο δε κ. Λετουρνέρ τείνει τας χείρας αυτού ικέτιδας προς τον ουρανόν τούτον τον ανίλεων! Ακροώμαι εάν μακρόθεν βρόμος τις αναγγέλλη θύελλαν. Είνε δε ώρα ενδεκάτη προ μεσημβρίας. Οι ατμοί εκώλυσαν τας ηλιακάς ακτίνας, αλλ' ήδη δεν έχουσι πλέον όψιν ηλεκτρικήν. Πρόδηλον δε ότι η θύελλα δεν θα εκραγή, διότι ο όγκος των ατμών έλαβε χροιάν ομοιόμορφον και τα περιγράμματα αυτού, τόσον ευδιάκριτα κατά την ανατολήν του ηλίου, συνεχωνεύθησαν εις έν όλον υπότεφρον. Και νυν είνε απλή ομίχλη. Αλλ' η βροχή δεν δύναται να απολυθή εκ της ομίχλης ταύτης, όσον δήποτε ολίγη, τινές σταγόνες μόνον! «Βροχή!» αναφωνεί αίφνης ο Δαούλας. Τω όντι, ήμισυ μίλιον μακράν της σχεδίας ο ουρανός χαράσσεται υπό παραλλήλων γραμμών. Βρέχει και βλέπω σταγόνας αναπηδώσας επί της επιφανείας του Ωκεανού. Ο άνεμος επιταθείς πνέει προς ημάς· μόνον να μη εξαντληθή το νέφος τούτο πριν διέλθη άνωθεν των κεφαλών ημών! Ο Θεός τέλος ηλέησεν ημάς. Βρέχει κατά χονδράς σταγόνας, οποίας ρίπτουσι τα θυελλώδη νέφη. Αλλ' η ραγδαία αύτη βροχή δεν θα διαρκέση, και οφείλομεν να συναγάγωμεν όσον ύδωρ δυνηθή να χορηγήση, διότι ήδη ζωηρός ολκός φωτός φλέγει το νέφος κατά το κατώτερον αυτού άκρον υπεράνω του ορίζοντος. Ο Ροβέρτος Κόρτις είπε και έστησαν το τεθραυσμένον βυτίον, ώστε να συγκρατήση όσον οίον τε πλειότερον ύδωρ, και τα ιστία εκδιπλούνται ίνα δέχωνται την βροχήν επί μείζονος επιφανείας. Κατακλινόμεθα ύπτιοι έχοντες ανοικτόν το στόμα. Το ύδωρ καταβρέχει το πρόσωπόν μου, τα χείλη μου, και αισθάνομαι αυτό εισρέον μέχρι εν τω λαιμώ μου. Α! απόλαυσις ανεκλάλητος! Η ζωή ρέει εν εμοί. Αι βλενώδεις μεμβράναι του λάρυγγός μου απαλύνονται εκ της επαφής ταύτης. Αναπνέω καθ' όσον πίνω το ζωογόνον τούτο ύδωρ, το εισδύον μέχρι των ενδοτάτων της υπάρξεώς μου! Η βροχή διήρκεσεν είκοσι περίπου δευτερόλεπτα, έπειτα δε το νέφος εξαντληθέν κατά το ήμισυ, διελύθη εν τω διαστήματι. Ανηγέρθημεν καλλίτεροι, μάλιστα! «καλλίτεροι». Θλίβομεν τας χείρας αλλήλων, λαλούμεν! Φαίνεται ότι εσώθημεν! Ο Θεός εν τη ευσπλαγχνία αυτού θ' αποστείλη και άλλα νέφη, άτινα και αύθις θα κομίσωσι το ύδωρ, ού τοσούτον χρόνον στερούμεθα! Και έπειτα το ύδωρ τούτο το πεσόν επί της σχεδίας δεν θα απολεσθή, διότι το βυτίον και τα ιστία τι συνήγαγον, αλλά επάναγκες να το διατηρήσωμεν επιμελώς και να το διανέμωμεν κατά σταγόνα. Τω όντι το βυτίον συνεκράτησε δυο περίπου πίντας μέχρι τριών, εκθλίβοντες δε το απορροφηθέν υπό των ιστίων, θα δυνηθώμεν να επαυξήσωμεν την προμήθειαν ημών έν τινι αναλογία. Οι ναύται κινούνται εις έργον, αλλ' ο Ροβέρτος διά νεύματος αναχαιτίζει αυτούς. «Μίαν στιγμήν! λέγει. Το ύδωρ τούτο είνε πόσιμον;» Τον παρατηρώ. Διατί το ύδωρ τούτο, όπερ είνε βρόχινον, διατί τάχα δύναται να μη είνε πόσιμον; Ο Ροβέρτος Κόρτις εκθλίβει εν τω λευκοσιδηρώ κυπέλλω ολίγον ύδωρ εκ του περιεχομένου εντός των πτυχών ιστίου τινός, έπειτα το απογεύεται, και παρευθύς το χύνει προς μεγίστην μου έκπληξιν. Απογεύομαι και εγώ, το ύδωρ τούτο είνε πλέον ή υφάλμυρον! Ήθελέ τις υποθέση αυτό ύδωρ θαλάσσιον. Ο δε λόγος είνε ότι τα ιστία, από τοσούτου ήδη χρόνου εκτεθειμένα εις την επίδρασιν των κυμάτων, μετέδωκαν εις το συναχθέν ύδωρ αλμυρότητα υπερβολικήν. Δυστύχημα ανεπανόρθωτον! Αλλ' αδιάφορον! Έχομεν πεποίθησιν! Άλλως τε υπολείπονται τινες πίνται πόσιμοι εν τω βυτίω! Και έπειτα η βροχή ήλθε! Και θα επανέλθη. ΜΣΤ' — _Τη 17 Ιανουαρίου_. — Εάν η δίψα ημών επί μικρόν επραΰνθη, η πείνα κατ' ακολουθίαν φυσικήν κατέλαβεν ημάς εκ νέου μετά μείζονος σφοδρότητος. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος τρόπος, άνευ αγκίστρου και δολώματος να συλλάβωμέν τινα των καρχαριών, ών γέμει η πέριξ της σχεδίας θάλασσα; Ουχί, πλην εάν ριφθή τις εις την θάλασσαν, ίνα προσβάλη διά πληγών μαχαίρας τα τέρατα ταύτα εν τω ιδίω αυτών στοιχείω, ως ποιούσιν οι Ινδοί εν τη αλιεία των μαργαριτών. Ο Ροβέρτος Κόρτις διενοήθη να διακινδυνεύση· αλλ' ημείς τον εκωλύσαμεν, διότι οι καρχαρίαι είνε καθ' υπερβολήν πολυάριθμοι και ήθελεν εκτεθή δωρεάν εις θάνατον βέβαιον. Παρατηρώ δ' ενταύθα ότι, εάν είνε δυνατόν να κατορθώση τις να διαφύγη την δίψαν, είτε βυθιζόμενος εις την θάλασσαν, είτε μασών πράγμα τι μετάλλινον, ουχ ούτως όμως και την πείναν, διότι ουδέν δύναται να αντικαταστήση την θρεπτικήν ουσίαν. Άλλως τε το ύδωρ δύναται πάντοτε να παραχθή εκ φυσικού τινος γεγονότος, της βροχής φέρ' ειπείν. Άρα, εάν οφείλη τις να μη απελπίζεται τελείως περί της πόσεως, αλλά δύναται όμως να απελπίζεται παντελώς περί της βρώσεως. Και ημείς λοιπόν εν τούτω δη τω σημείω διατελούμεν. Ίνα δε τα πάντα ομολογήσω, τινές των εταίρων μου αποβλέπουσι προς αλλήλους μετά οφθαλμού απλήστου. Ας νοήση έκαστος επί τίνος κλιτύος ολισθαίνουσιν αι σκέψεις ημών, και εις οποίαν αγριότητα δύναται να ωθήση η δυστυχία εγκεφάλους υπό ενός και του αυτού μελήματος ενδελεχώς πειραζομένους! Αφ' ότου παρήλθον τα θυελλώδη νέφη τα δόντα ημίν το ημίωρον της βροχής, ο ουρανός εγένετο πάλιν αίθριος. Ο άνεμος επετάθη επ' ολίγον, αλλά μετ' ου πολύ εκόπασε, το δε ιστίον κρέμαται κατά μήκος του ιστού. Άλλως τε δεν θεωρούμεν πλέον τον άνεμον ως κινητήρα. Πού είνε η σχεδία; τα ρεύματα πού του Ατλαντικού Ωκεανού ώθησαν αυτήν; Ουδείς δύναται ειπείν, ουδέ να εύχεται να πνέη Απηλιώτης μάλλον ή Βορράς ή Νότος. Έν μόνον ζητούμεν παρά του ανέμου, να δροσίζη τα στήθη ημών, να αναμιγνύη και ολίγον τι ατμού εις τον ξηρόν αέρα τον κατατρύχοντα ημάς, να μετριάζη τέλος τον καύσωνα τούτον, όν καταχέει από του ζενίθ ήλιος πύρινος. Επήλθεν η εσπέρα, η δε νυξ θα είνε σκοτεινή μέχρι του μεσονυκτίου, ότε θ' ανατείλη η σελήνη, εισερχομένη εις το τελευταίον αυτής τέταρτον. Οι δε αστερισμοί, ολίγον τι κεκαλυμμένοι υπό ομίχλης, δεν προβάλλουσι την εξαισίαν εκείνην σπινθηροβολίαν την φωτίζουσαν τας ψυχράς νύκτας. Κατατρυχόμενος ώσπερ υπό παραφροσύνης, κατεχόμενος υπό πείνης δεινής, ήτις συνήθως διπλασιάζεται ληγούσης της ημέρας, μεταβαίνω και κατακλίνομαι επί δέματος ιστίων, κειμένου κατά τον δεξιόν τοίχον της σχεδίας και εκεί κύπτω υπεράνω της θαλάσσης όπως αναπνεύσω την εξ αυτών δρόσον. Εκ των εταίρων μου οίτινες είνε κατακεκλιμένοι εν τη συνήθει αυτών θέσει, πόσοι άρα γε ευρίσκουσιν εν τω ύπνω λήθην των δεινών; Ουδείς ίσως· Εγώ δε; τον κενόν εγκέφαλόν μου πολιορκούσιν εφιάλται. Εν τούτοις με κατέλαβεν ασθενική τις κάρωσις, ήτις ούτε εγρήγορσις είνε ούτε ύπνος. Δεν θα ηδυνάμην να είπω πόσον χρόνον έμεινα εν τη εκλυτική ταύτη καταστάσει. Το μόνον δε όπερ ενθυμούμαι είνε ότι κατά τινα στιγμήν ιδιάζουσα τις αίσθησις μ' εξήγαγεν εξ αυτής. Δεν ειξεύρω εάν βλέπω όνειρον, αλλ' η όσφρησίς μου ερεθίζεται υπό οσμής, ήν κατ' αρχάς δεν αναγνωρίζω. Φαίνεται ως αναθυμίασις αόριστος, ήν μοι φέρει εκ διαλειμμάτων υπόλοιπόν τι του ανέμου. Οι ρώθωνές μου εξογκούνται και εισπνέουσι. «Τι μυρίζει»; εκινήθην να αναφωνήσω . . . Αλλ' ώσπερ τι ένστιγμά με κωλύει, και αναζητώ ως αναζητή τις εν τη μνήμη του λέξιν τινα ή όνομα λησμονηθέν. Παρέρχονται στιγμαί τινες. Η δε έντασις της αναθυμιάσεως, ζωηρότερον εκδηλουμένη, προκαλεί ζωηροτέρας εισπνοάς. «Αλλά, λέγω αίφνης, και ως άνθρωπος ενθυμούμενος, είνε οσμή κρέατος ψητού!» Εισπνοή δυνατωτέρα με βεβαιοί ότι αι αισθήσεις μου δεν μ' εξηπάτησαν, και όμως επί της σχεδίας ταύτης . . . Εγείρομαι επί των γονάτων, εισπνέω εκ νέου και, συγχωρηθήτω μοι η έκφρασις, μυχθίζω τον περιέχοντα αέρα! Η αυτή αναθυμίασις προσβάλλει έτι τους ρώθωνάς μου. Είμαι λοιπόν εις το ρεύμα του αντικειμένου του παράγοντος την οσμήν ταύτην, και κατ' ακολουθίαν το αντικείμενον τούτο ευρίσκεται εν τη πρώρα της σχεδίας. Και ιδού εγώ εγκαταλείπων την θέσιν μου, έρπων ως ζώον, ανερευνών ουχί διά των οφθαλμών αλλά διά της ρινός, εισδύων υπό τα ιστία, μεταξύ των σφηκίσκων, ως γάτος προσέχων, και κατ' ουδένα λόγον επιθυμών να διεγείρω την προσοχήν των εταίρων μου. Επί τινα λεπτά της ώρας σύρομαι ούτως εις πάσας τας γωνίας, οδηγούμενος υπό της οσφρήσεως ως κύων ρινηλάτης. Και νυν μεν το ίχνος με διαφεύγει, είτε διότι εγώ απομακρύνομαι του σκοπού, είτε διότι ο άνεμος κοπάζει, νυν δε η αναθυμίασις μ' έρχεται μετά νέας εντάσεως. Κατέχω τέλος το ίχνος τούτο, το ακολουθώ, και αισθάνομαι ότι βαίνω κατ' ευθείαν προς το ζητούμενον. Την στιγμήν ταύτην αφικνούμαι εις την γωνίαν του δεξιού τοίχου της πρώρας και αναγνωρίζω ότι η οσμή είνε κνίσα λίπους καπνιστού. Δεν απατώμαι. Όλαι αι θηλαί της γλώσσης μου φρίσσουσιν υπό επιθυμίας! Ανάγκη τότε να κρυφθώ υπό πυκνήν πτυχήν ιστίων, ψυχή δεν με βλέπει, ψυχή δεν μ' ακούει. Ολισθαίνω επί των γονάτων και των αγκώνων. Εκτείνω την χείρα και λαμβάνω πράγμα τι τετυλιγμένον εντός χαρτίου, το σύρω ταχέως, και βλέπω εις το φως της σελήνης, ήτις ανατέλλει την στιγμήν εκείνην υπεράνω του ορίζοντος. Δεν είνε απάτη. Κρατώ τεμάχιον λίπους, μόλις τέταρτον της λίτρας, αλλ' ικανόν να κατασιγάσω δι' αυτού επί όλην ημέραν τα δεινά μου. Φέρω εις το στόμα μου . . . Χειρ αρπάζει την χείρα μου. Στρέφομαι, μόλις συγκρατών μυκηθμόν. Αναγνωρίζω τον τροφοδότην Χόμμπαρτ. Τα πάντα εξηγούνται, η ιδιάζουσα κατάστασις του Χόμμπαρτ, η υγεία αυτού η σχετικώς διαμείνασα καλλιτέρα των άλλων, τα υποκριτικά αυτού παράπονα. Την στιγμήν του ναυαγίου ηδυνήθη να σώση τρόφιμά τινα, τα εφύλαξε, και αυτός είχε τροφήν εν ώ ημείς απεθνήσκομεν της πείνης! Ω! τον άθλιον! Αλλ' όχι! Ο Χόμμπαρτ έπραξε φρονίμως. Φρονώ ότι είνε άνθρωπος συνετός, προμηθής, και εάν εφύλαξε τροφήν τινα εν αγνοία πάντων, άριστα έπραξε, τόσον καλλίτερα δι' αυτόν . . . και δι' εμέ. Αλλ' ο Χόμμπαρτ δεν νοεί το πράγμα ούτω πως. Αρπάζει την χείρα μου και προσπαθεί να λάβη οπίσω το τεμάχιον του λίπους, αλλά δεν λέγει τίποτε, διότι δεν θέλει να προσελκύση την προσοχήν των συντρόφων του. Αλλά και εμού συμφέρον είνε να σιωπώ, διότι δεν είνε καλόν να έλθωσιν άλλοι και να μ' αρπάσωσι την λείαν ταύτην! Παλαίω λοιπόν σιωπηλώς, αλλά μετά τοσαύτης μάλλον λύσσης, καθ' όσον ακούω τον Χόμμπαρτ λέγοντα μεταξύ των οδόντων του «το τελευταίον μου κομμάτι! η τελευταία μου βουκιά!» Η τελευταία του «βουκιά!». Μοι χρειάζεται πάση θυσία, την θέλω, θα την λάβω! Αρπάζω από τον λαιμόν τον αντίπαλόν μου, όστις αγωνιά υπό την χείρα μου και μετ' ου πολύ απομένει ακίνητος! Και εγώ θραύω το τεμάχιον τούτο του λίπους διά των οδόντων μου, κρατών ταυτοχρόνως τον Χόμμπαρτ ανατετραμμένον . . . . Έπειτα καταλείπων τον ταλαίπωρον, σύρομαι εκ νέου και επανελθών καταλαμβάνω την εν τη πρύμνη θέσιν μου. Ψυχή δεν με είδε! Έφαγον! ΜΖ' — _Τη 18 Ιανουαρίου_. — Αναμένω την ημέραν εν αγωνία εξάλλω. Τι θα είπη ο Χόμμπαρτ; Μοι φαίνεται ότι θα έχη το δικαίωμα να με καταγγείλη! Ουχί! Είνε άτοπον διότι, εάν διηγηθώ τι συνέβη, εάν είπω πώς ο Χόμμπαρτ έζησεν, εν ώ ημείς απεθνήσκομεν της πείνης, πώς ετράφη εν αγνοία και επί βλάβη ημών, οι σύντροφοί του θα τον κατασφάξωσιν αλύπητα. Αλλά δεν πειράζει! Επεθύμουν να είμαι εν πλήρει μεσημβρία. Η πείνα στιγμιαίως ανεχαιτίσθη εν εμοί, ει και το τεμάχιον εκείνο του λίπους ήτο μικρόν πράγμα, μία «βουκιά» και η «τελευταία» ως είχεν είπη ο τάλας εκείνος. Εν τούτοις δεν πάσχω, και το λέγω εκ των μυχίων της καρδίας μου, αισθάνομαι τρόπον τινά τύψιν του συνειδότος, διότι δεν διένειμα το άθλιον τούτο λείψανον μετά των συμπλωτήρων μου. Ώφειλον να ενθυμηθώ την μις Χέρμπυ, τον Ανδρέαν, τον πατέρα του. . . εγώ δε μόνον περί εμαυτού εφρόντισα! Εν τούτοις η σελήνη ανατέλλει, και μετ' ου πολύ παρακολουθούσιν αυτήν αι πρώται λευκαί λάμψεις της πρωίας, ταχέως δε θα γίνη ημέρα, διότι είμεθα υπό τα ταπεινά ταύτα πλάτη, άτινα ούτε αυγήν γινώσκουσιν ούτε λυκαυγές. Δεν έκλεισα οφθαλμόν. Ότε δε υπεφαίνετο ημέρα, ενόμισα ότι βλέπω όγκον άμορφον αιωρούμενον μεσίστιον. Τι είνε το πράγμα τούτο; Δεν δύναμαι ακόμη να το διακρίνω, και μένω εξηπλωμένος επί του δέματος των ιστίων. Αλλ' αι πρώται ακτίνες του ήλιου ολισθαίνουσι τέλος επί της θαλάσσης, και μετ' ου πολύ διακρίνω σώμα όπερ, αιωρούμενον από του άκρου του σχοινίου, υπείκει εις τας κινήσεις της σχεδίας. Προαίσθημα ακράτητόν με έλκει προς το σώμα τούτο, και έρχομαι εις την ρίζαν του ιστού . . . Το σώμα τούτο είνε απηγχονισμένου ανθρώπου. Ο απηγχονισμένος δε ούτος είνε ο τροφοδότης Χόμμπαρτ! Τον ταλαίπωρον! εγώ, μάλιστα εγώ! τον ώθησα εις την αυτοκτονίαν! Κραυγή φρίκης μ' εκφεύγει. Οι συμπλωτήρες μου εγείρονται, βλέπουσι το σώμα, εφορμώσιν επ' αυτού . . . αλλ' ουχί ίνα μάθωσιν εάν υπολείπεται έτι σπινθήρ ζωής! . . . Άλλως τε ο Χόμμπαρτ είνε νεκρός πλέον, το δε πτώμα του ήδη ψυχρόν. Εν ακαρεί το σχοινίον κόπτεται και ο αρχιναύτης, ο Δαούλας, ο Γύγξτροπ, ο Φάλστεν, άλλοι τινές είνε εκεί κεκλιμένοι επί του πτώματος τούτου . . . . Ουχί! δεν είδον! . . . Δεν ηθέλησα να ίδω! Δεν μετέσχον του βδελυρού τούτου συμποσίου. Ούτε η μις Χέρμπυ, ούτε ο Ανδρέας Λετουρνέρ, ουδέ ο πατήρ του ηθέλησαν να εξαγοράσωσιν ανακούφισιν των δεινών των επί τη τιμή ταύτη! Περί δε του Ροβέρτου Κόρτις . . . αγνοώ . . . Δεν ετόλμησα να τον ερωτήσω. Ως προς δε τους άλλους, τον αρχιναύτην, τον Δαούλαν, τον Φάλστεν, τους ναύτας! Ω! ο άνθρωπος μεταβαλλόμενος εις άγριον θηρίον . . . . Φοβερόν πράγμα! Οι κκ. Λετουρνέρ, η μις Χέρμπυ και εγώ κρυπτόμεθα υπό την σκηνήν, ουδέν θελήσαντες να ίδωμεν! Αρκεί ότι ηκούομεν! Ο Ανδρέας Λετουρνέρ ήθελε να επιπέση κατά των καννιβάλων τούτων να τους αποσπάση τα φρικαλέα ταύτα λείψανα! Εδέησε δε να παλαίσω προς αυτόν ίνα τον συγκρατήσω. Και όμως ήτο δικαίωμά των των ταλαίπωρων τούτων! Διότι ο Χόμμπαρτ ήτο νεκρός! δεν τον εφόνευσαν! Και ως είπε ποτε ο αρχιναύτης «προτιμότερον να φάγη τις νεκρόν ή ζωντανόν!» Τις οίδε νυν εάν η σκηνή αύτη μη είνε ο πρόλογος δράματός τινος αποτροπαίου, μέλλοντος να καθαιμάξη την σχεδίαν! Πάσας τας παρατηρήσεις ταύτας είπον προς τον Ανδρέαν Λετουρνέρ, αλλά δεν ηδυνήθην να διασκεδάσω την φρίκην αυτού, ήτις είχε κορυφωθή εις το έπακρον! Εν τούτοις σκέφθητε ότι αποθνήσκομεν της πείνης, οκτώ δε των συμπλωτήρων ημών θα διαφύγωσιν ίσως τον φρικαλέον τούτον θάνατον! Ο Χόμμπαρτ διά των προμηθειών άς είχε κρύψη ήτο ο ακμαιότατος πάντων ημών, ουδεμία δε οργανική νόσος είχεν αλλοιώση τους ιστούς αυτού. Απηλλάγη δε του ζην εν πληρεστάτη υγιεία υπό κτηνώδους αποφάσεως! Αλλ' εις τίνας φρικαλέους διαλογισμούς το πνεύμα μου παρασύρεται; Οι καννίβαλοι ούτοι μοι εμποιούσιν μάλλον φθόνον ή φρίκην; Τούτων τις την στιγμήν ταύτην εγείρει φωνήν. Ο ξυλουργός Δαούλας. Λέγει δε να εξατμίσωσι θαλάσσιον ύδωρ εις τον ήλιον, ίνα συλλέξωσιν άλας. «Και θα αλατίσωμεν το υπόλοιπον, λέγει. — Ναι,» αποκρίνεται ο αρχιναύτης. Έπειτα ουδέν πλέον. Αναμφιβόλως η πρότασις του ξυλουργού εγένετο αποδεκτή, διότι δεν ακούω πλέον τίποτε. Σιωπή βαθεία αποκαθίσταται εν τη σχεδία, και εικάζω ότι οι συμπλωτήρες μου υπνώττουσι. Δεν πεινώσι πλέον. ΜΗ' — _Τη 10 Ιανουαρίου_. — Την 19 Ιανουαρίου ο αυτός ουρανός, η αυτή θερμοκρασία. Η νυξ ουδεμίαν επιφέρουσα μεταρρύθμισιν εν τη καταστάσει της ατμοσφαίρας. Ουδέ ολίγας ώρας ηδυνήθην να κοιμηθώ. Περί την πρωίαν ακούω κραυγάς οργής εκρηγνυμένας εν τη σχεδία. Οι κκ. Λετουρνέρ και η μις Χέρμπυ, διατρίβοντες μετ' εμού υπό την σκηνήν, εγείρονται. Αποσύρω την οθόνην και βλέπω τι συμβαίνει. Ο αρχιναύτης, ο ξυλουργός Δαούλας, οι άλλοι ναύται είνε εις το έπακρον εξηρεθισμένοι. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις, καθήμενος εν τη πρύμνη, εγείρεται, και μαθών τι εξάπτει την οργήν των προσπαθεί να τους πραΰνη. «Όχι! όχι! θα μάθωμεν ποιος το έκαμεν, είπεν ο Δαούλας περιφέρων βλέμμα άγριον. — Ναι, επαναλαμβάνει ο αρχιναύτης, εδώ μέσα είνε κλέπτης, εχάθη εκείνο που μας ειχε περισσεύση. — Δεν είμ' εγώ! — Ουδ' εγώ!» αποκρίνονται κατά σειράν οι ναύται. Και βλέπω τους ταλαιπώρους ανερευνώντας πάσας τας γωνίας, εγείροντας τα ιστία, μετατοπίζοντας τους σφηκίσκους. Η δε οργή των αυξάνει καθ' όσον βλέπουσι τας ερεύνας των άνευ τινός αποτελέσματος. Ο αρχιναύτης έρχεται προς με και μοι λέγει: «Θα τον ειξεύρετε τον κλέπτην. — Δεν ειξεύρω τι μου λέγεις», αποκρίνομαι εγώ. Ο Δαούλας καί τινες των ναυτών έρχονται πλησίον. «Εψάξαμεν παντού, είπεν ο Δαούλας. Τώρα μένει μόνον αυτή η σκηνή. — Κανείς από 'μας δεν εξήλθεν από την σκηνήν, Δαούλα. — Πρέπει να ιδούμεν! — Όχι! αφήσατε ησύχους αυτούς που αποθνήσκουν της πείνης. — Κύριε Κάζαλλον, μοι λέγει ο αρχιναύτης κρατούμενος, δεν σας κατηγορούμεν . . . . Αν τυχόν και επήρε κανείς από σας το μερτικόν του, που δεν το ήθελε χθες, είνε δικαίωμά του, και το έχει καλά παρμένο. Αλλά εχάθη όλον το κομμάτι, εκαταλάβατε; — Να ψάξωμε 'ς την σκηνήν!» αναφωνεί ο Σάνδων. Οι ναύται προβαίνουσιν, εγώ δε δεν δύναμαι να αντισταθώ εις τους ταλαιπώρους τούτους, ούς η οργή τυφλώνει. Δεινός φόβος με καταλαμβάνει. Μήπως ο κ. Λετουρνέρ, ουχί δι' εαυτόν, αλλά χάριν του υιού του, προέβη μέχρι του να λάβη . . . Εάν το έπραξε, θα κατασπαραχθή υπό των μαινομένων τούτων. Παρατηρώ τον Ροβέρτον Κόρης, ως ζητών παρ' αυτού προστασίαν. Ο Ροβέρτος Κόρτις ελθών ίσταται πλησίον μου. Αι δύο χείρες του είνε βεβυθισμέναι εντός των θυλακίων, αλλά μαντεύω ότι είνε ωπλισμέναι. Εν τούτοις τη προσταγή του αρχιναύτου η μις Χέρμπυ και οι κκ. Λετουρνέρ ηναγκάσθησαν να καταλίπωσι την σκηνήν, ήν οι ναύται ηρεύνησαν μέχρι και των αποκρυφωτάτων γωνιών, αλλά μάτην ευτυχώς. Είνε δε πρόδηλον ότι, αφ' ού το λείψανον του Χόμμπαρτ εγένετο άφαντον, είχε ριφθή εις την θάλασσαν. Ο αρχιναύτης, ο ξυλουργός, οι ναύται κατατρύχονται υπό φρικαλέου απελπισμού. Αλλά τις εποίησε τούτο; Αποβλέπω προς την μις Χέρμπυ και τον κ. Λετουρνέρ· αλλά το βλέμμα των αποκρίνεται ότι δεν είνε αυτοί. Οι οφθαλμοί μου φέρονται προς τον Ανδρέαν, όστις αποστρέφει επί στιγμήν την κεφαλήν. Ταλαίπωρε νεανία! Αυτός; Και εάν αυτός, άρα γε κατανοεί τα παρακολουθήματα της πράξεως ταύτης; ΜΘ' — _Από της 20 μέχρι της 22 Ιανουαρίου_. — Κατά τας επομένας ημέρας οι μετασχόντες του αποτροπαίου δείπνου της 18 Ιανουαρίου ολίγον ταλαιπωρούνται, αφ' ού έφαγον και έπιον. Αλλά η μις Χέρμπυ, ο Ανδρέας Λετουρνέρ, ο πατήρ του, εγώ είνε δυνατόν να περιγραφή τι πάσχομεν! Δεν είμεθα αξιολύπητοι διά την απώλειαν των λειψάνων τούτων! . . . Εάν τις ημών αποθάνη, θα ανθέξωμεν; . . . Ο αρχιναύτης Δαούλας και οι άλλοι μετ' ου πολύ κατελήφθησαν αύθις υπό της πείνης, και παρατηρούσιν ημάς μετά οφθαλμών πεπλανημένων. Είμεθα λοιπόν λεία βεβαία αυτών; Αληθώς ότι μάλιστα κατατρύχει ημάς δεν είνε η πείνα, αλλ' η δίψα. Μάλιστα! Μεταξύ σταγόνων τινών ύδατος και ψιχίων τινών διπυρίτου ουδείς ημών ήθελε διστάση. Τούτο ερρήθη πάντοτε υπό ναυαγών διατελούντων εν αίς και ημείς περιστάσεσι, και είνε αληθές. Πάσχει τις μάλλον υπό της δίψης ή υπό της πείνης, και ταχύτερον αποθνήσκει. Και, ω του φοβερού δεινού! έχει τις πέριξ αυτού το θαλάσσιον τούτο ύδωρ, όπερ ο οφθαλμός βλέπει ούτως ομοιάζον προς το γλυκύ ύδωρ! Πολλάκις προσεπάθησα να πίω σταγόνας τινάς, αλλά προεκάλεσεν εν εμοί αφορήτους ναυτίας και δίψαν δεινοτέραν μετά ταύτα ή πρότερον. Α! Αρκεί, αρκεί! Τεσσαράκοντα δύο ημέραι είνε αφ' ότου κατελίπομεν το πλοίον! Τις ημών δύναται να εξαπατηθή του λοιπού; Δεν είμεθα προωρισμένοι να αποθάνωμεν μετ' αλλήλους και δια του χειρίστου των θανάτων! Αισθάνομαι ότι ώσπερ τις ομίχλη συμπυκνούται περί τον εγκέφαλόν μου. Προσεγγίζει να με καταλάβη ως παραφροσύνη. Αγωνίζομαι να συγκρατήσω την φεύγουσαν διάνοιάν μου. Η παραφροσύνη αύτη με φοβίζει! Πού θα με οδηγήση; Θα είμαι αρκούντως ισχυρός ίνα αναλάβω το λογικόν μου; . . Συνήλθον, — μετά πόσας ώρας δεν θα ηδυνάμην να είπω. Το μέτωπόν μου ήτο κεκαλυμμένον υπό σπληνίων [98] θαλασσοβρέκτων τη φροντίδι της μις Χέρμπυ. Αλλ' αισθάνομαι ότι ολίγος έτι χρόνος ζωής μοι υπολείπεται! Σήμερον, 22 του μηνός, σκηνή φρικαλέα. Ο μαύρος Γύγξτροπ, καταληφθείς αίφνης υπό σφοδράς μανιώδους παραφροσύνης, διατρέχει την σχεδίαν ωρυόμενος. Ο Ροβέρτος Κόρτις θέλει να τον συγκρατήση, αλλά μάτην! Επιπίπτει καθ' ημών θέλων να μας καταβροχθίση, και αναγκαζόμεθα να αμυνώμεθα κατά των επιθέσεων του άγριου τούτου θηρίου. Ο Γύγξτροπ ήρπασε μοχλόν και είνε δυσχερές να αποκρούη τις τα κτυπήματά του. Αλλ' αίφνης υπό τροπής ήν μόνος ο παροξυσμός της παραφροσύνης εξηγεί, η λύσσα του Γύγξτροπ στρέφεται καθ' εαυτού. Σπαράσσει τας σάρκας του διά των οδόντων, διά των ονύχων, ρίπτων το αίμα του κατά πρόσωπον ημών και κραυγάζων: «Πιέτε! πιέτε!» Επί τινας στιγμάς αγωνιά ούτω πως και κατευθύνεται προς την πρύμναν της σχεδίας κράζων αδιαλείπτως: «Πιέτε! πιέτε!» Έπειτα ορμά και ακούω το σώμα του καταπίπτον εις την θάλασσαν. Ο αρχιναύτης, ο Φάλστεν, ο Δαούλας σπεύδουσιν ίνα παραλάβωσι το πτώμα, αλλ' ουδέν άλλο βλέπουσιν ή κύκλον ευρύν κόκκινον, και εν μέσω αυτού παλαίοντας καρχαρίας τεραστίους! Ν' — _Τη 22 και 23 Ιανουαρίου_. — Ένδεκα πλέον συμπλωτήρες είμεθα, και νυν μοι φαίνεται των αδυνάτων να μη μετρή εκάστη ημέρα και νέον θύμα. Το οίον δήποτε τέλος του δράματος τούτου προσεγγίζει. Εντός οκτώ ημερών ή θα έχωμεν προσορμισθή εις την γην, ή πλοίον τι θα έχη διασώση τους ναυαγούς. Ει δε μη, ο έσχατος των επιζώντων επιβατών του _Σάνσελλορ_ θα ζήση. Την 23 η όψις του ουρανού μετεβλήθη, ο άνεμος διαφερόντως επετάθη, γενόμενος την νύκτα Μέσης (ΒΑ). Το ιστίον της σχεδίας εκολπώθη και ολκός αρκούντως διακρινόμενος δεικνύει ότι η σχεδία μετατοπίζεται επαισθητώς, τρία μίλια την ώραν κατά τους υπολογισμούς του πλοιάρχου. Ο Ροβέρτος Κόρτις και ο μηχανικός Φάλστεν είνε βεβαίως οι σθεναρώτατοι μεταξύ ημών. Ει και η ισχνότης αυτών είνε εσχάτη, υπομένουσιν όμως τας στερήσεις ταύτας εις τρόπον θαυμαστόν. Των αδυνάτων να παραστήσω εις οποίον έσχατον βαθμόν κατήντησεν η τλήμων [99] μις Χέρμπυ. Είνε ψυχή πλέον, αλλά ψυχή ακμαία έτι, και όλη αυτής η ζωή φαίνεται καταφυγούσα εις τους οφθαλμούς, οίτινες λάμπουσιν ασυνήθως. Ζη εν τω ουρανώ, ουχί επί της γης! Και όμως, ανήρ ζωηρότατος, νυν όλως καταβεβλημένος είνε ο αρχιναύτης. Είνε δε αγνώριστος. Την κεφαλήν έχων νεύουσαν επί του στήθους, τας μακράς οστεώδεις χείρας ηπλωμένας επί των γονάτων, ών αι οξείαι επιγονατίδες εξέχουσιν υπό την τετριμμένην περισκελίδα, διατελεί καθήμενος έν τινι γωνία της σχεδίας, ουδόλως εγείρων τους οφθαλμούς. Πολύ δε διάφορος της μις Χέρμπυ, αυτός ζη μόνον διά του σώματος· τοιαύτη δε είνε η ακινησία του, ώστε υποθέτω ενίοτε ότι έπαυσε του ζην. Ούτε λόγοι, ούτε καν στεναγμοί επί της σχεδίας ταύτης. Σιγή άκρα. Λέξεις διαμείβονται καθ' εκάστην ουδέ καν δέκα. Άλλως τε αι ολίγαι τινές λέξεις άς θα ηδύναντο να προφέρωσιν η γλώσσα ημών, τα οιδαλέα και απεσκληρυμένα χείλη, θα ήσαν όλως ακατάληπτοι. Η σχεδία πλέον φέρει φάσματα κατεσκληκότα [100], έξαιμα, ουδέν έχοντα το ανθρώπινον! ΝΑ' — _Τη 24 Ιανουαρίου_. — Πού είμεθα; Πού του Ατλαντικού Ωκεανού παρεσύρθη η σχεδία; Δις ηρώτησα τον Ροβέρτον Κόρτις, όστις αορίστως μόνον ηδυνήθη να μ' αποκριθή. Αλλ' όμως, επειδή εξηκολούθει σημειών την διεύθυνσιν των ρευμάτων και των ανέμων, νομίζει ότι θα ήχθημεν πάλιν προς Ζέφυρον (Δ), τούτ' έστι προς το μέρος της ξηράς. Σήμερον ο άνεμος εκόπασε τέλεον. Εν τούτοις υπάρχει επί της επιφανείας της θαλάσσης σάλος ευρύς, δεικνύων ότι ταραχή τις των υδάτων συνέβη προς Απηλιώτην (Α). Τρικυμία αναμφιβόλως θα ανέτρεψε το μέρος τούτο του Ατλαντικού. Η σχεδία καταπονείται πολύ υπό των κυμάτων, ο δε Ροβέρτος Κόρτις, ο Φάλστεν, ο ξυλουργός καταβάλλουσι το υπολειπόμενον των δυνάμεων αυτών προς στερέωσιν των μερών της σχεδίας, των κινδυνευόντων να διαλυθώσι. Αλλά προς τι κοπιώσιν. Ας διαλυθώσι τέλος αι σανίδες αύται εις τα εξ ών συνετέθησαν. Ας μας καταπίη ο Ωκεανός ούτος! λίαν πολύν χρόνον αμφισβητούμεν αυτώ την αθλίαν ημών ζωήν! Αληθώς τα δεινά ημών εκορυφώθησαν εις τον ύπατον βαθμόν όν δύναται να υπομένη ο άνθρωπος. Αδύνατον δε να γίνωσιν έτι δεινότερα. Ο καύσων είνε αφόρητος. Τηκτόν μόλυβδον διαχέει ο ουρανός εφ' ημών. Ο ιδρώς πλημμυρεί ημάς διά των ρακωδών ενδυμάτων ημών, η δε διαπνοή αύτη αυξάνει έτι μάλλον την δίψαν. Ουχί, δεν δύναμαι να παραστήσω ό τι συναισθάνομαι! Αι λέξεις ελλείπουσιν όταν τις θέλη να εκφράση δεινά υπεράνθρωπα! Ο μόνος τρόπος αναψυχής, εις όν ενίοτε ηδυνάμεθα να καταφεύγωμεν, είνε ήδη απηγορευμένος ημίν, και ουδείς διανοείται να λουσθή εν τη θαλάσση, διότι από του θανάτου του Γύγξτροπ οι καρχαρίαι προσερχόμενοι αγεληδόν περικυκλούσι την σχεδίαν. Προσεπάθησα σήμερον να πορισθώ ολίγον ύδωρ πόσιμον, εξατμίζων ύδωρ θαλάσσιον. Αλλά, ει και κατέβαλον πλείστην υπομονήν, μόλις επιτυγχάνω να υγράνω τεμάχιον υφάσματος. Άλλως τε το προς βράσιν του ύδατος αγγείον δεν ηδυνήθη ν' ανθέξη εις το πυρ, διερράγη, και ηναγκάσθην να παραιτηθώ της εργασίας ταύτης. Ο μηχανικός Φάλστεν είνε ήδη σχεδόν απειρηκώς [101] και ολίγας τινάς ημέρας θα επιζήση. Εγείρων τους οφθαλμούς δεν τον βλέπω καν πλέον. Κατεκλίθη υπό τα ιστία ή απέθανε; Μόνος ο δραστήριος Κόρτις ίσταται όρθιος κατά την πρώραν της σχεδίας και παρατηρεί! Όταν συλλογίζωμαι ότι ο ανήρ ούτος . . . . ελπίζει έτι! Εγώ απέρχομαι να κατακλιθώ κατά την πρύμναν, αναμένων εκεί τον θάνατον. Όσον τάχιστα, τόσον καλλίτερον. Πόσαι παρήλθον ώραι, αγνοώ . . . . Αίφνης ακούω καγχασμούς. Εξ άπαντος παρεφρόνησέ τις ημών! Οι καγχασμοί ούτοι διπλασιάζονται. Εγώ δε δεν ανεγείρω την κεφαλήν. Ολίγον μοι μέλει. Εν τούτοις λέξεις τινές ασυνάρτητοι έρχονται μέχρι εμού. «Ένα λιβάδι! ένα λιβάδι! Πράσινα δένδρα! και από κάτω από τα δένδρα μία ταβέρνα! γρήγορα! γρήγορα! Φέρτε μπράντεβιν, τζιν, νερό μία λίρα τη σταλαγματιά.! Πληρώνω! Έχω χρήματα! έχω χρήματα!» Ω! τον ταλαίπωρον παρακρούοντα! Όλον το χρήμα της Τραπέζης δεν θα ηδύνατο να σοι δώση μίαν σταγόνα ύδατος επί του παρόντος! Ο ναύτης Φλαίπολ είνε ο καταληφθείς υπό παραφροσύνης, και ανακράζει: «Γη! γη είνε εκεί!» Η λέξις αύτη και νεκρόν ήθελε γαλβανίση. Καταβάλλω επώδυνον προσπάθειαν και ανορθούμαι. Ουδεμία γη! Ο Φλαίπολ περιπατεί επί του κρηπιδώματος και γελά. Άδει νεύων προς παραλίαν τινά φανταστικήν. Βεβαίως αι άμεσοι αντιλήψεις της ακοής αυτού, της όψεως, της γεύσεως εξέλιπον, αλλ' αναπληροί αυτάς φαινόμενόν τι καθαρώς εγκεφαλικόν. Όθεν λαλεί προς φίλους απόντας, παρασύρων αυτούς εις το εν Κάρδιφ καπηλείον του, _Εις τα όπλα του Γεωργίου_, εκεί δε προσφέρει τζιν, ουίσκυ, ύδωρ — ύδωρ προ πάντων, ύδωρ όπερ τον μεθύσκει! Βαδίζει επί των εξηπλωμένων τούτων σωμάτων, προσκόπτων κατά παν βήμα, καταπίπτων, ανεγειρόμενος, άδων διά φωνής μεθύοντος ανθρώπου. Φαίνεται διατελών εν τω ανωτάτω βαθμώ της μέθης. Κατεχόμενος δε υπό της παραφροσύνης αυτού, δεν πάσχει πλέον, η δε δίψα του κατεσιγάσθη! Α! επεθύμουν να ήμην και εγώ κατειλημμένος υπό παρακρούσεως ως αυτός! Ο τάλας λοιπόν θα τελευτήση όπως ο μαύρος Γύγξτροπ, ριπτόμενος εις τα κύματα; Τούτο φαίνονται διανοηθέντες ο Δαούλας, ο Φάλστεν και ο αρχιναύτης, διότι, εάν ο Φλαίπολ θέλη να φονευθή, δεν θα τον αφήσωσι να το πράξη «άνευ ίδιας αυτών ωφελείας!» Όθεν παρευθύς ανεγείρονται, και τον παρακολουθούσι παραφυλάττοντες. Εάν ο Φλαίπολ θέλη να ριφθή εις την θάλασσαν, θα διαμφισβητήσωσιν αυτόν προς τους καρχαρίας! Αλλά δεν έμελλε να γίνωσιν ούτω τα πράγματα. Κατά την παράκρουσιν αυτού ο Φλαίπολ έφθασε πράγματι εις τον ύπατον βαθμόν της μέθης, ως εάν είχε μεθυσθή εκ των ποτών, άτινα προσέφερεν εν τη παραφροσύνη του, και καταπεσών ως όγκος απεκοιμήθη ύπνον μολύβδινον. ΝΒ' — _Τη 25 Ιανουαρίου_. — Η νυξ της 24 προς την 25 Ιανουαρίου εγένετο ομιχλώδης και, ουκ οίδα τινος ένεκα φαινομένου, εκ των θερμοτάτων νυκτών άς δύναταί τις να φαντασθή. Η ομίχλη αύτη είνε πνιγηρά. Νομίζει τις ότι είς σπινθήρ ήθελεν εξαρκέση να μεταδώση εις αυτήν το πυρ, ως εις εκρηκτικήν τινα ουσίαν. Η σχεδία ου μόνον είνε στάσιμος, αλλ' ουδεμίαν πλέον κίνησιν αισθάνεται. Ενίοτε ερωτώ εμαυτόν εάν έτι επιπλέη. Κατά την νύκτα ταύτην προσπαθώ να μετρήσω πόσοι είμεθα επί της σχεδίας. Μοι φαίνεται δε ότι είμεθα ένδεκα, αλλά μόλις δύναμαι να συγκεντρώσω τας αναγκαίας εννοίας, ίνα καταρτίσω τον υπολογισμόν τούτον, διότι οτέ μεν ευρίσκω δέκα, οτέ δε δώδεκα, αλλά θα είνε ένδεκα, μετά τον θάνατον του Γύγξτροπ. Αύριον θα είνε μόνον δέκα, διότι εγώ θα είμαι νεκρός. Αισθάνομαι καλώς τω όντι ότι εγγίζω εις το τέρμα των δεινών μου, διότι όλος μου ο βίος διέρχεται προ της μνήμης μου. Την πατρίδα μου, τους φίλους μου, την οικογένειάν μου εδόθη μοι να επανίδω το ύστατον ήδη εν ονείρω. Περί την πρωίαν εξηγέρθην, εάν δύναταί τις να αποκαλέση ύπνον την νοσηράν ταύτην κάρωσιν εν ή είμαι βεβυθισμένος. Ο Θεός να με συγχωρήση, αλλά διανοούμαι σπουδάζων να θέσω τέρμα εις τον βίον μου. Η ιδέα αύτη εντυπούται εν τω εγκεφάλω μου, και αισθάνομαι ηδονήν τινα, λέγων κατ' εμαυτόν ότι τα δεινά ταύτα θα λήξωσιν όταν εγώ θελήσω. Ανακοινώ την απόφασίν μου τω Ροβέρτω Κόρτις μετά μοναδικής ηρεμίας πνεύματος. Ο δε πλοίαρχος εις απάντησιν νεύει καταφατικώς. Έπειτα δε μοι λέγει: «Εγώ τουλάχιστον δεν θα φονευθώ, διότι η πράξις μου θα ήτο εγκατάλειψις της θέσεώς μου. Εάν ο θάνατος δεν με 'πάρη προ των συντρόφων μου, θα μείνω ο έσχατος επί της σχεδίας ταύτης!» Η ομίχλη επιμένει. Πλέομεν δε εν τω μέσω ατμοσφαίρας υποτέφρου, ουδέ την επιφάνειαν του ύδατος δυνάμενοι πλέον να ίδωμεν. Η ομίχλη ανέρχεται εκ του Ωκεανού ως νεφέλη πυκνή, αλλ' αισθανόμεθα καλώς ότι υπεράνω αυτής λάμπει ήλιος φλογερός, όστις μετ' ου πολύ θα αντλήση όλους τούτους τους ατμούς. Περί ώραν εβδόμην νομίζω ότι ακούω φωνάς πτηνών υπεράνω της κεφαλής μου. Ο δε Ροβέρτος Κόρτις διατελών όρθιος, ακροάται απλήστως των φωνών τούτων. Αι φωναί δε αύται επαναλαμβάνονται τρις. Την τρίτην φοράν πλησιάζω και ακούω τον πλοίαρχον ψιθυρίζοντα υποκώφως: «Πτηνά. . . αλλά τότε . . . η γη θα είνε εδώ πλησίον! . .» Ο Ροβέρτος Κόρτις πιστεύει λοιπόν ακόμη εις την γην. Αλλ' εγώ όμως δεν πιστεύω! Ούτε ήπειροι υπάρχουσιν, ούτε νήσοι. Η δε σφαίρα ουδέν άλλο είνε ή σφαιροειδές τι υγρόν, ως και εν τη δευτέρα περιόδω του σχηματισμού αυτής! Εν τούτοις αναμένω την άρσιν της ομίχλης μετά τινος αγωνίας, ουχί διότι ελπίζω να διακρίνω γην, αλλά διότι με κατέχει άτοπος σκέψις ελπίδος ανεκτελέστου και σπεύδω να απαλλαχθώ αυτής. Μόνον περί την ενδεκάτην η ομίχλη άρχεται διαλυομένη. Εν ώ δε αι πυκναί αυτής έλικες κυλίονται επί της επιφανείας των κυμάτων, διαβλέπω διά τινων ανωτέρων οπών το κυανούν του ουρανού. Ακτίνες ζωηραί διέρχονται διά της ομίχλης, και κεντούσιν ημάς ως βέλη μετάλλινα πεπυρακτωμένα. Αλλ' η συμπύκνωσις αύτη των ατμών τελείται εν τοις άνω στρώμασι και δεν δύναμαι έτι να παρατηρήσω τον ορίζοντα. Επί ημίωρον αι συστροφαί αύται περιβάλλουσιν ημάς και δεν διαλύονται άνευ δυσχερείας, διότι ουδόλως πνέει άνεμος. Ο Ροβέρτος Κόρτις, εστηριγμένος επί του χείλους του κρηπιδώματος, προσπαθεί να διαπεράση το πυκνόν τούτο εξ ομίχλης παραπέτασμα. Τέλος ο ήλιος εν όλω αυτού τω καύσωνι καθαρίζει την επιφάνειαν του Ωκεανού, η ομίχλη υποχωρεί, το φως εκτείνεται εις ακτίνα μείζονα και επιφαίνεται ο ορίζων. Ο ορίζων δε ούτος είνε οποίος και από έξ ήδη εβδομάδων, — γραμμή συνεχής και κυκλική, εφ' ής συγχέονται ουρανός και ύδωρ! Ο Ροβέρτος Κόρτις αποβλέψας περί εαυτόν δεν λέγει λέξιν. Α! Τον οικτίρω ειλικρινώς, διότι εκ πάντων ημών αυτός μόνος δεν δικαιούται να τελευτήση τον βίον οπόταν θελήση. Εγώ δε θα αποθάνω αύριον, και εάν δεν με πλήξη ο θάνατος, εγώ θα τον προϋπαντήσω. Περί δε των συμπλωτήρων μου αγνοώ εάν είνε ζώντες έτι, αλλά μοι φαίνεται ότι πολλαί ημέραι παρήλθον αφ' ότου δεν τους είδον. Επανήλθεν η νυξ, αλλά δεν ηδυνήθην να κοιμηθώ επί μίαν καν στιγμήν. Περί ώραν δευτέραν η δίψα τοσούτον με βασανίζει, ώστε δεν δύναμαι να καταστείλω τας κραυγάς μου. Τι! πριν αποθάνω δεν θα απολαύσω της υπερτάτης ηδονής του να κατασβέσω το πυρ το κατακαίον το στήθος μου. Ναι! θα πίω το ίδιον μου αίμα ελλείψει του αίματος των άλλων. Και γινώσκω μεν ότι τούτο εις ουδέν θα μ' ωφελήση, αλλά τουλάχιστον θα εξαπατήσω το πάθος μου. Και άμ' έπος άμ' έργον. Κατορθώ να ανοίξω το μαχαιρίδιόν μου, ο βραχίων μου είνε γυμνός, διά πληγής ταχείας κόπτω μίαν φλέβα, το αίμα εξέρχεται στάγδην, και εγώ κατέσβεσα την δίψαν μου εν τη πηγή ταύτη της ζωής μου! το αίμα τούτο επανέρχεται εις εμέ, κατασιγάζει στιγμιαίως τα φρικαλέα δεινά μου και έπειτα στειρεύει, δεν έχει την δύναμιν να ρεύση! Πόσον η αύριον βραδύνει να έλθη! Μετά της ημέρας ομίχλη πυκνή συνήχθη πάλιν εν τω ορίζοντι και συνέστειλε τον κύκλον, ού το κέντρον αποτελεί η σχεδία. Είνε δε η ομίχλη αύτη καυστηρά ως οι ατμοί οι εκφεύγοντες εκ λέβητος. Σήμερον είνε η εσχάτη των ημερών μου. Πριν αποθάνω ασμένως [102] θα θλίψω χείρα φιλικήν. Ο Ροβέρτος Κόρτις είν' εδώ πλησίον μου. Σύρομαι μέχρι αυτού και λαμβάνω την χείρα του. Εκείνος με νοεί, γινώσκει ότι είνε αποχαιρετισμός, και φαίνεται ότι, κινούμενος υπό τελευταίας σκέψεως ελπίδος, θέλει να με κρατήση! Αλλ' ανωφελώς. Επεθύμουν να επανίδω τους κκ. Λετουρνέρ, την μις Χέρμπυ . . . αλλά δεν τολμώ, διότι η νεάνις ήθελεν αναγνώση εν τοις οφθαλμοίς μου την απόφασίν μου! θα μοι έλεγε περί Θεού, περί της άλλης ζωής ήν οφείλομεν να προσδοκώμεν! Αλλά να προσδοκώ . . . εγώ δεν έχω πλέον το θάρρος . . . Ο Θεός ας με συγχωρήση! Επανέρχομαι προς την πρύμναν της σχεδίας, και μετά μακράς προσπαθείας κατορθώνω να σταθώ όρθιος παρά τω ιστώ. Το ύστατον ήδη διατρέχω διά του βλέμματος την ανελεήμονα ταύτην θάλασσαν, τον ορίζοντα τούτον όστις δεν μετατοπίζεται! Και γη αν μοι ενεφανίζετο και ιστίον εάν υψούτο υπεράνω των κυμάτων, εγώ ήθελον νομίση ότι είμαι παίγνιον απάτης . . . Αλλ' η θάλασσα είνε έρημος! Είνε δεκάτη ώρα προ μεσημβρίας, η στιγμή του τέλους μου! Οι στροφοί της πείνης, οι νυγμοί της δίψης κατασπαράττουσί με μετά νέας σφοδρότητος. Η ορμή της συντηρήσεως εσβέσθη εν εμοί, και μετά τινας στιγμάς θα έχω παύση των δεινών μου. Θεέ των οικτιρμών, παράλαβέ μου το πνεύμα! Αλλά την στιγμήν εκείνη φωνή τις ακούεται. Αναγνωρίζω την φωνήν του Δαούλα. Ο ξυλουργός είνε πλησίον του Ροβέρτου Κόρτις. «Πλοίαρχε, λέγει, θα βάλωμεν κλήρον.» Ενώ ήμην έτοιμος να ριφθώ εις την θάλασσαν, ίσταμαι. Διατί; Ουδ' εγώ ειξεύρω το διατί, αλλ' όμως επανέρχομαι εις την πρύμναν της σχεδίας. ΝΓ' — _Τη 26 Ιανουαρίου_ — Η πρότασις εγένετο, πάντες δε την ήκουσαν και πάντες την ενόησαν. Από τινων δε ημερών είχεν αύτη κατασταθή προκατάληψης, ήν ουδείς ετόλμα να διατυπώση. Θα ριφθή κλήρος! Ο δε λαχών θα διαμελισθή και έκαστος θα λάβη την μερίδα του. Λοιπόν, έστω! Αν εγώ λάχω, δεν θα μεμψιμοιρήσω. Μοι φαίνεται ότι προυτάθη εξαίρεσις υπέρ της μις Χέρμπυ υπό του Ανδρέου Λετουρνέρ. Αλλά ψίθυρος οργής διατρέχει μεταξύ των ναυτών, διότι είμεθα ένδεκα, λοιπόν έκαστος ημών έχει δέκα πιθανότητας υπέρ εαυτού και μίαν κατά· η δε προτεινομένη εξαίρεσις ήθελε μεταβάλη την αναλογίαν ταύτην. Ώστε και η μις Χέρμπυ θα υποστή την κοινήν τύχην. Είνε δε τότε ώρα δεκάτη και ημίσεια προ μεσημβρίας. Ο αρχιναύτης, όν η πρότασις του Δαούλα εζωογόνησεν, επιμένει να γίνη η κλήρωσις παραχρήμα. Και έχει δίκαιον. Άλλως τε ουδείς ημών θέλει την ζωήν. Ο λαχών ημέρας τινάς μόνον, ώρας τινάς ίσως θα προηγηθή των εν θανάτω εταίρων του. Πας τις γινώσκει τούτο και δεν φοβείται διότι θ' αποθάνη. Αλλά να μη ταλαιπωρήται υπό της πείνης ταύτης μίαν ή δύο ημέρας, να μη συναισθάνεται πλέον την δίψαν ταύτην, ιδού τι έκαστος θέλει, όπερ και γενήσεται. Δεν δύναμαι να είπω πώς έκαστον των ονομάτων ημών ευρέθη εν τω πυθμένι τινός πίλου. Ο Φάλστεν ίσως θα τα έγραψεν επί φύλλου αποσπασθέντος εκ του σημειωματαρίου του. Τα ένδεκα ονόματα είνε εκεί. Συνεφωνήθη δε ασυζητητεί ότι το τελευταίον εξελθόν όνομα θα είνε το θύμα. Τις θα προβή εις την κλήρωσιν; Ενδοιασμός τις διεγείρεται, «Εγώ!» αποκρίνεταί τις ημών. Στρέφομαι και αναγνωρίζω τον κ. Λετουρνέρ. Είν' εκεί, όρθιος, πελιδνός, εκτείνων την χείρα, η λευκή κόμη του καταπίπτει επί των κατεσκληκυιών παρειών του, είνε δε φοβερός ένεκα της ηρεμίας αυτού. Α! δύστηνε πάτερ! Σε καταλαμβάνω! Γινώσκω διατί συ θέλεις να απαγγείλης τα ονόματα! Η πατρική σου στοργή θα προβή και μέχρι τούτου! «Όταν θέλετε!» λέγει ο αρχιναύτης προς τον κ. Λετουρνέρ. Ο κ. Λετουρνέρ εισάγει την χείρα εις τον πίλον. Λαμβάνει ένα κλήρον, τον αναπτύσσει, απαγγέλλει μεγαλοφώνως το εγγεγραμμένον όνομα και το εγχειρίζει εις τον έχοντα το όνομα τούτο. Το πρώτον λαχόν όνομα είνε το του Βάρκε, όστις εκβάλλει κραυγήν χαράς. Δεύτερον, το του Φλαίπολ. Τρίτον, το του αρχιναύτου. Τέταρτον, το του Φάλστεν. Πέμπτον, το του Ροβέρτου Κόρτις. Έκτον, το του Σάνδον. Το ήμισυ των ονομάτων πλέον ενός, απηγγέλθησαν. Το εμόν δεν έλαχε. Ζητώ να υπολογήσω τας υπολειπομένας μοι πιθανότητας. Τέσσαρες καλαί, μία κακή. Αφ' ότου ο Βάρκε ανεκραύγασεν, ουδέ λέξις άλλη ηκούσθη. Ο δε κ. Λετουρνέρ εξακολουθεί το απαίσιον υπούργημά του. Έβδομον όνομα έλαχε το της μις Χέρμπυ, αλλ' η νεάνις δεν ανεσκίρτησε. Όγδοον, το εμόν. Μάλιστα! το εμόν! Το ένατον όνομα; «Λετουρνέρ! — Ποίος; ερωτά ο αρχιναύτης. — Ανδρέας!» αποκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ. Κραυγή ακούεται και ο Ανδρέας πίπτει αναίσθητος. «Εμπρός λοιπόν!» αναφωνεί μυκώμενος ο ξυλουργός Δαούλας, ού το όνομα υπολείπεται εν τω πίλω μετά του ονόματος του κ. Λετουρνέρ. Και ο μεν Δαούλας παρατηρεί τον αντίπαλόν του ως θύμα όπερ θέλει να καταβροχθίση, αλλ' ο κ. Λετουρνέρ είνε σχεδόν μειδιών. Εισάγει την χείρα εις τον πίλον, εξάγει τον προτελευταίον κλήρον, τον αναπτύσσει βραδέως, και μετ' ευσταθείας, ήν ουδέποτε προσεδόκων παρά του ανδρός τούτου, απαγγέλλει άνευ ουδεμιάς αλλοιώσεως της φωνής του. το όνομα: «Δαούλας!» Ο ξυλουργός εσώθη. Ωρυγή εκφεύγει εκ του στήθους του. Έπειτα ο κ. Λετουρνέρ λαμβάνει τον τελευταίον κλήρον, όν ουδόλως ανοίξας σχίζει. Τεμάχιον του σχισθέντος χαρτίου έπεσεν είς τινα γωνίαν της σχεδίας, αλλ' ουδείς προσέχει εις αυτό. Έρπω προς τα εκεί, λαμβάνω το χαρτίον και έν τινι γωνία αυτού αναγινώσκω; Ανδρ . . . Αλλ' ο κ. Λετουρνέρ εφορμά επ' εμού, μ' αρπάζει βιαίως από των χειρών το τεμάχιον τούτο του χάρτου, το συμπιέζει εντός των δακτύλων του, έπειτα, ατενίζων με μετά σοβαρότητος, το ρίπτει εις την θάλασσαν. ΝΔ' — _Συνέχεια της 26 Ιανουαρίου_. — Καλώς ενόησα. Ο πατήρ ελάτρευε τον υιόν, και ουδέν άλλο έχων πλέον να τω δώση πλην της ιδίας ζωής, τω την δίδει. Εν τούτοις πάντες ούτοι οι πειναλέοι δεν θέλουσι να περιμένωσι πλέον. Οι στροφοί των σπλάγχνων των διπλασιάζονται επί τη θέα του θύματος όπερ έλαχεν αυτοίς. Δεν θεωρούσι πλέον τον κ. Λετουρνέρ ως άνθρωπον. Και ουδέν μεν είπον ακόμη, αλλ' όμως τα χείλη των προβάλλονται, οι δε αποκαλυπτόμενοι οδόντες των, έτοιμοι εις την βιαίαν αρπαγήν, θα κατασπαράξωσιν ως οδόντες σαρκοβόρων, μετά της κτηνώδους αδηφαγίας των θηρίων. Θέλουσι λοιπόν να επιπέσωσιν επί του θύματός των και να το καταβροχθίσωσι ζων; Τις θα πιστεύση ότι την στιγμήν ταύτην έκκλησις εγένετο εις το υπόλοιπον του ανθρωπισμού, όν έτι δύνανται να έχωσιν εν εαυτοίς, και τις θα πιστεύση μάλιστα ότι η έκκλησις αύτη εισηκούσθη; Ναι! Είς λόγος ανέστειλεν αυτούς καθ' ήν στιγμήν έμελλον να επιπέσωσι κατά του κ. Λετουρνέρ. Ο αρχιναύτης, έτοιμος να αναλάβη το έργον του κρεοπώλου, ο Δαούλας κρατών τον πέλεκυν, έμειναν ακίνητοι. Η μις Χέρμπυ προβαίνει ή μάλλον σύρεται προς αυτούς. «Φίλοι μου, λέγει, θέλετε να περιμείνετε μίαν ακόμη ημέραν; Μόνον μίαν! Εάν αύριον δεν φανή γη, εάν δεν μας συναντήση πλοίον, ο τάλας σύντροφός μας θα γίνη βορά σας; . .» Ως ήκουσα τας λέξεις ταύτας, ανεσκίρτησεν η καρδία μου. Μοι φαίνεται ότι η νεάνις αύτη ελάλησεν ως προφήτις, και ότι θεία έμπνευσις είνε η εμψυχούσα το ευγενές τούτο πλάσμα! Ελπίς άπειρος επανέρχεται εις την καρδίαν μου. Την παραλίαν, το πλοίον, η μις Χέρμπυ ίσως τα διείδεν εν τινι των υπερφυσικών εκείνων οπτασιών, άς ο Θεός προβάλλει ενώπιόν τινων βλεμμάτων! Ναι! Οφείλομεν να αναμείνωμεν μίαν έτι ημέραν. Και τι είνε μία ημέρα μεθ' όσα δεινά υπεμείναμεν; Ο Ροβέρτος Κόρτις διανοείται όπως εγώ. Συνενούμεν τας παρακλήσεις ημών προς τας της μις Χέρμπυ, ο Φάλστεν λαλεί εν τη αυτή εννοία, ικετεύομεν τους συμπλωτήρας, τον αρχιναύτην, τον Δαούλαν, τους άλλους . . . Οι ναύται ίστανται και ουδέ ψίθυρος ακούεται. Ο αρχιναύτης ρίπτει τότε τον πέλεκύν του, έπειτα διά φωνής υποκώφου λέγει: «Αύριον τα 'ξημερώματα!» Η λέξις αύτη λέγει τα πάντα. Εάν αύριον μήτε γη φανή μήτε πλοίον, η φρικαλέα θυσία θα τελεσθή. Έκαστος νυν επανέρχεται εις την θέσιν του και δι' υπολοίπου τινός προσπαθείας συνέχει τας αλγηδόνας του. Οι δε ναύται κρύπτονται υπό τα ιστία, ουδέ θέλοντες να ίδωσι καν την θάλασσαν. Ολίγον τοις μέλει, αφ' ού θα φάγωσιν αύριον! Εν τούτοις ο Ανδρέας Λετουρνέρ συνελθών εις εαυτόν, ευθύς πρώτον απέβλεψε προς τον πατέρα του. Έπειτα βλέπω αυτόν μετρούντα τους επιβάτας της σχεδίας . . . Ουδείς ελλείπει. Τις λοιπόν έλαχε; Ότε ο Ανδρέας ελιποθύμησε, δύο μόνον ονόματα περιείχοντο εν τω πίλω, το του ξυλουργού και το του πατρός του! Αμφότεροι δε, ο τε κ. Λετουρνέρ και ο Δαούλας, είνε εκεί. Τότε η μις Χέρμπυ ελθούσα προς αυτόν λέγει απλώς ότι η κλήρωσις δεν απεπερατώθη. Ο δε Ανδρέας Λετουρνέρ δεν ερωτά περισσότερον. Λαμβάνει την χείρα του πατρός του, ού η όψις είνε ήρεμος, σχεδόν μειδιώσα. Έν δε μόνον βλέπει, έν μόνον καταλαμβάνει, ότι ο υιός του εσώθη. Τα δύο ταύτα όντα, τα ούτω στενώς συνδεδεμένα προς άλληλα, μεταβαίνουσιν εις την πρύμναν της σχεδίας και κάθηνται συνδιαλεγόμενα ταπεινή τη φωνή. Εν τούτοις εγώ επιμένω εις την πρώτην εντύπωσιν ήν μοι ενεποίησεν η παρέμβασις της νεάνιδος. Πιστεύω ως αντίληψιν της Θείας Προνοίας. Δεν θα ηδυνάμην δε να είπω μέχρι τίνος η ιδέα αύτη ερριζούται εν τω πνεύματί μου. Θα ετόλμων να βεβαιώσω ότι εγγίζομεν εις το τέρμα των δεινών ημών και δεν θα ήμην βεβαιότερος περί τούτου, εάν το πλοίον ή η γη ήσαν εκεί πέραν μίλια τινα από τον άνεμον. — Αλλ' ο εγκέφαλος μου είναι ούτω κενός, ώστε αι χίμαιραι μεταβάλλονται εις πράγματα. Λέγω προς τους κκ. Λετουρνέρ περί των προαισθήσεών μου· και ο Ανδρέας πέποιθεν όπως εγώ! Το ταλαίπωρον παιδίον! Και εάν είξευρεν ότι αύριον! . . . Ο πατήρ μ' ακροάται σοβαρώς και με παραθαρρύνει να ελπίζω. Πιστεύει δε ασμένως, το λέγει τουλάχιστον, ότι ο Ύψιστος θα φεισθή των επιζώντων επιβατών του _Σάνσελλορ_, και επιδαψιλεύει τω υιώ του θωπείας, αίτινες ως προς αυτόν είνε αι έσχαται. Έπειτα δε βραδύτερον, ότε ήμην μόνος πλησίον του κ. Λετουρνέρ κλίνει εις το ους μου και λέγει: «Σας συνιστώ το δύσμοιρον τέκνον μου. Να μη μάθη ποτέ ότι . . .» Και πριν αποπερατώση την φράσιν του, δάκρυα αδρά καταπίπτουσιν από των οφθαλμών του . . . Εγώ δε είμαι όλως εύελπις. Όθεν ουδ' επί στιγμήν αποστρέφω το βλέμμα μου και παρατηρώ τον ορίζοντα εφ' όλην αυτού την περίμετρον. Και είνε μεν έρημος, αλλά δεν ανησυχώ, διότι προ της αύριον ιστίον ή γη θα φανή που. Ως εγώ παρατηρεί την θάλασσαν και ο Ροβέρτος Κόρτις, η δε μις Χέρμπυ, ο Φάλστεν και αυτός ο αρχιναύτης συγκεντρούσιν εν τω βλέμματι αυτών την ζωήν των όλην. Εν τούτοις επέρχεται η νυξ, και όμως έχω πεποίθησιν ότι πλοίον τι θα προσεγγίση εν τω βαθεί τούτω σκότει, και θα ίδη τα σημεία ημών άμα τη ημέρα. ΝΕ' — _Τη 27 Ιανουαρίου_. — Δεν κλείω οφθαλμόν, ακούω δε και τους ελαχίστους κρότους, τον παφλασμόν του ύδατος, την βοήν των κυμάτων. Παρατηρώ δε ότι ουδείς πλέον καρχαρίας υπάρχει πέριξ της σχεδίας, θεωρώ δε τούτο ως οιωνόν άριστον. Ή σελήνη ανέτειλε τεσσαράκοντα έξ λεπτά μετά το μεσονύκτιον. Αλλά το ανεπαρκές αυτής φως δεν μοι επιτρέπει να παρατηρήσω την θάλασσαν επί ακτίνος εκτεταμένης. Ποσάκις ενόμισα ότι διέβλεπον ολίγας οργανιάς μακράν το ποθεινότατον ιστίον! Αλλ' ελθούσης της πρωίας, ο ήλιος ανατέλλει επί θαλάσσης ερήμην! Η φοβερά στιγμή ήγγικεν. Αισθάνομαι κατά μικρόν εξαλειφομένας τας χθεσινάς ελπίδας μου. Το πλοίον δεν φαίνεται, αλλ' ουδέ η γη, και εγώ επανέρχομαι εις την πραγματικότητα και ενθυμούμαι! Είνε η ώρα καθ' ήν μέλλει να εκτελεσθή απαισία θανατική εκτέλεσις. Δεν τολμώ πλέον να βλέπω το θύμα. Ότε δε οι οφθαλμοί του, οι αποδεικνύοντες τοσαύτην καρτερίαν, προσηλούνται επ' εμού, εγώ ταπεινώνω τους εμούς. Φρίκη ανυπέρβλητος συνθλίβει μου το στήθος, και η κεφαλή μου γυρίζει ως εν τη μέθη. Είνε η έκτη πρωινή ώρα, και πλέον δεν πιστεύω εις την αντίληψιν της θείας Προνοίας. Η καρδία μου πάλλει πλέον των εκατόν παλμών το λεπτόν και ιδρώς αγωνίας με περικαλύπτει όλον. Ο αρχιναύτης και ο Ροβέρτος Κόρτις όρθιοι, εστηριγμένοι επί του ιστού, εξετάζουσιν αδιαλείπτως τον Ωκεανόν. Είνε δε ο αρχιναύτης φοβερός ιδείν. Γινώσκει τις καλώς ότι δεν θα επιταχύνη την ώραν, αλλ' ουδέ θα την επιβραδύνη. Μοι είνε δε αδύνατον να μαντεύσω οποίαι τινες είνε αι εντυπώσεις του πλοιάρχου, αλλ' όμως η όψις του είνε πελιδνή και φαίνεται ζων διά του βλέμματος και μόνου. Οι δε ναύται σύρονται επί του κρηπιδώματος και διά των φλογερών οφθαλμών του κατατρώγουσιν ήδη το θύμα των! Δεν δύναμαι να σταθώ εκεί, και μεταβαίνω μέχρι της πρώρας της σχεδίας. Ο αρχιναύτης είνε όρθιος έτι και παρατηρεί. «Τέλος πάντων!» αναφωνεί. Τας λέξεις ταύτας ακούσας αναπηδώ. Ο αρχιναύτης, ο Δαούλας, ο Φλαίπολ ο Βάρκε, ο Σάνδον προχωρούσι προς την πρύμναν, ο δε ξυλουργός σφίγγει σπασμωδικώς τον πέλεκυν του! Η μις Χέρμπυ δεν δύναται να καταστείλη κραυγήν. Αίφνης ο Ανδρέας ανορθούται. «Πάτερ μου; αναφωνεί, μετά φωνής πνιγομένης. — Ο κλήρος με υπέδειξεν . . .» απεκρίνεται ο κ. Λετουρνέρ. Ο Ανδρέας αρπάζει τον πατέρα του εν ταις αγκάλαις του, ανακράζων μετά μυκηθμού. «Ποτέ! Σκοτώστε με καλλίτερα, σκοτώστε με! Εγώ έρριψα εις την θάλασσαν το πτώμα του Χόμμπαρτ! Εμέ, εμέ πρέπει να σφάξετε!» Ο τλήμων! Οι λόγοι του διπλασιάζουσι την λύσσαν των δημίων. Ο δε Δαούλας προβάς αποσπά αυτόν από των αγκαλών του κ. Λετουρνέρ λέγων: «Ας λείπουν τα πολλά πολλά!» Ο Ανδρέας ανατρέπεται και δύο ναύται συσφίγγουσιν αυτόν ούτως, ώστε δεν δύναται πλέον να κινηθή. Ταυτοχρόνως δε ο Φλαίπολ και ο Βάρκε αρπάζοντες το θύμα των, σύρουσιν αυτό προς την πρώραν της σχεδίας. Η φοβερά αύτη σκηνή τελείται ταχύτερον ή όσον την περιγράφω. Η φρίκη με προσήλωσεν επί τόπου. Ήθελον να ριφθώ μεταξύ του κ. Λετουρνέρ και των δημίων του, αλλά δεν δύναμαι! Την στιγμήν ταύτην ο κ. Λετουρνέρ ίσταται όρθιος, απωθήσας τους ναύτας οίτινες εξέσχισαν μέρος των ενδυμάτων του. Οι ώμοι του είνε γυμνοί. «Μίαν στιγμήν, λέγει προς αυτούς μετά τόνου φωνής, εν ώ αισθανόμεθα ζωηρότητα ακαταδάμαστον. Μίαν στιγμήν! Δεν προτίθεμαι να σας κλέψω την μερίδα σας. Αλλά δεν θα με καταβροχθίσετε ολόκληρον σήμερον, υποθέτω!» Οι ναύται ίστανται, και κατάπληκτοι βλέπουσι και ακούουσιν. Ο δε κ. Λετουρνέρ εξακολουθεί: «Είσθε δέκα. Δεν σας εξαρκούν αι δύο μου χείρες; Κόψατέ τας, και αύριον έχετε το υπόλοιπον! . . . Και ταύτα λέγων, εκτείνει τας δύο χείρας του γυμνάς . . . «Ναι!» ανακράζει ο διά φωνής φοβεράς ο ξυλουργός Δαούλας. Και ταχύς ως ο νους, υψώνει τον πέλεκυν. Αλλ' ο Ροβέρτος Κόρτις δεν ηδυνήθη να βλέπη περισσότερον, ουχ ήττον δε και εγώ. Η σφαγή αύτη δεν θα εκτελεσθή, ζώντων ημών. Και ο μεν πλοίαρχος ερρίφθη εις μέσον των ναυτών, ίνα αποσπάση απ' αυτών το θύμα των, και εγώ ώρμησα εις την συμπλοκήν . . . αλλ' ότε έφθασα εις την πρώραν της σχεδίας, με απώθησε τις των ναυτών μετά σφοδρότητος και έπεσα εις την θάλασσαν . . . Κλείω το στόμα θέλων να αποθάνω πνιγόμενος. Αλλ' ο πνιγμός είνε ανώτερος της θελήσεώς μου, τα χείλη μου ανοίγουσι και βρόχθοι τινές ύδατος εισδύουσι.» Ύψιστε θεέ! Το ύδωρ είνε γλυκύ! ΝΣΤ' — _Συνέχεια της 27 Ιανουαρίου_. — Έπιον! έπιον! Αναγεννώμαι! Αίφνης αναζωογονούμαι! Δεν θέλω πλέον να αποθάνω! Κραυγάζω και αι κραυγαί μου ακούονται. Επιφαίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις επί του χείλους της σχεδίας, μοι ρίπτει σχοινίον, όπερ η χειρ μου δράττει. Αναρριχώμαι και καταπίπτω επί του κρηπιδώματος. Αι πρώται μου δε λέξεις είνε: «Νερόν γλυκύ! — Γλυκύ νερόν! αναφωνεί ο Ροβέρτος Κόρτις. Λοιπόν η γη είνε εδώ πλησίον!» Είνε έτι καιρός! Ο φόνος δεν εξετελέσθη! Το θύμα δεν εσφάγη! Ο Ροβέρτος Κόρτις και ο Ανδρέας είχον παλαίση κατά των καννιβάλων, αλλά καθ' ήν στιγμήν έμελλον να καταβληθώσι και αυτοί, ηκούσθη η κραυγή μου. Ο αγών καταπαύει. Επαναλαμβάνω τας λέξεις: νερόν γλυκύ! και κύψας έξω της σχεδίας πίνω απλήστως διά μεγάλων βρόχθων. Η Μις Χέρμπυ πρώτη με μιμείται. Ο Ροβέρτος Κόρτις, ο Φάλστεν, οι άλλοι ορμώσι προς την ζείδωρον [103] ταύτην πηγήν. Πας τις ποιεί το αυτό. Τα προ μικρού ανήμερα θηρία υψούσι τας χείρας προς τον ουρανόν, τινές δε σταυροκοπούνται ανακράζοντες ότι θαύμα εγένετο. Πας τις κλίνει το γόνυ επί του χείλους της σχεδίας, και πίνει μετ' αγαλλιάσεως. Η έκστασις διαδέχεται την δεινήν μανίαν! Ο Ανδρέας και ο πατήρ του τελευταίοι μιμούνται ημάς. «Αλλά πού είμεθα; αναφωνώ. — Ολιγώτερον των είκοσι μιλίων απέχομεν της γης, αποκρίνεται ο Ροβέρτος Κόρτις.» Πάντες παρατηρούμεν αυτόν. Ο πλοίαρχος παραφρονεί; Ουδεμία ακτίς φαίνεται που, η δε σχεδία διατελεί κατέχουσα το κέντρον του υγρού τούτου κύκλου! Και όμως το ύδωρ είνε γλυκύ! Από πότε δε είνε; Αδιάφορον! Αι αισθήσεις δεν μας ηπάτησαν και η δίψα ημών κατεσιγάσθη. «Μάλιστα, η γη είνε αόρατος, αλλ' είνε εκεί! λέγει ο πλοίαρχος εκτείνων την χείρα προς Ζέφυρον (Δ). — Ποία γη; ερωτά ο αρχιναύτης. — Της Αμερικής, η γη όπου ρέει ο Αμαζόνειος ποταμός, ο μόνος έχων ρεύμα αρκούντως ισχυρόν, ώστε γλυκαίνει να ύδατα του Ωκεανού μέχρι είκοσι μιλίων από των εκβολών του!» ΝΖ' — _Συνέχεια της 27 Ιανουαρίου_. — Ο Ροβέρτος Κόρτις προδήλως έχει δίκαιον. Η εκβολή αύτη του Αμαζονείου ποταμού, ού το ποσόν είνε διακόσιαι τεσσαράκοντα χιλιάδες μέτρων κυβικών την ώραν, ό έστι τρισχιλιάκις μείζον του ποταμού των Παρισίων Σηκουάνα, είνε το μόνον μέρος του Ατλαντικού Ωκεανού, ένθα ηδυνήθημεν να εύρωμεν ύδωρ γλυκύ. Η γη είνε εκεί που, το αισθανόμεθα! Ο άνεμος φέρει ημάς εκεί! Την στιγμήν ταύτην η φωνή της μις Χέρμπυ υψούται προς τον ουρανόν, και προς την δέησιν αυτής αναμιγνύομεν τας ημετέρας. Ο Ανδρέας Λετουρνέρ είνε εν ταις αγκάλαις του πατρός του, εν τη πρύμνη της σχεδίας, ημείς δε οι λοιποί πάντες εν τη πρώρα παρατηρούμεν τον ορίζοντα τον προς Ζέφυρον (Δ) . . . Μετά μίαν ώραν ο Ροβέρτος Κόρτις αναφωνεί: «Γη!» Το ημερολόγιον εν ώ εσημείωσα τας καθημερινάς ταύτας σημειώσεις συνετελέσθη. Η διάσωσις ημών εγένετο εντός ολίγων ωρών, θα διηγηθώ δε αυτήν εν ολίγοις. Η σχεδία περί ώραν ενδεκάτην προ μεσημβρίας συνηντήθη κατά την άκραν Μαγκουρή επί της νήσου Μαραχώ. Ελεήμονες αλιείς περιέθαλψαν και εζωογόνησαν ημάς, έπειτα δε ωδήγησαν εις Παρά, ένθα ετύχομεν περιθάλψεων ενθερμοτάτων και συγκινητικωτάτων. Η σχεδία επροσγείωσεν εν 0° 12' βορείου πλάτους. Ερρίφθη λοιπόν δεκαπέντε τουλάχιστον μοίρας προς Λίβα (ΝΔ), αφ' ής ημέρας κατελίπομεν το πλοίον. Λέγω δε «τουλάχιστον», διότι είνε πρόδηλον ότι εδέησε να κατέλθωμεν μάλλον προς Νότον. Κατεπλεύσαμεν δε εις την εκβολήν του Αμαζονείου ποταμού, διότι το ρεύμα του Γελφ-στρημ παρέλαβε την σχεδίαν και κατήγαγεν αυτήν εκεί. Άνευ δε της συντυχίας ταύτης η απώλεια ημών ήτο άφευκτος. Εκ των δύο και τριάκοντα επιβιβασθέντων εν Κάρλεστον, τούτ' έστι εννέα επιβατών και είκοσι τριών ναυτών, υπελιπόμεθα πέντε μόνον επιβάται και έξ ναυτικοί, — εν όλω ένδεκα. Οι μόνοι επιζήσαντες εκ των του _Σάνσελλορ_. Πρακτικόν της διασώσεως συνετάχθη υπό των Βρασιλιανών αρχών. Υπέγραψαν δε: Μις Χέρμπυ, I. Ρ. Κάζαλλον, Λετουρνέρ πατήρ, Ανδρέας Λετουρνέρ, Φάλστεν, αρχιναύτης, Δαούλας, Βάρκε, Φλαίπολ, Σάνδον και τελευταίον Ροβέρτος Κόρτις πλοίαρχος. Οφείλω δε να προσθέσω ότι εν Παρά πάραυτα προσηνέχθησαν ημίν τα μέσα της εις την πατρίδα επανόδου. Πλοίον τι εκόμισεν ημάς εις Καϋένην και θα συναντήσωμεν την υπερατλάντειον Γαλλικήν γραμμήν του Άσπινβαλ ής το ατμόπλοιον _Πόλις της Σαιννχζαίρης_ θα καταγάγη ημάς εις Ευρώπην. Και νυν μετά τοσαύτας δοκιμασίας άς από κοινού υπέστημεν, μετά τοσούτους κινδύνους, ούς εκ θαύματος, ούτως ειπείν, διεφύγομεν, δεν είνε φυσικόν να συνδέη αδιάρρηκτος φιλία τους επιβάτας του _Σάνσελλορ_; Εν οία δήποτε περιστάσει, όπου δήποτε μακράν η τύχη παρασύρη αυτούς, δεν είνε βέβαιον ότι ουδέποτι θα λησμονήσωσιν αλλήλους; Ο Ροβέρτος Κόρτις είνε και θα διατελή αείποτε ών φίλος των εν δυστυχία εταίρων αυτού. Η δε μις Χέρμπυ ήθελε να αποσυρθή των εγκοσμίων, και να αφιερώση τον βίον της εις την περίθαλψιν των πασχόντων. «Αλλά και ο υιός μου δεν είνε πάσχων! . .» είπε προς αυτήν ο κ. Λετουρνέρ. Και η μις Χέρμπυ έχει νυν πατέρα μεν τον κ. Λετουρνέρ, αδελφόν δε τον υιόν αυτού Ανδρέαν. — Λέγω δε αδελφόν, αλλ' εντός ολίγου, εν τη νέα αυτής οικογενεία, η ισχυρά αύτη νεάνις θα εύρη την ευδαιμονίαν, ής είνε αξία, όπερ και ημείς ευχόμεθα αυτή εξ όλης της καρδίας. Τ Ε Λ Ο Σ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΒΡΑΒΕΥΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΕΙΑΣ Έκδοσις καλλιτεχνική εις μέγα 8ον Κατά μετάφρασιν Π. I. ΦΕΡΜΠΟΥ Καθηγητού Ρωβύρος ο κατακτητής μετ' εικόνων 45 τιμάται Δρ 6 Ο _Σάνσελλορ_ μετ' εικόνων 45 τιμάται Δρ 6 Σχολή των Ροβινσώνων ή νήσος επί του Ειρην. Ωκεανού μετ' εικόνων 51 τιμάται Δρ 6 Ο Λαχνός ή ο αριθμός 9672 μετ' εικόνων 42 τιμάται Δρ 6 Μεσημβρινός Αστήρ ή χώρα των αδαμάντων μετ' εικόνων 63 τιμάται Δρ 7 _____ Λεζάντες εικόνων Η πνοή του Βορρά ωθεί τον _Σάνσελλορ_ . . . (σελ. 1) ΡΟΒΕΡΤΟΣ ΚΟΡΤΙΣ, ο δεύτερος πλοίαρχος. Οι επιβάται του _Σάνσελλορ_. Ο Σάνσελορ και τα φύκη. (σελ. 18.) Πυρκαϊά, κύριε Κάζαλλον.·!...» (σελ. 25) Οι ναύται διέκριναν ελαφρόν καπνόν (σελ. 27) Κατελήφθη υπό σπασμωδικού φόβου (σελ. 34) Τρέχει κράζων: «Πυρκαϊά!» (σελ. 36) Γλώσσα πυρός μακρά! . . (σελ. 44) «Το πικρικόν! το πικρικόν!» (σελ. 46) Διακρίνομεν όμιλον μαύρον . . . (σελ. 51) Άνθρωπος φαίνεται κρεμάμενος.....(σελ. 53.) Παρασκευάζουσιν επί του επιστέγου κατασκήνωσιν (σελ. 56) Το νησύδριον τούτο. . . (σελ. 58) Το ιχνογράφημα του Ανδρέου. Οι ναυαγοί αλιεύοντες . . . Επιστατούντος του Φάλστεν, οι ναύται . . . Εγένετο η έκρηξις «Δεν σε συμβουλεύω να εγγίσης επάνω μου . .» Αλλ' αίφνης ο καταποντισμός αναστέλλεται . . . . Μόνος, γέρων ναυτικός . . . Μοι φαίνεται ότι διακρίνω μέλαν σημείον. «Νά, και ένα πτώμα! . .» είπεν ο Όουεν. Μάτην έτεινον τας χείρας προς ημάς . . . Η σχεδία ουριοδρομεί . . . Ως θαυμαστή αληθώς η αλιεία αύτη! «Καταιγίς! καταιγίς!» Μ' εξήπλωσεν επί του κρηπιδώματος . . . Κατά παν τέταρτον εμβρέχει τα χείλη του. . . «Κτυπάτε τον πλοίαρχον!» ωρύεται ο Όουεν . . . Ο Ροβέρτος Κόρης καταφέρει τον πέλεκυν . . . Δεν δύναμαι να καταστείλω σχήμα φρίκης Ο Όουεν εις την θάλασσαν. «Πλοίον! πλοίον!» Η κεφαλή τον ζώου αναδύεται. Κατακείμεθα ύπτιοι και πίνομεν . . . Παρατηρώ εις το φως της σελήνης. Είνε σώμα απηγχονισμένου. Έπειτα ορμά και πίπτει εις την θάλασσαν. Ακτίνες ζωηραί διαπερώσι την ομίχλην. «Φίλοι μου! περιμένετε μίαν ημέραν; . . .» Και πίνομεν, πίνομεν, πίνομεν! Η φωνή της μις Χέρμπυ υψούται προς τον Ουρανόν. _____ 1] Τρίστηλο: με τρία κατάρτια. 2] Γόμφος: καρφί. Αν ξύλινος, ο γόμφος λέγεται καβίλια. 3] Επίδρομος ή μετζάνα: Το τελευταίο κατάρτι του πλοίου, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη. 4] Εξαρτία: Τα σκοινιά και τα κατάρτια και γενικά καθετί άλλο που χρησιμοποιείται στο χειρισμό των ιστίων ενός ιστιοφόρου πλοίου, τα άρμενα, η αρμποραδούρα, κοινά αρματωσιά. 5] Ίσαλος γραμμή: Η γραμμή που χαράζεται στις πλευρές του πλοίου, συνήθως στο ύψος όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας — Το ίχνος της γραμμής που αφήνει η θάλασσα στα πλευρά του ακίνητου σκάφους. 6] Επίμηλο: Η γαλέτα — ξύλινος δίσκος στην κορφή των καταρτιών και του ιστού της σημαίας. 7] Άβαξ - Το σανίδωμα που αποτελεί την πρύμνη του πλοίου και είναι κάθετο σχεδόν προς την θάλασσα. 8] Ναυφθορία: Ναυάγιο, βλάβη πλοίου. 9] Τρίχαπτο: Είδος δαντέλλας. 10] Παρακύλισμα ή μπότζι: Κίνηση του σκάφους αριστερά-δεξιά. 11] Προνευστασμός ή σκαμπανέβασμα: Κίνηση του σκάφους πάνω- κάτω. 12] Πολιός: ασπρομάλλης, λευκός ή ψαρός. 13] Επίστεγο (κάσσαρο): Στα παλαιά ιστιοφόρα, υπερυψωμένο μέρος του καταστρώματος μεταξύ του ψηλότερου σημείου τους πρύμνης και του ιστού της μαΐστρας (που βρίσκεται στο κέντρο του πλοίου) στο οποίο τοποθετούνταν κατά κανόνα οι κοιτώνες των αξιωματικών. 14] Ευεκτικός: έχων ευεξία. 15] Βρενθύομαι: Υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι. 16] Τεώς: Παγώνι. 17] Φυξίκεντρος: Φυγόκεντρος. Ο όρος προτάθηκε από τον Κωνσταντίνο Ασώπιο (1843) και επικράτησε. Ο όρος φυξίκεντρος που προτάθηκε από τον Ηρακλή Μητσόπουλο (1845) δεν επικράτησε. 18] Γιγγλυμωτό: Αρθρωτό, με αρθρώσεις. 19] Γελφ Στρημ: Gulf Stream. 20] Δόλωνας ή γάμπια: Τετράγωνο πανί που δένεται στον ιστό της μαΐστρας πάνω από τη μαΐστρα. Από αυτό παίρνει το όνομα του ο άξονας ή το κομμάτι του σύνθετου καταρτιού που το συγκρατεί (ιστός γάμπιας ή δόλωνα). 21] Ακάτιος ιστός: Ο πλωριός ιστός, ο πρώτος από την πλώρη. Ο κοντινότερος προς την πλώρη ιστός πάνω στον οποίο στηρίζεται το ακάτιο ιστίο. Στα μεγάλα ιστιοφόρα ονομάζεται και Τουρκέτο η Τρίγκος. 22] Αντιμονή: (Πλέω εν αντιμονή) ελαττώνω την ταχύτητα του πλοίου, για την αποφυγή ζημιών από την τρικυμία: για να γίνει αυτό, το πλοίο πρέπει να στραφεί προς την κατεύθυνση του ανέμου, «πλέοντας την εγγυτάτη» ,και να μειώσει τα ιστία μόνο στα χαμηλά πανιά (ιστία θυέλλης). 23] Οιακιστής: Πηδαλιούχος, πιλότος. 24] Επιστήλιο: α. Τετράγωνο πανί δεμένο επάνω από αυτό του τρίγκου και β. το μικρό κατάρτι που αντιστοιχεί σε αυτό. 25) Περί τα 30 μέτρα το δευτερόλεπτον. 26] Πρότονας: Οι ανάδρομοι κι οι πρότονοι είναι σκοινιά που στερεώνουν τα επιστήλια των ιστών, κοινώς τα στράλια. 27] Ανακωχεύω: Έχω τα πανιά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η λέμβος να μην προχωρεί αλλά μόνον να εκπίπτει. Ο χειρισμός λέγεται ανακωχή και τον χρησιμοποιούμε όταν πχ θέλουμε να περισυλλέξουμε ναυαγό. 28] Τρόπις: Η Τρόπιδα ή καρένα ή καρίνα (keel) ονομάζεται το κατώτερο τμήμα του πλοίου που εκτείνεται σε όλο το μήκος του. 29] Εύδιος: α. για καιρό, αίθριος, γαλήνιος, που δεν έχει σύννεφα β. (μτφ.) για τη ζωή ή την ψυχή κάποιου προσώπου ήσυχος, ειρηνικός. 30] Φώσωνας (ή παπαφίγκος): Τετράγωνο ιστίο που ξεδιπλωνόταν πάνω από τον τρίγκο και από το αντίστοιχο επιστήλιο. 31] (των αμπαριών μάλλον) 32] Καθέκτης: Μπουκαπόρτα, πόρτα καταπακτής, αμπαριού. 33] Ημίβρωτος: μισοφαγωμένος. 34] Ημιολία: Τύπος ιστιοφόρου πλοίου. Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί τον τύπο αυτό τον ονομάζουν "σκούνερ", εμείς από παλαιότερα "γολέτα" ή "σκούνα" ή "γολετόβρικο" ή "μυοπάρωνα". 35] Παραφωτίδα: Φινιστρίνι. 36] Οσημέραι: Από μέρα σε μέρα. 37] Οιακοστρόφιο: Τιμόνι. 38] Οίακας: Πηδάλιο. 39] Διατοιχισμός: Η Διατοίχιση ή διατοιχισμός, κοινώς «μπότζι» (λέγεται ακόμη και «σάλος»), αφορά μορφή ταλάντωσης του πλοίου κατά τον εγκάρσιο άξονα, δηλαδή οι κλίσεις δεξιά και αριστερά που παίρνει το πλοίο «εξ υπαμοιβής» (= διαδοχικά), είτε «εν πλω» (όταν κινείται), είτε «εν όρμω» (αγκυροβολημένο). Αιτία της είναι είτε ο υφιστάμενος πλάγιος κυματισμός (κατάσταση θαλάσσης), είτε κυματισμός από το φαινόμενο της αποθαλασσίας, είτε και από άλλο παράγοντα όπως από κυματισμό που προκάλεσε διερχόμενο άλλο πλοίο. 40] Σίπαρος ή Κουντρίνι: Ελαφρό τετράγωνο ιστίο που βρίσκεται πάνω από τον παπαφίγκο . Χρησιμοποιείται όταν ο άνεμος είναι ασθενής ή μέτριος. 41] Παρίστιο ή Κουρτελάτσα: Βοηθητικό πανί με τραπεζοειδές σχήμα, το οποίο τοποθετείται στην άκρη κάθε αντένας για να γίνει εκμετάλλευση λιγοστού αέρα. 42] Εφόλκιο: το σύνολο των επί του πλοίου μεταφερομένων λέμβων. 43] Σύσπαστο: α. Στη ναυτική τέχνη διάταση ή "διάταμα" (κοινώς ξεθύμασμα, ή βγάλσιμο του σχοινιού) ονομάζεται το τέντωμα που επιβάλλεται να γίνει στα καινούργια σχοινιά μόλις παραληφθούν στο πλοίο. Τα σχοινιά εκτείνονται με σύσπαστα δια του βαρούλκου προκειμένου έτσι ν΄ αποκτήσουν σταθερό και μη αυξομειούμενο μήκος. Ιδιαίτερα παλαιότερα στα ιστιοφόρα αν δεν γινόταν αυτή η εργασία και χρησιμοποιούνταν τα σχοινιά ως πρότονοι, παράτονοι ή επίτονοι των επιστηλίων τότε επιμηκύνονταν με κίνδυνο τα επιστήλια να κοπούν. β. Επίσης, τα σύσπαστα και τα πολύσπαστα είναι συνδυασμός δύο τροχίλων που συνδέονται με σχοινί ή συρματόσχοινο και χρησιμοποιούνται για την ανύψωση μικρών ή μεγάλων βαρών αντίστοιχα. 44] Ευτυχώς πάνυ: Πάνυ-»υπερθετικό -» Πολύ ευτυχώς. 45] Δες σημείωση 22 46] Διπυρίτης: (άρτος) Ψωμί που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί περισσότερο, παξιμάδι, γαλέτα. 47] Επωτίδα: (καπόνια, davits) είναι μέρος του εξαρτισμού των σωσιβίων λέμβων και χρησιμεύουν για την καθαίρεση και την ανακρέμασή τους. 48] Φαλαινίδα (ή Φαλαινίς) ή Κέλης (ή Κέλητας): Πρόκειται για ελαφρού τύπου λέμβου στενής και μακράς για χρήση ναυάρχου, κυβερνήτη ή επιτελείου. 49] Επίτονοι: Ξάρτια των επιστήλιων. 50] Θωράκιο (Κόφα ή θωράκιο ιστού): Ξύλινη πλατφόρμα, αρχικά κυκλική και στη συνέχεια ημικυκλική, τοποθετημένη σχεδόν στην κορυφή των ψηλότερων αξόνων των ιστιοφόρων, υποβασταζόμενη από πλάγιες και εγκάρσιες ράβδους, ώστε να συμβάλλει στη συνολική αντοχή των ιστών, παρέχοντας το απαραίτητο έρεισμα στα ξάρτια των ανώτερων ιστών (επιστηλίων). 51] Τροπός: Λουρί που δένει χαλαρά το κουπί πάνω στον σκαρμό της βάρκας. 52] Λιγνυώδης: καπνώδης, σκουρόχρωμος. 53] Κορώνη: Πρύμνη. 54] Δυοίν δε θάτερον: Ποιο από τα δύο είναι καλλίτερο; 55] Βρόμος: ο θόρυβος του κεραυνού, της φωτιάς, του ανέμου, δυνατή κραυγή ή ούρλιασμα, κτλ. 56] Ρηγμίν: αιγιαλός, το κύμα που χτυπά το γιαλό, η γραμμή του κύματος, η θάλασσα. 57] ήττον: λιγότερο. 58] Ωρική Γωνία: Η γωνία που περιλαμβάνεται μεταξύ του μεσημβρινού ενός τόπου επί της Γης (που προεκτεινόμενος σχηματίζει τον ουράνιο μεσημβρινό του τόπου) και του ωρικού κύκλου ενός αστέρος, ή η γωνία μεταξύ ενός ουράνιου μεσημβρινού τόπου (Γης) και του ωρικού κύκλου αστέρος. Έτσι μεταξύ των δύο αυτών μεσημβρινών σχηματίζεται μία γωνία η οποία και καθορίζει ανά πάσα στιγμή τη σχετική θέση τη γήινης και της ουράνιας σφαίρας. 59] Επηγκενίδες (Μαδέρια): Τα μαδέρια του εξωτερικού περιβλήματος. 60] Τρόχιλος: (μακαράς, μπαστέκα block) Μηχανική κατασκευή που χρησιμοποιείται για την μετακίνηση βαρών. Λειτουργεί ως απλό είδος μοχλού. 61] Ερματισμός: Η πρόσθεσις βάρους στο κύτος σκάφους για την εξασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας κατά την πλεύση. 62] Η στείρα (Κοράκι) Το πάνω άκρο, της καρίνας στην πλώρη, ή καλύτερα η κατακόρυφη προέκταση της καρίνας στην πλώρη. 63] Κατακλείς -είδος: μηχανισμός κλεισίματος ή ασφάλισης πορτών. 64] Ουριοδρομία (πρίμα): Η πλεύση κατά την οποία δεχόμαστε τον άνεμο από την πρύμνη. 65] Προνευτάζει: Δες προνευστασμός 11. 66] Επάρτης: α. όργανο που χρησιμεύει για την ανύψωση βαρών β. (ναυτ.) σκοινί που περνά από τροχίλο και χρησιμοποιείται για την ανύψωση μετρίων βαρών, κοινά μαραβίλια. 67] Κάρωσις: Υπνηλία, νάρκωση, λήθαργος. 68] Πείσμα: Σκοινί με το οποίο δένουν το πλοίο στην ακτή, κάβος, παλαμάρι. 69] Ταριχηρής: Παστός. 70] Διπύρων: δες Διπυρίτης 44 . 71] Αυτόχρημα: Πραγματικά, είναι το ίδιο πράγμα με, εξισούται με. 72] Πρόβολος ή Μπομπρέσο: Κατάρτι πολύ επικλινές ή οριζόντιο, στην ίδια κατεύθυνση του επιμήκη άξονα του σκάφους και εξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων. Πάνω του στηρίζεται και προεκτείνεται το μπαστούνι των φλόκων. 73] Δυσήνιος: Αδάμαστος. 74] Δαψιλώς: Άφθονα, πλουσιοπάροχα 75] Διάδετον -» Διαδέτης: σχοινί με το οποίο προσδένονται μεταξύ τους τα άκρα άλλων σχοινιών 76] Υποπτερνίς (Σκάντζα): Χοντρό ξύλο καρφωμένο πάνω στο εσωτρόπι. Φέρει εγκοπή όπου εφαρμόζει ο ιστός της λέμβου όταν την αρματώνουμε για ιστιοπλοΐα. 77] Κόρος: μονάδα χωρητικότητας ή όγκου, με τον οποίο μετράται η ικανότητα του πλοίου να δέχεται φορτίο και επιβάτες. Ο κόρος ισοδυναμεί με χώρο 100 αγγλικών κυβικών ποδιών ή με 2,83 κυβικά μέτρα. 78] Βρανδεβίνο (Μπράντεβιν): Είδος ποτού 79] Ορμιά: το σκοινί στο οποίο δένουν το αγκίστρι 80] Σφηκίσκος: Μακρύ κομμάτι ξύλου 81] Ολκός: Χαρακιά, αυλακιά, συρμή 82] Δρύφακτο: Είδος ξύλινου παραπέτου. Παλαιότερα κατά μήκος του δρύφακτου τοποθετούνταν οι ασπίδες, ενώ αργότερα το σημείο αυτό ήταν ο χώρος για τους μπράντες των ναυτικών και αποτελούσε προστατευτικό κάλυμμα για την ώρα της μάχης. 83] Παραβόλως: αναπάντεχα, ξαφνικά 84] Ακηδής: αμέριμνος, αμελής, αδιάφορος 85] Υπόπυρρα: Κοκκινωπά 86] Τα εχμάτια: Αυτά που στερεώνουν. 87] Εξ υπαμοιβής: Εκ περιτροπής 88] Λιπαρέω-ώ: Παρακαλώ έντονα, ικετεύω, επιμένω 89) Θερμομέτρου του Φαρενάιτ, ού 104 Βαθμοί ισοδυναμούσι προς 40 του εκατονταβάθμου (Κελσίου). 90] Ιστιοδρομία: Αγώνας ταχύτητας μεταξύ ιστιοφόρων πλοίων, η πορεία ιστιοφόρου σκάφους 91] Πλαγιοδρομώ — Πλαγιοδρομία: Η πλεύση κατά την οποία δεχόμαστε τον άνεμο κατ’ ευθείαν στο πλευρό του σκάφους μας σε γωνία από 75 μέχρι 105 μοίρες με την γραμμή της πλώρης μας. 92] Προσηνεμώ: Είμαι στραμμένος προς τα εκεί όπου φυσά ο άνεμος. 93] Αριστερήνεμον: το σκάφος που δέχεται ως προς τα πανιά του τον άνεμο από την αριστερή όψη, βλέποντας, από την πρύμνη προς την πλώρη. Σύμφωνα με τους κανόνες αποφυγής συγκρούσεων, το αριστερήνεμο σκάφος προστατεύει-φυλάσσει πάντοτε το δεξήνεμο. 94] Φορός: Ευνοϊκός 95] Ο πάρων (Βίκιον-Μπρίκι): Από το αγγλικό brig. Ιστορικό ιστιοφόρο του 18ου-19ου αιώνα με πολλές παρεμβάσεις των ναυτικών μας στην ελληνική εκδοχή του. Έφερε στην πλώρη του πρόβολο (μπαστούνι) με τρεις φλόκους. Επίσης έφερε δύο ιστούς, του ακατίου (δηλ. του πρώτου από την πλώρη) και της μεγίστης (δηλ. του δεύτερου από την πλώρη), με τετράγωνα πανιά (σταύρωσες). 96] Το περιώμιον: Λεπτό και χωρίς μανίκια πανωφόρι που καλύπτει τους ώμους και την πλάτη, μπέρτα 97] Ποδίσκος (Μπάνιο): Η κάτω πρωραία γωνία κάθε ιστίου (πανιού), είτε τριγωνικού είτε τραπεζοειδούς. 98] Σπλήνιον: Κομπρέσσα 99] Τλήμων: Δυστυχισμένος 100] Κατεσκληκώς: λιγνός, λεπτός, λειπόσαρκος. 101] Απειρηκώς: Εξασθενημένος 102] Ασμένως: Με μεγάλη χαρά, ευχαρίστως. 103] Ζείδωρος: Αυτός που δίνει ζωή, ζωογόνος *** End of this LibraryBlog Digital Book "The Chancellor" *** Copyright 2023 LibraryBlog. All rights reserved.